Μέλος του ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΣΔΕΕ)

  • Δικαστήριο: Άρειος Πάγος 
  • Τόπος: Αθήνα
  • Αριθ. Απόφασης: 1702
  • Έτος: 2023

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Αστικό Δίκαιο – Αναίρεση – Αιτιολογία – Παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας - Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας θεμελιώνει λόγο αναίρεσης μόνον όταν αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς και όχι όταν λαμβάνονται υπόψη ως αποδεικτικός λόγος κατά το άρθρο 336 ΚΠολΔ για το σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης του δικαστηρίου της ουσίας.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

Αριθμός 1702/2023

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α3 ́ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αικατερίνη Στέφανο-Σπυρίδωνα Πανταζόπουλο-Εισηγητή, Κορνηλία. Κρυσταλλίδου, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χρήστο Κατσιάνη, Πανούτσου και Χρυσούλα Πλατιά, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 25 Σεπτεμβρίου 2023, με την παρουσία και της Γραμματέως Μαρίας Σουλάκα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: του …, κατοίκου Πύργου Θήρας Κυκλάδων, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Λεωνίδα Σαραντόπουλο.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) της … και 2) του…, κατοίκων Αθηνών, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18/3/2014 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Νάξου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 21/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 190/2018 του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 7/5/2019 αίτησή του.

Με την υπ’ αριθμ. 153/2023 Πράξη του Προέδρου του Α2 ́Πολιτικού Τμήματος, ορίστηκε, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 307 του ΚΠολΔ, η δικάσιμος, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη των αντιδίκων μέρους της δικαστικής δαπάνης.

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τις διατάξεις του άρθρου 307 ΚΠολΔ, αν για οποιονδήποτε λόγο που παρουσιάστηκε μετά το τέλος της συζήτησης είναι αδύνατο να εκδοθεί η απόφαση, η συζήτηση επαναλαμβάνεται, αφού οριστεί νέα δικάσιμος και κοινοποιηθεί κλήση. Ο ορισμός της δικασίμου μπορεί να γίνει και η κλήση για τη συζήτηση μπορεί να κοινοποιηθεί με την επιμέλεια είτε κάποιου διαδίκου, είτε της γραμματείας του δικαστηρίου. Η επαναλαμβανόμενη κατ’ άρθρο 307 ΚΠολΔ συζήτηση αποτελεί, όπως και η από το άρθρο 254 ΚΠολΔ συζήτηση, συνέχεια της προηγούμενης και όχι νέα συζήτηση. Συνακόλουθα, ο διάδικος ο οποίος δεν παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη, είχε όμως παραστεί στην αρχική, δικάζεται αντιμωλία, ο διάδικος δε που παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση δεν χρειάζεται να καταθέσει εκ νέου προτάσεις (ΑΠ936/2018, ΑΠ 869/2017). Εν προκειμένω, φέρεται προς ανασυζήτηση, στη σημερινή δικάσιμο, από 7-5-2019 αίτηση αναίρεσης, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 153/2023 Πράξη του Προέδρου του Α3 Πολιτικού Τμήματος, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 307 ΚΠολΔ, κατόπιν διαπίστωσης αδυναμίας εκδόσεως αποφάσεως επί της εν λόγω αιτήσεως αναιρέσεως, η οποία είχε συζητηθεί στην αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 21-2-2022 ενώπιον του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, λόγω παραίτησης του Αντιπροέδρου του ως άνω Τμήματος Χρήστου Τζανερίκου. Κατά την παρούσα δικάσιμο, οι αναιρεσίβλητοι, που είχαν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την αρχική δικάσιμο, δεν εμφανίστηκαν, παρότι κλήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, όπως προκύπτει από το με ημεροχρονολογία 22-8-2023 αποδεικτικό επιδόσεως του επιμελητή του Αρείου Πάγου Ευάγγελου Παπαπάνου στον αντίκλητο δικηγόρο τους. Ωστόσο, δικάζονται κατ’ αντιμωλία, εφόσον η παρούσα, επαναλαμβανόμενη συζήτηση, αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης, δηλαδή συνθέτει μία (ενιαία) συζήτηση με την αρχική ως άνω συζήτηση, κατά την οποία αυτοί παραστάθηκαν (ΑΠ 674/2023).

Υπόκειται προς κρίση η από 7-5-2019 αίτηση για αναίρεση της εκδοθείσας αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία υπ’ αριθμ. 190/2018 τελεσίδικης απόφασης του τριμελούς Εφετείου Αιγαίου. Με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε η από 30-9-2018 έφεση του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος κατά της υπ’ αριθμ. 21/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Νάξου, η οποία είχε δεχθεί την από 18-3-2014 αγωγή των εναγόντων, ήδη αναιρεσιβλήτων, και αναγνώρισε την ακυρότητα του υπ’ αριθμ. 6510/21-12-2010 πληρεξούσιου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Ιου Αθηνάς Γυπάκη κατ’  εφαρμογή του άρθρου 131 ΑΚ. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να εξεταστεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.

Επειδή, κατά την διάταξη του άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη ή μη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον κανόνα δικαίου. Η παραβίαση δηλ. από τη διάταξη αυτή πρέπει να προκύπτει από την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού (ΟλΑΠ 1/2020, ΟλΑΠ 2018, Ολ ΑΠ 6/2017). Με το λόγο αναίρεσης από το άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ. Ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (ΟλΑΠ 2/2019, Ολ ΑΠ 27, 28/1998). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. β’ του ΚΠολΔ η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία των κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ’ αυτούς. Ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται οι γενικές και αφηρημένες αρχές που αντλούνται αντλούνται από την εμπειρική πραγματικότητα, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις που έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο είτε για την ανεύρεση με βάση αυτά της αληθινής έννοιας κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδίως όταν αυτός περιέχει αόριστες νομικές έννοιες, ήτοι για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών, είτε για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων ή στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν κατά το άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 8/2005). Όμως η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του εδ. β1 του αριθ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ιδρύει τον προβλεπόμενο απ’ αυτήν αναιρετικό λόγο, μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένα χρησιμοποιεί ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά την ερμηνεία κανόνος δικαίου για την ανεύρεση με βάση αυτά της αληθινής έννοιας αυτού, ιδίως όταν ο κανόνας δικαίου περιέχει νομικές έννοιες ή για την υπαγωγή ή όχι στον κανόνα αυτό των πραγματικών γεγονότων της διαφοράς. Αντίθετα, όταν το δικαστήριο της ουσίας χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να διαγνώσει αν συντρέχουν ή όχι τα εκάστοτε αποδεικτέα περιστατικά ή για να εκτιμήσει την αποδεικτική αξία των αποδεικτικών μέσων ή στοιχείων, δεν στοιχειοθετείται ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης, αλλά ούτε και λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αφού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 336 παρ. 4 και 339 του ΚΠολΔ, τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν συμπεριλαμβάνονται στα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 8/2005, ΑΠ 60/2022, ΑΠ 1373/2022, ΑΠ79/2018, ΑΠ 1333/2018). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφασηδεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93§3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία (ΟλΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες (ΑΠ 622/1983). Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΟλΑΠ 6/2019, ΑΠ 413/1993). Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΟλΑΠ 24/1992, Ολ ΑΠ 861/1984). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 18/2008, Ολ ΑΠ 15/2006). Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν αιτιολογία της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του άρθρ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 465/1988). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμηση τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ TOU περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1987/2007). Εξ άλλου, κατά το άρθρο 131 ΑΚ η δήλωση βούλησης είναι άκυρη αν κατά το χρόνο που έγινε, το πρόσωπο δεν είχε συνείδηση των πραττομένων του ή βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή, που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του. Οι κληρονόμοι μπορούν μέσα σε μία πενταετία από την επαγωγή, να προσβάλουν για έναν από τους λόγους της προηγούμενης παραγράφου τις μη χαριστικές δικαιοπραξίες που έγιναν από τον κληρονομούμενο ή προς αυτόν τότε μόνον 1. αν κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας εκκρεμούσε διαδικασία για την υποβολή του κληρονομουμένου σε δικαστική συμπαράσταση λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής, που δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί ή αν μετά την κατάρτιση ο κληρονομούμενος υποβλήθηκε σε δικαστική συμπαράσταση για την παραπάνω αιτία. 2. αν η δικαιοπραξία καταρτίστηκε ενόσω αυτός βρισκόταν έγκλειστος σε ειδική για την κατάστασή του μονάδα ψυχικής υγείας. 3. αν η κατάσταση που επικαλούνται οι κληρονόμοι προκύπτει από την ίδια τη δικαιοπραξία που προσβάλλεται. Από τη διάταξη του εδ. α του παραπάνω άρθρου συνάγεται ότι η δήλωση είναι άκυρη, αν κατά το χρόνο που έγινε, ο δηλών, από τις προαναφερόμενες αιτίες δεν είχε συνείδηση των πράξεων του ή λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής, που είναι δυνατόν να συνυπάρχουν στο ίδιο πρόσωπο, εφόσον ο νόμος δεν το αποκλείει, δεν έχει έλλογη κρίση, που να του επιτρέπει να προσδιορίζει ελεύθερα τη βούλησή του με λογικούς υπολογισμούς και βρισκόταν σε αδυναμία να διαγνώσει το περιεχόμενο και την ουσία της δικαιοπραξίας που επιχειρεί, καθώς και τις συνέπειες που θα προκύψουν από αυτήν. Ως ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του δηλούντος νοείται ειδικότερα κάθε διαταραχή που μειώνει σημαντικά την ικανότητα για αντικειμενικό έλεγχο της πραγματικότητας, όταν δηλ. εξ αιτίας της διαταραχής αυτής αποκλείεται κατά το χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του δηλούντος με λογικούς υπολογισμούς, καθόσον ο τελευταίος κυριαρχείται από παραστάσεις, αισθήματα, ορμές ή επιρροές τρίτων. Οι ασθένειες που μπορούν να οδηγήσουν στην πιο πάνω διαταραχή είναι οι γνήσιες ψυχώσεις όπως π.χ. μανιοκατάθλιψη, σχιζοφρένεια, οι παράνοιες αλλά και οργανοψυχικές παθήσεις, όπως π.χ. η γεροντική άνοια, όταν από αυτή προκαλείται μόνιμη διαταραχή της λειτουργίας του νου σε βαθμό που αποκλείει την ύπαρξη λογικής κρίσης, η ολιγοφρένεια κ.α. H ακυρότητα των δικαιοπραξιών του κατά τα παραπάνω ανίκανου λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής είναι απόλυτη, ώστε οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, δύναται να την προσβάλλει (ΑΠ 10/2023, 227/2022, 360/2021), αρκεί δε για τη θεμελίωση της ακυρότητας η επίκληση και η απόδειξη οποιοσδήποτε από τις παραπάνω καταστάσεις ανικανότητας. Κρίσιμος χρόνος για τη διανοητική κατάσταση του προσώπου είναι η στιγμή της δήλωσης της βούλησης, ενώ γεγονότα προγενέστερα ή και μεταγενέστερα, από τα οποία μπορεί αυτή εμμέσως να συναχθεί δεν είναι ουσιώδη (ΑΠ 10/2023), προκειμένου δε το δικαστήριο να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα συνδυάζει τις αποδείξεις με τη χρήση και των κοινών γνώσεων και των γενικότερων κανόνων της λογικής και της ανθρώπινης εμπειρίας. Περαιτέρω η εφαρμογή του εδ. β’ του ίδιου άρθρου, με την οποία τίθενται περιορισμοί στο δικαίωμα των κληρονόμων, να επικαλεσθούν την ακυρότητα των δικαιοπραξιών που κατήρτισε ο κληρονομούμενος από αυτούς, ενώ βρισκόταν σε μία από τις προαναφερόμενες καταστάσεις ανικανότητας, προϋποθέτει δικαιοπραξίες επαχθείς (μη χαριστικές) δηλαδή δικαιοπραξίες με τις οποίες η προσπόριση περιουσιακού οφέλους (επίδοση) έγινε έναντι ανταλλάγματος. Οι χαριστικές δικαιοπραξίες του κληρονομούμενου, δηλαδή εκείνες με τις οποίες η επίδοση έγινε χωρίς αντάλλαγμα δεν εμπίπτουν στη ρύθμιση αυτή, αλλά αρκεί για την προσβολή τους η συνδρομή των όρων του πρώτου εδαφίου του ίδιου άρθρου. Η άκυρη για την παραπάνω αιτία δικαιοπραξία μπορεί να έχει καταρτισθεί και από αντιπρόσωπο του ανίκανου κληρονομουμένου, εφόσον αυτός χορήγησε τη σχετική πληρεξουσιότητα στον αντιπρόσωπό του, ενώ βρισκόταν σε κατάσταση ανικανότητας, οπότε ναι μεν η πληρεξουσιότητα δε συνιστά καθεαυτήν χαριστική δικαιοπραξία αλλά ούτε και επαχθή, εφόσον όμως αφορά στην τέλεση από τον αντιπρόσωπο του ανίκανου χαριστικής δικαιοπραξίας εμπίπτει τελικά στη ρύθμιση του πρώτου εδαφίου του άρθρου 131ΑΚ και τόσον η ίδια όσον και η μετέπειτα δικαιοπραξία του αντιπροσώπου μπορεί να προσβληθεί ως άκυρη από τους κληρονόμους, σύμφωνα με τους ορισμούς του εδ.1 του άρθρου 131 ΑΚ (ΑΠ 227/2022, ΑΠ 372/2015, ΑΠ 8/2013, ΑΠ 1403/1982, ΑΠ 1089/1980).

Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι αυτή δέχθηκε τα εξής : «Η αποβιώσασα στις 20-7-2011 στη νήσο Ιο του Νομού Κυκλάδων, …, γεννηθείσα το έτος 1923 στην Ιο, κάτοικος εν ζωή Παλαιού Φαλήρου Αττικής και Ιου Κυκλάδων, δεν κατέλειπε διαθήκη και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τους ενάγοντες, μοναδικούς συγγενείς της, που είναι τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού της, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας. Οι ενάγοντες αποδέχθηκαν την κληρονομιά της θείας τους …. Η άνω θεία τους κατά το χρόνο του θανάτου της ήταν ηλικίας 88 ετών, συνταξιούχος, πριν από το θάνατό της μαζί με τις τρεις αδελφές της που είχαν προαποβιώσει, διατηρούσαν αρτοποιείο στη Χώρα της Νήσου Ιου επί μακρό χρονικό διάστημα και με ευρύ κύκλο εργασιών και διέθετε σημαντική ακίνητη περιουσία, καθώς και καταθέσεις σε διάφορους τραπεζικούς λογαριασμούς. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι ο εναγόμενος …, κάτοικος Θήρας Κυκλάδων, υπήρξε τραπεζικός υπάλληλος μέχρι τη συνταξιοδότησή του και ακολούθως είχε πολυετή επαγγελματική γνωριμία με τη θανούσα …, στα πλαίσια της οποίας είχε καταστεί οικονομοτεχνικός σύμβουλός της για την αντιμετώπιση φορολογικών και οικονομικών θεμάτων. Η παραπάνω συνεργασία ήταν επί μακράν αρμονική και χαρακτηριζόταν από εμπιστοσύνη, αφού μάλιστα η θανούσα τον είχε προσθέσει ως δεύτερο συνδικαιούχο σε τραπεζικό της λογαριασμό, ώστε να διευκολύνεται στην ανάληψη χρημάτων για την πληρωμή διαφόρων υποχρεώσεών της. Στα πλαίσια αυτής της συνεργασίας, η θανούσα είχε υπογράψει το υπ’ αριθμ. 25/20-6- 2008 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας-Χρυσάνθης Βαλάτα, με το οποίο χορήγησε στον πρώτο εναγόμενο την εντολή να παρίσταται και να την αντιπροσωπεύει ενώπιον όλων των Ελληνικών Δικαστηρίων, να ασκεί αγωγές, να εγγράφει προσημειώσεις και υποθήκες και αίρει αυτές, να επισπεύδει και να αναστέλλει πλειστηριασμούς, να ασκεί ανακοπές, να υπογράφει και εγχειρίζει κάθε είδους φορολογικές δηλώσεις και να την εκπροσωπεί στη Δ. Ο. Υ., να παρίσταται και να την εκπροσωπεί ενώπιον της ΕΥΔΑΠ, της ΔΕΗ, του ΟΤΕ και του ΙΚΑ, να αντιπροσωπεύει αυτήν ενώπιον κάθε δημόσιας ή δημοτικής αρχής για οποιαδήποτε υπόθεσή της και να τροποποιεί τη σύσταση οριζοντίων ιδιοκτησιών της οικοδομής της κείμενης στο Δήμο Παλαιού Φαλήρου Αττικής και επί της οδού … με οποιουσδήποτε όρους και συμφωνίες, να υπογράφει τη σχετική συμβολαιογραφική πράξη και τα σχετικά σχεδιαγράμματα καθώς και τις δηλώσεις τροποποιήσεως της συστάσεως οροφοκτησίας και υποβάλλει αυτές στην αρμόδια Δ. Ο. Υ. και οποιοδήποτε άλλο έγγραφο απαιτείται. Εξάλλου, απεδείχθη ότι οι σχέσεις της θανούσας και του εναγομένου ψυχράνθηκαν για άγνωστο λόγο, με αποτέλεσμα ο εναγόμενος να αποστείλει στη θανούσα την από 23-6-2010 επιστολή του, με την οποία της επισημαίνει τη μακρόχρονη συνεργασία τους και την αλλαγή συμπεριφοράς της θανούσας απέναντι του ύστερα από παρότρυνση τρίτων και της επιστρέφει το ανωτέρω πληρεξούσιο προκειμένου να ανακληθεί. Πράγματι στις 12-7-2010 η … με την υπ’ αριθ. 1518/12-7-2010 ανάκληση πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας-Χρυσάνθης Βαλάτα αίρει και ανακαλεί πλήρως και ολοσχερώς το υπ’ 25/20-6-2008 πληρεξούσιο και παραγγέλλει στον εναγόμενο να πάψει να αναμειγνύεται σε κάθε εντολή και πληρεξουσιότητα που του είχε δοθεί, η δε ανωτέρω ανάκληση κοινοποιήθηκε στον εναγόμενο με την υπ’ αριθμ. 9798/19-7-2010 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Νάξου Ιωάννας Φύτρου. Επίσης, απεδείχθη ότι η … διέμενε τους χειμερινούς μήνες μέχρι το τέλος της άνοιξης σε ιδιόκτητο διαμέρισμα, κείμενο στο Παλαιό Φάληρο και επί της οδού … και στη συνέχεια αυτή τους θερινούς μήνες μετέβαινε στην Ιο, όπου διέμενε στην πατρική της κατοικία. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι η … το δεύτερο δεκαπενθήμερο του μηνός Ιουλίου 2020 μετέβη στην Ιο, αλλά με την άφιξή της ασθένησε με πυρετό και από το Σεπτέμβριο του 2010 άρχισε να επιδεινώνεται η κατάσταση της υγείας, της, δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει εκτός της οικίας της και να μεταβεί τους χειμερινούς μήνες στην Αθήνα και άρχισε να εμφανίζει συμπτώματα γεροντικής άνοιας με βαθμιαία έκπτωση των εγκεφαλικών λειτουργιών και διαταραχής της μνήμης. Περαιτέρω απεδείχθη ότι στις 16-12-2010 η … με τη συνδρομή του εναγόμενου και μη δυνάμενη να μετακινηθεί από την οικία της κάλεσε τη Διευθύντρια της Alpha Bank … στην οικία της, προκειμένου να προσθέσει τον εναγόμενο ως συνδικαιούχο στον υπ’ αριθμ. … τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε στην ως άνω τράπεζα. Πράγματι, η … μετέβη στην οικία της … και εκεί της ζήτησε να συντάξει χειρόγραφα μία αίτηση προς την τράπεζα, με την οποίαν να ζητεί τον ορισμό συνδικαιούχο. Τότε η … ανέγραψε χειρόγραφα σε ένα έγγραφο τα ακόλουθα «Ιος 6/10/10. Επιθυμώ στον λογαριασμό μου … να προστεθεί προστεθεί συνδικαιούχος ο κύριος …, αριθμός ταυτότητας …. Η αιτούσα …». Μετά την παραλαβή του άνω εγγράφου-αίτησης η … μετέβη στο γραφείο της στην Τράπεζα, όπου διεκπεραίωσε την όλη διαδικασία και ακολούθως επανήλθε στην οικία της … για την υπογραφή της σύμβασης ανοίγματος λογαριασμού, όπου και η τελευταία υπέγραψε τη σύμβαση, με αποτέλεσμα Ο εναγόμενος να καταστεί συνδικαιούχος του άνω λογαριασμού της. Η άνω διευθύντρια της τράπεζας στην κατάθεσή της στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κατάθεσε ότι συνομίλησε με την … για προσωπικά της θέματα, αλλά και για τον ορισμό συνδικαιούχου, ότι αυτή ήταν αδιάθετη και δεν μπορούσε να περπατήσει και δεν γνωρίζει αν έπασχε από άνοια. Εξ άλλου, την ίδια ημέρα 6-1-2010 η … ανέγραψε ιδιοχείρως σε άλλο έγγραφο προφανώς με παρότρυνση του εναγομένου τα ακόλουθα «Ιος 6/10/10 Παραδίνω τον … τα κλειδιά του Φαλήρου προς φύλαξη και έλεγχο του σπιτιού μου. Μπορεί να επισκεφθεί όποτε θα το θελήσει προκειμένου να ελέγξει τα νερά και ότι έχει να έχει την ασφάλειά του. Αριθμός ταυτότητας …». Επιπλέον την ίδια ημέρα η … υπέγραψε ένα κείμενο που έχει γραφτεί από τον εναγόμενο που αναγράφει τα ακόλουθα: «Απόδειξη ποσού 6.500 ευρώ. Σήμερα την 6/10/2010 η υπογραφόμενη … δηλώνω ότι από τα 32.500 ευρώ που πήρε ο…(από … Τράπεζα 30.000 και … 2500) κράτησα για τις ανάγκες του σπιτιού μου και λοιπές υποχρεώσεις μου 6500 (έξι χιλιάδες πεντακόσια ευρώ). Κατά συνέπεια στο συρτάρι του σπιτιού μου υπάρχουν συνολικά 10.500  υποχρεώσεις. Ιος 6/10/2010. Η λαβούσα και υπογραφή». Από τα ανωτέρω έγγραφα πλήρως αποδεικνύεται ότι παρά τη χειροτέρευση των σχέσεων των σχέσεων της θανούσας και του εναγομένου το καλοκαίρι, που οδήγησαν στην ανάκληση του ως άνω αναφερθέντος πληρεξουσίου, το φθινόπωρο του ίδιου έτους για κάποιο λόγο που δεν διευκρινίστηκε, ο εναγόμενος ανέλαβε εκ νέου τη διαχείριση των οικονομικών θεμάτων της … και για το λόγο αυτό ορίστηκε συνδικαιούχος του τραπεζικού της λογαριασμού, προέβαινε σε αναλήψεις χρημάτων, είχε στην κατοχή του τα κλειδιά του διαμερίσματος της ανωτέρω στο Π. Φάληρο Αττικής και παράλληλα διαχειριζόταν τις μισθώσεις ακινήτων της θανούσας προς διαφόρους τρίτους. Έτσι με τη μεσολάβηση του εναγομένου καταρτίζονται α) το από 4.11.2010 ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής μίσθωσης μεταξύ της … και του … με το οποίο εκμισθώνεται ακίνητο κατάστημά της έναντι μηνιαίου μισθώματος 750 ευρώ. Χαρακτηριστικό του συμφωνητικού αυτού είναι η όμοια γραφή μέρους του συμφωνητικού με τη χειρόγραφη απόδειξη των 6.500 ευρώ, κάτι που αποδεικνύει ότι ο εναγόμενος ανέλαβε την εκμίσθωση του ακινήτου αυτού και η … το υπέγραψε στο τέλος. β) Η από 5.11.2010 τροποποίηση συμφωνητικού μίσθωσης που καταρτίστηκε μεταξύ της … και της ήδη μισθώτριας …, και αφορά την παράταση της μίσθωσης και τη σε 3 δόσεις καταβολή του ετησίου μισθώματος που υπογράφεται από την …, γ) η από 17.11.2010 τροποποίηση συμφωνητικού μίσθωσης που καταρτίστηκε μεταξύ της … και του ήδη μισθωτή … και αφορά την παράταση της μίσθωσης και τη σε 3 δόσεις καταβολή του ετήσιου μισθώματος που υπογράφεται από την …, δ) η από 15.12.2010 τροποποίηση συμφωνητικού μίσθωσης που καταρτίστηκε μεταξύ της … και της ήδη μισθώτριας … και αφορά τη μείωση του μισθώματος που ήδη καταβάλλεται και υπογράφεται από την … και ε) το από 15.12.2010 συμφωνητικό μίσθωσης που καταρτίστηκε μεταξύ της … και του εναγομένου, έχει γραφεί κατά ένα μέρος από τον εναγόμενο και αφορά τη μίσθωση του διαμερίσματος της … στο Π. Φάληρο Αττικής εμβαδού 100 τμ προς τον εναγόμενο για χρονικό διάστημα 7 ετών έναντι μηνιαίου μισθώματος 300 ευρώ και υπογράφεται από την … . Στο ως άνω συμφωνητικό υπάρχει όρος ότι το μίσθιο θα χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για οικία του εναγομένου και υπάρχει δυνατότητα να φιλοξενούνται ιερείς μετά των οικογενειών τους ή να διαμένουν για όσο διάστημα το διαμέρισμα δεν θα κατοικείται από την οικογένεια του εναγομένου. Ακολούθως απεδείχθη ότι στις 16-12-2010, ο εναγόμενος συντάσσει ιδιοχείρως μια εξουσιοδότηση, με βάση την οποία η … τον εξουσιοδοτεί να αναλάβει από τον υπ’ αριθμ. … λογαριασμό Εθνικής Τράπεζας, στον οποίο έχει οριστεί ως συνδικαιούχος η …, το ποσό των 80.000 ευρώ. Ο εναγόμενος πράγματι προσήλθε στην Εθνική Τράπεζα για την ανάληψη του ποσού, πλην όμως ο Διευθυντής της Τράπεζας … αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αίτημά του γιατί είχε πληροφορηθεί ότι η … δεν βρισκόταν σε καλή διανοητική κατάσταση. Τότε, ο εναγόμενος αποφάσισε τη σύνταξη συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου για την ανάληψη του ανωτέρω ποσού και έτσι με την πρωτοβουλία του συντάχθηκε το υπ’ αριθμ. …/21-12-2010 επίδικο συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου του Αθηνάς Γυπάκη, στην οικία της … , με βάση το οποίο η τελευταία διόρισε ειδικό πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητό της τον εναγόμενο, στον οποίο χορήγησε την ειδική εντολή, την πληρεξουσιότητα και το δικαίωμα α) να παρίσταται και να την αντιπροσωπεύει ενώπιον όλων των ελληνικών δικαστηρίων, β) να εκμισθώνει προς οιονδήποτε και με οποιουσδήποτε όρους, χρόνο και μίσθωμα εγκρίνει τα ακίνητα ιδιοκτησίας της εντολέως, εισπράττοντας τα μισθώματα, γ) να παρίσταται και να την εκπροσωπεί ενώπιον της ΕΥΔΑΠ, της ΔΕΗ, του ΟΤΕ, των ΕΛΤΑ, του ΙΚΑ, του ΟΑΕΕ, δ) να διαχειρίζεται ολόκληρη την κινητή και ακίνητη περιουσία της, να εισπράττει τα πάσης φύσεως εισοδήματά της και να ενεργεί κάθε πράξη διαχειρίσεως, ε) να ανοίγει, να κινεί και να κλείνει λογαριασμούς Τραπεζών, καταθέσεων, όψεως, τρεχούμενους, σε ευρώ ή σε ξένο νόμισμα σε οποιαδήποτε Τράπεζα της Ελλάδος ή του εξωτερικού και συγκεκριμένα ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ με αριθμ. Λογαριασμού … και λοιπούς λογαριασμούς, ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε. από οποιονδήποτε λογαριασμό, ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε. από οποιονδήποτε λογαριασμό, ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ με αριθμ. Λογαριασμού …, ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ΕΡΓΑΣΙΑΣ Α.Ε. με αριθμ. λογαριασμού …, ατομικούς ή κοινούς με οποιαδήποτε πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, να παραλαμβάνει πιστωτικές κάρτες και κάρτες κινήσεως λογαριασμών σε αυτόματα εξωτερικά μηχανήματα Τραπεζών, να αναλαμβάνει οποιοδήποτε ποσό, να λαμβάνει γνώση των οικείων κωδικών και να υπογράφει κάθε σχετική αίτηση ή δήλωση, όπως επίσης και να αναλαμβάνει βεβαιώσεις κινήσεως των ανωτέρω καταθέσεων, στ) να παρίσταται και να την εκπροσωπεί ενώπιον της ΔΟΥ και των κτηματολογικών γραφείων. Στη συνέχεια απεδείχθη ότι η κατάσταση της υγείας της … συνεχώς επιδεινωνόταν, με αποτέλεσμα η πρώτη ενάγουσα ανιψιά της να ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (δια του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών) την από 21- 6-2011 αίτησή της, με την οποία ζήτησε να τεθεί η … υπό πλήρη δικαστική συμπαράσταση, λόγω ανοϊκής συνδρομής με σοβαρές ψυχικές διαταραχές και να διοριστεί δικαστική συμπαραστάτρια αυτής. Επακολούθησε η υπ’ αριθμ. 5339/2011 πράξη αυτεπάγγελτης εισαγωγής της υπόθεσης με αντικείμενο την υποβολή προσώπου υπό δικαστική συμπαράσταση και στη συνέχεια η υπ’ αριθμ. καταθ. 118185/2011 αίτηση οίκοθεν δια του αρμοδίου Εισαγγελέα για τη συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε δικάσιμος η 8.5.2012. Στη συνέχεια, με το από 23.6.2011 έγγραφο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών (διοικητικού τμήματος) διαβιβάστηκε ηρηθείσα από 23.6.2011 αίτηση της πρώτης ενάγουσας από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών προς τον Πρόεδρο του 3μελους Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών για περαιτέρω διαδικασία και τις προβλεπόμενες αυτεπάγγελτες σχετικές ενέργειες κατά τη διάταξη του άρθρου 1666 επ. ΑΚ και ελήφθη από το Πρωτοδικείο Αθηνών η σχηματισθείσα δικογραφία την 24.6.2011. Όμως η συζήτηση της ως άνω αίτησης ματαιώθηκε λόγω του θανάτου της … στις 20-7-2011. Σύμφωνα με τη ληξιαρχική πράξη θανάτου, ο θάνατός της επήλθε από πνευμονικό οίδημα, ανακοπή και άνοια. Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η … έπασχε από άνοια από το Σεπτέμβριο του 2010 και πάντως οπωσδήποτε στις 21-12-2010, οπότε και συντάχθηκε το επίμαχο υπ’ αριθμ. …/21- 12-2010 πληρεξούσιο, ήτοι ότι έπασχε από σοβαρή πνευματική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής της και δε μπορούσε να αντισταθεί σε υποβολή προερχόμενη από άλλους, και επομένως ότι το άνω πληρεξούσιο είναι άκυρο, ενώ αντίθετα ο εναγόμενος ισχυρίζεται, ότι κατά το χρόνο σύνταξης του άνω πληρεξουσίου η … δεν έπασχε από άνοια, η οποία πάντως εκδηλώθηκε σε μεταγενέστερο χρόνο, αλλά λόγω της ηλικίας της δεν μπορούσε να μετακινηθεί. Περαιτέρω, από τα άνω αποδεικτικά στοιχεία κρίνεται ότι η … από το Σεπτέμβριο του 2010 παρουσίαζε βαθμιαία έκπτωση των νοητικών της λειτουργιών, πάσχοντας από άνοια λόγω της ηλικίας της (88 ετών) και κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα σύνταξης του πληρεξουσίου, είχε αδυναμία λογικής στάθμισης και ελεύθερου προσδιορισμού της βούλησης, δηλαδή μπορούσε μεν να γράφει με την παρότρυνση τρίτων και να υπογράφει, πλην όμως η βούλησή της δεν ήταν ελεύθερη στο βαθμό που είναι ενός ομαλά ψυχικά ανθρώπου και δεν μπορούσε να αντισταθεί σε υποβολή και επιρροή τρίτων. Η κρίση του Δικαστηρίου περί των ανωτέρω ενισχύεται α) από το από 16-2-2011 έγγραφο του ιατρού Ιου … ο οποίος αναγράφει ότι «παρακολουθώ την ασθενή το τελευταίο εξάμηνο και διαπίστωσα ότι πάσχει από σοβαρής μορφής άνοια. Συγκεκριμένα εμφανίζει προοδευτική έκπτωση των γνωσιακών εγκεφαλικών λειτουργιών με διαταραχές μνήμης διανοητικότητας και λογικής. Εμφανίζει ψυχικές διαταραχές όπως κατάθλιψη, άγχος, επιθετικότητα, παραλήρημα και ιδεοληψίες με παρανοϊκό σύνδρομο. Έχει αυπνία και αδυνατεί να επιτελέσει τις απλές καθημερινές δραστηριότητες με αποτέλεσμα την ανάγκη συνεχούς φροντίδας από άλλους», σε συνδυασμό με την από 4-4-2012 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα του ίδιου ιατρού, ο οποίος κατέθεσε ότι ήταν θεράπων ιατρός της … από τέλη Ιουλίου 2010 και την εξέτασε περισσότερες από 20 φορές και ότι “… έπασχε από σοβαρού βαθμού άνοια με σοβαρή έκπτωση όλων των νοητικών λειτουργιών. Η συγκεκριμένη διάγνωση ισχύει από την πρώτη ημέρα που την είδα και σταδιακά χειροτέρευε. Ενδεικτικά έχω να τονίσω ότι ποτέ δεν με αναγνώριζε παρά τις συνεχείς επισκέψεις μου, ούτε άλλα οικεία της πρόσωπα”, β) από την υπ’ αριθμ. πρωτ. 1477/29-4-2011 ιατρική γνωμάτευση της κινητής μονάδος ψυχικής υγείας, που υπογράφεται από τον ψυχίατρο …, η οποία συντάσσεται 4 μήνες μετά το επίμαχο πληρεξούσιο, δεν αμφισβητείται από τον εναγόμενο και αναγράφει ότι “…η … εμφανίζει ανοϊκή συνδρομή και λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή. Η ασθενής δεν μπορεί να προσανατολιστεί στο χώρο και χρόνο, δεν αναγνωρίζει οικεία της πρόσωπα, δεν μπορεί να κρίνει και να πάρει αποφάσεις. Εκδηλώνει διαταραχές της διάθεσης και της συμπεριφοράς (ευσυγκινησία, ανησυχία κλπ.) και δεν μπορεί αυτοεξυπηρετηθεί. Λόγω της σοβαρότητας της κατάστασής της να χρειάζεται φροντίδα σε 24ωρη βάση καθώς και την υποβολή της σε δικαστική συμπαράσταση. Στις 17.11.2010 είχαμε πληροφορηθεί για την κατάσταση της … από τον …, ο οποίος μας είχε αναφέρει ότι η ασθενής μπερδευόταν στον λόγο και στην σκέψη, ιδίως σε καταστάσεις συναισθηματικής φόρτισης, καθώς και ότι ήταν κλινήρης από εβδομάδος. Για τον λόγο αυτόν, της είχε χορηγηθεί φαρμακευτική αγωγή”, γ) από την από 5-4-2012 έκθεση ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα …, φίλης και γειτόνισας της … η οποία κατέθεσε ότι «από τον Αύγουστο του 2010 μέχρι και που πέθανε δεν είχε επικοινωνία με το περιβάλλον, δεν αναγνώριζε και έλεγε ασυναρτησίες…”, δ) από την από 7-4-2012 κατάθεση του μάρτυρα …, ο οποίος κατέθεσε για την κακή κατάσταση της υγείας της …, την αλλαγή κλειδαριάς από τον εναγόμενο και τον …, σε συνδυασμό με την κατάθεσή του στην υπ’ αριθμ. 1792/8.6.2017 ένορκη βεβαίση στην οποία καταθέτει ότι “…Στις αρχές Οκτωβρίου 2010 βρήκα την … σε κακά χάλια. Η γεροντική άνοια είχε χειροτερεύσει. Συνέχισε να μην αναγνωρίζει ούτε εμένα, ούτε τις αδελφές … με τις οποίες γνωρίζονταν από τα παιδικά τους χρόνια και έμεναν στην ίδια γειτονιά. Δεν αναγνώριζε ούτε τον Θεράποντα ιατρό της, …, αν και την επισκεπτόταν τακτικά… Από τις αρχές Νοεμβρίου 2010 χειροτέρευσε και σωματικά, αφού πλέον ήταν συνεχώς κατάκοιτη στο κρεβάτι της και δεν μπορούσε να σηκωθεί μόνη της, ούτε να περπατήσει χωρίς τη βοήθεια άλλων… Εμένα πολλές φορές με έλεγε παιδί…“.Σημειώνεται ότι ο εναγόμενος προσκομίζει την από 27-7-2017 ψυχιατρική γνωμοδότηση του ψυχιάτρου …, σχετικά με άλλη ανοιγείσα δίκη μεταξύ των διαδίκων που αφορά την εγκυρότητα ή μη ιδιόγραφης διαθήκης της …, ο οποίος κρίνοντας από το κείμενο της διαθήκης, σε συνδυασμό με 19 γραφολογικές τεχνικές εκθέσεις που έχουν προσκομισθεί επίσης από τον εναγόμενο, αποφαίνεται ότι στις 4-11-2010 (χρόνος σύνταξης της διαθήκης) η … βρισκόταν σε κατάσταση πνευματικής υγείας. Ανεξάρτητα από το συμπέρασμα αυτό ο ως άνω ιατρός παρουσιάζει στην έκθεσή του την πάθηση της άνοιας και τα στάδια από τα οποία αυτή διέρχεται. Πιο συγκεκριμένα ορθώς αναφέρεται ότι η άνοια είναι πάθηση που εξελίσσεται βαθμιαία στον ασθενή, δεν εμφανίζεται απότομα και διέρχεται από το στάδιο της πολύ ήπιας νοητικής έκπτωσης (μικρά προβλήματα μνήμης), στο στάδιο της ήπιας νοητικής έκπτωσης (απώλεια προσανατολισμού, χαμηλότερη επίδοση εργασίας, απώλεια αντικειμένων) και ακολούθως το στάδιο της μέτριας νοητικής έκπτωσης (απώλεια μνήμης πρόσφατων γεγονότων, αδυναμία συγκέντρωσης στην εκτέλεση μαθηματικών πράξεων, αδυναμία διαχείρισης οικονομικών), στη συνέχεια στο στάδιο της μέτριας-σοβαρής νοητικής έκπτωσης (αδυναμία επιβίωσης χωρίς βοήθεια, αδυναμία ανάκλησης μνήμης, διατήρηση μνήμης σημαντικών γεγονότων), αμέσως μετά στο στάδιο της σοβαρής κρητικής έκπτωσης (αμνησία πρόσφατων γεγονότων, δεν γνωρίζει το περιβάλλον, το έτος, την εποχή, μπορεί να διακρίνει γνωστά από άγνωστα άτομα, αλλαγές στην προσωπικότητα) και τέλος στο στάδιο της πολύ βαριάς νοητικής έκπτωσης (απώλεια λεκτικών ικανοτήτων, ακράτεια, έκπτωση ικανότητας βάδισης)….Η ως άνω επιστημονική παράθεση της πάθησης σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. πρωτ. 1477/29-4-2011 ιατρική γνωμάτευση της κινητής μονάδος ψυχικής υγείας αποδεικνύει ότι η … στις 29-4- 2011 βρισκόταν στο προτελευταίο έως τελευταίο στάδιο άνοιας, αφού δεν μπορούσε να προσανατολιστεί στο χώρο και χρόνο, δεν αναγνώριζε οικεία πρόσωπα και δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί και επομένως κρίνεται ότι τέσσερις μήνες πριν την κατάσταση αυτή (που ούτε ο εναγόμενος δεν αμφισβητεί οπότε και συντάχθηκε το επίδικο πληρεξούσιο, ήταν αδύνατον να βρισκόταν σε υγιή πνευματική κατάσταση, που δεν περιόριζε αποφασιστικά την ελευθερία βούλησής της, αφού στην καλύτερη περίπτωση αυτή θα βρισκόταν στο αμέσως προγενέστερο στάδιο, δηλ. της μέτριας έως σοβαρής νοητικής έκπτωσης. Όλα τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από την κατάθεση του μάρτυρος του εναγομένου …, ο οποίος παραδέχεται την κακή νοητική κατάσταση της ανωτέρω τον Αύγουστο του 2010 και τον Οκτώβριο του 2010, όταν της ζήτησε να παραχωρήσει ένα ακίνητό της για εκλογικό κέντρο για τις δημοτικές εκλογές. Χαρακτηριστικά καταθέτει ότι «… μέχρι και τον Φλεβάρη ήταν καλά, μετά άρχισε να τα χάνει. Εγώ πήγαινα συνεχώς, τη μία γνώριζε την άλλη δεν γνώριζε. Δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι… Στις 15.10.2010 μου έφτιαξε μια δήλωση ο … να την πάω στην …, να την υπογράψει σαν παραχώρηση γιατί την ήθελαν στην Αστυνομία. Το έφτιαξε ο … και της το πήγα και της είπα ότι πρέπει να υπογράψεις αυτό το χαρτί για να παραχωρήσεις το κατάστημα στον …». Όμως η περιγραφή αυτή του μάρτυρος ότι από το Φεβουράριο δεν γνώριζε οικεία της πρόσωπα και ήταν κλινήρης συμπίπτει με το προχωρημένο στάδιο της νόσου της άνοιας… και δεν είναι δυνατό στις 21-12-2010 να ήταν σε πνευματική διαύγεια καθώς η νόσος ακολουθεί μία εξελικτική πορεία. Ομοίως όλα ανωτέρω δεν αναιρούνται από την έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης της γραφολόγου …, που αφορά τη γραφολογική διερεύνηση της από 6-10-2010 φερόμενης ως χειρόγραφης επιστολής αίτησης της … προς την Alpha Bank, καθόσον η άνω αίτηση γράφτηκε μεν από το χέρι της …, κρίνοντας με βάση τα συγκριτικά στοιχεία που προσκομίζονται (ημερολόγιό της), πλην όμως γράφηκε καθ’ υπαγόρευση και με την προτροπή του εναγομένου, ο οποίος θέλησε να οριστεί συνδικαιούχος στον τραπεζικό λογαριασμό της, χωρίς η τελευταία να έχει δυνατότητα να αντισταθεί στην άνω επιρροή. Τα αυτά ισχύουν και για την γραφολογική γνωμοδότηση του γραφολόγου …, που διενεργήθηκε με πρωτοβουλία του εναγομένου και αφορά την ιδιόγραφη διαθήκη της …, για την οποία υπάρχει άλλη εκκρεμής δίκη με αντικείμενο της ακύρωσή της. Επιπλέον οι μάρτυρες του εναγομένου …, …, … και η … είχαν μόνον περιστασιακή επικοινωνίας με την … και δεν βρισκόταν πλησίον της για να έχουν σαφή εικόνα της κατάστασης της υγείας της… Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι ο εναγόμενος δεν προσκομίζει στα έγγραφά του αντίγραφο της κίνησης του λογαριασμό υπ’ αριθμ. … της ALPHA ΒΑΝΚ, στον οποίο προστέθηκε ως δικαιούχος με την από 6.10.2010 αίτηση της … ώστε να διαπιστωθεί πόσα χρήματα υπήρχαν στον λογαριασμό αυτόν στις 6.10.2010 και τι απέγινε ο λογαριασμός αυτός στο μεταγενέστερο χρονικό διάστημα. Επιπλέον με το υπ’ αριθμ. 1/2013 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Νάξου κρίθηκε ότι η … κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα σύνταξης του άνω πληρεξούσιου έπασχε από γεροντική άνοια και διατάχθηκε η άρση του τραπεζικού απορρήτου και η παροχή πληροφοριών για το χρονικό διάστημα από 1-6-2010 έως 20-7-2011 για όλους τους τραπεζικούς λογαριασμούς που τηρούσε η … σε όλες τις τράπεζες. Επομένως, με βάση όλα τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία πλήρως απεδείχθη ότι η … κατά τον χρόνο σύνταξης του επίδικου πληρεξουσίου έπασχε από ανοϊκή διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία βούλησής της με λογικούς υπολογισμούς, υποκείμενη σε πιέσεις και επιρροή τρίτων προσώπων και ακολούθως το πληρεξούσιο είναι άκυρο. Στη συνέχεια το Εφετείο απέρρριψε την έφεση του εναγομένου ως κατ’ ουσία αβάσιμη επικυρώνοντας την πρωτόβαθμη απόφαση. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 131 και 180 του ΑΚ, καθόσον, υπό τα ως άνω ανελέγκτως δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, σύμφωνα με τα οποία η …, τουλάχιστον από τον Σεπτέμβριο του 2010, ειδικότερα δε στις 21-12-2010 οπότε καταρτίσθηκε το υπ’ αριθ. 6510/21-12- 2010 πληρεξούσιο, έπασχε από άνοια, ήτοι, από νόσο που χαρακτηρίζεται από έκπτωση των εγκεφαλικών λειτουργιών και διαταραχές μνήμης, συνεπεία της οποίας βρισκόταν διανοητική διαταραχή, που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής της και την καθιστούσε εξαρτημένη από τρίτους, υπό την επιρροή των οποίων ενεργούσε, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προσδιορίσει τη λειτουργία της βούλησής της με λογικούς υπολογισμούς, σε σχέση με τη διάθεση της περιουσίας της και να μην είναι σε θέση να διαγνώσει την ουσία, το περιεχόμενο και τις συνέπειες της πράξης που επιχειρούσε (χορήγηση πληρεξουσιότητας ), συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων αυτών, με περαιτέρω έννομη συνέπεια την ακυρότητα τόσο του ως άνω πληρεξουσίου όσο και των μετέπειτα, δυνάμει αυτού, καταρτισθεισών επίδικων δικαιοπραξιών. Εξάλλου, το Εφετείο, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του, δεν στέρησε την προσβαλλομένη απόφασή του από νόμιμη βάση, εξαιτίας ανεπαρκών αιτιολογιών, αφού εξέθεσε σ’ αυτήν με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά γεγονότα, με βάση τα οποία κατέληξε στην παραπάνω κρίση του περί εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 131 και 180 ΑΚ, τις οποίες η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της όλα τα αναγκαία περιστατικά που στηρίζουν με επάρκεια το σαφές ως άνω αποδεικτικό του πόρισμα, ότι δηλαδή η … στις 21-12-2010, οπότε καταρτίσθηκε το υπ’ αριθ.6510/21-12-2010 πληρεξούσιο, βρισκόταν σε ψυχική και διανοητική διαταραχή, που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής της και την καθιστούσε εξαρτημένη από τρίτους, υπό την επιρροή των οποίων ενεργούσε, με τις επιστηρίζουσες την κρίση αυτή ανέλεγκτες παραδοχές α) ότι η … έπασχε λόγω της ηλικίας της (88 ετών), από (γεροντική άνοια, β) ότι συνεπεία της άνω νόσου, από τον Σεπτέμβριο του 2010 βαθμιαία παρουσίαζε σοβαρή έκπτωση όλων των εγκεφαλικών λειτουργιών και διαταραχές μνήμης, γ) κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα σύνταξης του πληρεξουσίου, είχε αδυναμία λογικής στάθμισης και ελεύθερου προσδιορισμού της βούλησης, δηλαδή μπορούσε μεν να γράφει με την παρότρυνση τρίτων και να υπογράφει, πλην όμως η βούλησή της δεν ήταν ελεύθερη στο βαθμό που είναι ενός ομαλά ψυχικά ανθρώπου και δεν μπορούσε να αντισταθεί σε υποβολή και επιρροή τρίτων, εμφανίζοντας προοδευτική έκπτωση των νοητικών λειτουργιών με διαταραχές μνήμης, διανοητικότητας και λογικής, ψυχικές διαταραχές, άγχος, επιθετικότητα, παραλήρημα και ιδεοληψίες με παρανοϊκό περιεχόμενο, αδυνατούσε να επιτελέσει καθημερινές δραστηριότητες με αποτέλεσμα την ανάγκη συνεχούς φροντίδας από άλλους, δ) δεν αναγνώριζε τον θεράποντα ιατρό της, ούτε τις παιδικές της φίλες αδελφές …, ε) λάμβανε φαρμακευτική αγωγή για ανοϊκή συνδρομή, στ) ότι στην κατάσταση αυτή της ψυχικής και διανοητικής διαταραχής, συνεπεία της εν λόγω σοβαρής και μόνιμης νόσου, βρισκόταν και στις 21-12-2010, οπότε καταρτίσθηκε το υπ’ αριθ.6510/21-12- 2010 πληρεξούσιο, α) ότι η ανοϊκή αυτή διαταραχή, περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής της, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προσδιορίσει αυτήν με λογικούς υπολογισμούς, υποκείμενη σε πιέσεις και επιρροή τρίτων προσώπων και να μην είναι σε θέση να διαγνώσει το περιεχόμενο και τις συνέπειες της πράξης που επιχειρούσε. Επομένως ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης, κατά το πρώτο δεύτερο μέρος εκάστου, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια του αρ. 1 (κατ’ ορθή νοηματική εκτίμηση) και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ ως προς το παραπάνω ουσιώδες ζήτημα είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.

Με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ ο αναιρεσείων επικαλείται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας με το να δεχθεί κατά τα ανωτέρω ότι σε χρονικό διάστημα 7 μηνών ήτοι από τον Σεπτέμβριο 2010 έως τον Απρίλιο 2011 εκδηλώθηκε το νοσολογικό φαινόμενο της άνοιας της ως άνω θανούσας …, όταν από τη φύση της πρόκειται για μία νόσο που εμφανίζεται και εξελίσσεται βαθμιαίως σε έξι διαδοχικά και μη απότομα εξελισσόμενα στάδια. Ο λόγος αυτός είναι μη νόμιμος και απορριπτέος, διότι, κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα πρόταση, η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας θεμελιώνει λόγο αναίρεσης μόνον όταν αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ’ αυτούς και όχι όταν λαμβάνονται υπόψη ως αποδεικτικός λόγος κατά το άρθρο 336 ΚΠολΔ για το σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης του δικαστηρίου της ουσίας, όπως εν προκειμένω, πέραν του ότι με τον συγκεκριμένο λόγο αναίρεσης κατά το άνω σκέλος του, αλλά και κατά το τέταρτο σκέλος αυτού, υπό την επίφαση της επίκλησης των ανωτέρω πλημμελειών (άρθρ. 559 αρ. 1 εδ. β ́ και αρ. 19) της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης, διατυπώνονται παράπονα του αναιρεσείοντος που και ανάγονται στην ουσία της υπόθεσης, σε σχέση με την εκτίμηση των αποδείξεων, επιδιώκοντας να πλήξει απαραδέκτως κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως πρέπει η ένδικη αναίρεση να απορριφθεί στο σύνολό της. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί, κατά την παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η εισαγωγή του παράβολου των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ, που καταβλήθηκε από τον αναιρεσείοντα, στο Δημόσιο Ταμείο. Τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων που παραστάθηκαν στην αρχική, (ενιαία με την παρούσα) συζήτηση και κατέθεσαν προτάσεις θα επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντος λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183, 191 ΚΠολΔ), κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 7-5-2019 αίτηση αναίρεσης κατά της υπ’ αριθμ. 190/2018 απόφασης του τριμελούς Εφετείου Αιγαίου.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

Επιβάλλει τη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων σε βάρος του αναιρεσείοντος, την οποίαν ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 9 Οκτωβρίου 2023.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 13 Νοεμβρίου 2023.

                         Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ