Μέλος του ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΣΔΕΕ)

  • Δικαστήριο: Άρειος Πάγος
  • Τόπος: Αθήνα
  • Αριθ. Απόφασης: 568
  • Έτος: 2021

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Αστικό Δίκαιο – Δασική έκταση – Β.Δ. 16/11/1938 – Τεκμήριο κυριότητας– Το γεγονός ότι τμήματα των επιδίκων γεωτεμαχίων χαρακτηρίζονται ως δασική έκταση, δεν καθιστά αυτή δημόσια, καθώς στα Επτάνησα δεν ισχύει το τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Δημοσίου

ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

                                                        ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
                                                                         Γ’ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ασπασία Μαγιάκου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Παρασκευή Καλαϊτζή, Γεώργιο Παπανδρέου, Αναστασία Περιστεράκη, Μαρία Μουλιανιτάκη – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Δεκεμβρίου 2020, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Νικόλαο Κουφογιάννη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Του αναιρεσιβλήτου: …, κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Γουβέτα και κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-3-2016 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λευκάδας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 88/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 84/2019 του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 5-12-2019 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

                                                              ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την κρινόμενη από 05/12/2019 αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η 84/2019 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ’ ουσία την έφεση του εναγομένου ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της αριθμ. 88/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λευκάδας, που είχε δεχθεί, ως ουσία βάσιμη, την εισαχθείσα ενώπιόν του αναγνωριστική της κυριότητας ακινήτων (εδαφικών τμημάτων) αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου κατά του αναιρεσείοντος, ερειδόμενη στον παράγωγο (κληρονομική διαδοχή) τρόπο κτήσης κυριότητας και το σωρευόμενο αίτημα για διόρθωση εσφαλμένης κτηματολογικής εγγραφής. Η ανωτέρω αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566§1, 577§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ.571, 577§3 ΚΠολΔ).

Α1. Κατά το άρθρο 62§1 εδ. β’ του ν. 998/1979 «περί των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας» (ήδη άρθρ. 37§1 ν. 4280/2014) το κατά την §1 εδ. α’ του ίδιου άρθρου τεκμήριο κυριότητας υπέρ του δημοσίου επί των δασών και εν γένει δασικών εκτάσεων «δεν ισχύει εις τας περιφερείας του Πρωτοδικείου των Ιονίων Νήσων, της Κρήτης και των Νομών Λέσβου, Σάμου και Χίου και των νήσων Κυθήρων, Αντικυθήρων και Κυκλάδων». Με τη διάταξη αυτή καθιερώθηκε νομοθετικώς η μόνη και ορθή ερμηνευτική άποψη για την νομική θέση των δασών στα Ιόνια νησιά, κατά την οποία το Ελληνικό δημόσιο δεν έχει δικαίωμα στα δάση των Επτανήσων και δεν ισχύει στην περίπτωση αυτή το τεκμήριο κυριότητας του δημοσίου επί των δασών που προβλέπεται στο από 16-11-1836 β.δ. «περί ιδιωτικών δασών», με αποτέλεσμα, προκειμένου περί δασών που βρίσκονται στα Επτάνησα, μόνη η επίκληση από το δημόσιο και απόδειξη της δασικής μορφής της διεκδικούμενης έκτασης να μην αρκεί για τη θεμελίωση του δικαιώματος κυριότητάς του σ’ αυτήν, αλλά (να) πρέπει το δημόσιο σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση να επικαλείται και να αποδεικνύει ότι έγινε κύριο με οποιονδήποτε από τους τρόπους που προβλέπονται από τον Ιόνιο Αστικό Κώδικα ή τον Αστικό Κώδικα, μετά την 23-2-1946, ή τυχόν ειδικούς νόμους (ΑΠ 567/2020, ΑΠ984/2017. Εξάλλου, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1710 παρ. 1, 1193, 1195, 1198 και 1199 ΑΚ, η κληρονομική διαδοχή, είτε αυτή χωρεί εκ του νόμου, είτε εκ διαθήκης, αποτελεί παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας των κληρονομιαίων, κινητών και ακινήτων, πραγμάτων, η κυριότητα όμως των ακινήτων που περιλαμβάνονται στην κληρονομία, όπως και κάθε άλλο εμπράγματο δικαίωμα σ’ αυτό, μεταβιβάζεται στον κληρονόμο αναδρομικώς από το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, μόνο εφόσον αυτός (κληρονόμος) αποδεχθεί με δημόσιο έγγραφο την κληρονομία και η αποδοχή αυτή μεταγραφεί ή εκδοθεί κληρονομητήριο και μεταγραφεί αυτό. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1094ΑΚ, 70,216 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι επί διεκδικητικής ή αναγνωριστικής της κυριότητας ακινήτου αγωγής που στηρίζεται, καθόσον αφορά τον τρόπο κτήσης της κυριότητας του ενάγοντα στο επίδικο ακίνητο, στην κληρονομική διαδοχή, αποτελούν αναγκαία στοιχεία του κύρους αυτής, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 ΚΠολΔ : α) η κυριότητα του κληρονομουμένου στο επίδικο ακίνητο, β) η αποδοχή της κληρονομίας από τον ενάγοντα και η μεταγραφή της σχετικής δήλωσης ή η έκδοση κληρονομητηρίου και η μεταγραφή αυτού, γ) η αφαίρεση ή κατακράτηση της νομής ή κατοχής του επίδικου ακινήτου από τον εναγόμενο και δ) η ακριβής περιγραφή του επίδικου ακινήτου, με προσδιορισμό του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια, ώστε να υπάρχει αμφιβολία για την ταυτότητά του. Η ακριβής περιγραφή του ακινήτου μπορεί να γίνει και με αποτύπωση σε ενσωματωμένο στο δικόγραφο της αγωγής τοπογραφικό διάγραμμα, γιατί έτσι ο εναγόμενος μπορεί να αμυνθεί και να ταχθούν οι δέουσες αποδείξεις. Εάν δεν αναφέρονται τα παραπάνω στοιχεία, η αγωγή είναι αόριστη και δεν μπορεί η αοριστία αυτή να θεραπευθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με τις προτάσεις της πρώτης συζήτησης της αγωγής. Ο τρόπος κτήσης της νομής του κληρονομουμένου (παράγωγος ή πρωτότυπος) δεν αποτελεί στοιχείο της ανωτέρω αγωγής (ΑΠ 1607/2002). Μόνον αν ο εναγόμενος αμφισβητεί με τις προτάσεις της πρωτοβάθμιας συζήτησης την κυριότητα του κληρονομουμένου και των δικαιοπαρόχων του επί του επιδίκου, υποχρεούται ο ενάγων για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρει είτε με την αγωγή, καθ’ υποφορά, είτε με τις προτάσεις του της ίδιας συζήτησης το νόμιμο τρόπο με τον οποίο τα ανωτέρω πρόσωπα έγιναν κύριοι του ακινήτου, τέτοιος δε τρόπος μπορεί να είναι και εκείνος της κτήσης κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία(ΑΠ 547/2018). Επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων 974 και 1045 του ΑΚ και 593, 2063 και 2092 του Ιονίου Αστικού Κώδικα, που εφαρμόζονται σύμφωνα με τα άρθρα 64 και 65 του Εισ. Ν.Α.Κ. στην έκτακτη χρησικτησία, όταν αυτή συμπληρώνεται πριν την εισαγωγή του ΑΚ ή και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, πριν όμως συμπληρωθεί εικοσαετία προκύπτει ότι υπό την ισχύ του ΑΚ εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα ακίνητο γίνεται κύριος αυτού (έκτακτη χρησικτησία), υπό δε την ισχύ του προϊσχύσαντος Ιονίου Κώδικα, κύριος του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία (παραγραφή) γίνεται αυτός που το διακατέχει συνεχώς, αδιακόπτως, ειρηνικώς, δημοσίως, αναμφιβόλως και επί λόγω κυριότητας για μια τριακονταετία(ΑΠ 1346/2010).Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1045, 1051 του ΑΚ, συνάγεται ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα του νομέα να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών νομή συνιστούν οι εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω στο ακίνητο που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να έχει το ακίνητο για δικό του, τέτοιες δε πράξεις, εφόσον πρόκειται για χρησικτησία επί δάσους ή δασικής έκτασης, αποτελούν η βοσκή, η υλοτομία, η εκμίσθωση σε τρίτους για βοσκή ή υλοτομία, η οριοθέτηση, η επίβλεψη, η καταμέτρηση τούτου και η σύνταξη τοπογραφικών διαγραμμάτων, χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων, μέσα στο χρόνο χρησικτησίας (ΑΠ 984/2017,ΑΠ 2192 /2013). Τέλος, κατά το άρθρο 2 παρ. 2 εδ. α’ του ΑΝ 1539/1938 «περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων», «νομή παρά τρίτου θεωρείται ασκουμένη α)επί των δασών, των μερικώς δασοσκεπών εκτάσεων ή λιβαδίων και των χορτολιβαδικών εδαφών μόνο δια της, κατά τας εκάστοτε ισχύουσας διατάξεις βάσει αδειών της δασικής αρχής υλοτομίας ή εκμεταλλεύσεως αυτών ως ιδιωτικών εκτάσεων…», κατά δε η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 998 της 28/29-12-1979 «περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων» ως δάσος νοείται «πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, η οποία καλύπτεται εν όλω ή σποραδικώς υπό αγρίων ξυλωδών φυτών οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, αποτελούντων ως εκ της μεταξύ των αποστάσεως και αλληλοεπιδράσεως οργανικήν ενότητα, και η οποία δύναται να προσφέρη προϊόντα εκ των ως άνω φυτών εξαγόμενα ή να συμβάλη εις την διατήρησιν της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήσει την διαβίωσιν του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι για τη κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία ακινήτου που χαρακτηρίζεται ως δάσος, ακόμη και αν αυτό βρίσκεται στα Επτάνησα, όπου δεν ισχύει το τεκμήριο κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου, απαιτείται η άσκηση, επί 20 τουλάχιστον έτη, πράξεων νομής που προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό του δάσους, όπως είναι η βοσκή, η υλοτομία, η εκμίσθωση σε τρίτους για βοσκή ή υλοτομία, η οριοθέτηση και όχι άλλες πράξεις που δεν φέρουν αυτό το χαρακτήρα( ΑΠ 984/2017).

2. Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, μετ’ανέλεγκτη αναιρετικώς εκτίμηση των αποδείξεων,τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: «Ο ενάγων, έχει καταστεί κύριος, νομέας και κάτοχος αιτία κληρονομικής διαδοχής ενός ακινήτου και δη αγροτεμαχίου, εκτάσεως κατά τον τίτλο κτήσης 14.000 τμ, κατά νεότερη, δε καταμέτρηση, 14.938,14 μ2, το οποίο βρίσκεσαι στο Δ.Δ. Τσουκαλάδων του δήμου Λευκάδας, και στην ειδικότερη θέση «Κεντρώματα», όπως αυτό εμφαίνεται στο προσαρτημένο στην αγωγή από μηνός Φεβρουάριου 2016 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου – μηχανικού … Ειδικότερα το εν λόγω αγροτεμάχιο περιήλθε στον ενάγοντα δυνάμει της με αριθμ. …/….4.1997 δηλώσεως αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Αθηνών Αναστασίας Καραναστάση – Βαϊμάκη, νομίμως μεταγραφείσας στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Λευκάδας, όπως αυτή διορθώθηκε με την …/….9.2006 διορθωτική πράξη αυτής του συμβολαιογράφου Λευκάδας Σπύρου Αρβανίτη, η οποία καταχωρίσθηκε νόμιμα στο κτηματολογικό φύλλο του υπό κρίση ακινήτου με ΚΑΕΚ …/0/0 με αριθμό και ημερομηνία καταχώρισης …/….11.2006, και με την οποία ο ενάγων και η μητέρα του … χήρα …, το γένος …, αποδέχθηκαν, για λογαριασμό των ιδίων και του αποβιώσαντος κατά το έτος 1991 αδελφού του πρώτου και γιου της δεύτερης, την κληρονομιαία περιουσία του …, συζύγου και πατέρα τους, αντίστοιχα. Ο ανωτέρω …. απεβίωσε αδιάθετος στην Αθήνα στις 23.3.1969, κληρονομήθηκε δε σύμφωνα με τις διατάξεις της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής από τους προαναφερθέντες σύζυγό του … κατά ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου και από τα τέκνα του … (ενάγοντα) και … κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου από έκαστο. Το επίδικο αγροτεμάχιο είχε αποκτήσει ο κληρονομούμενος με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, νεμόμενος αυτό διανοίου κυρίου από το έτος 1923 έως το θάνατό του, αλλά και κατά παράγωγο τρόπο, ήτοι λόγω κληρονομικής διαδοχής του πατέρα του …, ο οποίος απεβίωσε το έτος 1943, κληρονομιά στην οποία, υπεισήλθε δια της αναμείξεώς του σε αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του ισχύοντος Ιονίου Κώδικα. Σημειωτέον ότι στον ανωτέρω τίτλο το εν λόγω ακίνητο περιγράφεται ως συνορεύον γύρωθεν με συνιδιοκτησίες … και …, με ιδιοκτησία …, με ιδιοκτησία …, με ιδιοκτησία αγνώστου, με ιδιοκτησία …, με αγροτικό δρόμο και με ιδιοκτησία … . Ακολούθως και συγκεκριμένα στις 25.4.2014, ήτοι μετά την έναρξη του κτηματολογίου στην περιοχή της Λευκάδας, απεβίωσε αδιάθετη και η … χήρα … και κληρονομήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής από τον ενάγοντα, μοναδικό εν ζωή τέκνο της. Στην συνέχεια δε ο ενάγων, με την …/…12.2014 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Αθηνών Αναστασίας Καραναστάση – Βαϊμάκη, αποδέχθηκε για λογαριασμού του ίδιου και της ήδη αποβιώσασας μητέρας του επαχθείσα σε αυτούς κληρονομιά του ανωτέρω …, ο οποίος, όντως προαναφέρθηκε, είχε αποβιώσει στις 27.2.1991 στην Αθήνα χωρίς να αφήσει διαθήκη, έχοντας αυτούς ως μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του. Με τον τρόπο αυτό ο ενάγων και η δικαιοπάροχος μητέρα του κατέστησαν συγκύριοι του ανωτέρω ακινήτου κατά το εξ αδιαιρέτου ποσοστό των 56,25% (ο πρώτος) και 43,75% εξ αδιαιρέτου (η δεύτερη) αντίστοιχα. Στον τίτλο αυτό το υπό κρίση ακίνητο φέρεται, σύμφωνα με νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, να έχει έκταση 15.021,56 τμ και να συνορεύει ανατολικά με αγρόκτημα αγνώστων ιδιοκτητών, δυτικά με ιδιοκτησία κληρονόμων …, νότια με πρώην ιδιοκτησία …, ιδιοκτησία κληρονόμων … και πρώην ιδιοκτησία … και βόρεια με αγριονομή αγνώστων ιδιοκτητών και δημοτική οδό. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης της περιοχής, το άνω ακίνητο εγγράφηκε εσφαλμένα, γιατί κατατμήθηκε σε πλείονα τμήματα, εκ των οποίων άλλα φέρονται ως τμήματα ιδιοκτησιών αγνώστου ιδιοκτήτη καθώς και των λοιπών εναγόμενων, ενώ τμήμα του ακινήτου αυτού καταχωρήθηκε στα βιβλία του οικείου κτηματολογικού γραφείου ως δρόμος, ιδιοκτησίας του Δημοσίου. Ειδικότερα, τα αφορώντα την παρούσα δίκη εδαφικά τμήματα του επιδίκου ακινήτου, τα οποία καταχωρήθηκαν ως «άγνωστου ιδιοκτήτη» και διεκδικούνται από το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο είναι τα ακόλουθα, όπως αυτά αποτυπώνονται στο από Φεβρουάριου 2016 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού Π. Κ.. Συγκεκριμένα, τα επίδικα τμήματα που αφορούν το πρώτο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο είναι το εξής: 1. Τμήμα του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ …./0/0, το οποίο έχει καταχωρισθεί ως οδός ιδιοκτησίας του πρώτου εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, περιγράφεται στο ως άνω τυπογραφικό διάγραμμα ως «τεμάχιο 5» και αποτυπώνεται σε αυτό με τα στοιχεία Α76, Α77, 46, 45, Α7, Α8, Α9, Α10, 47, 48, 49, Α76, εμβαδού 229,22 τμ., 2. Τμήμα του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ …./0/0, το οποίο έχει καταχωρισθεί ως τμήμα μείζονος ιδιοκτησίας αγνώστου ιδιοκτήτη, αποτυπώνεται στο ανωτέρω τοπογραφικό διάγραμμα ως «τεμάχιο 6» και περιγράφεται σε αυτό με τα στοιχεία Α75, Α76, 49, 48, 47, Α10, A11, Α12, Α13, 50, Α75, εμβαδού 1.228,27 τμ., 3. Τμήμα του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ … /Ο/Ο, το οποίο έχει καταχωρισθεί ως τμήμα, μείζονος ιδιοκτησίας αγνώστου ιδιοκτήτη, αποτυπώνεται στο ίδιο ως άνω τυπογραφικό διάγραμμα ως «τεμάχιο 8» και περιγράφεται σε αυτό με τα στοιχεία Α19, Α20, Α21, Α22, Α23, Α24, Α25, Α26, Α27, 56, 8,7, 6, 5, 4, 3, 55, 54, 53, 52, 51, εμβαδού 3.346,88 τ.μ. και 4. Τμήμα του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ …./0/0, το οποίο έχει καταχωρισθεί ως τμήμα μείζονος ιδιοκτησίας αγνώστου ιδιοκτήτη, αποτυττώνεται στο ίδιο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα ως «τεμάχιο …» και περιγράφεται σε αυτό με τα στοιχεία Α2.7, Α28, A29, Α30, Α31, Α32, Α33, Α34, ΑΑ35, Α36, Α37, Α38, Α39, 8, 56, Α27, εμβαδού 336,63 τμ. και συνολικής εκτάσεως 5.141,00 μ2. Σημειωτέον, ότι για την υπόλοιπη όμορη και, κατά τον ενάγοντα, αποτελούσα ενιαία ιδιοκτησία του, εκτάσεως 10 στρεμμάτων περίπου, με την με αριθμ. πρωτ. …/…9.2010 πράξη χαρακτηρισμού έκτασης της Διεύθυνσης Δασών Λευκάδος, η οποία εκδόθηκε μετά από αίτηση του ενάγοντος και προσκομιδή των προαναφερόμενων τίτλων κυριότητας και διενέργεια αυτοψίας του αρμόδιου δασολόγου, έγινε δεκτό ότι για την έκταση αυτή (10.513,79 μ2), αποτελούμενη από δύο τμήματα εμβαδού Ε1 = 8.687,17 μ2 και Ε2 = 1.826,62 μ2 αντίστοιχα, όπως αυτή εμφαίνεται στο τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού …, ότι το Ε1 αγροτεμάχιο είναι αγροτικής μορφής και δεν εμπίπτει στις προστατευτικές διατάξεις του ν. 998/1979, ενώ το Ε2 εδαφικό τμήμα, αποτελεί δάσος με κυρίαρχο είδος το πουρνάρι και εντάσσεται στις διατάξεις του άρθρου 3 του πιο πάνω νόμου. Κατά της απόφασης αυτής ο ενάγων προσέφυγε στην A’ βάθμια επιτροπή επίλυσης δασικών αμφισβητήσεων Λευκάδος, η οποία με την 7/2012 απόφασή της έκρινε ότι δύο τμήματα εκτάσεως 373,73 μ2 και 172,88 μ2 αντίστοιχα της χαρακτηρισθείσας ως δασικής εκτάσεως των 1.862, 62 μ2 δεν υπάγονται στις διατάξεις του ν. 998/1979, ενώ το υπόλοιπο τμήμα αυτής, εκτάσεως 1.300,01 μ2 υπάγεται στις προστατευτικές διατάξεις του πιο πάνω νόμου. Κατόπιν προσφυγής η Τεχνική Επιτροπή Εξέτασης Αντιρρήσεων του Νομού Λευκάδος (Τ.Ε.Ε.Α), με την 6/2017 απόφασή της αποφάνθηκε ότι από την χαρακτηρισθείσα ως δασική έκταση των 1300,01 μ2 έκταση μόνον έκταση 576,28 μ2 εμπίπτει στις διατάξεις της δασικής Νομοθεσίας, ενώ την υπόλοιπη έκταση των 723,72 μ2 αποχαρακτήρισε ως μη δασική. Ως προς τα επίδικα εδαφικά τμήματα, συνολικής εκτάσεως 5.141,00 μ2 περίπου, τα οποία δεν έχουν χαρακτηρισθεί ως δασική έκταση, το εκκαλούν ισχυρίστηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και επαναφέρει ενώπιον του παρόντος με σχετικό λόγο έφεσης τον ισχυρισμό ότι ουδέποτε ο ενάγων απέκτησε κυριότητα επ’ αυτής, καθώς οι δικαιοπάροχοί του ουδέποτε άσκησαν τις επικαλούμενες πράξεις νομής και κατοχής και επικουρικά προβάλλει ένσταση ιδίας κυριότητας επ’ αυτής, επικαλούμενο προς τούτο : α. αφενός το με αριθμό πρωτ. …/…./….8.2016 έγγραφο του Αυτοτελούς Γραφείου Λευκάδας της Περιφερειακής Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου, από το οποίο προκύπτει ότι από τον έλεγχο του ορθοφωτοχάρτη του ΟΚΧΕ και των γεωτεμαχίων του Εθνικού Κτηματολογίου στη θέση όπου βρίσκονται τα ανωτέρω γεωτεμάχια δεν υπάρχουν καταταγεγραμμένα δημόσια κτήματα, ενώ δεν έχει διενερνηθει έλεγχος ιδιοκτησιακού μέχρι σήμερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΑΝ 1539/1938 και ότι το ανωτέρω τμήμα της οδού εντοπίζεται στο βορειοανατολικό όριο της ιδιοκτησίας του ενάγοντος, όπως αυτή απεικονίζεται στο τοπογραφικό διάγραμμα που προσαρτάται στο δικόγραφο της αγωγής και συνεπώς το επίδικο δεν περιλαμβάνεται στην υπό κρίση οδό (ως τεμάχιο 5), και β. το με αριθμό πρωτ. …/…/….8.2016 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών ΠΕ Λευκάδας, από το οποίο προκύπτει ότι η εν λόγω έκταση έχει έκθεση ως προς τον ορίζοντα Β. – Β.Α και μέτριες κλίσεις και διαιρείται σε 4 τμήματα, εκ των οποίων τα 3 αποτελούν δασική έκταση, καλυπτόμενη από αείφυλλα, πλατύφυλλα, ενώ η υπόλοιπη έκταση εκτάσεως 2.405,15 μ2 είναι αγροτική έκταση και δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες της. Ωστόσο, το γεγονός ότι τμήματα των επιδίκων εκτάσεων χαρακτηρίζονται ως έχοντα δασική μορφή, δεν καθιστά αυτές και δημόσιες, χωρίς την ύπαρξη τίτλου ή πράξεων νομής εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου, καθώς προκειμένου περί δασών και δασικών εκτάσεων που βρίσκονται στα Επτάνησα, δεν ισχύει το τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Δημοσίου, που θεσπίστηκε με το β.δ. της 16.11.1936, αλλά αντίθετα απαιτείται πέραν της δασικής μορφής της επίδικης έκτασης και η επίκληση της από μέρους του Δημοσίου κτήσης κυριότητας επ’ αυτής με έναν από τους προβλεπόένους από τον Ιόνιο ΑΚ ή από τον ΑΚ, είτε από κάποιο άλλο ειδικό νόμο τρόπους, που όμως, το εκκαλούν άλως αορίστως επικαλείται και πολύ περισσότερο δεν απέδειξε καθώς δεν αναφέρει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι άσκησε κατά το ως άνω χρονικό διάστημα διακατοχικές πράξεις νομής στην επίδικη έκταση, δηλαδή δεν αναφέρει συγκεκριμένες πράξεις εποπτείας, φύλαξης, συγκεκριμένες δασικές απαγορευτικές διατάξεις, πράξεις κήρυξης, ενώ δεν αναφέρει το νόμιμο τίτλο με βάση τον οποίο νεμόταν την έκταση αυτή με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας. Όπως, επίσης, δεν αποδείχθηκε ότι η επίδικη έκταση, υπήρξε αδέσποτη, κατά, την έννοια του νόμου, όπως κατά δικονομική επικουρικότητα ισχυρίζεται το εκκαλούν, δηλαδή ότι δεν δεσπόζονταν από ιδιώτη ώστε να περιέλθει ex lege στο Ελληνικό Δημόσιο με το ν. ΡΝ/1866, με τον οποίο επεκτάθηκε η ισχύς του νόμου της 21.6.1837 «περί διαχειρίσεως δημοσίων κτημάτων» στα Ιόνια Νησιά. Αντίθετα, αποδεικνύεται ότι η έκταση αυτή κατεχόταν τουλάχιστον από τις αρχές του 1900 από τους απώτερους δικαιοπαρόχους (πατέρα & παππού) του ενάγοντος. Οι δικαιοπάροχοί του εφεσίβλητου που κατείχαν συνεχώς και αδιακόπως, ανενοχλήτως και με την πεποίθηση ότι είναι κύριοι μέχρι την 23.2.1946 την επίδικη έκταση, ενεργώντας αυτοπροσώπως ή με αντιπροσώπους τους τις πράξεις νομής που προεκτέθηκαν επί χρόνο μεγαλύτερο των τριάντα ετών υπό την ισχύ του Ιονίου Αστικού Κώδικα και επίσης την νέμονταν σε όλη της την έκταση, ομοίως επί χρόνο μεγαλύτερο των είκοσι ετών από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα έγιναν κύριοι με έκτακτη χρησικτησία και συνεπώς, ο ενάγων απέκτησε παρά κυρίου. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι τα γεωτεμάχια αυτά αποτελούν τμήματα της μεγαλύτερης και ενιαίας ιδιοκτησίας του ενάγοντος, την οποία απέκτησε λόγω, κληρονομικής διαδοχής από τον απώτερο δικαιοπάροχο πατέρα του. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται κυρίως από τις καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως που περιλαμβάνονται στις προσκομισθείσες ένορκες βεβαιώσεις, σύμφωνα με τις οποίες ο ενάγων και, πριν από αυτόν οι απώτεροι δικαιοπάροχοί του, νέμονται διαρκώς ολόκληρη την επίδικη έκταση. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τους ανωτέρω μάρτυρες, το ακίνητο αυτό ανήκε στην οικογένεια του ενάγοντος για πάρα πολλά χρόνια, ήτοι τουλάχιστον από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, ήταν σαφώς οριοθετημένο από τις όμορες ιδιοκτησίες με παλιές ξηρολιθιές περιμετρικά και παλιές αναβαθμίδες, οι απώτεροι δε δικαιοπάροχοί αυτού και ιδίως ο πατέρας και ο παππούς του ασκούσαν διαρκώς πράξεις νομής εντός αυτού, όπως καλλιέργεια των ελαιοδένδρων που φύονται εντός αυτού και συλλογή του ελαιοκάρπου, αλλά και των αμυγδάλων που επίσης φύονται εντός του, αλλά και περίφραξη και οριοθέτηση αυτού, σύμφωνο, δε με τις ανωτέρω καταθέσεις το εν λόγω ακίνητο είναι γύρωθεν οριοθετημένο με παλαιές ξερολιθιές, ενώ τα τελευταία είκοσι περίπου έτη όλο το βόρειο και ανατολικό τμήμα αυτού είναι περιφραγμένο με συρμάτινη περίφραξη.
Συνεπώς, ο ενάγων απέδειξε την κυριότητά του επί του επιδίκου ακινήτου και επομένως η αγωγή έπρεπε να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσία». Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές το Εφετείο έκρινε: Ότι ο ενάγων έχει καταστεί κύριος, νομέας και κάτοχος με παράγωγο τρόπο( κληρονομική διαδοχή) ενός αγροτεμαχίου εκτάσεως, κατά νεότερη καταμέτρηση, 14.938,14 τ.μ., το οποίο βρίσκεται στο Δ.Δ. Τσουκαλάδων του Δήμου Λευκάδος, στη θέση «Κεντρώματα». Ότι, ειδικότερα, το πιο πάνω (μείζον) ακίνητο περιήλθε σ’ αυτόν, αρχικά, κατά τα αναφερόμενα στην απόφαση ποσοστά συγκυριότητας εξ αδιαιρέτου, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμο του πατέρα του …, που απεβίωσε στις 23/03/1969 και, στη συνέχεια, του αποβιώσαντα το έτος 1991 αδελφού του … και της αποβιώσασας το έτος 2014 μητέρας του …, των οποίων την κληρονομία αποδέχθηκε με τις αναφερόμενες στην απόφαση συμβολαιογραφικές πράξεις που μετέγραψε νόμιμα. Ότι το πιο πάνω ακίνητο είχε αποκτήσει ο πατέρας του ενάγοντος … με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, νεμόμενος τούτο με διάνοια κυρίου από το έτος 1923 έως το θάνατό του, αλλά και με παράγωγο τρόπο, λόγω κληρονομικής διαδοχής του πατέρα του … που πέθανε το έτος 1943 και υπεισήλθε στην κληρονομία με ανάμιξή του σε αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του ισχύοντος Ιονίου Κώδικα. Ότι την επίδικη έκταση κατείχαν τουλάχιστον από τις αρχές του έτους 1900 οι πιο πάνω απώτεροι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος, συνεχώς και αδιακόπως, ανενοχλήτως και με την πεποίθηση ότι είναι κύριοι, μέχρι την 23/02/1946 επί χρόνο μεγαλύτερο των 30 ετών υπό την ισχύ του Ιονίου Αστικού Κώδικα και, επίσης, τη νεμόταν επί χρόνο μεγαλύτερο των 20 ετών από την εισαγωγή του ΑΚ, ενεργώντας αυτοπροσώπως ή με αντιπροσώπους τους εμφανείς πράξεις νομής( καλλιέργεια ελαιοδένδρων και συλλογή ελαιοκάρπου, συλλογή αμυγδάλων από τις φυόμενες εντός αυτού αμυγδαλιές, περίφραξη, οριοθέτηση) σε ολόκληρη την επίδικη έκταση, η οποία εσφαλμένα καταχωρίστηκε στα οικεία κτηματολογικά βιβλία ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», και διεκδικείται από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο. Ότι η εν λόγω έκταση αποτελεί τμήμα της μεγαλύτερης ενιαίας ιδιοκτησίας του ενάγοντος και είναι σαφώς οριοθετημένη από τις όμορες ιδιοκτησίες με παλιές ξηρολιθιές περιμετρικά και με παλιές αναβαθμίδες, ενώ τα τελευταία 20 περίπου χρόνια όλο το βόρειο και ανατολικό τμήμα του ακινήτου αυτού είναι περιφραγμένο με συρμάτινη περίφραξη. Περαιτέρω, το Εφετείο δέχθηκε ότι το γεγονός ότι τμήματα των επίδικων γεωτεμαχίων χαρακτηρίζονται ως δασική έκταση, δεν καθιστά αυτή δημόσια, καθώς στα Επτάνησα δεν ισχύει το τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Δημοσίου, που θεσπίστηκε με το β.δ. της 16/11/1836 και ότι το εναγόμενο δεν απέδειξε, όπως θα έπρεπε, την κτήση κυριότητάς του στην πιο πάνω έκταση μ’ έναν από τους προβλεπόμενους από τον Ιόνιο ΑΚ ή από τον ΑΚ είτε από κάποιο άλλο ειδικό νόμο τρόπους, δηλαδή με συγκεκριμένες πράξεις εποπτείας, φύλαξης, συγκεκριμένες απαγορευτικές διατάξεις, πράξεις κήρυξης και νόμιμο τίτλο, ούτε τέλος, απέδειξε ότι η επίδικη έκταση υπήρξε αδέσποτη. Κατόπιν δε αυτών το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού απέρριψε τους ισχυρισμούς του Ελληνικού Δημοσίου περί ιδίας κυριότητας αυτού, δέχθηκε την ένδικη αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και απέρριψε κατ’ ουσία την έφεση του εναγομένου κατά της πρωτόδικης απόφασης που είχε εκφέρει όμοια κρίση. Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 2 εδ. α’του ΑΝ 1539/1938, 369,1033ΑΚ, σε συνδυασμό με τις λοιπές διατάξεις που αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε. Επομένως, ο πρώτος, από το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης, με τον οποίο το αναιρεσείον υποστηρίζει τα αντίθετα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Β. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του ίδιου κώδικα αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Για την πληρότητα του άνω από τον αριθμό 19 λόγου πρέπει με σαφήνεια να αναφέρονται στο αναιρετήριο: 1) ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου που φέρεται ότι παραβιάσθηκε, και μάλιστα ενάριθμα (ΑΠ 353/2020,ΑΠ 1008/2018), αφού παγίως γίνεται δεκτό ότι ο Άρειος Πάγος δεν μπορεί να προβεί στην αυτεπάγγελτη θεμελίωση του σχετικού λόγου, βάσει της αρχής jura novit curia, η οποία δεν εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία (ΑΠ 1040/2010, 651/2010), 2) οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλουμένη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 20/2005), έστω και κατά τρόπο συνοπτικό ή τη μνεία ότι αυτή δεν περιέχει καθόλου αιτιολογία, ώστε να είναι εφικτή με βάση το περιεχόμενο του αναιρετηρίου η στοιχειοθέτηση του προβαλλόμενου λόγου αναίρεσης, ενώ δεν αρκούν οι όλως περιορισμένες, μεμονωμένες και κατ’ επιλογήν αποσπασματικές παραδοχές της απόφασης(ΑΠ 1373/2019),3)ο ουσιώδης αυτοτελής ισχυρισμός (αγωγικός, ένσταση κλπ) και τα πραγματικά περιστατικά που προτάθηκαν για τη θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο εμφανίζεται η προβαλλόμενη έλλειψη ή ανεπάρκεια και τη σύνδεση αυτού με το διατακτικό της απόφασης, καθώς και ότι ο εν λόγω νόμιμος και ουσιώδης ισχυρισμός είχε προταθεί παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας που εξέδωσε την απόφαση και 4) εξειδίκευση της πλημμέλειας που προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή τη μνεία ότι δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία ή, αν προβάλλεται ανεπαρκής και ελλειπής αιτιολογία, τα επιπλέον ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που έπρεπε να περιέχονται στην απόφαση ή να προσδιορίζει ως προς τι υπάρχει και σε τι συνίσταται η έλλειψη του νομικού χαρακτηρισμού των ουσιωδών περιστατικών που έγιναν δεκτά (Ολ ΑΠ 20/2005, ΑΠ 121/2014). Τέλος, η αοριστία του λόγου αυτού δεν μπορεί να θεραπευθεί με παραπομπή σε άλλο διαδικαστικό έγγραφο (Ολ ΑΠ 57/1990, ΑΠ 1265/2017, 674/2016). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, αποδίδεται στο Εφετείο η από το άρθρο 559 αριθμ.19 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια ότι διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του ελλιπείς αιτιολογίες ως προς την κρίση του ότι: «οι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου … κατέστησαν κύριοι επί του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, νεμόμενοι τούτο από το έτος 1946 και εντεύθεν». Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, απορριπτέος ως απαράδεκτος, εξαιτίας αοριστίας, διότι δεν παρατίθεται στο αναιρετήριο και μάλιστα ενάριθμα ο φερόμενος ή οι φερόμενοι ως παραβιασθέντες κανόνες του ουσιαστικού δικαίου. Κατόπιν αυτών, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, και να καταδικασθεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου και βάσιμου αιτήματος που ο τελευταίος, υπέβαλε με τις προτάσεις του (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ.) μειωμένα κατ’ άρθρο 22 του ν.3693/1957,κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό ειδικότερα.

                                                                        ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 05-12-2019 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της αριθμ. 84/2019 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας.

Και

Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Μαρτίου 2021.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Μαΐου 2021.

                                 Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                              Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ