ΚΕΙΜΕΝΟ ΔΙΑΤΑΞΗΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΕΦΕΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
Αριθμός ΠΡΦ 21-21
ΔΙΑΤΑΞΗ (αρ. 52 ΚΠΔ)
Η ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΕΦΕΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
Αφού λάβαμε υπόψη την υπ’ αριθμ. 5/2021 προσφυγή της εταιρείας …, κατά της υπ’ αριθμ. 630/2020 Διάταξης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, με την οποία απερρίφθη κατ’ άρθρ. 51 ΚΠΔ η με ΑΒΜ Ε2019/4571 έγκληση της ανωτέρω προσφεύγουσας, εκθέτουμε τα ακόλουθα:
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 51 ΚΠΔ» ως αντικ. με αρθρ. 7§7 Ν.4637/2019 «1. Αν ο παθών θέλει να ζητήσει τη δίωξη της αξιόποινης πράξης, υποβάλλει την έγκληση σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 42 παρ. 2,3 και 4. 2. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών εξετάζει την έγκληση που έλαβε και αν κρίνει ότι αυτή δεν στηρίζεται στον νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, την απορρίπτει με διάταξή του, η οποία περιλαμβάνει συνοπτική αιτιολογία και επιδίδεται στον εγκαλούντα. 3. Αν ενεργήθηκαν προκαταρκτική εξέταση ή αυτεπάγγελτη προανάκριση κατά το άρθρο 245 παρ. 2 ή ένορκη διοικητική εξέταση και ο εισαγγελέας κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση της ποινικής δίωξης, απορρίπτει την έγκληση με αιτιολογημένη διάταξή του που επιδίδεται στον εγκαλούντα.» . Περαιτέρω σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ.52 ΚΠΔ ως η παρ. 1 τροπ. με άρθρ. 96 Ν.4623/2019 και η παρ. 2 με άρθρ. 7παρ. 7 Ν.4637/2019 «1. Ο εγκαλών έχει δικαίωμα μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την επίδοση της διάταξης του εισαγγελέα πλημμελειοδικών σύμφωνα με τις παρ. 2 και 3 tου προηγούμενου άρθρου να προσφύγει κατά αυτής στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών. Η προσφυγή ασκείται με τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 474. 2. Ο προσφεύγων υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του δημοσίου ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο πιο πάνω γραμματέας. Σε περίπτωση που υποβλήθηκε μία έγκληση από περισσότερους εγκαλούντες, κατατίθεται μόνο ένα παράβολο. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αν δεν κατατεθεί το παράβολο, η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη από τον εισαγγελέα εφετών. Εξαιρούνται από την υποχρέωση κατάθεσης παράβολου οι δικαιούχοι νομικής βοήθειας, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο άρθρο 1 του ν. 3226/2004. 3. Αν ο εισαγγελέας εφετών δεχθεί την προσφυγή, παραγγέλλει είτε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης αν πρόκειται για κακούργημα ή για πλημμέλημα για το οποίο αυτή είναι υποχρεωτική, εφόσον δεν έχει ήδη διενεργηθεί τέτοια εξέταση είτε την άσκηση ποινικής δίωξης στις λοιπές περιπτώσεις και διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στον καταθέσαντα αυτό.»
Η υπό κρίση προσφυγή τυγχάνει α) εμπρόθεσμη, καθόσον ασκήθηκε εντός της προβλεπόμενης κατ ‘αρθρ. 52 ΚΠΔ προθεσμίας, αφού η προσβαλλόμενη Διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών επιδόθηκε στις 5.1.2021 και το οιονεί αυτό ένδικο μέσο ασκήθηκε στις 20.1.2021 ήτοι εντός της προθεσμίας των δεκαπέντε ημερών, β) νομότυπη, αφού ασκήθηκε από τον ειδικώς προς τούτο εξουσιοδοτηθέντα δικηγόρο, ενώπιον του αρμοδίου γραμματέα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, η σχετική έκθεση περιέχει τα κατά νόμο στοιχεία, όπως και λόγους προσφυγής, πρόδηλο δε τυγχάνει το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας προς άσκηση αυτής, αφού αυτή επιδιώκει την κίνηση της ποινικής δίωξης με βάση την προαναφερόμενη έγκληση και γ) παραδεκτή, καθόσον επιτρέπεται στον εγκαλούντα, του οποίου η έγκληση απορρίφθηκε από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών κατ’ άρθρο 51 ΚΠΔ, η προσφυγή ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών κατά της απορριπτικής Διάταξης εκείνου και έχει κατατεθεί το προβλεπόμενο από την παράγραφο 2 του άρθρ. 52 ΚΠΔ παράβολο υπέρ του Δημοσίου, το οποίο και επισυνάπτεται στην έκθεση του αρμοδίου γραμματέα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών και συνεπώς είναι τυπικά δεκτή, και πρέπει, περαιτέρω, να εξετασθεί και από ουσιαστική άποψη.
Σύμφωνα με το άρθρ. 375 ισχύοντος ΠΚ «1. Όποιος ιδιοποιείται παράνομα ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο ετών ή χρηματική ποινή και αν το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν πρόκειται για αντικείμενο που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή. 2. Αν η αξία του αντικειμένου στην παράγραφο 1 υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή.» Περαιτέρω κατ’ άρθρο 381 νέου ΠΚ προβλέπεται ότι για την ποινική δίωξη, μεταξύ άλλων και του αδικήματος του άρθρου 375 παρ. 1 και 2 ΠΚ, απαιτείται έγκληση. Σύμφωνα με το άρθρο 115 ΠΚ, έγκληση δικαιούται να υποβάλει ο αμέσως παθών από την αξιόποινη πράξη εκτός αν ο νόμος ορίζει άλλως. Στις μεταβατικές διατάξεις του ισχύοντος πλέον ΠΚ, στο άρθρο 464 αναφέρεται ότι: «Εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες, που έχουν ανοίξει χωρίς την υποβολή εγκλήσεως με αντικείμενο πράξεις για την δίωξη των οποίων απαιτείται έγκληση στον παρόντα Κώδικα ενώ διώκονταν αυτεπαγγέλτως υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, συνεχίζονται, εφόσον ο δικαιούμενος να υποβάλει έγκληση δηλώσει εντός τεσσάρων μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος ότι επιθυμεί την πρόοδό τους». Η έγκληση ως θεσμός, είναι μικτής φύσης, παράγουσα αποτελέσματα τόσο δικονομικού όσο και ουσιαστικού χαρακτήρα. Οι διατυπώσεις υποβολής της από τον δικαιούμενο να εγκαλέσει, ως και οι συνέπειες της νομοτύπου και εμπροθέσμου εγκλήσεως, ρυθμίζονται από τις διατάξεις των άρθρ. 37, 51, 311§ 1 και 368 ΚΠΔ και ανάγονται σε θέματα δικονομικού περιεχομένου. Ειδικότερα η νομότυπη και εμπρόθεσμη υποβολή της εγκλήσεως, είναι πράξη καθαρά δικονομική (Ζησιάδη, Ποιν. Δικόν. 1976 τομ I. 340), ως αποτέλεσμα δε έχει την πλήρωση διαδικαστικής προϋποθέσεως (όρου) για την έγκυρη κίνηση της ποινικής δίωξης. Αντίθετα, η παράλειψη υποβολής της εγκλήσεως, σε συνδυασμό με την πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος (προθεσμίας) επιφέρει ουσιαστικά αποτελέσματα (Χαραλαμπάκης Α. – Γιαννίδης I., Ποινικός Κώδικας και Νομολογία, Εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας 2009 σελ.503). Επομένως από άποψη διαχρονικού δικαίου η έγκληση, όπως και η ποινική δίωξη, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται εν αναφορά με τα αποτελέσματά της. Κατά το σκέλος του δικονομικού της αποτελέσματος (πλήρωση διαδικαστικής προϋπόθεσης για την κίνηση της ποινικής δίωξης), θα πρέπει η εφαρμογή του νεότερου νόμου να ρυθμίζεται κατά την γενική αρχή του δικονομικού δικαίου, που αποτυπώνεται και στο άρθρ. 590§1 ΚΠΔ κατά την οποία οι δικονομικοί νόμοι, εκτός αντιθέτου διατάξεως , έχουν άμεση εφαρμογή από της ισχύος τους και στις εκκρεμείς ποινικές δίκες , με αποτέλεσμα οι μεν διαδικαστικές πράξεις που επιχειρήθηκαν υπό το κράτος του παλαιού νόμου να είναι ισχυρές, το δε εκτελεστό μέρος της διαδικασίας να διέπεται από το νέο νόμο (Ολ. ΑΠ 1/2014, ΑΠ 1571/1988 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα, κατά το σκέλος του ουσιαστικού της εγκλήσεως αποτελέσματος (εξάλειψη αξιοποίνου από την μη υποβολή της εγκλήσεως εντός της τριμήνου προθεσμίας), η εφαρμογή του νεότερου νόμου θα πρέπει ρυθμίζεται από την γενική αρχή του ουσιαστικού ποινικού δικαίου περί εφαρμογής του ηπιότερου νόμου, που βασίζεται στο άρθρ. 2§1 ΠΚ, σύμφωνα με την οποία ο νόμος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις έχει αναδρομική εφαρμογή, εφόσον ίσχυσε κατά το χρόνο μεταξύ τελέσεως και εκδικάσεως της αξιοποίνου πράξεως. Από τα ανωτέρω ευθέως προκύπτει ότι επί μεταβολής της νομοθεσίας σε περίπτωση που νεότερος νόμος απαιτεί την υποβολή εγκλήσεως για αξιόποινη πράξη που διωκόταν αυτεπαγγέλτως, εφόσον έχει ήδη κινηθεί ποινική δίωξη, δεν επηρεάζεται ούτε η ισχύς ούτε το κύρος αυτής (ως έγκυρη δικονομική πράξη παραμένει ισχυρά και υπό το κράτος του νέου νόμου), εκτός αν ο νεότερος νόμος απαιτεί να υποβληθεί από τον δικαιούμενο να υποβάλλει έγκληση, δήλωση περί συνέχισης της ποινικής διαδικασίας εντός συγκεκριμένης προθεσμίας και τέτοια δήλωση δεν υποβληθεί (βλ. άρθρ. 464 ΠΚ). Αν όμως δεν έχει κινηθεί ποινική δίωξη, μετά την ισχύ του νέου νόμου, μπορεί να κινηθεί μόνο κατόπιν εγκλήσεως, αυτονόητο δε είναι ότι η τρίμηνη προθεσμία μπορεί να αρχίσει μόνο μετά την έναρξη εφαρμογής του νέου νόμου, αφού για να αρχίσει να τρέχει η προθεσμία αυτή προσαπαιτείται ότι υφίσταται υποχρέωση υποβολής εγκλήσεως και ότι δικαιούμενος μπορούσε να γνωρίζει αυτό, διότι άλλως ο δικαιούμενος εξαναγκάζεται στα αδύνατα (Μιχ. Μαργαρίτης Ποινικός Κώδικας Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας, εκδ. 2003, σελ. 300).
Η εγκαλούσα εταιρεία …» άσκησε την υπό κρίση από 26.9.2019 έγκληση κατά των α) …, β) … και γ) … για το αδίκημα της υπεξαίρεσης αντικειμένου που το έχουν εμπιστευτεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου και η αξία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000ευρώ. Η εγκαλούσα ισχυρίζεται ότι η εταιρεία …, η οποία εν συνεχεία μετατράπηκε σε μονοπρόσωπη ΕΠΕ με τον δ.τ. … κατόπιν της λύσης της σύμβασης συνεργασίας με μεσίτη ασφαλίσεων που είχε υπογράφει μεταξύ τους, λόγω οριστικής ανάκλησης της άδειας της εγκαλούσας, όφειλε να της αποδώσει το συνολικό ποσό των 146.947,32ευρώ που προέρχεται από εισπραχθέντα και μη αποδοθέντα ασφάλιστρα καθώς και προμήθειες επί μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων. Επειδή η … δεν κατέβαλε το ως άνω ποσό η εγκαλούσα άσκησε την από 22.9.2014 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθ.961/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή η αγωγή και αναγνωρίσθηκε ότι οι εναγόμενοι και δη η εταιρεία … και ο … ως διαχειριστής αυτής οφείλουν να καταβάλουν στην ενάγουσα εις ολόκληρο έκαστος το συνολικό ποσό των 146.947,32ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
Με την προσαβαλλομένη υπ’ αριθ. 630/2020 Διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών η ως άνω έγκληση απορρίφθηκε ως αστήρικτη στον νόμο όσον αφορά τον τρίτο εγκαλούμενο … λόγω θανάτου και όσον αφορά τους πρώτο και δεύτερο των εγκαλουμένων για τους κάτωθι λόγους :
«Ωστόσο, ως προς την καταγγελλόμενη πράξης της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, συνιστάμενη στην παράνομη ιδιοποίηση του χρηματικού ποσού 146.947,32 ευρώ, που οι πρώτος και δεύτερος των εγκαλούμενων, σύμφωνα, με τα παραπάνω εκτεθέντα φέρεται να ιδιοποιήθηκαν ήδη από το χρόνο επίδοσης της προαναφερόμενης αγωγής [22-9-2014], αποδείχτηκε ότι οι εκπρόσωποι της νυν εγκαλούσας τελούσαν εν γνώσει των ως άνω αναλυτικά εκτιθέμενων ενεργειών ήδη κατά την άσκηση και επίδοση της εν λόγω αγωγής, χωρίς να προβούν έστω στην εκπνοή, της, υπό της διατάξεως του άρθρου 117 του προϊσχύσαντος ΚΠΔ [ήδη άρθρου 114 του ισχύοντος ΚΠΔ], τρίμηνης προθεσμίας στην υποβολή σε βάρος τους ανάλογου εγκλήσεως για την εν θέματι κακουργηματική πράξη, γεγονός το οποίο πραγματοποίησαν μόλις στις 30-9-2019 [υποβολή υπό κρίση έγκλησης], δηλαδή σε χρονικό διάστημα πέραν του τριμήνου, χωρίς καν να επικαλούνται αποχρώντα δικαιολογητικό λόγο καθυστέρησης ή έλλειψης γνώσης του βεβαιωτικού αυτού γεγονότος. Κατά συνέπεια, από την παράλειψή τους αυτή, εξαλείφθηκε ο αξιόποινος χαρακτήρας της συγκεκριμένη αξιόποινης πράξης, η οποία πλέον διώκεται κατ’ έγκληση με τον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα, από το συνδυασμό των διατάξεων 375 παρ. 1 και 2 και 381 παρ. 1 εδαφ. α’ του νέου ΠΚ σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 2 παρ. 1 του ισχύοντος ΠΚ [που προβλέπει αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου] Υπό τα περιστατικά αυτά φρονούμε, ότι δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την άσκηση ποινικής διώξεως εις βάρος των ως άνω εγκαλούμενων για το αδίκημα της υπεξαίρεσης αντικειμένου του οποίου η αξία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων: 1, 14, 16, 17, 18 εδαφ. α’ και β’, 26 εδαφ. α’, 27 παρ. 1, 50 στοίχ. α’ και β’, 51, 52, 79 και 375 παρ. 1 εδαφ. α’ περ. β’ – 2 ΠΚ. Κατόπιν τούτων, η υπό κρίση έγκληση, τυγχάνει απορριπτέα ως αστήρικτη στο νόμο, σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 51 παρ. 3 του ΚΠΔ.».
Με την υπό κρίση προσφυγή η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η έγκληση που υποβλήθηκε τυγχάνει εμπρόθεσμη και συγκεκριμένα ότι υποβλήθηκε εντός της τρίμηνης προθεσμίας, η οποία άρχισε να τρέχει από τη θέση σε ισχύ του νέου νόμου, στον οποίο ορίσθηκε ότι η πράξη της υπεξαίρεσης διώκεται μόνον κατ’ έγκληση, και όχι αναδρομικά από τον χρόνο γνώσης.
Σύμφωνα με όσα αναλυτικά εκτέθηκαν στην μείζονα σκέψη της παρούσης, η προσβαλλόμενη διάταξη έσφαλε κατά το μέρος που έκρινε ότι η υπό κρίση έγκληση που υποβλήθηκε στις 30.9.2019, υποβλήθηκε εκπρόθεσμός και δη πέραν της προβλεπόμενης τρίμηνης προθεσμίας, η οποία προθεσμία, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη Διάταξη, ξεκίνησε κατά το χρόνο επίδοσης της αγωγής στις 22.9.2014. Η τρίμηνη προθεσμία άρχισε από την αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου, όταν προβλέφθηκε για πρώτη φορά ότι η κακουργηματική πράξη της υπεξαίρεσης ποσού άνω των 120.000ευρώ διώκεται μόνον ύστερα από την υποβολή εγκλήσεως του παθόντος, ήτοι την 1.7.2019, οπότε τέθηκε σε ισχύ ο νέος Ποινικός Κώδικας που κυρώθηκε με τον Ν.4619/2019. Επομένως η υποβολή της υπό κρίση έγκλησης στις 30.9.2019 είναι εντός της τρίμηνης προθεσμίας και θα πρέπει η υπό κρίση έγκληση να εξετασθεί και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Επειδή όμως η ουσιαστική βασιμότητα της υπό κρίση έγκλησης δεν έχει κριθεί από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, ο τελευταίος οφείλει μετά την διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για τη διερεύνηση της ουσιαστικής βασιμότητας, να εφαρμόσει, ανάλογα με την κρισιολόγηση από αυτόν του αποδεικτικού υλικού, τα άρθρα 43 παρ. 1 ή 51 ΚΠΔ. Ειδικότερα θα πρέπει να αναφερθεί ότι η προκαταρκτική εξέταση που διενεργήθηκε και το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε αξιολογήθηκε και κρίθηκε μόνον ως προς το σκέλος του νόμω βάσιμου της έγκλησης και δη του χρόνου γνώσης της άδικης πράξης και όχι ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των καταγγελλόμενων, ενώ σε κάθε περίπτωση ο πρώτος εγκαλούμενος δεν κλήθηκε ορθά για την παροχή ανωμοτί εξηγήσεων. Συγκεκριμένα ο πρώτος εγκαλούμενος κλήθηκε για παροχή εξηγήσεων σε εσφαλμένη διεύθυνση και δη ενώ στην έγκληση αναγράφεται ως κατοικία του εγκαλουμένου η οδός … στην Αθήνα, αυτός κλήθηκε στην οδό …, όπου βρέθηκε άγνωστος. Επομένως θα πρέπει να διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση και να κληθεί για παροχή ανωμοτί εξηγήσεων στην ορθή διεύθυνση και δη … – Αθήνα, ενώ σε περίπτωση που και πάλι τυγχάνει άγνωστος στην ως άνω διεύθυνση, θα πρέπει να αναζητηθεί και στην διεύθυνση … – Αθήνα, όπως προκύπτει η διεύθυνση αυτή από την υπ’αριθ.9399/17.12.2012 ένορκη βεβαίωση του ίδιου στην συμβολαιογράφο … και σε περίπτωση που και πάλι τυγχάνει άγνωστος στη διεύθυνση αυτή, θα πρέπει να αναζητηθεί η ενεστώσα διεύθυνση κατοικίας του, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις διατάξεις των άρθρ.155§2εδ.τελευτ. και 157§1 ΚΠΔ. Τέλος θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν πρόκειται εν προκειμένω περί παραγγελίας για συμπληρωματική προκαταρκτική εξέταση κατόπιν τυπικής παραδοχής της προσφυγής και επιφύλαξης για την μετά από αυτή ουσιαστική κρισιολόγηση αλλά περί παραγγελίας για αξιολόγηση επί της ουσίας της κρινόμενης έγκλησης, η οποία δεν έγινε λόγω απόρριψης της έγκλησης ως νόμω αβάσιμης, χωρίς να εξετάσει ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών την ουσιαστική βασιμότητα αυτής. Μετά τη διενέργεια της προκαταρκτικής ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών μπορεί να προχωρήσει είτε στην απόρριψη της έγκλησης με νέα Διάταξη ως ουσία αβάσιμης πλέον, κατά της οποίας επιτρέπεται νέα προσφυγή, είτε στην άσκηση ποινικής δίωξης. Σε διαφορετική περίπτωση ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών θα έχανε παρανόμως το πιο πάνω δικαίωμά του περί αξιολόγησης της ουσιαστικής βασιμότητας της έγκλησης, ενώ από την άλλη πλευρά η Διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών πρέπει να περιορίζεται μόνο στο εξεταζόμενο ζήτημα του νόμου αβασίμου της έγκλησης, κατ’ αναλογική εφαρμογή του μεταβιβαστικού αποτελέσματος των ενδίκων μέσων και στην προσφυγή κατ’άρθρ.52 ΚΠΔ, λόγω του χαρακτήρα αυτής ως ενδίκου μέσου lato sensu.
Επομένως θα πρέπει να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή η υπό κρίση προσφυγή της εταιρείας …, κατά της υπ’ αριθμ. 630/2020 Διάταξης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, να παραγγελθεί η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στον καταθέσαντα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Α) Δεχόμαστε τυπικά και κατ’ ουσίαν την υπ’ αριθμ. 5/2021 προσφυγή της εταιρείας …, κατά της υπ’ αριθμ. 630/2020 Διάταξης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών.
Β) Παραγγέλλουμε τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών να διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση προς διερεύνηση της ουσιαστικής βασιμότητας της από 26.9.2019 έγκλησης της τελούσας σε ασφαλιστική εκκαθάριση ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία … και
Γ) Διατάσσουμε την επιστροφή του παραβόλου στην προσφεύγουσα εταιρεία «…, όπως νόμιμα εκπροσωπείται.
Ολυμπία Δημ. Κλειτσάκη
Αντεισαγγελέας Εφετών
Αθήνα, 12.4.2021
Η Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών