ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β’ Ποινικό Τμήμα Διακοπών
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ζαμπέτα Στράτα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, (ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Πηνελόπη Παρτσαλίδου – Κομνηνού, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου, Σταματική Μιχαλέτου – Εισηγήτρια και Κωνσταντίνο Παναρίτη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 3 Σεπτεμβρίου 2019, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Μπρακουμάτσου, και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου., για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου …, κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Γουβέτα, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 691/2018 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγουσα την εταιρεία «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΕΠΙΠΛΩΝ ΚΟΥΖΙΝΑΣ – …», νομίμως εκπροσωπούμενη, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Εμμανουήλ Μανωλάκη.
Το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ’ αριθμ. πρωτ. 5225/3-5-2019 αίτησή του, καθώς και στους από 12-8-2019 προσθέτους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με αριθμό 817/2019.
Αφού άκουσε τον Εισαγγελέα ο οποίος πρότεινε α) να γίνει δεκτή εν μέρει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και συγκεκριμένα ως προς τους 1ο, 2ο, 3ο και 4ο λόγους της, β) να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς αυτούς και γ) να παραπεμφθεί για νέα συζήτηση και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η ένδικη αίτηση αναίρεσης καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη υπ’ αριθμόν 5225/2019 και από 3-5-2019 αίτηση του …, κατοίκου … (οδός …), καθώς και οι από 12-8-2019 πρόσθετοι επ’ αυτής λόγοι, που κατατέθηκαν με χωριστό δικόγραφο στις 16-8-2019, για αναίρεση της υπ’ αριθμ.691/2018 καταδικαστικής απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, έχουν ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα κατά τις διατάξεις των άρθρων 473§§1 και 3 και 509 §2 του ΚΠΔ, όπως ίσχυε πριν τον Ν. 4620/2019 και εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 589§3 ενόψει του ότι η ένδικη αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε με σχετική δήλωση του ίδιου του αναιρεσείοντος στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, την 3-5-2019, δηλαδή, πριν την 1-7-2019 που άρχισε να ισχύει ο ανωτέρω νόμος, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο στις 16-4-2019. Επομένως, πρέπει να συνεκδικασθούν ως συναφείς και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς την βασιμότητα των προβαλλόμενων αναιρετικών λόγων κατά τις διατάξεις των άρθρων 511, 515§2, 589§3 και 590§1 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΚΠΔ.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 375§1 εδ. α’ του ισχύσαντος μέχρι 30-6-2019 ΠΚ, «Όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους». Κατά δε την § 2 εδ. α’ του ίδιου ως άνω άρθρου, (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1§9 του Ν. 2408/1996 και όπως το χρηματικό ποσό αναπροσαρμόστηκε με το άρθρο 25§1 περ.ιβ’, ιγ’ του Ν.4055/2012) , «αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών». Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 98§2 του ως άνω ΠΚ, επί προσβολής περιουσιακών αγαθών, ο χαρακτηρισμός της αξίας του αντικειμένου της πράξης, της περιουσιακής βλάβης και οφέλους γίνεται με βάση το αποτέλεσμα στο οποίο απέβλεπε συνολικά ο δράστης. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση της προβλεπόμενης από τη δεύτερη (σε συνδυασμό με την πρώτη) παράγραφο του ως άνω άρθρου πράξης της κακουργηματικής υπεξαίρεσης απαιτείται, αντικειμενικώς: α) το υλικό αντικείμενο της υπεξαίρεσης να είναι, κατά τη φυσική αντίληψη, κινητό πράγμα, όπως είναι και το χρήμα και οι μετοχές ανωνύμων εταιριών, β) να είναι αυτό ολικά ή μερικά ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού, όπως νοείται στο αστικό δίκαιο, ανήκει σε άλλον, εκτός από το δράστη, γ) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη, δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον υπαίτιο, που υπάρχει, όταν ο τελευταίος ενσωματώνει αυτό στην περιουσία του, χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου δικαιώματος που του παρέχει ο νόμος, ε) το αντικείμενο της υπεξαίρεσης να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, περί της οποίας, ως ζητήματος περί τα πράγματα, κρίνει ανελέγκτως το Δικαστήριο της ουσίας και στ) να συντρέχει επιπλέον στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικά διαλαμβανόμενες στο ανωτέρω άρθρο καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως εκείνη του εντολοδόχου, του διαχειριστή ξένης περιουσίας κλπ. Υποκειμενικώς, απαιτείται δόλια προαίρεση του δράστη, περιλαμβάνουσα αφενός μεν τη συνείδηση, ότι το πράγμα είναι ξένο και αφετέρου τη θέληση να το ιδιοποιηθεί παράνομα, η οποία εκδηλώνεται με την κατακράτηση ή την άρνηση απόδοσής του στον ιδιοκτήτη. Ιδιοποίηση, στο συγκεκριμένο έγκλημα της υπεξαίρεσης, το οποίο είναι στιγμιαίο, σημαίνει εξωτερίκευση ενέργειας ή παράλειψης, η οποία καταδεικνύει τη θέληση του υπαιτίου να ενσωματώσει το ξένο κινητό πράγμα, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία, όπως με την άρνηση απόδοσης αυτού στον ιδιοκτήτη. Χρόνος δε τέλεσης του εγκλήματος, που κρίνεται αναιρετικά ανελέγκτως, είναι, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις του ως άνω άρθρου 375 ΠΚ με εκείνη του άρθρου 17 ίδιου Κώδικα, ο χρόνος κατά τον οποίο ο δράστης εκδήλωσε την πρόθεσή του για παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος. Ενόψει των προαναφερομένων, η υπεξαίρεση προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα όταν το αντικείμενό της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που είναι ζήτημα πραγματικό και κρίνεται με βάση τις συνθήκες της αγοράς και την αξία του στις συναλλαγές και επιπλέον κατά τον κρίσιμο κατά τα ως άνω χρόνο τέλεσης του εγκλήματος συντρέχει στο πρόσωπο του δράστη κάποια από τις περιοριστικά αναφερόμενες στο άνω άρθρο ιδιότητες, όπως αυτή του εντολοδόχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας και ότι για να ληφθεί υπόψη το σύνολο της αξίας των επί μέρους πράξεων, πρέπει ο δράστης να απέβλεπε με αυτές στο εν λόγω οικονομικό αποτέλεσμα, ενώ συνιστά επιβαρυντική περίπτωση εκείνη κατά την οποία το συνολικό αντικείμενο της υπεξαίρεσης υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) Ευρώ, οπότε αρκεί το μέγεθος της αξίας για τον κακουργηματικό χαρακτήρα του εγκλήματος. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 719 του ΑΚ, ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα καθετί που έλαβε με τη θέληση του δικαιούχου για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της. Ο εντολοδόχος νοείται κατά τις διατάξεις των άρθρων 713 επ. του ΑΚ, δηλαδή, πρέπει μεταξύ αυτού και του παθόντος να υπάρχει σύμβαση εντολής, ενώ ως διαχειριστής νοείται αυτός, που ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά και νομικές πράξεις επί περιουσιακών στοιχείων του εντολέα, με εξουσία αντιπροσώπευσης αυτού, την οποία μπορεί να έχει από το νόμο ή από σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται και η άσκηση διαχείρισης «εν τοις πράγμασι», δηλαδή, να προέρχεται και από τη δημιουργία απλώς μιας πραγματικής κατάστασης (ΑΠ 578/2018, 26/2017, ΑΠ 1203/ 2017).
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 §§ 1 και 4 του Ν. 2331/1995, όπως η § 4 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του Ν. 2655/1998, «με ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος από κερδοσκοπία, ή με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα». Η έννοια της «εγκληματικής δραστηριότητας», που προβλέπεται και τιμωρείται κατά την ως άνω διάταξη, προσδιορίζεται στην τέλεση συγκεκριμένων εγκλημάτων που απαριθμούνται περιοριστικά στο στοιχείο α’ του άρθρου 1 του Ν. 2331/1995, μεταξύ των οποίων ρητά αναφέρεται ως υποπερίπτωση (αζ) και το έγκλημα της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος. Με την τροποποίηση όμως, του Ν. 2331/1995 με το Ν. 3424/13-12-2005 απαλείφθηκε, από τα περιοριστικά αριθμούμενα «βασικά» αδικήματα του άρθρου 1 στοιχ. α’, η ως άνω υποπερίπτωση (αζ) που αφορά την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος, αλλά προστέθηκε, με την § 1 του άρθρου 1 του παραπάνω νόμου, η υποπερίπτωση (ιι), σύμφωνα με την οποία εντάσσεται στα βασικά εγκλήματα «κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ», επομένως και η πράξη της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, αφού αυτή τιμωρείται με κάθειρξη που το ελάχιστο όριό της είναι πέντε (5) έτη και ήδη μετά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 463§3 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ, ανεξάρτητα από το ελάχιστο όριο της απειλούμενης ποινής, διατηρεί τον κακουργηματικό της χαρακτήρα. Από τη διατύπωση των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, που είναι υπαλλακτικώς μικτό και ιδιώνυμο έγκλημα, υπό την έννοια ότι οι περισσότεροι τρόποι πραγματώσεώς του αποτελούν εκφάνσεις της ίδιας εγκληματικής δραστηριότητας και μπορούν να εναλλαχθούν, ενώ, στην περίπτωση συνδρομής περισσοτέρων τρόπων τελέσεως, τελείται ένα μόνο έγκλημα, του οποίου, μάλιστα, χρόνος τελέσεως είναι ο χρόνος που εκδηλώθηκε ο πρώτος τρόπος τελέσεως, αντικειμενικώς μεν απαιτείται αγορά, απόκρυψη, λήψη με τη μορφή της εμπράγματης ασφάλειας, αποδοχή στην κατοχή, μετατροπή ή μεταβίβαση οποιασδήποτε περιουσίας, που προέρχεται από την τέλεση των εμπεριεχόμενων στο άρθρο 1 του ως άνω νόμου αξιόποινων πράξεων, υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος, έστω και ενδεχόμενος, για τη συνδρομή των ανωτέρω στοιχείων και, επιπλέον, ο δράστης να ενεργεί με σκοπό την κερδοσκοπία ή τη συγκάλυψη της αληθινής προέλευσης της από το άρθρο 1 στοιχ. γ’ του ίδιου νόμου καθοριζόμενης «περιουσίας», η οποία περιλαμβάνει τα «περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άυλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων». Από τη γραμματική δε διατύπωση της παραπάνω διάταξης του άρθρου 2 § 1 του Ν. 2331/1995 (και πριν από την ισχύ του Ν. 3424/2005), συνάγεται ότι αποκλείεται η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος, από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα, με το δράστη της νομιμοποίησης, μόνον στην περίπτωση που τελείται προς το σκοπό παροχής συνδρομής σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα. Τούτο διότι, κάνοντας μνεία ο νομοθέτης για παροχή συνδρομής σε ενεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα πρόσωπο, αναφέρεται προφανώς σε τρίτο πρόσωπο, το οποίο είναι και το ενεργητικό υποκείμενο μιας εκ των πράξεων του άρθρου 1 του Ν. 2331/1995 και, στην περίπτωση αυτή, αποκλείεται η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος, από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα, με τον υπαίτιο του εγκλήματος της νομιμοποίησης. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει και δεδομένου ότι χρησιμοποιεί την έκφραση «όποιος», ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος του άρθρου 2§1 του Ν. 2331/1995 μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, ακόμη και ο υπαίτιος ενός από τα βασικά εγκλήματα και γι’ αυτό δεν πρέπει να γίνεται συσταλτική ερμηνεία του, αφού έχει θεσπισθεί για την αντιμετώπισή του. Το ότι ακολούθως οι Ν. 3424/2005 και 3691/2008 όρισαν, ο μεν πρώτος στο άρθρο 3§1 εδ. δ’, ότι η ποινική ευθύνη για το βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου και για τις πράξεις των εδαφίων α’, β’ και γ’, αν η τέλεσή τους από τον ίδιο ή άλλον εντάσσεται στο συνολικό σχεδιασμό δράσης, ο δε δεύτερος στο άρθρο 45 § 1 εδ. ε’, ότι η ποινική ευθύνη για το βασικό αδίκημα δεν αποκλείει την τιμωρία των υπαιτίων για τις πράξεις των εδαφίων α’, β’ και γ’, εφόσον τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες είναι διαφορετικά από εκείνα του βασικού αδικήματος, δεν σημαίνει ότι οι ανωτέρω νόμοι θέσπισαν για πρώτη φορά τις προϋποθέσεις ταύτισης του δράστη του βασικού εγκλήματος με το δράστη της νομιμοποίησης, αλλά απλώς οι νόμοι αυτοί περιέλαβαν ρητά στις διατάξεις τους τις ως άνω προϋποθέσεις, οι οποίες υπό την προηγούμενη διατύπωση του άρθρου 2§1 του Ν. 2331/1995 θεωρούνταν αυτονόητες. Τέλος, ναι μεν στο δυσμενέστερο στο σύνολό του Ν. 3691/5-8-2008 και συγκεκριμένα στο άρθρο 2§2 στοιχ. δ’ αυτού τυποποιείται για πρώτη φορά ( αφού η ίδια ρύθμιση αναφέρεται με την ίδια αρίθμηση, ως στοιχείο δ) και στη διάταξη του άρθρου 2 § 2 το άνω νεώτερου Ν. 4557/2018) και ως τρόπος τέλεσης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων «η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σ’ αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού, εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα», δηλαδή, ότι μπορεί να θεωρηθεί νομιμοποίηση και η απλή και μόνο κατάθεση σε τράπεζα του προϊόντος ενός εγκλήματος, εφόσον αποδεικνύεται και η συνδρομή του σκοπού πρόσδοσης νομιμοφάνειας στα έσοδα αυτά, ως αυτοτελής πράξη νομιμοποίησης εσόδων, όμως, και υπό το κράτος της ισχύος του προηγούμενου νόμου, που ως επιεικέστερος στο σύνολό του διέπει την κρινόμενη περίπτωση κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2§1 του ΠΚ, δεν αποκλειόταν η νομιμοποίηση εσόδων που προέρχονταν από εγκληματική δραστηριότητα να γίνει με κατάθεση αυτών σε Τράπεζα, εφόσον ο δράστης, με τον τρόπο αυτό, συγκάλυπτε την παράνομη προέλευση των εσόδων που προερχόταν από την παράνομη δραστηριότητά του, επιχειρώντας να προσδώσει στ’ αυτά νομιμοφανή υπόσταση, μέσω του τραπεζικού συστήματος. Αυτό συμβαίνει, όταν ό δράστης ενεργεί ατομικά και προβαίνει είτε ο ίδιος προσωπικά είτε μέσω άλλου προσώπου, αλλά για λογαριασμό του ίδιου, σε κατάθεση των χρημάτων, που απέκτησε από την εγκληματική δραστηριότητα, σε ίδιον αυτού προσωπικό λογαριασμό ή ακόμη και σε κοινό μετ’ άλλου (λογαριασμό), και οι λογαριασμοί αυτοί περιλαμβάνουν (και) χρήματα προερχόμενα από νόμιμες πηγές. Έτσι ο δράστης αποκρύβει τις παράνομες οικονομικές του συναλλαγές υπό άλλες νόμιμες και με την μέθοδο της ανάμειξης «ενώνει» τα εισοδήματα που προέρχονται, τόσο από τις νόμιμες, όσο και από τις παράνομες δραστηριότητες, καταθέτοντας αυτά σε τραπεζικό λογαριασμό στο όνομά του. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή η πράξη του γίνεται προς τον σκοπό πρόκλησης σύγχυσης και αβεβαιότητος ως προς την προέλευση των παράνομων εσόδων και έχει ως απώτερο στόχο την απόκτηση «νόμιμου τίτλου» γι’ αυτά, ώστε να εμφανίζονται ως νόμιμα (ΑΠ 1308/2019).
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 93§3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ προκύπτει ότι η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη τις συγκεκριμένες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα, λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στην οποίαν στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την πληρότητα, επομένως, της αιτιολογίας καταδικαστικής για υπεξαίρεση απόφασης δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται σ’ αυτήν, εκτός από τα αναγραφόμενα στην προηγούμενη σκέψη, άλλα περαιτέρω στοιχεία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού της απόφασης με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε, ειδικότερα, έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της. Όσο δε αφορά τα αποδεικτικά μέσα, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί να αναφέρονται γενικώς, κατά το είδος τους και δεν απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει χωριστά από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα καθενός, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177§1 και 178 ΚΠΔ, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Τέλος, ως προς τη συνδρομή του στοιχείου του δόλου δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία, διότι ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συνθέτουν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και καταφάσκεται αποδεικτικά από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών και η σχετική με το δόλο αιτιολογία εμπεριέχεται στην κύρια επί της ενοχής όμοια και μόνον όταν για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος αξιώνονται πρόσθετα στοιχεία και συγκεκριμένα η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος) ή η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης), απαιτείται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την ύπαρξη του δόλου. Επιπρόσθετα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων ή η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων και των λοιπών αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί, κατά το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη δε ερμηνεία υπάρχει, όταν το Δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το Δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ακόμη εσφαλμένη εφαρμογή συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της αναιρεσιβαλλόμενης, υπ’ αριθμόν 691/2018, απόφασής του, το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευόμενων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, (ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, αναγνωσθέντα στο ακροατήριό του έγγραφα, στα οποία περιλαμβάνονται τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και η εκκαλούμενη απόφαση, απολογία του κατηγορούμενου και γενικά από όλη τη συζήτηση της υπόθεσης), δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα κατά λέξη, πραγματικά περιστατικά: Η εγκαλούσα εταιρεία με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΕΠΙΠΛΩΝ ΚΟΥΖΙΝΑΣ …»δραστηριοποιούνταν επί 30 περίπου έτη στη Θεσσαλονίκη στο χώρο κατασκευής και εμπορίας επίπλων. Πρόκειται στην πραγματικότητα για οικογενειακή επιχείρηση, με μετοχικό κεφάλαιο ανερχόμενο σε 1.020.300 €, διαιρεμένο σε 34.010 μετοχές, αξίας εκάστη 30 ευρώ, καθόσον μέτοχοι αυτής κατά ποσοστό 97,20% επί του μετοχικού κεφαλαίου ήταν τα τρία αδέλφια, και δη ο κατηγορούμενος … με μετοχές 11.016, ήτοι ποσοστό 32,40% του κεφαλαίου, ο … (πρώτος μάρτυρας κατηγορίας) με μετοχές 11.014, ήτοι ποσοστό 32,40% του κεφαλαίου και ο …, με μετοχές 11.015, ήτοι ποσοστό 32,40% του κεφαλαίου, μετά το θάνατο του οποίου το έτος 1999 περιήλθαν οι μετοχές του στις εξ αδιαιρέτου κληρονόμους του, ήτοι στην σύζυγο του, … (κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου) και στη θυγατέρα του, … (κατά ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου), ενώ μέτοχος κατά το υπόλοιπο ποσοστό των 2,80% επί του μετοχικού κεφαλαίου, ήταν ο …. που κατείχε 965 μετοχές. Από το έτος 1990, Διευθύνων Σύμβουλος της εν λόγω εταιρείας ήταν ο κατηγορούμενος, …, (ο οποίος όπως θα αναφερθεί παρακάτω διοικούσε την εταιρεία απροσκόπτως μέχρι την 27-9-2010), Πρόεδρος του Δ.Σ της εταιρείας ήταν ο αδελφός του, … (πρώτος μάρτυρας κατηγορίας), ενώ μετά θάνατο κατά το έτος 1999 του …, συμμετείχε ως μέλος του ΔΣ, η θυγατέρα του, … (βλ. το από 21.06.1999 Πρακτικό της Συνεδρίασης της ετήσιας τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας). Στις 30.06.2009 συγκλήθηκε Τακτική Γενική Συνέλευσης της εταιρείας, η οποία με το υπ’ αριθμ. 39/30.06.2009 Πρακτικό της, εξέλεξε το νέο τριμελές Διοικητικό Συμβούλιο, με πενταετή θητεία, ήτοι μέχρι 30.06.2014, αποτελούμενο από τους ανωτέρω, και στη συνέχεια και το εν λόγω Διοικητικό Συμβούλιο με το από 30.06.2009 Πρακτικό του, όρισε τον … ως Πρόεδρο του Δ.Σ, την …, ως Αντιπρόεδρο του ΔΣ και τον κατηγορούμενο ως Διευθύνοντα Σύμβουλο. Στις 14.07.2009 καταχωρήθηκαν τα ανωτέρω Πρακτικά στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών του Τμήματος Εμπορικών Εταιρειών της Διεύθυνσης Εταιρειών Ν.Α. Θεσσαλονίκης, όπως τούτο προκύπτει από την με αριθμ πρωτ . …/14.09.2009, Ανακοίνωση της ανωτέρω Διεύθυνσης και δημοσιεύθηκε στις 28.07.2009 στο υπ’αρθμ. φύλλο … του Τεύχους Α.Ε και Ε.Π.Ε της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως. Το Διοικητικό Συμβούλιο, με την ως άνω απόφασή του, παρείχε την εντολή και πληρεξουσιότητα στον Διευθύνοντα Σύμβουλο της εταιρείας και ήδη κατηγορούμενο …, να εκπροσωπεί και να δεσμεύει με την υπογραφή του την εταιρεία και να διαχειρίζεται την περιουσία της, ασκώντας όλες τις εξουσίες και τα δικαιώματα που ανήκουν στο Δ.Σ κατά τα λεπτομερώς εκτιθέμενα στο ανωτέρω Πρακτικό. Στην πραγματικότητα βέβαια, ο κατηγορούμενος …, καθ’ όλη τη διάρκεια των περίπου τριάντα ετών, και πολύ περισσότερο μετά το θάνατο κατά το έτος 1999 του αδελφού του, …, είχε την πλήρη και αποκλειστική διαχείριση της εταιρείας και είχε συγκεντρώσει όλες τις αρμοδιότητες, καθήκοντα και δικαιώματα για τη διοίκηση της, είχε δε επιπλέον, και τον πλήρη και απόλυτο έλεγχο του ταμείου αυτής καθώς και των τραπεζικών της καταθέσεων, όχι μόνον με την ανοχή, αλλά και με την συναίνεση των λοιπών μετόχων, ενώ η εταιρεία είχε ανοδική πορεία και ήταν ιδιαίτερα προσοδοφόρα, γεγονός άλλωστε που αναφέρεται και στο ως άνω Πρακτικό της Γενικής Συνελεύσεως. Παράλληλα, με την ως άνω εταιρεία και επί σειρά ετών λειτουργούσε και η ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία “…”, έχουσα ως αντικείμενο της εμπορικής δραστηριότητάς της, την εμπορία καπλαμάδων, φορμάικας και ειδών επιπλοποιίας. Η εταιρεία αυτή συνεστήθη με το από 3/12/1974 ιδιωτικό συμφωνητικό από τον κατηγορούμενο, τον ήδη αποβιώσαντα αδελφό του … και τον … Το έτος 1979, τα ως άνω ομόρρυθμα μέλη αποφάσισαν να συμμετάσχει στην εταιρεία ως ομόρρυθμο μέλος και ο …, ο οποίος με το από 15/1/1979 συμφωνητικό εισήλθε στην εταιρεία ως ομόρρυθμο μέλος. Μετά δε το έτος 1999, που απεβίωσε ο ομόρρυθμος εταίρος …, υπεισήλθαν στο ποσοστό συμμετοχής του οι ως άνω εξ αδιαιρέτου κληρονόμοι του. Με το από 8/3/2001 συμφωνητικό τροποποίησης καταστατικού της ΟΕ μοναδικά ομόρρυθμα μέλη της εταιρείας ήταν, ο κατηγορούμενος, ο … (πρώτος μάρτυρας κατηγορίας) και η … και διαχειριστές της ομόρρυθμης εταιρείας από κοινού και ο καθένας ξεχωριστά ήταν ο κατηγορούμενος και ο …, ο οποίος όμως, από το έτος αυτό (2001) και μέχρι το έτος 2010 ασκούσε αποκλειστικά τη διαχείριση της, και είχε τον πλήρη και απόλυτο έλεγχο του ταμείου αυτής καθώς και των τραπεζικών της καταθέσεων, με την συναίνεση των λοιπών ομορρύθμων εταίρων, ενώ μόνον τυπικά ήταν Πρόεδρος της Α.Ε. Οι εταιρείες αυτές είχαν άμεση σύνδεση, κοινά οικονομικά συμφέροντα και η μία χρηματοδοτούσε την άλλη, ενώ είχαν και κοινούς υπαλλήλους, οι οποίοι αμειβόταν από την ΑΕ. Η κατάσταση αυτή, σχετικά με τον διαμοιρασμό της αρμοδιότητος και των ευθυνών, διατηρούνταν για περίπου τριάντα έτη, τα μέλη των ως άνω εταιρειών ελάμβαναν κέρδη και από τις δύο εταιρείες και ενόψει της οικονομικής ευρωστίας τούτων, απεκόμισαν μεγάλα χρηματικά ποσά, εξασφαλίζοντας γι ‘αυτούς και τις οικογένειές τους υψηλό βιοτικό επίπεδο, ενώ η συνεργασία των ως άνω δυο αδελφών (κατηγορούμενου και …) ήταν αγαστή και χωρίς εκατέρωθεν αμφισβητήσεις ως προς την ασκούμενη από τον καθένα διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας των εταιρειών. Ωστόσο, περί τα τέλη του έτους 2009 και αρχές του 2010, ο …, εξεδήλωσε την επιθυμία να πουλήσει το μερίδιο του στον κατηγορούμενο, έναντι του ποσού των 2.500.000 ευρώ, πρόταση που δεν έγινε αποδεκτή από τον κατηγορούμενο, ο οποίος μάλιστα αντιπρότεινε να του πουλήσει το δικό του μερίδιο αντί του ποσού των 2.000.000 ευρώ, το οποίο ομοίως δεν αποδέχτηκε ο … Από το χρονικό αυτό σημείο επήλθε ρήξη στις σχέσεις των δύο αδελφών και στη συνέχεια ενεπλάκησαν σε ατέρμονους δικαστικούς αγώνες με την υποβολή εκατέρωθεν μηνύσεων, αγωγών και καταγγελιών, ενώ ο καθένας προσπαθούσε να προσεταιριστεί τις προαναφερόμενες κληρονόμους του αποβιώσαντος αδελφού τους …, ήτοι την … και …, με το πρόσχημα της εξαγοράς των μετοχών τους, ώστε να εξασφαλίσει την πλειοψηφία των μετοχών της Α.Ε και να ασκεί τη διοίκησή της. Υπό τις συνθήκες αυτές ο … διαπραγματεύθηκε με τις προαναφερόμενες (… και …) την εξαγορά των μετοχών τους και με τον τρόπο αυτό τις έπεισε να γίνει αλλαγή του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΕ, ώστε να παύσει ο κατηγορούμενος να ασκεί τα καθήκοντα του Διευθύνοντος Συμβούλου. Έτσι, το έτος 2010 ο …, με την ιδιότητα του Προέδρου της εταιρείας, ζήτησε τη σύγκληση της Τακτικής Γενικής Συνελεύσεως, θέτοντας ως θέμα συζήτησης στην ημερήσια διάταξη την εκλογή νέου Διοικητικού Συμβουλίου, ορίζοντας τη συνεδρίαση για την 30.06.2010, από την οποία, αναβλήθηκε για την 30.07.2010. Κατά την ημερομηνία αυτή (30.07.2010), φέρεται ότι καταρτίσθηκε και υπογράφηκε στα γραφεία της εταιρείας από τους μετόχους, …, … και …, το χωρίς αριθμό Πρακτικό της Επαναληπτικής Τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της ανωτέρω εταιρείας, στο οποίο μεταξύ των άλλων αναγράφονται τα εξής: 1) Η συνεδρίαση έγινε στις 30.07.2010 και ώρα 16.00 στα γραφεία της εταιρείας με παρόντες τους μετόχους, … (1ος μάρτυρας κατηγορίας), … και … που εκπροσωπούν την πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου σε ποσοστό 64,80 % του όλου μετοχικού κεφαλαίου [δηλαδή απουσίαζε ο κατηγορούμενος καθώς και ο … που εκπροσωπούσαν το υπόλοιπο ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου (κατά 32,40% και 2,80% αντίστοιχα)], 2) Η Γενική Συνέλευση ομοφώνως δεν εγκρίνει τον Ισολογισμό και τον λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως της εταιρικής χρήσης 1.01.2009 έως 31.12.2009, 3) Η Γενική Συνέλευση ομοφώνως αποφάσισε την απαλλαγή όλων των μελών του Δ.Σ και των ελεγκτών της εταιρείας από την ευθύνη για την ανωτέρω εταιρική χρήση, πλην του Διευθύνοντος Συμβούλου-κατηγορουμένου, 4) Η Γενική Συνέλευση ομοφώνως εκλέγει τους τακτικούς και αναπληρωματικούς ελεγκτές για την τρέχουσα χρήση 2010-2011, οι οποίοι αναφέρονται στο Πρακτικό 5) Η Γενική Συνέλευση ομοφώνως εκλέγει νέο Διοικητικό Συμβούλιο, με πενταετή θητεία μέχρι το έτος 2015, αποτελούμενο από τους … (μάρτυρα κατηγορίας), …, … και …. Ας σημειωθεί δε ότι, στο νέο Διοικητικό Συμβούλιο δεν συμμετέχουν οι ως άνω μέτοχοι της πλειοψηφίας, … και …, αλλά οι άνω συγγενείς του … και δη ο υιός του, η σύζυγος του και ο αδελφός της τελευταίας, αντιστοίχως, που δεν είναι μέτοχοι της εταιρείας. Επίσης, με την ίδια ως άνω ημερομηνία φέρεται ότι συντάχθηκε και το Πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου, με το οποίο ορίσθηκε ο …, ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος, η …. ως Αντιπρόεδρος, και οι λοιποί δύο, … και …, ως μέλη του Δ.Σ. και η ενάσκηση όλων των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του Δ. Σ φέρεται ανατεθείσα στον … Ωστόσο, τα ως άνω Πρακτικά δεν έλαβαν καμία δημοσιότητα και η ύπαρξή των μέχρι την 27.09.2010 ήταν άγνωστη τόσο στον κατηγορούμενο και στους υπαλλήλους της εταιρείας όσο και στους τρίτους συναλλασσόμενους με την εταιρεία, καθόσον, αφενός μεν, το άνω Πρακτικό της Γενικής Συνελεύσεως δεν καταχωρήθηκε σε περίληψη στο τηρούμενο από την εταιρεία ειδικό βιβλίο κατά τα οριζόμενα στις τότε ισχύουσες διατάξεις του άρθρου 32 παρ.1 του Ν. 2190/1920, έχουσα η εν λόγω καταχώρηση δηλωτικό χαρακτήρα και μη απαιτούμενη ως συστατικός τύπος για το κύρος του ως άνω Πρακτικού (ΑΠ 476/2012, δημ.Νόμος), και αφετέρου τα ως άνω Πρακτικά με την πράξη διορισμού μελών ΔΣ ανώνυμης εταιρείας, δεν δημοσιεύθηκαν με την καταχώρησή τους μέχρι την 27.09.2010, στο μητρώο ανωνύμων εταιριών της οικείας Νομαρχίας, έχουσα και η εν λόγω καταχώρηση, όπως συνάγεται από τις τότε ισχύουσες διατάξεις των άρθρων 7α περ. γ, 7β παρ. 15 και 7ε του ως άνω Ν. 2190/1920 «Περί ανωνύμων εταιρειών» όχι συστατικό, αλλά βεβαιωτικό ή δηλωτικό χαρακτήρα, συνέπεια δε της μη υποβολής των άνω Πρακτικών στη δημοσιότητα αυτή, ήταν η αδυναμία επικλήσεως εκ μέρους της ανώνυμης εταιρείας έναντι των τρίτων, της μη νομιμοποίησης του κατηγορουμένου ως εκπροσώπου της, εκτός αν αποδείκνυε ότι οι τρίτοι γνώριζαν τούτο (ΑΠ 737/2015,ΑΠ 389/2010, ΑΠ 626/2010, δημ.Νόμος). Έκτος τούτων δε, το νέο Διοικητικό Συμβούλιο καθώς και ο ως άνω νεοδιορισθείς Διευθύνων Σύμβουλος, …, δεν άσκησαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο τα καθήκοντά τους από του διορισμού των, ήτοι από 30.07.2010 έως και 27.09.2010, αλλά, καθ’ όλο το ως άνω χρονικό διάστημα ο κατηγορούμενος ασκούσε τα καθήκοντα του Διευθύνοντος Συμβούλου και εκπροσώπου της εταιρείας ανεμπόδιστα και αδιαμαρτύρητα από τον … . Ενόψει τούτων ο προβαλλόμενος από τον κατηγορούμενο ισχυρισμός, τόσο στο στάδιο της ανάκρισης και στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσο και κατά την απολογία του στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, περί του ότι δεν πραγματοποιήθηκε κατά την ως άνω μετ’ αναβολή ημερομηνία (30.07.2010) η Επαναληπτική Τακτική Γενική Συνέλευση, καθόσον ανέμενε ο ίδιος στα γραφεία τους υπόλοιπους μετόχους οι οποίοι δεν εμφανίσθηκαν, ελέγχεται από το Δικαστηρίου τούτο ως κατ’ ουσίαν βάσιμος. Άλλωστε ο ισχυρισμός αυτός, επιβεβαιώνεται και από τις ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού καταθέσεις των 4ου και 5ου μαρτύρων κατηγορίας. Συγκεκριμένα, ο μεν τέταρτος μάρτυρας κατηγορίας, …., που κατά το παρελθόν υπήρξε δικηγόρος της εταιρείας, κατέθεσε ότι επικοινώνησε τηλεφωνικά στις 30.07.2010 με τον ευρισκόμενο στα γραφεία της εταιρείας κατηγορούμενο, ο οποίος τον ενημέρωσε ότι δεν εμφανίσθηκαν οι λοιποί μέτοχοι για την πραγματοποίηση της Γενικής Συνέλευσης και ότι στην συνέχεια πληροφορήθηκε τούτο και από την μέτοχο, …, η οποία του είπε ότι δεν έγινε η Γενική Συνέλευση, ο δε πέμπτος μάρτυρας υπεράσπισης, …, κατέθεσε ότι ήταν Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας «…» και ότι βρισκόταν κατά την ως άνω ημερομηνία στα γραφεία της εταιρείας, και συζητούσε με τον κατηγορούμενο, με τον οποίο συνδέεται με φιλική σχέση, για την εμπορική τους συνεργασία, και ότι δεν έγινε η Γενική Συνέλευση. Οι ανωτέρω καταθέσεις των δύο μαρτύρων για την μη πραγματοποίηση της Γενικής Συνέλευσης στις 30.07.2010 ούτε προσβλήθηκαν ως προς την αξιοπιστία τους, ούτε και αναιρούνται από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσον, ούτε δε και από τη γενικόλογη, αόριστη, ασαφή και έχουσα λογικά κενά κατάθεση του πρώτου μάρτυρα κατηγορίας …, ο οποίος ενώ κατέθεσε ότι «Τέλη του 2009 με αρχές του 2010 μαθαίνω από την Τράπεζα ότι ο αδερφός μου έχει στον λογαριασμό της … 2.600.000 ευρώ, ποσό που είναι παραπάνω από την εγγύηση που ζητούσε η Τράπεζα για να αφήσει ανοιχτό το πλαφόν» στη συνέχεια κατέθεσε ότι «Στις 30-7-2010 γίνεται γενική συνέλευση της εταιρίας στην οποία δεν παραστάθηκε ο αδερφός μου. Στις 27-9-2010 ανέλαβα την διοίκηση της εταιρίας», αποφεύγοντας να δώσει οποιοδήποτε λογική εξήγηση για την μη αρίθμηση του Πρακτικού της Γενικής Συνελεύσεως, τη μη καταχώρηση του στα βιβλία της εταιρείας, την μη άμεση δημοσίευσή του στα Μητρώα, την μη άμεση ενημέρωση του κατηγορουμένου και των υπαλλήλων της εταιρείας για τον ορισμό νέου Δ.Σ και νέου Διευθύνοντος Συμβούλου και κυρίως για το λόγο για τον οποίο ενώ μέμφεται τον αδελφό του -κατηγορούμενο για οικονομικές ατασθαλίες, δεν ανέλαβε ο ίδιος αμέσως τα καθήκοντά του, προκειμένου να διασφαλίσει τα οικονομικά συμφέροντα και την περιουσία της εταιρείας, αλλά προέβη σε ανάληψη καθηκόντων στις 27-9-2010, ήτοι, μετά την πάροδο δύο μηνών από τη φερόμενη ως άνω ημερομηνία κατάρτισης και υπογραφής του Πρακτικού. Άλλωστε, πρέπει να επισημανθεί ότι εν προκειμένω δεν τυγχάνει εφαρμογή η ισχύουσα κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 32§1 του κ.ν. 2190/1920, που όριζε ότι: «Με την επιφύλαξη των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, στις εταιρείες που δεν έχουν μετοχές εισηγμένες σε χρηματιστήριο, η κατάρτιση και υπογραφή πρακτικού από όλους τους μετόχους ή τους αντιπροσώπους τους ισοδυναμεί με απόφαση της γενικής συνέλευσης, ακόμη και αν δεν έχει προηγηθεί συνεδρίαση», καθόσον, κατά τα προειρημένα, το ως άνω επίμαχο Πρακτικό καταρτίσθηκε και υπογράφηκε μόνον από την αναφερόμενη σ’ αυτό πλειοψηφία των μετόχων της εταιρείας και όχι απ’ όλους τους μετόχους. Πάντα ταύτα δε, είναι κρίσιμα, ουσιώδη και καθοριστικά στην κρίση του Δικαστηρίου τούτου για τη διερεύνηση της υποκειμενικής υπόστασης των αποδιδόμενων στον κατηγορούμενο αξιοποίνων πράξεων. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, στις 27.09.2010 και ώρα 18:35 επιδόθηκε στον κατηγορούμενο η από 27.09.2010 Εξώδικο Διαμαρτυρία – Πρόσκληση -Δήλωση της εγκαλούσας εταιρείας, με την οποία γνωστοποιήθηκε σε αυτόν η πραγματοποίηση στις 30.07.2010 της ως άνω Επαναληπτικής Τακτικής Γενικής Συνέλευσης και ο διορισμός του νέου Διοικητικού Συμβουλίου και του νέου Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου, … και η ανάληψη εκ μέρους του τελευταίου των καθηκόντων του στις 27.09.2010. Επίσης, κατά τα διαλαμβανόμενα στο περιεχόμενο της ως άνω εξώδικης δήλωσης, ο …, στις 27.09.2010, ενόψει της ανάληψης των καθηκόντων του ως νέος Διευθύνων Σύμβουλος και Πρόεδρος του νέου Δ.Σ της εταιρείας, έδωσε εντολή στον λογιστή …, να προβεί σε πρόχειρο λογιστικό και διαχειριστικό έλεγχο, από τον οποίο προέκυψαν οι αναφερόμενες στο περιεχόμενο της σημαντικές λογιστικές αταξίες και ελλείμματα, ήτοι ότι ενώ στο ισοζύγιο της 27.09.2010 και στη σχετική καρτέλα του ταμείου εμφανιζόταν ταμειακό υπόλοιπο συνολικού ύψους 724.092,91 ευρώ, στο ταμείο της εταιρίας δεν υπήρχαν καθόλου χρήματα, ότι ενώ στην κατάσταση αξιόγραφων φαινόταν ότι στην κατοχή της εγκαλούσας υπήρχαν επιταγές προς είσπραξη, συνολικού ύψους 359.697,10 ευρώ, καμία από αυτές δεν βρισκόταν στο λογιστήριο, ότι ενώ, με βάση τα βιβλία και την κίνηση των λογαριασμών της εταιρείας, το υπόλοιπο καταθέσεων αυτής σε τραπεζικούς λογαριασμούς όψεως έπρεπε να είναι 3.395.641,82 ευρώ, οι λογαριασμοί ήταν μηδενικοί, οι δε κινήσεις αυτών δεν αντιστοιχούσαν στις κινήσεις που είχαν καταγραφεί από το λογιστήριο στις σχετικές καρτέλες, καθώς και ότι έλλειπαν όλα τα μπλοκ επιταγών της εγκαλούσας) προσκαλώντας τον κατηγορούμενο να δώσει εξηγήσεις και να παραδώσει τα χρηματικά υπόλοιπα του ταμείου καθώς και τα αξιόγραφα της εταιρείας, (βλ. την από 27.09.2010 Εξώδικο καθώς και την υπ’ αρθμ. …/ 27.09.2010 έκθεση επίδοση αυτής του Δικαστικού Επιμελή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Λ. Κ.). Την επόμενη ημέρα δε, ήτοι στις 28.09.2010 εμφανίσθηκε ο … στα γραφεία της εταιρείας και όπως ρητά και κατηγορηματικά κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου από την τρίτη μάρτυρα κατηγορίας, …, που ήταν βοηθός λογιστή και γραμματέας και των δύο εταιρειών (Α.Ε και ΟΕ), ανακοίνωσε στους υπαλλήλους της εταιρείας, ότι είναι αυτός πλέον ο Διευθύνων Σύμβουλος, ενώ προσέλαβε ως έμπιστο υπάλληλο του τον … (δεύτερο μάρτυρα κατηγορίας), όπως άλλωστε και ο ίδιος κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και έκτοτε όπως αποδείχθηκε δεν επέτρεψε ο … την είσοδο του αδελφού του – κατηγορουμένου στα γραφεία της εταιρείας. Επίσης, την ίδια ως άνω ημέρα ( 28.09.2010) ο …, με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εγκαλούσας εταιρείας, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, την υπ’ αριθμ. καταθ. …28.09.2010 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στρεφόμενη κατά του κατηγορουμένου, διώκοντας να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση της περιουσίας του (κινητής, ακίνητης και απαιτήσεις του έναντι τρίτων) μέχρι του ποσού των 5.000.000 € προς εξασφάλιση των εις βάρος του απαιτήσεων της εταιρείας και αυθημερόν εκδόθηκε εις βάρος του τότε καθ’ ου η αίτηση και ήδη κατηγορουμένου, προσωρινή διαταγή περί απαγόρευσης κάθε μεταβολής περιουσιακής του κατάστασης και κίνησης ατομικών τραπεζικών λογαριασμών μέχρι του ως άνω ποσού. Κατόπιν τούτων, ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας ότι δεν πραγματοποιήθηκε η συνεδρίαση της Επαναληπτικής Ετήσιας Γενικής Συνέλευσης στις 30.07.2010 και προφανώς εκλαμβάνοντας ως άνω ανυπόστατα τα ως άνω Πρακτικά και πιστεύοντας ότι δεν απώλεσε την ως άνω ιδιότητα του Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρείας, προέβη στις εξής ενέργειες: 1) Στις 29.09.2010, έδωσε εντολή στον υιό του, …, που εργαζόταν στην εταιρεία και διεκπεραίωνε και τις τραπεζικές συναλλαγές της εταιρείας, να εισπράξει τις τρεις μεταχρονολογημένες δίγραμμες επιταγές, με ημερομηνία έκδοση 29.09.2010, από την πληρώτρια … Τράπεζα, τις οποίες είχε παραλάβει από τους παρακάτω αναφερόμενους εκδότες-πελάτες της εταιρείας, στις 16.07.2010, δηλαδή σε χρόνο που, κατά τα προειρημένα, ασκούσε νομίμως τα καθήκοντα του Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρείας και του νομίμου εκπροσώπου αυτής και είχαν κατά την άνω ημερομηνία (16.07.2010) καταχωρηθεί και στα σχετικά βιβλία της εταιρείας, και να τις καταθέσει στην τράπεζα …, στον τηρούμενο υπό του υιού του κοινό λογαριασμό με τους … και … . Οι επιταγές αυτές, οι οποίες, κατά το χρόνο παράδοσης στον υιό του, …, έφεραν στη θέση του πρώτου οπισθογράφου την υπογραφή του κατηγορουμένου και την σφραγίδα της εγκαλούσας εταιρίας, δηλαδή υπέγραψε σ’ αυτές ο κατηγορούμενος υπό την ιδιότητα του εκπροσώπου της εταιρείας και για λογαριασμό αυτής, είναι οι εξής: α) η με αριθμό … δίγραμμη επιταγή της … Τράπεζας, με έκδοτη τον .., με ημερομηνία έκδοσης 29-9-2010, ποσού 101.026,93 ευρώ, σε διαταγή της εγκαλούσας εταιρίας, β) η με αριθμό … δίγραμμη επιταγή της … Τράπεζας, με εκδότρια την ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «…», με ημερομηνία έκδοσης 29-9-2010, ποσού 97.979,83 ευρώ, σε διαταγή της εγκαλούσας εταιρίας, και γ) η με αριθμό … δίγραμμη επιταγή της … Τράπεζας, με εκδότρια την ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «…», με ημερομηνία έκδοσης 29-9-2010, ποσού 96.868,48 ευρώ, σε διαταγή της εγκαλούσας εταιρίας, ήτοι συνολικού ύψους 295.875,24 ευρώ, το οποίο εισπράχθηκε από τον … για λογαριασμό του πατέρα του κατηγορουμένου, πλην όμως ο τελευταίος δεν το απόδωσε ως όφειλε στην εγκαλούσα εταιρεία, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα. Συγκεκριμένα τις επιταγές αυτές κατ’ εντολή του κατηγορουμένου τις κατέθεσε ο υιός του, … προς είσπραξη στην τράπεζα … (υποκατάστημα …) στον προσωπικό λογαριασμό του στη συνέχεια εισπράχθηκε, μέσω της προαναφερόμενης τράπεζας η αξία των, συνολικού ύψους 295.875,24 ευρώ, από την πληρώτρια … Τράπεζα για λογαριασμού του κατηγορουμένου ενεργούντος ως εντολοδόχου, το οποίο όμως δεν απέδωσε στην εγκαλούσα εταιρεία ως είχε υποχρέωση λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου αυτής και διαχειριστή της περιουσίας της, μολονότι κλήθηκε προς τούτο στις 27.09.2010, με την προαναφερόμενη εξώδικη πρόσκληση που του κοινοποιήθηκε κατά την άνω ημερομηνία, αλλά ιδιοποιήθηκε το ως άνω ποσό παράνομα, πραγματώνοντας έτσι την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αποδιδόμενης σ’ αυτόν κακουργηματικού χαρακτήρα πράξης της υπεξαίρεσης με αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από εντολοδόχο με συνολικό όφελος και προξενηθείσα ζημία στην εταιρεία που υπερβαίνει το ποσό των 120.000 € και στη συνέχεια τέλεσε και την αποδιδόμενη σ’ αυτόν πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από την ως άνω αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης, καθόσον απέκτησε και κατείχε μέσω του ως άνω υιού του, και του με αριθμό … κοινού λογαριασμού του τελευταίου και των … και … στην τράπεζα …, το ως άνω χρηματικό ποσό που ανήκε στην εγκαλούσα εταιρεία ιδιοποιούμενος τούτο, ήτοι γνωρίζοντας ότι αυτό αποτελεί αντικείμενο της ως άνω υπεξαίρεσης που προηγουμένως τέλεσε και προέβη στην ανωτέρω κατάθεση με σκοπό την νομιμοποίηση του. Ωστόσο από την αξιολογική συνεκτίμηση όλων των ως άνω κατ’ είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, το Δικαστήριο τούτο, αδυνατεί να διαμορφώσει πλήρη και ασφαλή δικανική πεποίθηση περί της υποκειμενικής υποστάσεως των αποδιδόμενων στον κατηγορούμενο πράξεων, της πλαστογραφίας με χρήση κατ’ εξακολούθηση με συνολικό όφελος και προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 120.000 € και της ηθικής αυτουργίας σε απάτη με συνολικό περιουσιακό όφελος και προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 120.000 € έχουσες ως αντικείμενο τις ως άνω επίμαχες επιταγές, καθόσον διατηρεί αμφιβολίες ως προς το δόλο του. Τούτο διότι, οι ως άνω αναλυτικώς αναφερόμενες συνθήκες και περιστάσεις υπό τις οποίες ο … ανέλαβε τα καθήκοντα του εκπροσώπου της εταιρείας και του χρόνου ανάληψης τούτων, ήτοι από το απόγευμα της 27.09.2010, ευλόγως δημιούργησαν την πεποίθηση στον κατηγορούμενο, ότι εφόσον δεν προηγήθηκε συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης τα ως άνω Πρακτικά αυτής και του Δ.Σ είναι ανυπόστατα, μη παράγοντα έννομα αποτελέσματα, με συνέπεια την μη απώλεια της ιδιότητας του εκπροσώπου της εταιρείας και δρώντας εντός των πλαισίων των αρμοδιοτήτων του ως Διευθύνων Σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας, έδωσε εντολή στον υιό του …, να εμφανίσει τις ως άνω επίδικες επιταγές στην πληρώτρια … Τράπεζα και στην συνέχεια να τις παραλάβει και να τις καταθέσει στην τράπεζα … Επιπροσθέτως δε για την πράξη της πλαστογραφίας, φερόμενη τελεσθείσα από 30.07.2010 έως 29.09.2010, πρέπει να λεχθεί ότι ουδόλως αποδείχθηκε η συγκεκριμένη ημερομηνία κατά την οποία υπέγραψε ο κατηγορούμενος με την ως άνω ιδιότητα, στη θέση της οπισθογραφήσεως των επίμαχων επιταγών, γεγονός που είναι κρίσιμο και ουσιώδες για τη στοιχειοθέτηση της εν λόγω αξιόποινης πράξης. Τούτο διότι, κατά το χρονικό διάστημα από 30.07.2010 και μέχρι της 27.09.2010 και ώρα 18:35, (οπότε κατά τα προαναφερόμενα επιδόθηκε στον κατηγορούμενο η από 27.09.2010 Εξώδικο Διαμαρτυρία – Πρόσκληση – Δήλωση της εγκαλούσας εταιρείας και γνωστοποιήθηκε σ’ αυτόν η απώλεια της ως άνω ιδιότητάς του), ο κατηγορούμενος ασκούσε, κατά τα προειρημένα, νομίμως τα ως άνω καθήκοντα του Διευθύνοντος Συμβούλου και εκπροσώπου της εγκαλούσας εταιρείας και συνεπώς εάν μέχρι την προαναφερόμενη ώρα είχε οπισθογραφήσει τις επιταγές, δεν μπορεί να γίνει λόγος περί τελέσεως της πράξεως της πλαστογραφίας, ενώ από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να διαμορφωθεί ασφαλής δικανική κρίση περί της υπογραφής των επιδίκων επιταγών από το απόγευμα της 27.09.2010 και δη από ώρα 18:35 μέχρι και την 29.09.2010, που παρέδωσε αυτές στον υιό του … και ο οποίος τις εμφάνισε στις ως άνω Τράπεζες. 2) Στις 28.09.2010 και 30.09.2010 ο κατηγορούμενος, προκειμένου να αποφύγει τη δέσμευση των χρηματικών ποσών που είχε κατατεθειμένα σε προσωπικούς του λογαριασμούς κοινούς μετά του υιού του, έδωσε εντολή στον τελευταίο να προβεί σε αναλήψεις χρηματικών ποσών από τους κοινούς λογαριασμού τους και κατάθεσης αυτών σε υπάρχοντες και σε νεοσυσταθέντες λογαριασμούς στους οποίους ο ίδιος δεν ήταν δικαιούχος, γεγονός που ουδόλως αρνήθηκε απολογούμενος ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αλλά ισχυρίσθηκε ότι ήθελε να προστατεύσει τα χρήματα που ανήκαν στον ίδιο και την οικογένειά του. Συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι, ο κατηγορούμενος, που είχε προβεί στις 15-4-2010, μέσω του ανωτέρω υιού του στην ανάληψη του ποσού των 1.050.000 ευρώ από τον με αριθμό … κοινό λογαριασμό τους στην … Τράπεζα, το οποίο στις 19-7-2010 είχε τοποθετήσει στον κοινό (τρεχούμενο κλειστό) λογαριασμό τους με αριθμό … στην τράπεζα …, κατόπιν εντολής του στις 28-9-2010, το ίδιο ποσό προσαυξημένο με τόκους, συνολικού ύψους 1.065.471,37 ευρώ, μεταφέρθηκε από τον υιό του στον μόλις δημιουργηθέντα με αριθμό … κοινό (τρεχούμενο κλειστό) λογαριασμό του τελευταίου (…) και της .., και την ίδια ως άνω ημερομηνία (28-9-2010) μεταφέρθηκε στον μόλις δημιουργηθέντα με αριθμό … κοινό (τρεχούμενο) λογαριασμό του … , της … και του …, στον οποίο την ίδια ημέρα (28-9-2010) με εντολή του κατηγορουμένου κατέθεσε ο υιός του το ποσό των 525.000 ευρώ, που προέρχεται από τον ανωτέρω με αριθμό … κοινό (του κατηγορουμένου και του υιού του) λογαριασμό τους στην … Τράπεζα, το ποσό των 59.554,13 ευρώ, που προέρχεται από τον με αριθμό … λογαριασμό ταμιευτηρίου της τράπεζας «…» με δικαιούχους κατηγορούμενο και τον υιό του (…), και στις 30-9-2010 το ποσό των 1.100.000 ευρώ, που προέρχεται από το με αριθμό … κοινό (του κατηγορουμένου και του υιού του) λογαριασμό τους στην … Τράπεζα. Ωστόσο, από τη συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση όλων των ως άνω αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 177 παρ. 1 ΚΠΔ αρχή της ηθικής απόδειξης, το Δικαστήριο τούτο, δεν μπορεί να διαμορφώσει πλήρη και ασφαλή δικανική πεποίθηση περί του ότι, τα ως χρηματικά ποσά αντιπροσώπευαν αξίες της περιουσίας της εγκαλούσας εταιρείας, τα οποία ο κατηγορούμενος διαχειριζόταν ως Διευθύνων Σύμβουλος αυτής, καθόσον οι ως άνω λογαριασμοί της … Τράπεζας, από τους οποίους έγιναν αναλήψεις των ως άνω χρηματικών ποσών, όπως αποδείχθηκε, ήταν κοινοί μετά του υιού του και δεν αποδείχθηκε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι σ’αυτούς κατέθετε χρηματικά ποσά και της εταιρείας. Ούτε δε από το μεγάλο ύψος των ως άνω χρηματικών ποσών, που ήταν κατατεθειμένα στην … Τράπεζα, χωρίς ταυτόχρονα να προκύπτει ο χρόνος κατάθεσης, θα μπορούσε να διαμορφωθεί ασφαλής δικανική πεποίθηση περί του ανωτέρω ζητήματος, ενόψει του ότι οι εταιρείες ΑΕ και ΟΕ, που λειτουργούσαν επί μια τριακονταετία, ήταν οικονομικά εύρωστες και ιδιαίτερα προσοδοφόρες, τόσο για τον κατηγορούμενο όσο και για τον αδελφό του …, εξασφαλίζοντας σ’αυτούς υψηλά κέρδη, που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τις επί μία τριακονταετία ως άνω καταθέσεις. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, ο … στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του, ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας, εις εκτέλεση της από 04.10.2010 απόφασης του νέου Δ.Σ., ανέθεσε σε ορκωτό ελεγκτή λογιστή, και δη στον …, τη διενέργεια, διαχειριστικού ελέγχου της περιόδου από 1.1.2009 έως 30.09.2010. Ο τελευταίος συνέταξε το από 14.12.2010 πόρισμά του, το οποίο, ως μνημονεύεται σ’ αυτό, στηρίχθηκε στις εγγραφές που απεικονίζονταν στις καρτέλες του λογιστηρίου και τα επίσημα ημερολόγια (αγορών, προμηθευτών, πελατών, αξιόγραφων και εγγραφές καταθέσεων – αναλήψεων), που του δόθηκαν από την υπάλληλο του λογιστηρίου, … (μάρτυρα κατηγορίας), στις επιβεβαιωτικές επιστολές που ζήτησε και έλαβε από τους αναφερόμενους στο πόρισμα πελάτες της εταιρείας, στα στοιχεία που βεβαιώθηκαν από τις Τράπεζες. Στο εν λόγω πόρισμα αναγράφεται ότι κατόπιν ελέγχου των ανωτέρω, η συνολική διαφορά (έλλειμμα) στα διαθέσιμα της εταιρείας (ταμείου, επιταγών προς είσπραξη, λογαριασμών τραπεζών καταθέσεων όψεως) κατά την 30.09.2010 ανήλθε στο ποσό των 6.296.633,91 ευρώ. Αξιοσημείωτον δε είναι το γεγονός ότι το περιεχόμενο του ανωτέρω πορίσματος, με το οποίο προσδιορίζεται το έλλειμμα στο ως άνω ποσό των 6.296.633,91 ευρώ, και κατά τα αναγραφόμενα σ’ αυτό αφορά το διαχειριστικό έλεγχο της περιόδου από 1.1.2009 έως 30.09.2010, είναι ταυτόσημο με το περιεχόμενο του από 19.10.2010 πορίσματος του λογιστή … , που είχε ορίσει στις 27.09.2010 ο …, στο οποίο όμως, αναγράφεται ότι έγινε έλεγχος των οικονομικών στοιχείων της εγκαλούσας, στηριζόμενος κατά τα μνημονευόμενα σ’ αυτό στις εγγραφές που απεικονίζονταν στις καρτέλες του λογιστηρίου και τα επίσημα ημερολόγια (αγορών, προμηθευτών, πελατών, αξιόγραφων και εγγραφές καταθέσεων – αναλήψεων), που του δόθηκαν από την υπάλληλο του λογιστηρίου, … (μάρτυρα κατηγορίας), και προσδιορίζεται και σ’ αυτό το έλλειμμα στο ίδιο ως άνω ποσό των 6.296.633,91 ευρώ, παρόλο όμως, που ο έλεγχος αυτός διενεργήθηκε κατά τα αναφερόμενα στο εν λόγω πόρισμα, για μικρότερο χρονικό διάστημα, ήτοι από 1.01.2010 έως 30.09.2010. Αμφότερα δε τα πορίσματα καταλήγουν στο ίδιο ακριβώς συμπέρασμα και δη ότι στις 30.09.2010: α) το έλλειμμα ταμείου της εταιρείας ανερχόταν στο ποσό των 688.058,41 ευρώ, β) οι αναλήψεις από τραπεζικούς λογαριασμούς που δεν εμφανίζονταν στα βιβλία της εταιρείας, ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 1.779.500 ευρώ, και γ) τα ποσό από τις μη επιδεχθείσες επιταγές εισπρακτέες ανερχόταν στο συνολικό ποσό σε 362.512,10 ευρώ (στις οποίες όπως προκύπτει από τα διαλαμβανόμενα στο εν λόγω πόρισμα συμπεριλαμβάνονται και οι προαναφερόμενες δίγραμμες επιταγές συνολικού ποσού 295.875,24 €, για τις οποίες γίνεται μνεία ότι κατατέθηκαν σε λογαριασμό της Τράπεζα …). Από τη δέουσα δε αξιολογική εκτίμηση όλων των ως άνω κατ’είδος μνημονευομένων αποδεικτικών μέσων, το Δικαστήριο διαμόρφωσε πλήρη δικανική πεποίθηση περί του ότι ο κατηγορούμενος ιδιοποιήθηκε παράνομα τα ως άνω ποσά, συνολικού ύψους 2.830.070,51 (688.058,41 + 1.779.500 +362.512,10) Ευρώ, καθόσον στις 27.09.2010 ζητήθηκαν αυτά από τον τότε νόμιμο εκπρόσωπο στης εγκαλούσας εταιρείας και δεν τα απέδωσε. Ωστόσο, στα κείμενα των πορισμάτων αυτών και συγκεκριμένα κάτωθι της ανάλυσης των επιμέρους στοιχείων που αφορούν τις αναλήψεις από την κάθε Τράπεζα, που δεν εμφανίζονται στα βιβλία της εταιρείας, αναγράφονται τα συγκεντρωτικά ποσά των αναλήψεων, τα οποία κατά το χρονικό διάστημα από 01.01.2010 έως 30/09/2010 έγιναν από τον κατηγορούμενο και δεν καταχωρήθηκαν στο Ταμείο της εταιρείας και δη αναγράφονται αυτολεξεί τα εξής: « Από Τράπεζα … 167.000,00 €, Από … Τράπεζα 260.000,00 € Από … Τράπεζα το 1.352.500,00 € Σύνολο 1.779.500 €». Όμως στο τέλος των πορισμάτων, όπου αναγράφεται το τελικό συμπέρασμα, γίνεται παράθεση των ως άνω υπό στοιχεία α, β και γ, κονδυλίων, που αφορούν αντίστοιχα, το άθροισμα των ελλειμμάτων του Ταμείου, τις αναλήψεις από τραπεζικούς λογαριασμούς που δεν εμφανίζονταν στα βιβλία της εταιρείας, και τις εισπρακτέες μη επιδεχθείσες επιταγές και στη συνέχεια γίνεται παράθεση των επιμέρους χρηματικών ποσών των αναλήψεων ανά Τράπεζα, που δεν εμφανίζονταν στα βιβλία της εταιρείας, παρόλο που το συνολικό ύψος τούτων, αποτελεί το στοιχείο β κονδύλιο και κατόπιν αθροιζόμενα όλα τα παραπάνω υπολογίζεται η συνολική διαφορά διαθεσίμων στο ποσό των 6.296.633,91 €. Δηλαδή, από τα παραπάνω εμφαίνεται ότι οι αναλήψεις στις οποίες προέβη ο κατηγορούμενος από τις Τράπεζες και δεν καταχωρήθηκαν στο Ταμείο της εταιρείας, υπολογίζονται δύο φορές, γεγονός άλλωστε που επισημαίνεται και στο πόρισμα του πρώτου μάρτυρα υπερασπίσεως, ορκωτού λογιστής, που συντάχθηκε κατ’ εντολή του κατηγορουμένου. Ενόψει τούτων το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να διαμορφώσει πλήρη και ασφαλή δικανική πεποίθηση περί του ότι ο κατηγορούμενος πέραν από τα προαναφερόμενα υπό στοιχεία α, β. και γ χρηματικά ποσά, συνολικού ύψους 2.830.070,51 € υπεξαίρεσε επιπλέον και το αναφερόμενο στο κατηγορητήριο υπό στοιχείο δ’ ποσό των 3.466.563,40 €. Περαιτέρω από τη συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση όλων των ως άνω αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 177 παρ. 1 ΚΠΔ αρχή της ηθικής απόδειξης, το Δικαστήριο τούτο, δεν μπορεί να διαμορφώσει πλήρη και ασφαλή δικανική πεποίθηση περί της θεμελίωσης της υποκειμενικής υπόστασης της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο πράξης της υπεξαγωγής εγγράφων και δη ότι απέκρυψε από την εταιρεία και δεν επέστρεψε σ’ αυτήν παρά τις οχλήσεις της, τις αναφερόμενες στο διατακτικό της παρούσας απόφασης επιταγές, με σκοπό βλάβης της περιουσίας της εταιρείας συνιστάμενη στην επιβάρυνση της και στη δυσχέρεια στις συναλλαγές της με τρίτους και στην παρεμπόδιση της εγκαλούσας εταιρείας από την άσκηση των απορρεόντων εκ των επιταγών νομίμων δικαιωμάτων, ήτοι την είσπραξη των αναγραφομένων σ’ αυτές ποσών. Δηλαδή, από τα υπάρχοντα αποδεικτικό στοιχεία δεν μπορεί το Δικαστήριο τούτο να συναγάγει πέραν πάσης αμφιβολίας, σκοπό βλάβης της εταιρείας, υπό την ως άνω έννοια, καθόσον με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, ο κατηγορούμενος υπό την ιδιότητα του εντολοδόχου της εγκαλούσας εταιρείας, δεν απέδωσε σ’ αυτήν τις επίμαχες επιταγές, διότι τις είχε εμφανίσει στις πληρώτριες τράπεζες προς πληρωμή και εισέπραξε τα αναγραφόμενα σ’ αυτές ποσά, τα οποία, κατά τα αναλυτικώς προαναφερόμενα, τα ιδιοποιήθηκε παράνομα. Συνακόλουθα τούτων, ο κατηγορούμενος πρέπει: 1) να κηρυχθεί αθώος λόγω αμφιβολιών των αποδιδόμενων σ’ αυτόν πράξεων: α) της πλαστογραφίας με χρήση κατ’ εξακολούθηση με συνολικό όφελος και προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ, β) της ηθικής αυτουργίας σε απάτη με συνολικό περιουσιακό όφελος και προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ, γ) της υπεξαίρεσης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από εντολοδόχο με συνολικό όφελος και προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ για την υπό στοιχείο δ’ πράξη συνολικού ποσού 3.466.563,40 €, δ) της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα για την υπό στοιχείο α’πράξη και ε)της υπεξαγωγής εγγράφων, καθόσον, κατά τα προειρημένα, από την αξιολογική συνεκτίμηση όλων των ως άνω κατ’ είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων δεν μπορεί να διαμορφώσει το Δικαστήριο τούτο, ασφαλή και πλήρη δικανική πεποίθηση περί της συνδρομής της υποκειμενικής υποστάσεως και εντεύθεν περί της ενοχής του κατηγορούμενου για τις ως άνω αποδιδόμενες σ’ αυτόν πράξεις και δεν υπάρχουν άλλα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία συνεκτιμώμενα, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 177 ΚΠΔ αρχή της ηθικής αποδείξεως να οδηγούν σε ασφαλή δικανική πεποίθηση περί της ενοχής του, και ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας αυτού που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ (ν.δ/γμα 53/1974), και δεδομένου ότι αντικείμενο αποδείξεως στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου (ΑΠ 182/2008, δημ. Νόμος), ο οποίος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος μόνον αν αποδειχθεί πλήρως η ενοχή του και όχι αν δεν αποδειχθεί η αθωότητά του (ΟλΑΠ 1/2018, ΟλΑΠ 2/2017, ΟλΑΠ 3/2010, ΑΠ 560/2017, δημ.Νόμος), εφόσον δημιουργήθηκαν στο Δικαστήριο αμφιβολίες περί της ενοχής του για τις ως άνω πράξεις, πρέπει τούτο να τον κηρύξει αθώο αυτών, 2) να κηρυχθεί ένοχος για τις πράξεις α) της υπεξαίρεσης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από εντολοδόχο με συνολικό όφελος και προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ, για τις υπό στοιχεία α’ β’ και γ’ πράξεις συνολικού ποσού 2.827.255,71 € και β) της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα της υπεξαίρεσης για την υπό στοιχείο β “πράξη, συνολικού ποσού 295.875,24 €, καθόσον τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο, τα οποία δεν αναιρούνται ούτε τίθενται υπό αμφιβολία από κανένα αποδεικτικό μέσο στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 470 εδ. α’ του ΚΠΔ, επί ενδίκου μέσου που ασκήθηκε εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάστηκε ή υπέρ αυτού, δεν επιτρέπεται να γίνει χειρότερη η θέση του, ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου, με οποιονδήποτε τρόπο, αμέσως ή εμμέσως, και δη είτε με την επαύξηση των ποινικών κυρώσεων σε βάρος του καταδικασθέντος (πραγματική χειροτέρευση), είτε με την επιβάρυνση της νομικής μεταχειρίσεως αυτού, δηλαδή κυρίως εάν αναγνωρίζεται βαρύτερη ενοχή του από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ή αν καταδικάζεται για πράξη για την οποία δεν είχε ασκηθεί ποινική δίωξη, ούτε είχε καταδικασθεί στον πρώτο βαθμό (νομική χειροτέρευση), διαπιστούμενη με τη σύγκριση του περιεχομένου των διατακτικών, αφενός της απόφασης που προσβάλλεται με το ένδικο μέσο και αφετέρου αυτής που εκδίδεται από το δικαστήριο του ένδικου μέσου. Τέτοια χειροτέρευση επέρχεται και όταν το Εφετείο δεν αναγνώρισε υπέρ του εκκαλούντος το ελαφρυντικό που του είχε αναγνωρισθεί πρωτοδίκως, έστω και αν δευτεροβαθμίως επιβάλλεται η ίδια ή ακόμη και μικρότερη από την πρωτοδίκως καταγνωσθείσα ποινή. Η παράβαση της ανωτέρω απαγορεύσεως αποτελεί υπέρβαση εξουσίας που ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του ΚΠΔ (ΑΠ 1772/2011, ΑΠ 99/2011, δημ. Νόμος). Η καθιερούμενη αυτή αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του κατηγορουμένου δεν έχει εφαρμογή όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε κατά του κατηγορουμένου υπό του Εισαγγελέως. (ΑΠ 1013/2013, δημ.Νόμος). Συνακόλουθα τούτων, το παρόν Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, επιλαμβανόμενο την υπόθεση μετά από έφεση του κατηγορούμενου, στρεφόμενη κατά της εκκαλούμενης απόφασης με την οποία αναγνωρίσθηκε στο πρόσωπο του η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ του Π.Κ. και συγκεκριμένα ότι, κατηγορούμενος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, (σημειωτέον κατά της εκκαλούμενης απόφασης δεν άσκησε έφεση ο Εισαγγελέας Εφετών), πρέπει να αναγνωρίσει υπέρ του εκκαλούντος το ως άνω ελαφρυντικό που του είχε αναγνωρισθεί πρωτοδίκως, ώστε, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, να μη χειροτερεύσει η θέση του, γεγονός που είναι ανεπίτρεπτο σύμφωνα με το άρθρο 470 Κ.Π.Δ.
Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας, που δίκασε, όπως προαναφέρθηκε, σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα για τις αξιόποινες πράξεις: α) της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από εντολοδόχο με συνολικό όφελος και προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ και ειδικότερα: 1) ποσού 359.697,10 ευρώ, που αντιστοιχεί στην αξία τραπεζικών επιταγών που εκδόθηκαν σε διαταγή της εγκαλούσας εταιρίας, τις οποίες µε την ιδιότητα του εντολοδόχου αυτής εμφάνισε προς πληρωμή στις αντίστοιχες πληρώτριες τράπεζες και εισέπραξε την αξία αυτών, 2) ποσού 688.058,61 ευρώ που αποτελούσε το διαθέσιμο του ταμείου της εγκαλούσας εταιρείας και 3) ποσού 1.779.500 ευρώ, που ανέλαβε από τους λογαριασμούς της εγκαλούσας εταιρείας στις τράπεζες …, … και … χωρίς να της το αποδώσει και β) της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα της υπεξαίρεσης, συνολικού ποσού 295.875,24 ευρώ και ακολούθως, αφού αναγνώρισε τη συνδρομή στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84§2α’ του ΠΚ, του επέβαλε συνολική ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών, μετατραπείσα προς πέντε (5) ευρώ ημερησίως, με το ακόλουθο, κατά πιστή μεταφορά, διατακτικό: «ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο ένοχο της πράξης της υπεξαίρεσης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από εντολοδόχο με συνολικό όφελος και προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ, ήτοι του ότι στη Θεσσαλονίκη, στον παρακάτω χρόνο ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένα ολικά κινητά πράγματα που περιήλθαν στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, πρόκειται δε για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που του είχαν εμπιστευθεί, λόγω της ιδιότητάς του, ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, το συνολικό όφελος και η προξενηθείσα ζημία δε, υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ, όπως αναπροσαρμόστηκε το ποσό με τη διάταξη του άρθρου 25§1 περ. ιγ’ του Νόμου 4055/2012. Ειδικότερα, στον ανωτέρω τόπο, ενώ ήταν διευθύνων σύμβουλος της εγκαλούσας μέχρι την 27-9-2010 και είχε συγκεντρώσει όλες τις αρμοδιότητες, καθήκοντα και δικαιώματα για τη διοίκησή της και είχε στον έλεγχο του το ταμείο της εγκαλούσας εταιρίας, καθώς και τους τραπεζικούς λογαριασμούς της, παρακράτησε: 1) το ποσό των 359.697,10 ευρώ, που αντιστοιχεί στην αξία των παρακάτω επιταγών που εκδόθηκαν σε διαταγή της εγκαλούσας εταιρίας, τις οποίες µε την ιδιότητα του εντολοδόχου της εγκαλούσας εταιρείας εμφάνισε προς πληρωμή στις αντίστοιχες πληρώτριες τράπεζες και εισέπραξε την αξία αυτών, ήτοι: α) τη µε αριθμό … δίγραμμη επιταγή της … Τράπεζας, µε εκδότη τον …, µε ημερομηνία έκδοσης 29-9-2010, ποσού 101.026,93 ευρώ, β) τη µε αριθμό … δίγραμμη επιταγή της … Τράπεζας, µε εκδότρια την ομόρρυθμη εταιρία µε την επωνυμία «…», µε ημερομηνία έκδοσης 29-9-2010, ποσού 97.979,83 ευρώ, γ) τη µε αριθμό … δίγραμμη επιταγή της … Τράπεζας, µε εκδότρια την ομόρρυθμη εταιρία µε την επωνυμία «…», µε ημερομηνία έκδοσης 29-9-2010, ποσού 96.868,48 ευρώ, δ) τη µε αριθμό … της Τράπεζας …, µε εκδότρια …, µε ημερομηνία έκδοσης 30-09-2010, ποσού 1.315 ευρώ, ε) τη µε αριθμό … επιταγή της … Τράπεζας, µε εκδότρια την ομόρρυθμη εταιρία µε την επωνυμία «…», µε ημερομηνία έκδοσης 15-10-2010, ποσού 7.000 ευρώ, στ) τη µε αριθμό … επιταγή της Τράπεζας …, µε εκδότρια τη …, µε ημερομηνία έκδοσης 30-09-2010, ποσού 1.315 ευρώ, ζ) τη µε αριθμό … επιταγή της … Τράπεζας, µε εκδότρια την …, µε ημερομηνία έκδοσης 30-11-2010, ποσού 6.123,50 ευρώ, η) τη µε αριθμό … επιταγή της … Τράπεζας, µε εκδότη τον …, µε ημερομηνία έκδοσης 31-12-2010, ποσού 15.006 ευρώ, θ) τη µε αριθμό … επιταγή της … Τράπεζας, µε εκδότρια την οµόρρυθµη εταιρία µε την επωνυμία «…», µε ημερομηνία έκδοσης 31-12-2010, ποσού 10.245,90 ευρώ, και ι) τη µε αριθμό … επιταγή της … Τράπεζας, µε εκδότρια την ομόρρυθμη εταιρία µε την επωνυμία «…», µε ημερομηνία έκδοσης 31-12-2010, ποσού 22.816,46 ευρώ, 2) το διαθέσιμο του ταμείου της εγκαλούσας εταιρείας ύψους 688.058,61 ευρώ και 3) το συνολικό ποσό των 1.779.500 ευρώ, που ανέλαβε από τους λογαριασμούς της εγκαλούσας εταιρείας στις τράπεζες …, … και …, ενώ έπρεπε να το αποδώσει στο ταμείο της εγκαλούσας εταιρίας, αφού του το είχε εμπιστευθεί αυτή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου και διαχειριστή της περιουσίας της και κλήθηκε προς τούτο με εξώδικη πρόσκληση στις 27-9-2010, αυτός όμως, ιδιοποιήθηκε τα προαναφερόμενα χρηματικά ποσά με πρόθεση να αποστερήσει αυτά από την περιουσία της εγκαλούσας εταιρείας και να τα ενσωματώσει στη δική του περιουσία». ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο ένοχο της πράξης της νομιμοποίησης εσόδων από την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης, ήτοι του ότι, στον κατωτέρω αναφερόμενο τόπο και χρόνο, νομιμοποίησε έσοδα από εγκληματική δραστηριότητα, ήτοι υπεξαίρεση, με την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσης, εν γνώσει γεγονότος ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες, ή με την απόκτηση, κατοχή, ή διαχείριση ή χρήση εν γνώσει κατά το χρόνο της κτήσης ή της διαχείρισης του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες και με τη χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα, με την τοποθέτηση σε αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού, εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, ασκώντας πράξεις νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Συγκεκριμένα, στη Θεσσαλονίκη, ενώ ήταν διευθύνων σύμβουλος της εγκαλούσας εταιρίας μέχρι τις 27-9-2010, είχε συγκεντρώσει όλες τις αρμοδιότητες καθήκοντα και δικαιώματα για τη διοίκηση της και είχε στον έλεγχο του το ταμείο της εγκαλούσας εταιρίας καθώς και τους τραπεζικούς λογαριασμούς της στις 29-9-2010 έπεισε τον …, να καταθέσει τις δίγραμμες επιταγές της … Τράπεζας με στοιχεία ί) με αριθμό …, με εκδότη τον …, με ημερομηνία έκδοσης 29-9-2010, ποσού 101.026,93 ευρώ, σε διαταγή της εγκαλούσας εταιρίας, ιι) με αριθμό …, με εκδότρια την ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «…», με ημερομηνία έκδοσης 29-9- 2010, ποσού 97.979,83 ευρώ, σε διαταγή της εγκαλούσας εταιρίας, και ιιι) με αριθμό …, με εκδότρια την ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «…», με ημερομηνία έκδοσης 29-9-2010, ποσού 96.868,48 ευρώ, σε διαταγή της εγκαλούσας εταιρίας, τις οποίες είχε οπισθογραφήσει προς αυτόν (…), χωρίς δικαίωμα και εντολή από την εγκαλούσα, στον προσωπικό λογαριασμό του στην τράπεζα …, και στη συνέχεια εισέπραξε μέσω της προαναφερόμενης τράπεζας την αξία των ανωτέρω επιταγών, συνολικού ύψους 295.875,24 ευρώ, από την πληρώτρια … Τράπεζα, δηλαδή απέκτησε και κατείχε μέσω του .. και του με αριθμό … λογαριασμού του τελευταίου και των … και … στην τράπεζα …, χρηματικά ποσά από την παράνομη πράξη της υπεξαίρεσης, που αναφέρονται στην ως άνω πράξη της υπεξαίρεσης υπό στοιχεία 1 α, β, και γ πράξεις του παρόντος κατηγορητηρίου, εν γνώσει του / γεγονότος ότι τα ανωτέρω ποσό προέρχονται από παράνομες πράξεις ιδιοποιούμενος το ανωτέρω χρηματικό ποσό, ενώ δεν υπήρχε νόμιμη αιτία κτήσης του από την εγκαλούσα εταιρία, αφού ποτέ δεν είχε οποιουδήποτε είδους συναλλαγές. Τη δε πράξη του αυτή τέλεσε με σκοπό να νομιμοποιήσει τα έσοδα του από την ανωτέρω εγκληματική δραστηριότητα της υπεξαίρεσης.
ΔΕΧΕΤΑΙ ότι ο κατηγορούμενος έζησε έως το χρόνο που τελέστηκε το έγκλημα, έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και εν γένει κοινωνική ζωή.
Με τις παραδοχές όμως, αυτές που προκύπτουν από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν διέλαβε την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93§3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον υπάρχουν ασάφειες και αντιφάσεις, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή όχι εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν. Ειδικότερα, υπάρχει ασάφεια ως προς την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, από τον εντολοδόχο, για το οποίο κρίθηκε ένοχος ο αναιρεσείων: α) σχετικά με το χρόνο κατά τον οποίον συνέτρεχε στο πρόσωπο του καταδικασθέντος κατηγορούμενου κάποια από τις περιοριστικά αναφερόμενες στην οικεία διάταξη του άρθρου 375 ΠΚ ιδιότητες, όπως αυτή του εντολοδόχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ενόψει του ότι σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στις προπαρατεθείσες νομικές σκέψεις, απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξης της υπεξαίρεσης, η εξωτερίκευση της δόλιας προαίρεσης του δράστη να ιδιοποιηθεί παράνομα το ξένο κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του να εκδηλώνεται, κατά το χρόνο που συντρέχει στο πρόσωπό του κάποια από τις ως άνω ιδιότητες. Συγκεκριμένα, στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης παρατίθενται πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων διετέλεσε διευθύνων σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της εγκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία “ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΕΠΙΠΛΩΝ ΚΟΥΖΙΝΑΣ …”, µέχρι την 27-9-2010 (και ώρα 18:35), οπότε του επιδόθηκε η από 27-9-2010 Εξώδικη Διαµαρτυρία – Πρόσκληση – Δήλωση της εγκαλούσας εταιρείας, µε την οποία του γνωστοποιήθηκε η πραγματοποίηση στις 30-7-2010 της (Επαναληπτικής) Τακτικής Γενικής Συνέλευσης και ο διορισμός νέου Διοικητικού Συμβουλίου και νέου Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου αυτού, του … (αδελφού του κατηγορούμενου), καθώς και η ανάληψη εκ μέρους του τελευταίου των καθηκόντων του, κατά την ίδια ως άνω ημεροχρονολογία, δηλαδή, την 27-9-2010, ο οποίος, μάλιστα, την επομένη ημέρα (28-9-2010), µε την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στρεφόμενη κατά του κατηγορούμενου ήδη αναιρεσείοντος. Στη συνέχεια δε του αιτιολογικού αναγράφονται τα ακόλουθα: «Κατόπιν τούτων, ο κατηγορούμενος πιστεύοντας ότι δεν απώλεσε την ως άνω ιδιότητα του Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρείας, προέβη στις εξής ενέργειες: 1)Στις 29.09.2010 έδωσε εντολή στον υιό του, …, που εργαζόταν στην εταιρεία και διεκπεραίωνε και τις τραπεζικές συναλλαγές της εταιρείας, να εισπράξει τις τρεις μεταχρονολογημένες δίγραμμες επιταγές, µε ημερομηνία έκδοσης 29.09.2010 από την πληρώτρια … Τράπεζα, τις οποίες είχε παραλάβει από τους παρακάτω αναφερόμενους εκδότες-πελάτες της εταιρείας, στις 16. 07.2010, δηλαδή, σε χρόνο που, κατά τα προειρημένα, ασκούσε νομίμως τα καθήκοντα του διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας και του νομίμου εκπροσώπου αυτής και είχαν κατά την άνω ημερομηνία (16.07.2010) καταχωρηθεί και στα σχετικά βιβλία της εταιρείας και να τις καταθέσει στην τράπεζα …, στον τηρούμενο υπό του υιού του κοινό λογαριασμό µε τους … και … . Οι επιταγές αυτές, οι οποίες, κατά το χρόνο παράδοσης στον υιό του, …., έφεραν στη θέση του πρώτου οπισθογράφου την υπογραφή του κατηγορουμένου και την σφραγίδα της εγκαλούσας εταιρίας, δηλαδή, υπέγραψε σ’ αυτές ο κατηγορούμενος υπό την ιδιότητα του εκπροσώπου της εταιρείας και για λογαριασμό αυτής, είναι οι εξής…συνολικού ύψους 295.875,24 ευρώ, το οποίο εισπράχθηκε από τον υιό του …, για λογαριασμό του πατέρα του κατηγορουμένου, πλην όμως ο τελευταίος δεν το απέδωσε, ως όφειλε στην εγκαλούσα εταιρεία, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα…. 2)Στις 28-9-2010 και 30-9-2010, προκειμένου να αποφύγει τη δέσμευση των χρηματικών ποσών που είχε κατατεθειμένα σε προσωπικούς του λογαριασμούς κοινούς μετά του υιού του έδωσε εντολή στον τελευταίο να προβεί σε αναλήψεις χρηματικών ποσών από τους κοινούς λογαριασμούς τους και καταθέσεις αυτών σε υπάρχοντες και σε νεοσυσταθέντες λογαριασμούς, στους οποίους ο ίδιος δεν ήταν δικαιούχος. Συγκεκριμένα αποδείχτηκε ότι, ο κατηγορούμενος που είχε προβεί στις 15-4-2010, μέσω του ανωτέρω υιού του, σε ανάληψη ποσού 1.050.000 ευρώ, από κοινό λογαριασμό τους στην … Τράπεζα, το οποίο, στις 19-7-2010, είχε τοποθετήσει σε κοινό τρεχούμενο λογαριασμό τους στην …, κατόπιν εντολής του, στις 28-9-2010 μεταφέρθηκε από τον υιό του στον μόλις δημιουργηθέντα κοινό τρεχούμενο λογαριασμό του τελευταίου (…) και … αυθημερόν στον μόλις δημιουργηθέντα που έληγε σε….274 κοινό τρεχούμενο λογαριασμό στο όνομα …, … και του ….». Κατά τα αναγραφόμενα δε στο διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος υπεξαίρεσης το αντικείμενο της οποίας ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 2.827.255,71 ευρώ, αποτελούμενο από: α) το ποσό των 359.697,10 ευρώ, που αντιστοιχεί στην αξία τραπεζικών επιταγών που εκδόθηκαν σε διαταγή της εγκαλούσας εταιρίας, τις οποίες µε την ιδιότητα του εντολοδόχου αυτής εμφάνισε προς πληρωμή στις αντίστοιχες πληρώτριες τράπεζες και εισέπραξε την αξία αυτών, 2) το ποσό των 688.058,61 ευρώ που αποτελούσε το διαθέσιμο του ταμείου της εγκαλούσας εταιρείας και 3) το ποσόν των 1.779.500 ευρώ, που ανέλαβε από τους λογαριασμούς της ίδιας εταιρείας χωρίς να αποδώσει.. Πλην όμως, από τις παραδοχές αυτές της προσβαλλόμενης απόφασης δεν προκύπτει με σαφήνεια, ποιος είναι ο ακριβής χρόνος ιδιοποίησης εκ μέρους του αναιρεσείοντος των ως άνω φερομένων ως υπεξαιρεθέντων υπ’ αυτού χρηματικών ποσών και ούτε αν ο χρόνος αυτός συμπίπτει με το χρόνο που αυτός έφερε την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου του Διοικητικού Συμβουλίου της εγκαλούσας εταιρείας, ενεργώντας ως εντολοδόχος και διαχειριστής της περιουσίας αυτής, δηλαδή υπό την επιβαρυντική περίπτωση της διάταξης του άρθρου 375 § 2 του ΠΚ. Η ασάφεια αυτή επιτείνεται από την παραδοχή, με βάση τα γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, ότι ο κατηγορούμενος φέρεται να ενεργεί όλες τις επιμέρους πράξεις, με τις οποίες εξωτερικεύτηκε η θέλησή του να ιδιοποιηθεί τα χρηματικά ποσά που απετέλεσαν το αντικείμενο της τελεσθείσας από αυτόν κακουργηματικής υπεξαίρεσης, μετά την 27-9-2010, οπότε έλαβε γνώση με την προαναφερόμενη εξώδικη πρόσκληση που του κοινοποιήθηκε κατά την ως άνω ημερομηνία, της αντικατάστασής του από τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου του Διοικητικού Συμβουλίου της εγκαλούσας και του διορισμού του αδελφού του … στη θέση αυτή. Πιο συγκεκριμένα, ως προς το φερόμενο ως υπεξαιρεθέν ποσό των 295.875,24 ευρώ, το οποίο αποτελείται από την αξία των τριών δίγραμμων επιταγών που αναφέρονται στο αιτιολογικό και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης και το οποίο περιλαμβάνεται στο αναγραφόμενο στο διατακτικό με τον αριθμό 1, ποσόν των 359.697,10 ευρώ, (που αντιστοιχεί στην αξία δέκα (10) συνολικά τραπεζικών επιταγών), ως χρόνος τέλεσης της επί μέρους αυτής πράξης αναγράφεται η 29-9-2010, με συνέπεια βέβαια την κατά τα ως άνω προκύπτουσα ασάφεια. Όσο δε αφορά τις λοιπές επτά τραπεζικές επιταγές η αξία των οποίων περιλαμβάνεται στο κατά τα ανωτέρω φερόμενο ως υπεξαιρεθέν ποσόν των 359.697,10 ευρώ, ουδόλως αναγράφεται χρόνος τέλεσης των επί μέρους αυτών πράξεων, παρά μόνον ο χρόνος έκδοσης καθεμιάς των επτά αυτών επιταγών, (χωρίς αναφορά ότι αυτός ταυτίζεται με το χρόνο είσπραξης των επιταγών), που εντάσσεται στο χρονικό διάστημα από 28-9-2010 και μέχρι 30-12-2010 διάστημα, δηλαδή, πέραν και μετά την αναφερθείσα ως άνω ημεροχρονολογία της 27-9-2010, που όπως προαναφέρθηκε, ο αναιρεσείων δεν είχε πλέον την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου της εγκαλούσας εταιρείας, με τις αναπτυχθείσες αναλυτικά παραπάνω συνέπειες ως προς την πλημμελή στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης των επιμέρους αντιστοίχων πράξεων υπεξαίρεσης. Τέλος, ελλιπής είναι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης και ως προς τις έτερες δύο επιμέρους πράξεις υπεξαίρεσης οι οποίες αναφέρονται στο διατακτικό με τους αριθμούς, 2) για το ποσό των 688.058,61 ευρώ και 3) για το ποσόν των 1.779.500 ευρώ, και προσδιορίζονται το μεν πρώτο ποσό ως «το διαθέσιμο του ταμείου της εγκαλούσας εταιρείας» και το δεύτερο ως εκείνο «που ανέλαβε από τους λογαριασμούς της εγκαλούσας εταιρείας», χωρίς όμως να παρατίθενται στο αιτιολογικό ή στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης πραγματικά περιστατικά, στα οποία να στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση των αποδιδόμενων στον κατηγορούμενο παραπάνω πράξεων της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος, σχετικά με τον τρόπο, με τον οποίο τα φερόμενα ως υπεξαιρεθέντα περιήλθαν στην κατοχή του, το χρόνο και τις λοιπές περιστάσεις υπό τις οποίες φέρονται αυτές τελεσθείσες, στα οποία να θεμελιώνεται η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (σελ. 39 και 40 της προσβαλλόμενης απόφασης) ότι «το Δικαστήριο διαμόρφωσε πλήρη δικανική πεποίθηση ότι ο κατηγορούμενος ιδιοποιήθηκε παράνομα τα ως άνω ποσά συνολικού ύψους 2.827.255,71 (688.058,41 + 1.779.500 + 359.697, 10) Ευρώ, καθόσον στις 27.09.2010 ζητήθηκαν αυτά από τον τότε νόμιμο εκπρόσωπο της εγκαλούσας εταιρείας και δεν τα απέδωσε». Κατόπιν τούτων, λόγω των προαναφερόμενων ασαφειών και αντιφάσεων της προσβαλλόμενης απόφασης, που συνεπάγονται κατά τα αναγραφόμενα στις νομικές σκέψεις της παρούσας έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και έλλειψη νόμιμης βάσης, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 98 και 375 §§ 1 και 2 του ΠΚ και επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι οι θεμελιούμενοι στη διάταξη του άρθρου 510 §1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ πρώτος, δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Σχετικά με την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, για την οποίαν επίσης κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων με την ως άνω απόφαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, πρέπει κατ’ αρχάς να σημειωθεί ότι οι προπαρατεθείσες ασάφειες και αντιφάσεις αυτής, σχετικά με τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης των αποδιδόμενων στον κατηγορούμενο πράξεων της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, επιφέρουν τις αντίστοιχες πλημμέλειες και όσο αφορά την ως άνω πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα εφόσον αυτή συνίσταται στην υπεξαίρεση του ποσού των 295.875,24 ευρώ, το οποίο αποτελεί, κατά τα προαναφερόμενα, μέρος του αναγραφόμενου στο διατακτικό με τον αριθμό 1, ποσού των 359.697,10 ευρώ, (μείον το ποσό των 63.821,86 ευρώ που αντιστοιχεί στις επτά από τις δέκα τραπεζικές επιταγές που αφορά το συνολικό αυτό ποσό). Και τούτο διότι , η επί μέρους αυτή πράξη της υπεξαίρεσης αποτελεί το βασικό έγκλημα, η τέλεση του οποίου είναι στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης της νομιμοποίησης εγκληματικών εσόδων για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, αλλά και υλικό αντικείμενο αυτής, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στη σχετική νομική σκέψη της παρούσας, και βεβαίως είναι πράξη διακριτή, με χωριστή απαξία, συρρέουσα, πραγματικά αληθώς με τη νομιμοποίηση, κατά τη διερεύνηση της οποίας ερευνάται αναγκαίως και παρεμπιπτόντως, απαιτούμενου επαρκούς προσδιορισμού και εξειδίκευσης αυτού, ως προς τις περιστάσεις τέλεσής , αλλά και απόδειξης με την απαιτούμενη δικανική βεβαιότητα και επομένως η οποιαδήποτε πλημμέλεια της καταδικαστικής απόφασης για τη βασική πράξη συνεπιφέρει την αντίστοιχη πλημμέλεια και για την πράξη της νομιμοποίησης (ΑΠ 1177/2019, ΑΠ 1386/2010), η οποία στην κρινόμενη περίπτωση είναι η έλλειψη ειδικής κι εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όπως προσδιορίστηκε παραπάνω. Πέραν τούτου όμως ενόψει του ότι σχετικά με την συγκεκριμένη πράξη (της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα), ο αναιρεσείων με τον τρίτο πρόσθετο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσής του, τον οποίον επιχειρεί να θεμελιώσει στη διάταξη του άρθρου 510§1στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, πλήττει τη καταδικαστική κρίση του δικάσαντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 45§1 εδ. ε’ και 46 του Ν. 3691/2008, ισχυριζόμενος ότι εφόσον κηρύχθηκε ένοχος της πράξης της υπεξαίρεσης εσφαλμένα καταδικάστηκε και για την πράξη της νομιμοποίησης, διότι υπό την ισχύ των προαναφερόμενων διατάξεων αποκλείεται η ταύτιση του δράστη του βασικού εγκλήματος με το δράστη της νομιμοποίησης. Πλην όμως, ο λόγος αυτός κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος, σύμφωνα με όσα αναλυτικά εκτέθηκαν στην αντίστοιχη με τη συγκεκριμένη πράξη νομική σκέψη της παρούσας, καθόσον με το Ν. 3691/2008 δεν θεσπίστηκαν για πρώτη φορά οι προϋποθέσεις ταύτισης του δράστη του βασικού εγκλήματος με το δράστη της νομιμοποίησης, αλλά προσδιορίστηκαν αυτές με τη φράση ”εφόσον τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες είναι διαφορετικά από εκείνα του βασικού αδικήματος”, όπως δηλαδή, συμβαίνει στην κρινόμενη υπόθεση, που τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της υπεξαίρεσης (βασικό έγκλημα) είναι διαφορετικά από εκείνα της νομιμοποίησης και συνακόλουθα με την προσβαλλόμενη απόφαση ορθά ερμηνεύτηκαν και εφαρμόστηκαν οι διατάξεις των άρθρων 45§1 εδ. ε’ και 46 του Ν.3691/ 2008 και όσα αντίθετα υποστηρίζονται από τον αναιρεσείοντα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Ομοίως, ως αβάσιμη πρέπει να απορριφθεί και η περιεχόμενη στον ίδιον αυτόν (τρίτο) πρόσθετο λόγο αναίρεσης αιτίαση του αναιρεσείοντος, σχετικά με την κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης που τον καταδίκασε για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων, φερομένης ως τελεσθείσας με τη μορφή της απόκρυψης της παράνομης προέλευσης των χρημάτων, μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος με την κατάθεσή τους σε λογαριασμούς άλλων και συγκεκριμένα στο λογαριασμό του υιού του …, ισχυριζόμενος ότι επρόκειτο περί μεταβίβασης των συγκεκριμένων χρηματικών ποσών, από την οποία ο ίδιος δεν απέκτησε έσοδα με νομιμοφανή υπόσταση και κατά συνέπεια δεν στοιχειοθετείται στο πρόσωπό του η αντικειμενική υπόσταση της πράξης της νομιμοποίησης. Η αιτίαση αυτή του αναιρεσείοντος αλυσιτελώς προβάλλεται, καθόσον η θεσμοθέτηση ως τρόπου τέλεσης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων της χρήσης του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σ’ αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού, εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, ουδόλως απαιτεί για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος οι όποιες τραπεζικές συναλλαγές να γίνονται στο όνομα του ίδιου του δράστη, αφού σύμφωνα με όσα αναπτύσσονται στη σχετική νομική σκέψη, αρκεί να αποδεικνύεται η συνδρομή του σκοπού πρόσδοσης νομιμοφάνειας στα έσοδα αυτά, μέσω του τραπεζικού συστήματος.
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333§2, 363 και 364 του προϊσχύσαντος ΚΠΔ (ήδη 362 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΚΠΔ), προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το Δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά το άρθρο 171 §1 εδ. δ’ του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο (άρθρο 358 ΚΠΔ), ενώ επιπλέον επέρχεται και παραβίαση των περί προφορικότητας της συζήτησης στο ακροατήριο και κατ’ αντιμωλία διεξαγωγής της δίκης αρχών, οι οποίες περιλαμβάνονται στην έννοια της δημοσιότητας της διαδικασίας, από την οποία δημιουργείται ο από το άρθρο 510§1 στοιχ. Γ’ του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, εκτός αν αυτά αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα, οπότε από τη συνεκτίμησή τους δεν στοιχειοθετείται ο παραπάνω αναιρετικός λόγος. Εξάλλου, στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης, στο ακροατήριο, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το κάθε έγγραφο, ούτε να καταχωρείται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, είναι όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία από τα οποία προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητά του, έτσι, ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το πιο έγγραφο αναγνώσθηκε. Τα στοιχεία δε αυτά δεν συμπίπτουν πάντοτε με τα στοιχεία του πλήρους τίτλου του. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας, ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι γνωρίζοντας ο κατηγορούμενος πλήρως την ταυτότητά του θα έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από το άρθρο 358 του ΚΠΔ πιο πάνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα, ότι, αφού συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις, που είναι σχετικές με το περιεχόμενότους, αφού η δυνατότητα αυτή λογικά δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίον αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 170, 171,177 και 364 ΚΠΔ, (ήδη 362 του νέου ΚΠΔ) το δικάζον ποινικό Δικαστήριο, αναζητώντας την ουσιαστική αλήθεια για τη διαμόρφωση της κρίσης του ως προς την ενοχή ή μη του κατηγορούμενου, προβαίνει στην ανάγνωση και ουσιαστική αξιολόγηση οποιουδήποτε χρήσιμου εγγράφου, αποδεικτικού ή διαδικαστικού, εφόσον δεν αμφιβάλλει για τη γνησιότητα του.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων προβάλλει, με τον πέμπτο λόγο της ένδικης αίτησης αναίρεσής του, την κατά το άρθρο 171§1 περ. δ του ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα, που καθιδρύει, κατά τα ανωτέρω, τον από το άρθρο 510§1 στοιχ Α’ του ιδίου Κώδικα λόγο αναίρεσης, επικαλούμενος ότι το Δικαστήριο της ουσίας, με την προσβαλλομένη απόφασή του έλαβε υπόψη του και στήριξε την περί της ενοχής κρίση του, μεταξύ άλλων και στα έγγραφα που προσδιορίζονται με αύξοντες αριθμούς: 2. «Τραπεζικοί λογαριασμοί»,3. «Εκθέσεις λογιστών της εταιρείας του κατηγορουμένου», 8 «Η από 28-0-2010 προσωρινή διαταγή», 9 «Η από 28-9-2010 κατάθεση αίτησης», 11 «Αίτηση διορισμού προσωρινής διοίκησης», 13 «Αίτηση έκτακτης σύγκλησης Γενικής Συνέλευσης», 21 «Ανακοπή της ΑΕ κατά Διαταγής Πληρωμής του …», 22 «Εκδήλωση ενδιαφέροντος του κατηγορουμένου για εξαφορά της ΟΕ», 23 «Ενημερωτικό σημείωμα της εκκαθαριστού της ΟΕ προς τον κατηγορούμενο», 24 «Email για κοινοποίηση – ειδοποίηση από Γερμανία στην οικία του κατηγορουμένου», 25 «Υπόλοιπα λογαριασμών στην … Τράπεζα της Ελλάδος», 26 «Γραμμάτια πληρωμής και είσπραξης του κατηγορουμένου», 28 «Επιταγές», 34 «Καταγγελία για επιταγές ύψους 50.000 ευρώ», 38 «Πρακτικά Διοικητικών Συμβουλίων», 39 «Αποσπάσματα από τα βιβλία της εταιρίας». Ισχυριζόμενος όμως, ότι αυτά δεν προσδιορίζονται με επάρκεια κατά τα στοιχεία της ταυτότητάς τους, ή έστω κατά τα γενικά χαρακτηριστικά τους, με συνέπεια να μην προκύπτει ακριβώς ποια έγγραφα αναγνώστηκαν, και να έχει την ευχέρεια να ασκήσει τα από το άρθρο 358 ΚΠΔ δικαιώματά του, με συνέπεια εξ αυτού του λόγου να επέλθει απόλυτη ακυρότητα. Από την παραδεκτή όμως, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και τα ενσωματωμένα σ’ αυτή πρακτικά της δίκης προκύπτει ότι, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά των ως άνω εγγράφων και μάλιστα με την συγκεκριμένη αναφορά και τιτλοφόρηση αυτών, προσδιοριστική του περιεχομένου τους, που ενόψει και της αρίθμησής τους, δεν απαιτούσε ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού τους, αφού με τα ως άνω στοιχεία και με την ανάγνωση του κειμένου τους, κατέστησαν γνωστά και κατά το περιεχόμενό τους στον κατηγορούμενο, οπότε αυτός είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις, κατά το άρθρο 358 ΚΠΔ, αναφορικά με το περιεχόμενό τους. Άλλωστε, από την κατά ως άνω επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι ούτε ο κατηγορούμενος ούτε ο συνήγορός του, προέβαλαν αντίρρηση για την ανάγνωση των εγγράφων που αναγνώστηκαν. Επομένως, ο ως άνω από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ πέμπτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίον υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Τέλος, ο αναιρεσείων με τον έκτο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης προβάλλει την αιτίαση της έλλειψης της απαιτούμενης, κατά τα αναγραφόμενα παραπάνω, αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, λόγω αντιφατικότητας μεταξύ των επιμέρους παραδοχών αυτής: α) σχετικά με τη νομιμότητα της κτήσης εκ μέρους του … (αδελφού του κατηγορούμενου), της ιδιότητας του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου του Διοικητικού Συμβουλίου της εγκαλούσας εταιρείας, δυνάμει του χωρίς αριθμό πρακτικού της από 30-7-2010 Επαναληπτικής Τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εγκαλούσας εταιρείας, β)περί της μη άσκησης εκ μέρους του … των αντίστοιχων καθηκόντων του μέχρι και την 27-9-2010 και την ανοχή εκ μέρους του της άσκησης αυτών από τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο, αν και ήδη είχε εμπλακεί μαζί του σε δικαστικές διαμάχες. Η αιτίαση αυτή του αναιρεσείοντος δεν είναι βάσιμη, καθόσον ουδεμία αντίφαση υφίσταται μεταξύ των ως άνω παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά πρόκειται για εκτιμήσεις και αξιολογήσεις εκ μέρους του δικάσαντος Δικαστηρίου, που ως αναγόμενες σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και αμφισβήτηση του αποδεικτικού πορίσματος, στο οποίο αυτό κατέληξε, απαραδέκτως προβάλλονται, διότι με την επίφαση και το πρόσχημα της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου για την ουσία της υπόθεσης. Συνακόλουθα είναι απορριπτέος και ο ως άνω έκτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Κατά την §1 του άρθρου 18 του ΚΝ. 2190/1920 «Περί ανωνύμων εταιριών», “η ανώνυμη εταιρία εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως υπό του διοικητικού αυτής συμβουλίου, ενεργούντος συλλογικώς”, κατά δε την § 2 του ίδιου ως άνω άρθρου «το καταστατικόν δύναται να ορίσει, ότι εν ή πλείονα μέλη του Συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπούν την εταιρίαν, εν γένει ή εις ορισμένου μόνον είδους πράξεις». Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 22§1 του ίδιου ως άνω νόμου ορίζει ότι «Το Διοικητικόν Συμβούλιον είναι αρμόδιον ν’ αποφασίζη πάσαν πράξιν αφορώσαν εις την διοίκησιν της εταιρείας, εις την διαχείρισιν της περιουσίας αυτής και εις την εν γένει επιδίωξιν του σκοπού της εταιρείας», ενώ στη §3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10§4 του Ν. 2339/1995 «το καταστατικό μπορεί να ορίζει θέματα, για τα οποία η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου μπορεί να ασκείται ολικά ή μερικά από ένα ή περισσότερα μέλη του, διευθυντές της εταιρείας ή τρίτους». Οι διατάξεις αυτές του Ν. 2190/1920, αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67 και 68 του ΑΚ, ρυθμίζουν την οργανική εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας, δηλαδή, καθορίζουν το όργανο που εκφράζει τη βούληση του νομικού προσώπου στις έννομες σχέσεις με άλλα πρόσωπα, το εκπροσωπεί στα Δικαστήρια και αποφασίζει για τη διοίκηση της εταιρίας και τη διαχείριση της περιουσίας της, αλλά και για την πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού. Ως τέτοιο όργανο ορίζεται [άρθρο 18 §1] το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας, το οποίο [άρθρο 22 § 1] είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε υπόθεση που αφορά στη διοίκηση της εταιρίας ή στη διαχείριση της περιουσίας της. Εξάλλου, κατά το άρθρο 33 του Ν. 2190/1920, η γενική συνέλευση των μετόχων είναι το ανώτατο όργανο της ανώνυμης εταιρείας και δικαιούται να αποφασίζει για κάθε εταιρική υπόθεση, οι δε αποφάσεις της δεσμεύουν και υποχρεώνουν και τους απόντες ή διαφωνούντες εταίρους, ενώ, κατά το άρθρο 32§1 εδ. α’ και γ’ του ίδιου νόμου, όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 Ν. 3884/ 2010, με τον οποίο ενσωματώθηκε στην Ελληνική νομοθεσία η Οδηγία 2007/36/ΕΚ, οι συζητήσεις και αποφάσεις που λαμβάνονται κατά τη γενική συνέλευση καταχωρούνται σε περίληψη σε ειδικό βιβλίο, στο οποίο καταχωρίζεται και κατάλογος των μετόχων που παραστάθηκαν ή αντιπροσωπεύθηκαν στη γενική συνέλευση ο οποίος συντάσσεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 27. Εξάλλου, στην παράγραφο 3 του ίδιου ως άνω άρθρου, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 40 Ν. 3604/2007 ορίζεται ότι: «Με την επιφύλαξη των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, στις εταιρείες που δεν έχουν μετοχές εισηγμένες σε χρηματιστήριο, η κατάρτιση και υπογραφή πρακτικού από όλους τους μετόχους ή τους αντιπροσώπους τους ισοδυναμεί με απόφαση της γενικής συνέλευσης, ακόμη και αν δεν έχει προηγηθεί συνεδρίαση». Περαιτέρω, ανάλογο περιεχόμενο με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 32§3 του Ν. 2190/1920 έχει και η διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 21 του ίδιου νόμου, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 28§3 του Ν. 3604/2007 και κατά την οποία η κατάρτιση και η υπογραφή πρακτικού από όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή τους αντιπροσώπους τους ισοδυναμεί με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, ακόμα και αν δεν έχει προηγηθεί συνεδρίαση. Η δυνατότητα αυτή δεν προβλεπόταν στο νόμο υπό το προηγούμενο νομικό καθεστώς, πλην όμως δεν ήταν άγνωστη στην πράξη. Με τη ρύθμιση αυτή, ο νομοθέτης θέλησε να διευκολύνει τη λειτουργία του διοικητικού συμβουλίου, αφού παρακάμπτονται τυχόν εμπόδια είτε από την έλλειψη απαρτίας, είτε από άλλους λόγους, χωρίς να είναι απαραίτητο να τηρηθεί η διαδικασία σύγκλησης και να λάβει χώρα συνεδρίαση σε συγκεκριμένο τόπο. (ΑΠ 1259/2018).
Στην κρινόμενη περίπτωση, από την επιτρεπτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων και η από 12-10-2010 έγκληση της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΕΠΙΠΛΩΝ ΚΟΥΖΙΝΑΣ …» και τα συνημμένα σ’ αυτή έγγραφα και ειδικότερα: α)το με αριθμό …/27-9-2010 έγγραφο της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης, από το οποίο προκύπτει ότι καταχωρήθηκε στο Μητρώο της Διεύθυνσης Εταιριών της ως άνω Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης, το από 30-7-2010 πρακτικό της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρείας, κατά την οποία εξελέγη νέο Διοικητικό Συμβούλιο, με Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο το … και β)το από 11-10-2010 πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου της ως άνω ανώνυμης αυτής εταιρίας, από τα οποία προκύπτει ότι η κατά του κατηγορούμενου και ήδη αναιρεσείοντος έγκληση της εταιρείας υποβλήθηκε δυνάμει του προαναφερόμενου πρακτικού του ΔΣ αυτής, το οποίο υπογράφεται από όλα τα μέλη αυτού, τα οποία είχαν εκλεγεί δυνάμει του από 30-7-2010 Πρακτικού της Γενικής Συνέλευσης, το υποστατό της οποίας προκύπτει τόσο από την ως άνω καταχώρησή του στο Μητρώο της Διεύθυνσης Εταιριών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης, όσο και από την υπ’ αριθμ. 4529/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε τελεσιδίκως αίτηση του αναιρεσείοντος για σύγκληση έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας. Επιπρόσθετα πρέπει να σημειωθεί ότι στην κρινόμενη περίπτωση που πρόκειται για εταιρεία που δεν είχε μετοχές εισηγμένες σε χρηματιστήριο, το προαναφερόμενο από 30-7-2010 πρακτικό ισοδυναμεί με απόφαση της γενικής συνέλευσης, ακόμη και αν δεν έχει προηγηθεί συνεδρίαση (άρθρο 32§3). Έτσι, με το ως άνω από 11-10-2010 πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρίας, αποφασίστηκε η υποβολή έγκλησης κατά του αναιρεσείοντος κατηγορούμενου για αξιόποινες πράξεις σε βάρος του νομικού προσώπου της εταιρείας και παράστασης αυτής ως πολιτικώς ενάγουσας στη σχετική ποινική διαδικασία και ο ορισμός ως πληρεξουσίων δικηγόρων και αντικλήτων των δικηγόρων Θεσσαλονίκης Κλεάνθη Βουλκίδη (υπογράφοντα την σχετική από 12-10-2010 έγκληση) και Δημήτριο Νακόπουλο, κατά τα οριζόμενα στο πρακτικό αυτό και στην υποβληθείσα έγκληση, η οποία, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, νομότυπα υποβλήθηκε και από όργανο το οποίο είχε την σχετική αρμοδιότητα και εξουσία, παρασχεθείσα από νόμιμη και υποστατή Γενική Συνέλευση. Σημειώνεται δε ότι ενόψει της Γενικής Διάταξης του άρθρου 381 § 1 του ισχύοντος από 1-7-2019 Ποινικού Κώδικα, με την οποία η αξιόποινη πράξη της διάταξης του άρθρου 375, διώκεται πλέον μόνον κατ’ έγκληση, ενώ υπό την ισχύ του μέχρι 30-6-2019 ΠΚ αυτή διώκετο αυτεπάγγελτα, η κατά τα προαναφερόμενα υποβληθείσα νομοτύπως έγκληση είναι σύμφωνη με τα οριζόμενα στην μεταβατική διάταξη του άρθρου 464 του νέου ΠΚ. Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο της ουσίας, δεν υπερέβη την εξουσία του, με την παραδοχή μη νομίμως υποβληθείσας έγκλησης, ως αβασίμως υποστηρίζεται από τον αναιρεσείοντα και συνεπώς, ο πρώτος πρόσθετος λόγος της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, από το άρθρ. 510 § 1 στοιχ. Η’ του ΚΠΔ, (ήδη Θ’ του ισχύοντος από 1-7-2019 ΚΠΔ), με τον οποίον πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για υπέρβαση εξουσίας, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 178 περ. γ’ του ΚΠΔ (ήδη 178 § 1 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΚΠΔ) μεταξύ των αποδεικτικών μέσων περιλαμβάνεται και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του ίδιου Κώδικα, υπό προϋποθέσεις, από τον ανακριτικό υπάλληλο, το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του Εισαγγελέα. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές πρόκειται για το αποδεικτικό μέσο της δικαστικής πραγματογνωμοσύνης, που αποτελεί ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο, διακρινόμενο των εγγράφων και πρέπει το Δικαστήριο να αναφέρει ειδικά ότι το έλαβε υπόψη του για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης ή να προκύπτει από το περιεχόμενο των περιστατικών που εκθέτει ότι το έλαβε υπόψη του και το συνεκτίμησε με τα άλλα αποδεικτικά μέσα κατά τρόπο αναμφισβήτητο. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν αναφέρεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο το έλαβε υπόψη του και το συνεκτίμησε, χωρίς να αρκεί η αναφορά του στα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, οπότε ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 510§1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ. Η απλή, όμως, γνωμάτευση ή γνωμοδότηση, η ιδιωτική πραγματογνωμοσύνη η οποία προκαλείται από τους διαδίκους και συντάσσεται από πρόσωπα που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης και τέχνης, τα οποία καλούνται να εκφέρουν κρίση για γεγονότα που τίθενται υπόψη τους, όπως και από τεχνικούς συμβούλους, δεν ταυτίζεται με το ως άνω προβλεπόμενο στο άρθρο 178 του ΚΠΔ αποδεικτικό μέσο της δικαστικής πραγματογνωμοσύνης που διατάσσεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ίδια αυτή διάταξη, και λαμβάνεται βέβαια υπόψη από το Δικαστήριο συνεκτιμώμενο μαζί με τις άλλες αποδείξεις για τη διαμόρφωση της δικαστικής κρίσης ως απλό έγγραφο, οπότε δεν είναι αναγκαίο να μνημονεύεται ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο. Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την, και κατά τα προαναφερόμενα, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, το δικάσαν Δικαστήριο της ουσίας κατά την αξιολόγηση και συνεκτίμηση όλων των προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά που έγιναν δεκτά και οδηγήθηκε στους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις τις οποίες ερμήνευσε και εφάρμοσε, αναφέρεται σαφώς και στην αναφερόμενη από τον αναιρεσείοντα, από 14-12-2010 έκθεση διαχειριστικού ελέγχου του ορκωτού ελεγκτή λογιστή …, ο οποίος πράγματι δεν διορίστηκε κατά την οριζόμενη από τις διατάξεις του Ν. 2190/1929, περί ανωνύμων εταιρειών, διαδικασία ούτε διατάχθηκε κατά τους όρους και τις προϋποθέσεις των άρθρων 178 και 183 του ΚΠΔ και συνεπώς δεν επρόκειτο για δικαστική πραγματογνωμοσύνη, αλλά για ιδιωτική γνωμοδότηση, η οποία ορθώς ελήφθη υπόψη από το Δικαστήριο, συνεκτιμώμενη μαζί με όλα τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, με σαφείς και αναλυτικές παραπομπές στο περιεχόμενο αυτής, με επαρκή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και χωρίς ενδοιαστικές κρίσεις, αλλά και με ρητή και εκτενή αναφορά του Δικαστηρίου και συγκριτική στάθμιση αυτής με την επικαλεσθείσα και αναγνωσθείσα στο ακροατήριο έκθεση του …, μάρτυρα υπεράσπισης του αναιρεσείοντος κατηγορούμενου και συντάκτη σχετικής έκθεσης κατόπιν εντολής αυτού. Επομένως, όσα αντίθετα υποστηρίζονται από τον αναιρεσείοντα με το δεύτερο πρόσθετο λόγο της κρινόμενης αίτησής του σχετικά με την από 14-12-2010 έκθεση διαχειριστικού ελέγχου, κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, ενώ όλες οι λοιπές αιτιάσεις αυτού που περιλαμβάνονται στον ίδιο (δεύτερο πρόσθετο λόγο αναίρεσης) αλλά και εκείνες που προβάλλονται με τον τέταρτο πρόσθετο λόγο, αναφέρονται σε εσφαλμένη, κατά τον αναιρεσείοντα, εκτίμηση και αξιολόγηση των συγκεκριμένων εγγράφων και των λοιπών αποδεικτικών μέσων και κατατείνουν σε αμφισβήτηση του αποδεικτικού πορίσματος, στο οποίο κατέληξε το Δικαστήριο και συνεπώς απαραδέκτως προβάλλονται, αφού έτσι πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου με την επίφαση και το πρόσχημα της έλλειψης αιτιολογίας. Επομένως όλοι οι συναφείς (δεύτερος και τέταρτος πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης) από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης της κρινόμενης αίτησης, για έλλειψη της επιβαλλομένης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως κρίνονται αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατ’ ακολουθίαν όλων των προαναφερομένων, πρέπει να γίνουν δεκτοί οι ως άνω από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, οι οποίοι κατά τα ανωτέρω κρίθηκαν βάσιμοι, απορριπτομένων ως αβασίμων των λοιπών λόγων (κύριων και πρόσθετων) και αφού αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση συντιθέμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους οι οποίοι έχουν δικάσει προηγουμένως (άρθρ. 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ
την υπ’ αριθμ. πρωτ. 5225/3-5-2019 αίτηση αναίρεσης του … κατοίκου … (οδός …), με τους από 12-8-2019 πρόσθετους επ’ αυτής λόγους κατά της υπ’ αριθμ. 691/2018 καταδικαστικής απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης.
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ’ αριθμ. 691/2018 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του ίδιου ως άνω, Δικαστηρίου, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 2 Ιουνίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 13 Ιουλίου 2020.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ