ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1’ ΠολιτικόΤμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, …, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, … και…, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 1η Φεβρουάριου 2022, με την παρουσία και της Γραμματέως …, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: … του … , κατοίκου … , που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου … , που ανακάλεσε την δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) παράστασή του και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…» και το διακριτικό τίτλο «…», όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην … και παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων … και … , οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-9-2014 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας. Εκδόθηκαν η 173/2017 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 16/2019 μη οριστική και 129/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητά η αναιρεσείουσα με την από 6-5-2021 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η … . Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, οι πληρεξούσιοι της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με την από 6.5.2021 αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα υπ’ αριθ. 129/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας, που εκδόθηκε κατόπιν ασκήσεως εφέσεως της ενάγουσας ήδη αναιρεσείουσας κατά της υπ’αριθ. 173/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, η οποία απέρριψε την αγωγή της ως προς το αίτημα αναγνώρισης της υποχρέωσης της εναγομένης να της καταβάλει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ένεκα προσβολής της προσωπικότητας της ενάγουσας κατά την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της ως απαράδεκτο και ως προς το αίτημα καταβολής αποζημίωσης απόλυσης ως μη νόμιμο. Με την προσβαλλομένη απόφαση έγινε δεκτή η έφεση κατ’ουσίαν, εξαφανίσθηκε η πρωτόδικη απόφαση και αφού δικάσθηκε η αγωγή απορρίφθηκε αυτή κατ’ουσίαν, αφού το δικαστήριο δέχθηκε ότι οι όροι υπό τους οποίους η ενάγουσα παρείχε τις υπηρεσίες της στην εναγομένη ήταν της συμβάσεως ανεξαρτήτων υπηρεσιών και όχι της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας. Η ως άνω αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα προ της επιδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως [άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ.1 ΚΠολΔ] και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της [άρθρ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ].
Με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 9 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως αίτημα, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, θεωρείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας, υπό οποιαδήποτε νόμιμη μορφή αυτής, που δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμότητα δίκης (ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 1302/2019). Με τον πρώτο λόγο της αίτησης η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Εφετείο δίκασε αίτημα που δεν του ζητήθηκε και συγκεκριμένα, ενώ το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε δεχθεί τη σχέση εργασίας της, το Εφετείο επανέλεγξε αυτήν και την απέρριψε, ενώ δεν είχε τέτοια εξουσία. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, αφού όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα δεν έχουν σχέση με τον λόγο αναίρεσης εκ του αριθ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ περί επιδίκασης μη αιτηθέντος, εκ σφάλματος της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης, αφού, όπως προαναφέρθηκε, η αγωγή ως προς το αίτημα της αποζημίωσης απολύσεως απορρίφθηκε ως μη νόμιμη , ενώ το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και έκρινε επί της ουσίας αυτό.
Επειδή για τον ορθό χαρακτηρισμό μιας σύμβασης, ως σύμβασης εργασίας ή έργου ή σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών, ο οποίος αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας του Δικαστηρίου, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 3 και 87 παρ.2 του Συντάγματος, ερευνώνται οι όροι και οι πραγματικές συνθήκες εκτελέσεως της εργασίας, αφού ληφθεί υπόψη, για την ερμηνεία των δικαιοπρακτικών δηλώσεων η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη κατά τα άρθρα 179 και 200 ΑΚ, σύμφωνα με τα οποία κατά την ερμηνεία της δηλώσεως αναζητείται η αληθής βούληση, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, ενώ επίσης, δεν ασκεί επιρροή ο νομικός χαρακτηρισμός που δίνεται σε αυτήν από τους συμβαλλομένους (ΑΠ 573/2018, ΑΠ 171/2016, ΑΠ 465/2013, ΑΠ 2242/2013). Ακόμη, παράβαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών, που περιέχονται στα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, υφίσταται όταν το δικαστήριο της ουσίας είτε προσέφυγε στους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες προς συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, μολονότι κατά την ανέλεγκτη ως προς αυτό κρίση του δέχθηκε ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας, είτε παρέλειψε να προσφύγει στους ίδιους ερμηνευτικούς κανόνες, καίτοι ανέλεγκτα, επίσης, διαπίστωσε την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στις δηλώσεις βούλησης των δικαιοπρακτούντων, οι οποίες έχρηζαν έτσι κατάλληλης συμπλήρωσης ή ερμηνείας με εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Παράβαση των ερμηνευτικών κανόνων των ανωτέρω άρθρων συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή τους, με την έννοια της ευθείας κατ’ αρχήν παράβασης των κανόνων αυτών στην περίπτωση που το σχετικό πόρισμα, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο ως προς την ερμηνεία ή συμπλήρωση της δικαιοπραξίας, δεν είναι σύμφωνο με την καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΠ 113/2017, ΑΠ 1098/2011)
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο λόγος αυτός, για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόσθηκε, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή (ΟλΑΠ 7/2014, 2/2013). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 319/2017, ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013). Για το ορισμένο του ανωτέρω από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης πρέπει να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλομένη απόφαση νομικό σφάλμα, στη δε περίπτωση της κατ’ ουσίαν έρευνας της υπόθεσης πρέπει επίσης να παρατίθενται στο αναιρετήριο οι παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλουμένη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 319/2017). Μάλιστα δεν αρκεί η μνεία αποσπασματικών παραδοχών της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης κατ’ επιλογή του αναιρεσείοντος, αλλά πρέπει να αναφέρεται το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά με τη προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, με βάση τα οποία η προσβαλλομένη κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα (ΟλΑΠ 28/1998, ΑΠ 968/2018, 319/2017).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση του Εφετείου η από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της παραβίασης κανόνα ουσιαστικού δικαίου και συγκεκριμένα της εσφαλμένης εφαρμογής των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Ειδικότερα, υποστηρίζει η αναιρεσείουσα ότι η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε αφενός ότι η επίδικη σύμβαση είναι σαφής [σαν τάχα σύμβαση παροχής υπηρεσιών και αφετέρου ότι πρέπει να ερμηνευθεί [από την 1η σελ. του 19ου φύλλου μέχρι την ι σελ. του 20 φύλλου] με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και συγκεκριμένα δέχθηκε ότι <<από την επισκόπηση του περιεχομένου των επιδίκων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών που κατήρτιζα κατ’έτος με τον αντίδικο …προκύπτει σαφώς ότι αποκλείεται απολύτως η ερμηνεία τους ως συμβάσεων εργασίας >>, ως και ότι κατέληξε στο αποδεικτικό πόρισμα <<λαμβάνοντας υπόψη τους όρους και τις ιδιαίτερες πραγματικές συνθήκες, κάτω από τις οποίες η εν λόγω μέτοχος παρείχε τις υπηρεσίες της στην εναγομένη οικογενειακή εταιρεία αλλά και την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη>>, γι αυτό θα πρέπει να αναιρεθεί για το λόγο με αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγω παράβασης των ερμηνευτικών κανόνων του άρθρου 200 ΑΚ στην πρώτη περίπτωση και λόγω μη προσφυγής στον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 173 ΑΚ στην περίπτωση που δέχθηκε την ύπαρξη ασάφειας και κενού. Ο λόγος αυτός είναι αόριστος, γιατί παρότι σχετίζεται με την ουσία της υπόθεσης η αναιρεσείουσα αναφέρεται αποσπασματικά και κατ’επιλογήν σε μεμονωμένες φράσεις και δεν αναφέρει όλες τις κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου επί ζητημάτων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, (δηλαδή τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το εν λόγω δικαστήριο ως θεμελιωτικά της κρίσης του), υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλούμενη παραβίαση των ως άνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου [ΑΠ 354/2021], Συνεπώς δεν στοιχειοθετείται ο ως άνω λόγος αναίρεσης και πρέπει να απορριφθεί, ενώ απορριπτέος είναι και ο συναφής τρίτος λόγος [εκ του αριθ. 19 του άρθρου 559] με τον οποίο, χωρίς συγκεκριμένες παραδοχές υποστηρίζεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση είναι αντιφατική . Εξ άλλου από την επισκόπηση της προσβαλλομένης [κατ’άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ] συνάγεται ότι διαλαμβάνει ειδικότερα στοιχεία η ερμηνεία των οποίων αποτρέπει τον χαρακτηρισμό των συμβάσεων ως εξαρτημένης εργασίας και σε αυτά αναφέρεται με τη φράση <<…προκύπτει σαφώς ότι αποκλείεται η ερμηνεία τους ως συμβάσεων εργασίας>>, ενώ στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει με τη φράση <<αν ληφθούν υπόψη οι όροι και οι ιδιαίτερες πραγματικές συνθήκες, κάτω από τις οποίες η εν λόγω μέτοχος παρείχε τις υπηρεσίες της στην εναγομένη οικογενειακή εταιρεία αλλά και η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, η μεταξύ αυτής και της εταιρείας σχέση δεν είναι εκείνη της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας>> αναφερόμενη στους όρους και στις πραγματικές συνθήκες εκτελέσεως της εργασίας, στα οποία στήριξε το αποδεικτικό πόρισμα. Δηλαδή και στις δύο περιπτώσεις από το σύνολο των παραδοχών συνάγεται ότι βάσισε την κρίση της στις πραγματικές συνθήκες απσχόλησης [πραγματικά περιστατικά], που αποδείχθηκαν και στους ερμηνευτικούς κανόνες των συμβάσεων κατ’άρθρο 173 και 200 ΑΚ στην αναζήτηση της αληθούς βούλησης των συμβαλλομένων, χωρίς να δέχεται ότι δεν χρειάζονται ερμηνεία οι διαδοχικές συμβάσεις απασχόλησής της, όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, αφού η φράση <<προκύπτει σαφώς ότι αποκλείεται η ερμηνεία τους ως συμβάσεων εργασίας>> αναφέρεται σε ερμηνεία συμβάσεων [ΑΠ 1034/2020] και δεν υπονοεί ότι <<προκύπτει σαφώς από τις συμβάσεις>>, όπως υποστηρίζεται. Συνεπώς, είναι και εξ αυτού του λόγου απορριπτέος.
Με το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η καταχρηστική πρακτική των διαδοχικών συμβάσεων απασχόλησής της ορισμένου χρόνου αντίκειται στην Οδηγία 1999/70, το Π.Δ. 81/2003 και το άρθρο 8 παρ.3 του Ν. 21 12/1920 σύμφωνα με τις οποίες όταν ο καθορισμός της διάρκειας των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ως ορισμένου χρόνου δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο τότε θεωρείται ότι καταρτίσθηκε ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, ως εκ τούτου έσφαλε η προσβαλλομένη απόφαση, αφού παραβίασε τις ως άνω διατάξεις και θα πρέπει να αναιρεθεί κατ’άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής και πρέπει ν’απορριφθεί, γιατί έχει ως προϋπόθεση την αναγνώριση της συμβάσεως ως συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, γεγονός που προηγείται του χαρακτηρισμού αυτής ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου.
Με τα με αριθ. α, β, γ, δ, ε, στ, ζ και η ειδικότερα σκέλη του τέταρτου λόγου η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ακόμη ότι έσφαλε η προσβαλλομένη γιατί δεν έλαβε υπόψη ότι [α και ε] η σχέση στελέχους μιας επιχείρησης ως λογιστή δεν είναι ασύμβατη με σχέση εργασίας, ως και ότι ακόμη και διευθυντικά στελέχη μπορεί να είναι υπάλληλοι, [β] η υψηλή αμοιβή της και ο τρόπος καταβολής της δεν ασκεί επιρροή στο χαρακτηρισμό της συμβάσεώς της, [γ] δεν έλαβε υπόψη <<πράγματα>> [και συγκεκριμένα τις αυξομειώσεις μισθών άλλων εργαζομένων], που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και είναι αναιρετέα εκ του λόγου με αριθ 8 του άρθρου 559, [δ] η μετοχική της ιδιότητα είναι άσχετη με την εργασία της και εσφαλμένα η προσβαλλομένη υπολαμβάνει ότι η καταβολή των μισθών της υποκαθιστούσε τα μερίσματα, που εδικαιούτο ως μέτοχος, [στ και ζ] εσφαλμένα συναρτά την καταβολή ασφαλιστικών εισφορών του υπαλληλικού προσωπικού με τη σχέση εργασίας που τη συνέδεε με την αναιρεσίβλητη, καθόσον η ίδια υπάγοντας στις εντολές και τις οδηγίες των προϊσταμένων της, [η] η υπογραφή δήθεν συμβάσεων υπηρεσιών δεν αποκλείει τον χαρακτηρισμό τους ως μιας ενιαίας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, και ως εκ τούτου πρέπει να αναιρεθεί για τους λόγους με αριθ. 1 και 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. “Όμως, όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης αλλά πλήττουν το αποδεικτικό πόρισμα, αφού αναφέρονται σε πραγματικά περιστατικά που εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας και δεν είναι πράγματα δηλαδή αυτοτελείς ισχυρισμοί που οδηγούν εκ του νόμου στην θεμελίωση του δικαιώματος της σχέσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, με την οποία υποστηρίζει ότι συνδέονταν με την εναγομένη. Αντιθέτως, αποτελούν επιχειρήματα κατά της εκτίμησης των αποδείξεων, γι’ αυτό πρέπει ν’απορριφθούν.
Απορριπτέοι ως απαράδεκτοι είναι ο πέμπτος λόγος με τον οποίο υποστηρίζεται ότι η προσβαλλομένη δεν έλαβε υπόψη ότι η εναγομένη εταιρεία καθόριζε τον τόπο και τον χρόνο εργασίας της, στοιχείο που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, γιατί αναφέρεται στην εκτίμηση των αποδείξεων, και επί πλέον το στοιχείο του τόπου και του χρόνου παροχής της εργασίας, από μόνο του, δεν αρκεί για να θεμελιώσει τη σχέση που τη συνέδεε με την αναιρεσίβλητη, ως και ο έκτος λόγος, γιατί τα υποστηριζόμενα βασίζονται σε υποθετικές εκτιμήσεις της αναιρεσείουσας, αφού το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή της ως προς το αίτημα καταβολής αποζημίωσης απολύσεως ως μη νόμιμη, ενώ το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε νόμιμο αυτό, ερεύνησε επί της ουσίας την υπόθεση και απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη.
Δεν συντρέχουν δε λόγοι αναίρεσης εκ του αριθ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όπως ως άνω αναφέρεται [κατά την έρευνα του πρώτου λόγου] αλλ’ούτε και εκ του αριθ. 19 λόγω αντιφατικών αιτιολογιών, αφού δεν αναφέρονται σχετικές αιτιολογίες.
Μετά από αυτά θα πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης [άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ] κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 6.5.2021 αίτηση για αναίρεση της υπ’αριθ. 129/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσιβλήτου εταιρείας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων [1800] ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 7 Ιουνίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 8 Νοεμβρίου 2022.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ