Μέλος του ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΣΔΕΕ)

  • Δικαστήριο: Άρειος Πάγος
  • Τόπος: Αθήνα
  • Αριθ. Απόφασης: 1077
  • Έτος: 2020

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Αστικό Δίκαιο - Κακή σύνθεση – Προεδρεύων Πρωτοδίκης - Αρχαιότητα

ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

 

Αρ 1077/2020

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α1′ Πολιτικό Τμήμα

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Λέκκα

Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αθανάσιο Καγκάνη, Αλτάνα Κοκκοβού, Αγγελική Τζαβάρα και Θωμά Γκατζογιάννη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Οκτωβρίου 2018, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Ομόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Πάτρα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Γουβέτα και δεν κατέθεσε προτάσεις.

Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Βιομηχανικής και Εμπορικής Εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Μουντζουρώνη και κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9/4/2014 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Σικυώνος. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 212/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 85/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 16/10/2017 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

  

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων, εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία, 85/2017 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή και κατ’ ουσίαν η έφεση που είχε ασκήσει η αναιρεσείουσα κατά της 212/2014 απόφασης του Ειρηνοδικείου Σικυώνος, με την οποία είχε γίνει δεκτή η από 9-4-2014 αγωγή της αναιρεσίβλητης. Μετά, δε, την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης με την έφεση απόφασης, το Μονομελές Πρωτοδικείο που δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε την αγωγή και υποχρέωσε την αναιρεσείουσα να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη ποσό 7.759,40 ευρώ, ως οφειλόμενο τίμημα από τη μεταξύ τους καταρτισθείσα σύμβαση πώλησης. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 και 564 παρ. 3 ΚΠολΔ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 560 παρ. 2 του ΚΠολΔ, κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση και αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε όπως ορίζει ο νόμος. Μη νόμιμη συγκρότηση του δικαστηρίου υπάρχει, εάν δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ.) ή των ειδικών νόμων που αφορούν τη σύνθεσή του, δηλαδή την κατά νόμο σύστασή του για την ασκούμενη από αυτό δικαιοδοτική αρμοδιότητα και την αναπλήρωση των κωλυόμενων μελών του. Ο αναιρετικός αυτός λόγος, συνδεόμενος με την επιταγή του άρθρου 8 εδ. α’ του Συντάγματος, που επαναλήφθηκε στο άρθρο 109 παρ. 1 ΚΠολΔ σύμφωνα με την οποία, “κανένας δε στερείται χωρίς τη θέλησή του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος” ιδρύεται μόνον όταν η σχετική πλημμέλεια βαρύνει τη σύνθεση του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Συναφώς, το άρθρο 305 αρ. 1 ΚΠολΔ ορίζει ότι το πρωτότυπο της απόφασης πρέπει να αναφέρει τη σύνθεση του δικαστηρίου. Ο καθορισμός της σύνθεσης του δικαστηρίου, με την έννοια του προσδιορισμού του συγκεκριμένου δικαστή ή των συγκεκριμένων δικαστών που θα εκδικάσουν τις υποθέσεις, γίνεται από τον πρόεδρο του δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 και 15 του Ν. 1756/1988 (Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ.), όπως η τελευταία αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 2172/1993 και τροποποιήθηκε μεταγενέστερα. Περαιτέρω με τη διάταξη του άρθρου 17Α ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 3 παρ. 3 του Ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165) ορίζεται ότι “Στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται και οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων της περιφέρειάς τους. Στην περίπτωση αυτή τα μονομελή πρωτοδικεία συγκροτούνται από πρόεδρο πρωτοδικών ή πρωτόδικη με πενταετή τουλάχιστον υπηρεσία, στην οποία συνυπολογίζεται και η υπηρεσία αυτού, ως παρέδρου Πρωτοδικείου και σε περίπτωση που δεν υπηρετούν πρωτόδικες με την πιο πάνω υπηρεσία, ή αυτοί που υπηρετούν δεν επαρκούν από τον αρχαιότερο κατά διορισμό πρωτόδικη”. Επομένως ιδρύεται αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 2 του άρθρου 560 ΚΠολΔ για κακή σύνθεση, όταν το Μονομελές Πρωτοδικείο που δίκασε κατ’ έφεση συγκροτήθηκε από δικαστή, ο οποίος δεν είχε τουλάχιστον πέντε έτη υπηρεσίας συνυπολογιζομένης και εκείνης ως παρέδρου Πρωτοδικείου, εφόσον στο ίδιο δικαστήριο υπηρετούσε αρχαιότερος αυτού πρωτόδικης (ΑΠ 1604/2018, ΑΠ 1342/2018, ΑΠ 502/2017, ΑΠ 1721/2017). Στην προκείμενη περίπτωση με τον πρώτο, από τον αριθμό 2 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, λόγο της αίτησης αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της μη νόμιμης σύνθεσης του δικαστηρίου της ουσίας που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, συνιστάμενη στο ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Κορίνθου, που δίκασε ως Εφετείο κατά τη συνεδρίαση της 19ης Οκτωβρίου 2016 την ως άνω από 6-10-2015 έφεση της αναιρεσείουσας κατά της 212/2014 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Σικυώνος, συγκροτήθηκε από την Πρωτόδικη Αλεξάνδρα Θεοφάνη, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 17Α του ΚΠολΔ, που ρυθμίζει τη σύνθεση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, όταν δικάζει έφεση κατά απόφασης του Ειρηνοδικείου, αφού η τελευταία, κατά το χρόνο που δίκασε την εν λόγω έφεση της αναιρεσείουσας, δεν είχε συμπληρώσει πενταετή υπηρεσία, ενώ κατά τον ίδιο χρόνο συζήτησης αυτής {έφεσης), υπηρετούσαν στο ίδιο δικαστήριο, πλην της Προέδρου Πρωτοδικών, και δύο ακόμη πρωτόδικες, αρχαιότεροι αυτής, που δίκασαν την ίδια ημέρα άλλες υποθέσεις. Από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση από τον Άρειο Πάγο των διαδικαστικών εγγράφων, για την έρευνα της βασιμότητας του παραπάνω αναιρετικού λόγου, προκύπτει ότι πράγματι η προαναφερόμενη πρωτόδικης Αλεξάνδρα Θεοφάνη, που αποτέλεσε τη σύνθεση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, την 19-2- 2016, κατά την οποία συζητήθηκε η από 6-10-2015 έφεση της αναιρεσείουσας κατά της 212/2014 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Σικυώνος, δεν είχε συμπληρώσει τον απαιτούμενο κατά νόμο χρόνο πενταετούς υπηρεσίας, δεδομένου ότι είχε διορισθεί ως πάρεδρος πρωτοδικείου με Π.Δ/μα της 5-3-2015, που δημοσιεύθηκε στις 11-3-2015 στο 203 ΦΕΚ (τεύχος τρίτο) και ακολούθως προάχθηκε στο βαθμό του πρωτόδικη την 25-2-2016. Περαιτέρω προέκυψε ότι κατά τον ίδιο χρόνο υπηρετούσαν στο Πρωτοδικείο Κορίνθου, πλην της Προέδρου Πρωτοδικών, η πρωτόδικης Βασιλική Ψυχογιού, με αρχικό διορισμό ως πάρεδρος πρωτοδικείου την 22-7-2014, και η πρωτόδικης Χριστίνα-Σωτηρία Δημοπούλου, η οποία είχε διοριστεί ως πάρεδρος πρωτοδικείου με το ίδιο προεδρικό διάταγμα της 5-3-2015, με το οποίο είχε διοριστεί και η πρωτόδικης Αλεξάνδρα Θεοφάνη και η οποία προάχθηκε    στο βαθμό του πρωτόδικη     την 25-2-2016. Οι πρωτόδικες Βασιλική Ψυχογιού και Χριστίνα-Σωτηρία Δημοπούλου, ήταν αρχαιότερες κατά διορισμό από την πρωτόδικη Αλεξάνδρα Θεοφάνη. Ειδικότερα, η πρωτόδικης Χριστίνα-Σωτηρία Δημοπούλου, μολονότι διορίστηκε με το    ίδιο π. Δ/γμα με        την πρωτόδικη            Αλεξάνδρα Θεοφάνη, ως πάρεδροι πρωτοδικείου, καθώς και με το ίδιο π.δ/γμα έγινε η προαγωγή τους σε πρωτόδικες, και έτσι συμπίπτουν οι ημερομηνίες αρχικού διορισμού και προαγωγής αυτών στο βαθμό, θεωρείται αρχαιότερη εκείνης, καθόσον προηγείται στη σειρά με την οποία έχουν τεθεί στα π.δ/γματα διορισμού και προαγωγής (άρθρο 54 του Ν. 1756/1988), αυτή, δε, κατά την παραπάνω ημερομηνία συζήτησης της ένδικης έφεσης, δίκασε άλλες υποθέσεις. Συνεπώς, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, δεν ήταν νόμιμη η συγκρότηση του δικαστηρίου της ουσίας που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού έγινε κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 17Α του ΚΠολΔ. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, ο οποίος παραδεκτά προτείνεται για πρώτη φορά ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, ενόψει του ότι ο ισχυρισμός στον οποίο στηρίζεται, της κακής σύνθεσης του δικαστηρίου, αφορά τη δημόσια τάξη (άρθρο 562 παρ. 2 στοιχ. γ’ ΚΠολΔ) είναι βάσιμος. Σημειώνεται ότι με την ως άνω παράβαση, της μη νόμιμης συγκρότησης του δικαστηρίου, δεν ταυτίζεται η περίπτωση της μη αναγραφής στην απόφαση των στοιχείων που δικαιολογούν την εκδίκαση της υπόθεσης από το συγκεκριμένο δικαστή, η μη αναφορά των οποίων δεν ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο. Κατ’ ακολουθία, με την παραδοχή του άνω πρώτου λόγου της αναίρεσης που γίνεται δεκτός, η αναιρετική εμβέλεια του οποίου καθιστά αλυσιτελή την εξέταση του δεύτερου λόγου της αναίρεσης, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο, που την εξέδωσε και του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλο Δικαστή εκτός εκείνου που δίκασε (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, στην καταθέσασα τούτο αναιρεσείουσα (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη, στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την 85/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου.

Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλο Δικαστή, εκτός εκείνου που δίκασε.

Διατάσσει την επιστροφή του καταβληθέντος παραβόλου στην καταθέσασα αναιρεσείουσα.

Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, που ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Μαΐου 2019.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21 Οκτωβρίου 2020.

 

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                         Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ