ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 116/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Άννα Ρήγα, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος Εφετών του Δικαστηρίου αυτού, και από τη Γραμματέα Καλυψώ Πολυχρονάκη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Σεπτεμβρίου 2020, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση, μεταξύ των:
ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ – ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ :
…., κατοίκου ……….., με Α.Φ.Μ. ………….. (Δ.Ο.Υ. Λαμίας), ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιου δικηγόρου του Δ.Σ. Λαμίας Αφροδίτης – Φανουρίας Καραϊσκου, που κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ – ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : Της Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία «…….» και το διακριτικό τίτλο «…..», που εδρεύει στη ……., με ΑΦΜ …. (Δ.Ο.Υ. ….), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Γουβέτα του Δ.Σ. Αθηνών, που κατέθεσε προτάσεις.
Ο εκκαλών, με την από 12-11-2014 και με αριθμ. έκθ. καταθ. …/ΕΓ/…/2014 αγωγή του, την οποία άσκησε κατά της εφεσίβλητης, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 171/2017 οριστική απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως νόμω αβάσιμη. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο εκκαλών με την από 24-11-2017 και με αριθμ. έκθ. κατ. …/…-…-2017 έφεσή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με αριθμ. έκθ. κατ. 205/27-11-2017 ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Το Δικαστήριο, με την αριθ. 6/2019 προδικαστική απόφασή του, ανέβαλε την συζήτηση της υπό κρίση υπόθεσης έως την έκδοση απόφασης από τον Άρειο Πάγο, επί της αίτησης αναίρεσης του …. κατά της υπ’ αριθ. 63/2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας, λόγω ταυτόσημου περιεχομένου των δυο αγωγών. Ήδη η ως άνω αίτηση αναιρέσεως έχει γίνει δεκτή με την υπ’ αριθ. 105/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου.
Η εκ νέου συζήτηση της εφέσεως ορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της …-…-2018 και μετ’ αναβολή, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
ΚΑΤΑ τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιος δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ,
Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, «Αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτήν ακυρώνεται μόνο εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση. Κάθε απόφαση που στηρίζεται σ’ αυτήν που αναιρέθηκε αναιρείται, εφόσον οι λόγοι της αναίρεσης αναφέρονται και σ’ αυτήν», στο δε άρθρο 580 παρ. 3 του ιδίου κώδικα, ότι «Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή για παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα, αντίστοιχα), παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές», ενώ στο άρθρο του 581 παρ. 2 αυτού, ότι «Η υπόθεση συζητείται (στο δικαστήριο της παραπομπής) μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση..». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι μετά την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας (έφεση, αγωγή). Η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναιρέσεως, δηλαδή ως προς τα κεφάλαιά της που προσβλήθηκαν με την αναίρεση, όχι δε ως προς άλλα κεφάλαιά της, εκτός αν τα τελευταία συνάπτονται αρρήκτως με τα κεφάλαια ως προς τα οποία χώρησε αναίρεση της αποφάσεως, οπότε συναναιρούνται (ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 251/2016, ΑΠ 1476/2012, ΑΠ 738/2012 δημ. Νόμος). Περαιτέρω, από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει και ότι η αναίρεση της απόφασης και, επομένως, και η εξαφάνισή της, μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής (ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 251/2016, ΑΠ 738/2012, ΑΠ 975/2000 δημ. Νόμος). Η έκταση αυτή της αναιρέσεως προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής αποφάσεως και κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατυπώσεως αυτής και, μάλιστα, του τυχόν χαρακτηρισμού της, από αυτήν, της εκτάσεως της αναιρέσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ως ολικής (ΑΠ 251/2016, ΑΠ 738/2012, ΑΠ 1308/2004 δημ. Νόμος). Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται μία απόφαση, όταν η αναιρούσα αυτήν απόφαση δεν περιορίζει, με σχετική διάταξη, την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (ΑΠ 43/2005 ΕλλΔνη 46.1401, ΑΠ 380/1999 ΝοΒ 48.949, ΑΠ 674/1998 ΝοΒ 47.1415). Περίπτωση εν όλω αναίρεσης συντρέχει και όταν ο αναιρετικός λόγος που έγινε δεκτός, πλήττει κατά νομική ακολουθία το κύρος της όλης απόφασης, σύμφωνα με το διατακτικό της αναιρετικής, αλλά σε συνδυασμό και με το αιτιολογικό της (ΑΠ 129/2004 Δ 35.804). Εξάλλου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 580 παρ. 4 ΚΠολΔ, οι αποφάσεις του Αρείου Πάγου, είτε της ολομέλειας, είτε των τμημάτων, είναι δεσμευτικές για όλα τα δικαστήρια που επιλαμβάνονται της ίδιας υπόθεσης, αναφορικά με τα νομικά ζητήματα που έλυσε ο Άρειος Πάγος, με τη παραδοχή ή την απόρριψη των λόγων αναιρέσεως (ΑΠ 1613/2007 Δ 38.1234, ΑΠ 1145/2005 ΕλλΔνη 48.1658, ΑΠ 674/1998 ο.π.). Αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι Εφετείου, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ακόμα και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα, και τούτο διότι με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (ΑΠ 963/1999 ΕλλΔνη 41.51), ως προς την οποία θα αποφανθεί το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτή, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 1421/2002 δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 71/2011 Δικογ. 2011.423). Το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της εφέσεως ως προϋποθέσεως του παραδεκτού της, θα (επαν)εξετάσει την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση (ΕφΠειρ 658/1989 ΝοΒ 38.662). Τα παράπονα που είχαν διατυπωθεί ως λόγοι εφέσεως και ως αναιρετικοί λόγοι, κατ’ αρχήν καλύπτονται από το δεδικασμένο της αναιρετικής αποφάσεως. Και στην περίπτωση αυτή, αν είχαν γίνει δεκτά ως αναιρετικοί λόγοι, τότε το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται να τα δεχτεί και ως βάσιμους λόγους της εφέσεως, ενώ αν είχαν απορριφθεί ως αναιρετικοί λόγοι, είναι ως λόγοι εφέσεως απαράδεκτοι (ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 251/2016, ΑΠ 1476/2012, ΑΠ 738/2012 δημ. Νόμος). Οι διάδικοι ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής που, εφόσον πρόκειται περί διαφοράς υπαγόμενης στις ειδικές διαδικασίες, δικάζει κατ’ εφαρμογή των ανάλογων διατάξεων, προτείνουν όποιους ισχυρισμούς μπορούσαν να προτείνουν και κατά τη συζήτηση που εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε. Το δικαστήριο αυτό, ερευνώντας μόνον τους λόγους εφέσεως που είναι σχετικοί μετά κεφάλαια της δίκης για τα οποία αναιρέθηκε η εφετειακή απόφαση, ως προς τα οποία μόνον επανακρίνεται – εφόσον ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια υπάρχει δεδικασμένο που δεν ανατράπηκε με την αναίρεση και δεσμεύει έτσι το δικαστήριο της παραπομπής-, δεν δεσμεύεται να κρίνει διαφορετικά επί της ουσίας, δεσμευόμενο μόνον για τα νομικά ζητήματα που επέλυσε η αναιρετική απόφαση, με το λόγο αναιρέσεως που έκανε δεκτό (ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 251/2016, ΑΠ 738/2012 δημ. Νόμος). Περαιτέρω, επί αναιρέσεως εφετειακής αποφάσεως στο σύνολό της : α) οι προτάσεις που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση αυτής (αναιρεθείσας αποφάσεως) δεν λαμβάνονται υπόψη από το Εφετείο (ΑΠ 778/2004, ΑΠ 434/2009, ΑΠ 352/2004, ΕφΠειρ 27/2019, ΕφΠειρ 650/2015, ΕφΑΘ 7478/2013 δημ. Νόμος), β) δεν λαμβάνεται υπόψη η ασκηθείσα με τις προτάσεις αυτές αντέφεση, αν ανάγεται σε κεφάλαιο για το οποίο χώρησε η αναίρεση (ΑΠ 1145/2015, ΑΠ 682/2014, ΑΠ 1070/2008 δημ. Νόμος) και είναι επιτρεπτή από τον εφεσίβλητο η άσκηση αντεφέσεως, κατά τη συζήτηση της μετ’ αναίρεση εφέσεως (ΑΠ 1606/2007, ΕφΠειρ 650/2015 δημ. Νόμος), γ) είναι επιτρεπτή από τον εκκαλούντα η άσκηση πρόσθετων λόγων εφέσεως (ΟλΑΠ 27/2007, ΕφΑΘ 7478/2013, δημ. Νόμος) και δ) είναι επιτρεπτή από τον εναγόμενο ως εφεσίβλητο, μετά την αναίρεση, η πρόταση με τις προτάσεις του στη νέα συζήτηση της εφέσεως, νέων πραγματικών ισχυρισμών, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 527 του ΚΠολΔ (ΑΠ 778/2009, ΑΠ 434/2009, ΑΠ 352/2004, ΕφΠειρ 650/2015 δημ. Νόμος). Ειδικότερα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν αναιρέθηκε η απόφαση, καταργείται η συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση και, κατά συνέπεια, οι κατ’ αυτήν υποβληθείσες προτάσεις συνακυρώνονται και δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο που δικάζει εκ νέου την υπόθεση, έστω και αν γίνεται νόμιμη επίκλησή τους, κατ’ άρθρο 240 ΚΠολΔ, δηλαδή με προσκομιδή τους σε κυρωμένο αντίγραφο και σύντομη περίληψη επαναφερόμενων ισχυρισμών και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που περιέχουν αυτούς. Ειδικότερα, η αναφορά στις προτάσεις που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση και η ενσωμάτωσή τους στις προτάσεις, ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει εκ νέου την υπόθεση, δεν συνιστά νόμιμη επίκληση αποδεικτικών μέσων. Η επίκληση (και στην περίπτωση αυτή) μπορεί να γίνει είτε με τις προτάσεις ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει εκ νέου την υπόθεση, είτε, με αναφορά, με τις προτάσεις αυτές, σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζόμενών προτάσεων της προηγούμενης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση των αποδείξεων, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 ΚΠολΔ (ΑΠ 994/2012, Εφ Πειρ 27/2019 δημ. Νόμος).
Ο ενάγων και ήδη εκκαλών, με την από 2-11-2014 και με αριθμό έκθ. κατ. …./ΕΓ/…/2014 αγωγή του, την οποία άσκησε κατά της εφεσίβλητης, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, ισχυρίσθηκε ότι ως μέτοχος της εναγομένης ανώνυμης εταιρίας με ποσοστό συμμετοχής 10% επί του μετοχικού της κεφαλαίου και Πρόεδρος του Δ.Σ. αυτής, εργάσθηκε σ’ αυτή από το έτος 1979, με την ιδιότητα του υπευθύνου προώθησης φυτοπροστατευτικών προϊόντων και συναφών ειδών, παρέχοντας τεχνική υποστήριξη σε πελάτες, με την πραγματοποίηση επισκέψεων σε καταστήματα εντός του Νομού Φθιώτιδας, αλλά και στην υπόλοιπη χώρα, καθώς και με την ιδιότητα του υπευθύνου για την ανάπτυξη και συντήρηση ιδιωτικών και δημοσίων έργων πρασίνου και τις δημόσιες σχέσεις της εταιρίας στον επιχειρηματικό της κλάδο, με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίες στη συνέχεια κατονομάζονταν ως συμβάσεις παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, έναντι μηνιαίου μισθού. Ότι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο προσέφερε τις υπηρεσίες του στην εναγόμενη, εργαζόταν υπό τις οδηγίες της, τηρώντας το ωράριο που και οι λοιποί εργαζόμενοι αυτής όφειλαν να ακολουθούν, καλύπτοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, πάγιες και διαρκείς ανάγκες της λειτουργίας της. Ότι, την 13-6-2014, αποφασίσθηκε από την Γενική Συνέλευση της εταιρίας να μην ανανεωθούν οι συμβάσεις των μελών του Διοικητικού της Συμβουλίου, για την χρήση από 1-7-2014 έως 30-6-2015 και η εναγομένη έπαυσε να δέχεται τις προσφερόμενες εκ μέρους του υπηρεσίες. Ότι, με την ως άνω απόφασή της, η εναγομένη κατήγγειλε, στις 30-6-2014, τη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας, καταγγελία για την οποία δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες προϋποθέσεις και η οποία είναι καταχρηστική, ενώ παράλληλα συνιστά παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του, διότι υπαγορεύθηκε από λόγους εκδίκησης και κακοβουλίας προς το πρόσωπό του, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην αγωγή. Με βάση το ιστορικό αυτό και μετά από εν μέρει περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που καταχωρίστηκε στα πρακτικά και επαναλαμβάνεται και με τις έγγραφες προτάσεις του, ο ενάγων ζήτησε: α) να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να του καταβάλει, ως αποζημίωση απόλυσης ένεκα της καταγγελίας, το ποσό των 164.800 ευρώ και να υποχρεωθεί να του καταβάλει, για την ίδια αιτία, το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό των 20.000 ευρώ, από το συνολικά αιτούμενο των 184.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της καταγγελίας, ήτοι από την 1-7-2014, άλλως από την επίδοση της αγωγής, και β) να αναγνωρισθεί ότι οφείλει να του καταβάλλει το ποσό των 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, συνιστάμενης στην παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του, την οποία υπέστη από την άκυρη και καταχρηστική καταγγελία της επίδικης σύμβασης εργασίας, δυνάμει της οποίας απασχολούνταν στην εναγομένη, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφαση, απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, διότι ο ενάγων δεν επικαλούνταν σ’ αυτή πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ρητή ή σιωπηρή παραίτησή του από το δικαίωμα να προσβάλει το κύρος της καταγγελίας, θεωρώντας ότι έληξε η σύμβαση εργασίας του με έγκυρη καταγγελία, ώστε να αξιώσει, κατόπιν αυτού, την καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεώς του.
Αντίθετα μάλιστα, σύμφωνα πάντα με την αιτιολογία της εκκαλουμένης, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, ο ενάγων επικαλούνταν ακυρότητα της γενομένης καταγγελίας, αποκρούοντας συγχρόνως αυτήν ως παράνομη, άκυρη και καταχρηστική και υπερημερία της εναγομένης να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του, δηλαδή επικαλούνταν περιστατικά, με βάση τα οποία δικαιούνταν να ζητήσει μισθούς υπερημερίας και να αξιώσει την πραγματική του απασχόληση και όχι την καταβολή αποζημιώσεώς απόλυσης, όπως αιτούνταν. Επίσης, η αγωγή κρίθηκε απαράδεκτη ως προς το αίτημα να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την άκυρη ως καταχρηστική απόλυσή του, υπαγορευόμενη από λόγους εκδίκησης στο πρόσωπό του, διότι δεν ασκήθηκε εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 3198/1955 τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας. Κατά της απόφασης αυτής, ο ενάγων και ήδη εκκαλών, άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, την από 24-7-2017 και με αριθμό έκθ. κατ. …/…-…-2017 έφεση, με την οποία, για τους σ’ αυτή αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, αλλά και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, προκειμένου να κριθεί ως νόμιμη και να γίνει στην συνέχεια δεκτή στην ουσία της, η αγωγή. Στο σημείο αυτό, δέον να σημειωθούν τα εξής : Η κρινόμενη έφεση κατά της 171/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, συζητήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά τη δικάσιμο της 13-2-2018. Κατά την ίδια δικάσιμο, εκδικάστηκε ενώπιον του, έφεση του…. , επίσης μέλους του Δ.Σ. της εναγόμενης εταιρείας, κατά της υπ’ αριθμ,. 172/2017, ταυτόσημης με την εδώ εκκαλουμένη, απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, με την οποία απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, αντίστοιχη αγωγή του τελευταίου κατά της εναγομένης, με ταυτόσημη νομική θεμελίωση, περιεχόμενο και αιτήματα. Επί της εφέσεως αυτής, εκδόθηκε η με αριθμό 63/2018 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία η έφεση, αφού έγινε τυπικά δεκτή, απορρίφθηκε στην ουσία της και επικυρώθηκε η 172/2017 εκκαλουμένη απόφαση. Ο…. άσκησε κατ’ αυτής (…/2018 ΜονΕφΛαμίας), ενώπιον του Αρείου Πάγου, την από 30-10-2018 και με αριθμό έκθ. κατ. …/2018 αίτηση αναίρεσης, με την οποία ζητούσε να γίνει αυτή δεκτή, για τους αναφερόμενους στο δικόγραφό της λόγους. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, το παρόν Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί της υπό κρίση εφέσεως του…. κατά της υπ’ αριθμ. 171/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας (εκκαλουμένης), με την υπ’ αριθ. 6/2019 μη οριστική απόφασή του, ανέβαλε τη συζήτηση της υπόθεσης, έως την έκδοση απόφασης από τον Άρειο Πάγο επί της ως άνω αίτησης αναίρεσης, λόγω του ταυτόσημου των δύο αγωγών. Ήδη, επί της εν λόγω αιτήσεως αναιρέσεως, εκδόθηκε η με αριθμό 105/2020 απόφαση του Β2′ Πολιτικού Τμήματος Αρείου Πάγου, που δέχτηκε ότι : «Το Εφετείο, κατά το μέρος που ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων, ζητά, με την αγωγή του, αποζημίωση λόγω της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του από την εργοδότριά του [εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη], εσφαλμένα ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 2 ν. 3198/1955, 1 και 3 ν. 2112/1920, απορρίπτοντας αυτή ως μη νόμιμη, γι’ αυτό και ο σχετικός λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος. Ειδικότερα, με την άσκηση από τον ενάγοντα και ήδη αναιρεσείοντα της υπό κρίση αγωγής με αίτημα την αποζημίωσή του λόγω απολύσεως και με τη μη προσβολή από αυτόν, με άσκηση σχετικής αγωγής, ως άκυρης, της γενόμενης καταγγελίας της συμβάσεώς εργασίας του εντός τριμήνου από την καταγγελία, όπως είχε δικαίωμα – δεδομένου ότι πρόκειται για σχετική ακυρότητα υπέρ του εργαζομένου-, σιωπηρά παραιτήθηκε από το δικαίωμά του αυτό, επιλέγοντας την είσπραξη αποζημιώσεως, από τη διεκδίκηση μισθών υπερημερίας. Το αναφερόμενο δε στην αγωγή ότι η καταγγελία ήταν άκυρη ως καταχρηστική και ότι προσέβαλε την προσωπικότητά του, αναφέρεται διηγηματικά και προς υποστήριξη της βάσεως και του αιτήματος της αγωγής του περί χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης. Επίσης, το Εφετείο, κατά το μέρος που ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων ζητά με την αγωγή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής του βλάβης, απορρίπτοντας αυτήν ως (ουσιαστικά) απαράδεκτη, εσφαλμένα ερμήνευσε τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 ν. 3198/1955, δεδομένου ότι η ένδικη αξίωση στηρίζεται στα άρθρα 914, 57 παρ. 2, 59, 299, 71 ΑΚ και δεν υπόκειται στην αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 1 ν. 3198/1955, γι’ αυτό και ο σχετικός λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος. Πρέπει, συνεπώς, να αναιρεθεί η 63/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας, στο σύνολό της, και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω έρευνα στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή (άρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ)». Συνεπώς, εφόσον χώρησε αναίρεση της προαναφερθείσας, υπ’ αριθμ. 63/2018 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, που έκρινε ως άνω, επί ταυτόσημης με την ένδικη αγωγής, ζήτημα το οποίο επηρεάζει άμεσα και την υπό κρίση υπόθεση, αφού, όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 580 παρ. 4 ΚΠολΔ, οι αποφάσεις του Αρείου Πάγου, είτε της ολομέλειας, είτε των τμημάτων, είναι δεσμευτικές για όλα τα δικαστήρια που επιλαμβάνονται της ίδιας υπόθεσης, αναφορικά με τα νομικά ζητήματα που έλυσε ο Άρειος Πάγος, με τη παραδοχή ή την απόρριψη των λόγων αναιρέσεως (ΑΠ 1613/2007 Δ 38.1234, ΑΠ 1145/2005 ΕλλΔνη 48.1658, ΑΠ 674/1998 ο.π,), το παρόν Δικαστήριο δεσμεύεται ως προς το κριθέν νομικό θέμα. Κατά συνέπεια, νόμιμα φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με την από 11-2-2020 και με αριθμό έκθ. κατ. 15/2020 στο πρωτοβάθμιο και 45/20202 στο παρόν Δικαστήριο, αίτηση – κλήση του εκκαλούντος – ενάγοντος, η κρινόμενη έφεση, προς νέα συζήτησή της, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της, καθόσον έχει ήδη λάβει χώρα έρευνα του παραδεκτού της, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 6/2019 μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου.
Από τα άρθρα 1 και 3 ν. 2112/1920 (ΦΕΚ Α 68), 1, 2 και 5 ν. 3198/1955 (ΦΕΚ Α. 98), 1, 3 και 5 β.δ. της 16.7.1920/18.7.1920, 2 παρ. 4, 32 ν. 2556/1997 (ΦΕΚ Α. 270 / 24.12.1997), 74, 76 ν, 3863/2010 (ΦΕΚ Α. 115/15.7.2010), 17 παρ. 5 .α, 19 ν. 3899/2010 (ΦΕΚ Α. 212/17.12.2010), “πρώτο” υπ.(ΙΑ . 12) της παραγράφου (ΙΑ) του ν. 4093/2012 (ΦΕΚ Α. 222/12.11.2012) και 34 ν. 4111/2013 (ΦΕΚ Α. 18/25.1.2013 – διόρθωση σφαλμάτων ΦΕΚ Α. 33/7.2.2013), προκύπτει ότι η καταγγελία, ρητή ή σιωπηρή, με την οποία λύεται η σύμβαση ιδιωτικού δικαίου εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου (άρθρα 361, 648, 669, 672 ΑΚ), είναι μονομερής, απευθυντέα και, κατά κανόνα, αναιτιώδης δικαιοπραξία, δηλαδή δεν απαιτείται να αιτιολογείται από τον καταγγέλοντα εργοδότη και το κύρος της δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας. Επίσης, έχει άμεση διαπλαστική ενέργεια, ήτοι μόλις περιέλθει η σχετική δήλωση βουλήσεως στον αντισυμβαλλόμενο εργαζόμενο, αδιακρίτως του τρόπου ανακοινώσεώς της σε αυτόν (προφορικώς, εγγράφως ή δι’ αγγέλου), λύεται, για το μέλλον, η έννομη σχέση είτε αμέσως (απρόθεσμη καταγγελία) είτε με την πάροδο ορισμένης προθεσμίας. Επί ακυρότητας της καταγγελίας, η διαπλαστική της ενέργεια δεν επέρχεται, η σύμβαση εργασίας εξακολουθεί να υφίσταται και η δικαστική απόφαση που αναγνωρίζει την ακυρότητα της καταγγελίας (άρθρα 68, 70 ΚΠολΔ, 180, 174 ΑΚ), απλώς επιβεβαιώνει την έκτοτε ανυπαρξία του ως άνω αποτελέσματος της. Η μη καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως από τον εργοδότη που κατήγγειλε τη σύμβαση ιδιωτικού δικαίου εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, καθώς και η μη τήρηση του έγγραφου τύπου (και) με ιδιωτικό έγγραφο και εγχείρησή του στον εργαζόμενο προς τον οποίο απευθύνεται, ώστε να λάβει γνώση του περιεχομένου του (άρθρα 168, 169, 167 ΑΚ), συνεπάγεται την ακυρότητα της καταγγελίας. Η νόμιμη αποζημίωση πρέπει να καταβάλλεται άσχετα από το λόγο που προκάλεσε την καταγγελία, εκτός από τις περιπτώσεις που αναγράφονται περιοριστικά στο νόμο, όπως υποβολή μηνύσεως για αξιόποινη πράξη (άρθρα 5 παράγραφοι 1 και 2 ν. 2112/1920, 6 παρ. 1 εδ. β’ του β.δ. της 16.7.1920/18.7.1920, 7 ν. 3198/1955) ή ανώτερη βία (άρθρα 6 παρ. 1 εδ. α’ του β.δ. της 16.7.1920/18.7.1920, 6 παρ. 2 εδ. γ’ ν. 2112/1920). Επίσης, η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας από τον εργοδότη, επιφέρει ακυρότητα (άρθρα 281 ΑΚ, 25 παρ. 3 Συντάγματος). Τους συγκεκριμένους λόγους (ή το λόγο), εξ’ αιτίας των οποίων η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας είναι καταχρηστική, ο εργαζόμενος οφείλει να επικαλεσθεί, σαφώς και ορισμένως, στο δικόγραφο της αγωγής για την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας, καθώς και να αποδείξει (άρθρα 216 παρ. 1, 111 παρ. 2, 106 ΚΠολΔ). Καταχρηστική είναι η καταγγελία (και) όταν έγινε, αποκλειστικώς και μόνο, από εκδίκηση στο πρόσωπο του εργαζομένου, συνεπεία προηγούμενης νόμιμης συμπεριφοράς του τελευταίου, μη αρεστής στον εργοδότη (ΑΠ 105/2020, ΑΠ 1512/2018, ΑΠ 671/2018, ΑΠ 1003/2017, ΑΠ 1387/2015 δημ. Νόμος). Η άρνηση του εργοδότη, ύστερα από άκυρη εκ μέρους του καταγγελία, να δεχθεί την εργασία του εργαζομένου, τον καθιστά υπερήμερο περί την αποδοχή της. Υποχρεούται, τότε, να καταβάλει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του – μισθούς υπερημερίας (άρθρα 361, 648, 649, 350, 349, 654, 655, 653, 656, 652 ΑΚ), δηλαδή το νόμιμο ή σύμφωνημένο μισθό του και ό,τι άλλο ο εργαζόμενος θα εισέπραττε, ως η προσφορά της εργασίας του να συνεχιζόταν κανονικά, ακόμη και για χρόνο μετά την άσκηση της αγωγής του εργαζομένου (άρθρο 69 παρ. 1 εδ. α ‘ΚΠολΔ), μέχρι την άρση της υπερημερίας. Ο εργαζόμενος δικαιούται είτε να εμμείνει στην ακυρότητα της καταγγελίας είτε να θεωρήσει έγκυρη την καταγγελία και, ειδικότερα:
(1).- Αν ο εργαζόμενος εμείνει στην ακυρότητα της καταγγελίας δικαιούται να ζητήσει τους μισθούς υπερημερίας, ενώ δεν υποχρεούται σε πραγματική και προσήκουσα προσφορά των υπηρεσιών του, αφού στην καταγγελία του εργοδότη εμπεριέχεται και η δήλωση βουλήσεώς του να μην αποδεχθεί, στο μέλλον, τις υπηρεσίες του απολυθέντος (ΑΠ 105/2020, ΑΠ 597/2006, δημ. Νόμος). Δημιουργείται, ακόμη, υποχρέωση του εργοδότη, με αντίστοιχο δικαίωμα του εργαζομένου, αν κριθεί άκυρη η καταγγελία με δικαστική, έστω και οριστική, απόφαση, να απασχολεί, πραγματικά, τον εργαζόμενο (άρθρο 23 παρ. 2 ν. 1246/1982, ΦΕΚ Α. 79). Η υποχρέωση αυτή του εργοδότη, δεν ανακύπτει ως αυτόματη συνέπεια της αναγνωρίσεως της ακυρότητας της καταγγελίας. Προς τούτο, πρέπει η απόκρουση της εργασίας του εργαζομένου να είναι παράνομη, όπως όταν γίνεται υπό περιστάσεις, που υπερβαίνουν προφανώς τα όρια του άρθρου 281 ΑΚ ή όταν ο εργαζόμενος, συνεπεία της μη πραγματικής απασχολήσεώς του, υφίσταται προσβολή της προσωπικότητάς του, λόγω μειώσεώς του στο επαγγελματικό και κοινωνικό του περιβάλλον (άρθρα 57 ΑΚ, 5 παρ. 1, 22 Συντάγματος) ή όταν ο εργαζόμενος με πρόθεση ζημιώνεται, κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη (άρθρο 919 ΑΚ). Τα προηγούμενα είναι συνυφασμένα με το είδος της απασχολήσεως και το ιδιαίτερα έντονο συμφέρον του εργαζομένου για πραγματική απασχόληση (ΑΠ 105/2020, ΑΠ 1515/2003 δημ. Νόμος), περιστατικά, που κρίνονται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. (2).- Αν ο εργαζόμενος θεωρήσει έγκυρη την καταγγελία, δικαιούται να αξιώσει τη νόμιμη αποζημίωση. Κατά ταύτα, η ακυρότητα της καταγγελίας τάσσεται υπέρ του εργαζόμενου, είναι, συνεπώς, σχετική. Ο εργαζόμενος μπορεί να παραιτηθεί, ρητώς ή σιωπηρώς (άρθρο 156 ΑΚ), από το δικαίωμά του προσβολής της καταγγελίας ως άκυρης και να ζητήσει τη νόμιμη αποζημίωση. Η σιωπηρή παραίτηση μπορεί να συναχθεί (και) από εκδηλώσεις ή πράξεις του δικαιούχου, οι οποίες έγιναν, κυρίως, για άλλο σκοπό και, συμπερασματικώς, ενέχουν και άλλη δικαιοπρακτική του βούληση, δηλαδή της παραιτήσεώς του από το δικαίωμα προσβολής της καταγγελίας, ως άκυρης. Η σιωπηρή παραίτηση πρέπει να προκύπτει, σαφώς και ανενδοιάστως, από συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 105/2020, ΑΠ 1462/2007 δημ. Νόμος). Εξάλλου, κάθε αξίωση του εργαζομένου, που πηγάζει από άκυρη καταγγελία της σχέσεως εργασίας, είναι απαράδεκτη, εφ’ όσον η σχετική αγωγή δεν ασκηθεί εντός ανατρεπτικής (αποσβεστικής) προθεσμίας τριών (3) μηνών από τη λύση της σχέσεως εργασίας. Η προθεσμία αυτή λαμβάνεται υπ’ όψη (και) αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και αφετηρία της αποτελεί ο πιο πάνω χρόνος λύσεως της σχέσεως εργασίας (άρθρα 6 παρ.1 ν. 3198/1955, 279, 280, 240, 241, 242, 243, 251 ΑΚ). Η μη επίδοση της αγωγής στον εργοδότη, εμπρόθεσμα (άρθρα 215, 221 ΚΠολΔ), καθιερώνει ουσιαστικό απαράδεκτο, που πλήττει, κυρίως, το δικαίωμα της επικλήσεως και της προσβολής της καταγγελίας, ως άκυρης, για οποιονδήποτε λόγο και, κατ’ ανάγκη, τις ουσιαστικές αξιώσεις, οι οποίες συνέχονται με αυτό το απαράδεκτο. Αν η προθεσμία παρέλθει άπρακτη, η καταγγελία καθίσταται έγκυρη και ο εργαζόμενος μπορεί να ζητήσει μόνο την πληρωμή της νόμιμης αποζημιώσεως, ενώ οι σχετικές αξιώσεις, οι οποίες προϋποθέτουν την ακυρότητα, αποσβέννυνται και η αγωγή απορρίπτεται ως ουσιαστικά απαράδεκτη. Ομοίως, η αξίωση για την πληρωμή (καταβολή) ή συμπλήρωση της νόμιμης αποζημιώσεώς είναι απαράδεκτη, εάν η αγωγή δεν ασκηθεί εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών. Η προθεσμία αυτή είναι ανατρεπτική (αποσβεστική), έχει ως αφετηρία τον χρόνο λύσεως της σχέσεως εργασίας και λαμβάνεται υπ’ όψη (και) αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθρα 6 παρ. 2 εδ. α΄ ν. 3198/1955, 279, 280, 241, 240, 242, 243, 251 ΑΚ). Η μη επίδοση της αγωγής στον εργοδότη εμπρόθεσμα (άρθρα 215, 221 ΚΠολΔ), καθιερώνει, επίσης, ουσιαστικό απαράδεκτο και η αγωγή απορρίπτεται ως ουσιαστικά απαράδεκτη (ΑΠ 105/2020, ΑΠ 1003/2017, ΑΠ 359/2015, ΑΠ 1387/2015 δημ. Νόμος).
Για την ύπαρξη αδικοπραξίας, κατά το άρθρο 914 ΑΚ, απαιτείται, εκτός άλλων όρων, παράνομη συμπεριφορά (θετική πράξη ή παράλειψη), προσώπου. Τέτοια συμπεριφορά αποτελεί και η προσβολή ορισμένου δικαιώματος άλλου ή απλώς συμφέροντος του, προστατευομένου από τη διάταξη νόμου, η οποία παραβιάζεται (ΑΠ 105/2020, ΑΠ 146/2018, ΑΠ 1284/2017, ΑΠ 5/2001, ΑΠ 87/2000 δημ. Νόμος). Το δικαίωμα της προσωπικότητας, ως πλέγμα αγαθών, που συνθέτουν την υπόσταση ατόμου και είναι με αυτό (άτομο) αναπόσπαστα συνδεδεμένα (άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγματος), προστατεύεται, σε περίπτωση προσβολής, από τα άρθρα 57 και 59 ΑΚ. Η προσβολή της προσωπικότητας πρέπει να είναι παράνομη, να γίνεται δηλαδή όταν είτε δεν υπάρχει δικαίωμα είτε ασκείται υπάρχον δικαίωμα καταχρηστικώς (άρθρα 281 ΑΚ, 25 παρ.3 Συντάγματος). Αγαθά που προστατεύονται από την προσωπικότητα, είναι και η τιμή και η επαγγελματική αξία του ατόμου. Η τιμή του ατόμου, ειδικότερα, αντικατοπτρίζεται στην εκτίμηση, απέναντι του, των άλλων και προστατεύεται, κυρίως, ως κοινωνικό αγαθό (άρθρο 5 παρ. 1 Συντάγματος). Αξίωση από την προσβολή της προσωπικότητας είναι και η αποζημίωση προς ικανοποίηση της σημαντικής ηθικής βλάβης του προσβαλλόμενου. Για την αξίωση αποζημιώσεως προς ικανοποίηση ηθικής βλάβης, συνισταμένη και σε πληρωμή εύλογου χρηματικού ποσού, απαιτείται και το στοιχείο της υπαιτιότητας (άρθρα 57 παρ. 2, 59, 914, 299, 932, 926, 927, 71 ΑΚ). Οι όροι δηλαδή αυτής της παροχής, εξομοιώνονται με εκείνους της αποζημιώσεως (προσβολή, παράνομη συμπεριφορά που προκάλεσε την προσβολή, αιτιώδης σύνδεσμος της προσβολής με την παράνομη συμπεριφορά και υπαιτιότητα εκείνου που προσβάλλει). Προκειμένου δε, να καθορισθεί το εύλογο χρηματικό ποσό, λαμβάνονται υπ’ όψη και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, όπως και η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, χωρίς να αναφέρεται αναγκαίους και σε τι συνίσταται η κατάσταση αυτή, η κοινωνική θέση του διαδίκου, που προσβάλλεται στην προσωπικότητά του, το είδος και η έκταση της βλάβης (Ολ. ΑΠ 13/1999 ΕλλΔ 40.753, ΑΠ 105/2020, ΑΠ 849/2015, ΑΠ 114/2013 δημ. Νόμος). Εξάλλου, αν η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου ή συνιστά αδικοπραξία, ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στο μισθωτό και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 330, 299, 932, 914, 281 του Α.Κ. και 5 παρ. 1 του Συντάγματος (ΑΠ 671/2018 Ισοκράτης, ΑΠ 1901/2005, ΑΠ 161/1997, ΑΠ 1000/2017, δημ. Νόμος). Ειδικότερα, η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εργοδότη, μειωτική προς την προσωπικότητα του εργαζομένου κατά τις εκφάνσεις της τιμής, καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητας, ως μείωση της επαγγελματικής αξίας του, όπως είναι η απόλυση του εργαζομένου από τον εργοδότη, κατά τρόπο που εκθέτει (μειώνει) τον απολυθέντα στους συναδέλφους του και στο κοινωνικό του περιβάλλον, εν όψει και του είδους της απασχολήσεως και του ιδιαίτερα έντονου συμφέροντος του εργαζομένου για πραγματική απασχόληση, δικαιολογεί αξίωση του τελευταίου για αποζημίωση προς ικανοποίηση της σημαντικής ηθικής του βλάβης. Η αξίωση αυτή στηρίζεται στα άρθρα 914, 57 παρ. 2, 59, 299, 932, 926, 927, 71 ΑΚ σε συνδυασμό προς τα άρθρα 648, 669, 672, 361 ΑΚ και δεν έχει σχέση με τις αξιώσεις από το ως άνω άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2 εδ. α’ ν. 3198/1955 και, ως εκ τούτου, δεν υπόκειται στις αποσβεστικές προθεσμίες του άρθρου 6 παράγραφοι 1 και 2 εδ. α’ του νόμου αυτού. (ν. 3198/1955). Στο δικόγραφο της αγωγής με αίτημα την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως για ηθική βλάβη για την ανωτέρω αιτία, πρέπει να εκτίθενται ότι ο εργαζόμενος υπέστη ηθική βλάβη για συγκεκριμένους λόγους (ή λόγο), από παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εργοδότη, που πρέπει ο εργαζόμενος και να αποδεικνύει (ΑΠ 105/2020 δημ. Νόμος).
Από τη σύγκριση όμως του περιεχομένου των ως άνω αγωγών αφενός, και της κρινόμενης αγωγής αφετέρου, και από τις παραδοχές της 39/2018 αμετάκλητης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην αρχή της παρούσας, προκύπτει ότι δεν υπάρχει ταυτότητα αντικειμένου μεταξύ αυτών, καθόσον οι αξιώσεις που ασκούνται με τις ένδικες αγωγές, είναι διάφορες κατά νομική αιτία (αναγνώριση ακυρότητας αποφάσεων τακτικής Γ.Σ. της εναγομένης αφενός, καταβολή αποζημίωσης απολύσεως και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εργαζομένου, αφετέρου), το δε αντικείμενο της παρούσας δίκης, που διεξάγεται μεταξύ των ίδιων προσώπων, όντας διαφορετικό από εκείνο της δίκης που προηγήθηκε, δεν έχει αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη (ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 960/2015 δημ. Νόμος).
Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες, διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειας τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο, αναγόμενο ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των συμβάσεων αορίστου χρόνου (άρθρ, 1, 2, 3 του ν. 2112/1920 ή 1, 3, 5 του β.δ. της 16/18-7-1920), ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της σύμβασης και θεωρείται ότι τότε καταρτίσθηκε ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, στην οποία δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου, χωρίς (μεταξύ άλλων) έγγραφη καταγγελία της σύμβασης και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης (ΟλΑΠ 19/2007, ΟλΑΠ 20/2007, δημ. Νόμος). Η διάταξη αυτή, ενώ αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από τη μη τήρηση εκ μέρους του εργοδότη των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την απόλυση ο ν. 2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης, ως άνω, κοινοτικής Οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις έργου ή εργασίας ορισμένου χρόνου, που καλύπτουν πραγματικά πάγιες και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες της υπηρεσίας (ΑΠ 608/2014, ΑΠ 979/2008, ΑΠ 964/2007, δημ. Νόμος).
Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται και, ειδικότερα, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάστηκαν νόμιμα στο ακροατήριο και οι οποίες (καταθέσεις) περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, εκτιμώμενες δε και σταθμιζόμενες ανάλογα με το λόγο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας καθενός από τους εξετασθέντες, σε συνδυασμό με όλα τα νομίμως προσκομιζόμένα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, χωρίς να παραλείπεται κάποιο κατά την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς, έστω και αν δεν μνημονεύονται ένα προς ένα (ΟλΑΠ 848/1981 ΝοΒ 30.441, ΟλΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988.75, ΑΠ 187/2010, ΑΠ 1697/2010, ΑΠ 722/2004 δημ. Νόμος), είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3 , 339 και 395 του ΚΠολΔ, βλ. σχετ. ΑΠ 60/2008, ΑΠ 1201/2007 δημ. Νόμος), από τη με αριθμό 19047/14-040-2016 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα αποδείξεως … ενώπιον της Συμβολαιογράφου Λαμίας …, που λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης (βλ. τη με αρ. 45Β 711-04-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Λαμίας με έδρα το Πρωτοδικείο Λαμίας, …), από τις με αριθμό 19345, 19346 και 19347/08-12- 2016 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων αποδείξεως…. ενώπιον της ως άνω Συμβολαιογράφου Λαμίας, που λήφθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης (βλ. τη με αρ. 523Β705-12-2016 έκθεση επίδοσης του αυτού δικαστικού επιμελητή), από τις με αριθμό 253, 254 και 255/2016 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης…. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Λαμίας, που λήφθηκαν με επιμέλεια της εναγομένης, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος (βλ. τις με αρ 4038Γ, 4039Γ και 4037Γ/ 23-11-2016 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Λαμίας με έδρα το Πρωτοδικείο Λαμίας, …), από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), από τις ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τις προτάσεις τους (άρθρο 261 ΚΠολΔ) και ειδικότερα αναφέρονται κατωτέρω και από την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…» και το διακριτικό τίτλο «…», συστήθηκε με την υπ’ αριθμ. 16304/4.12.1978 πράξη του Συμβολαιογράφου Αθηνών…. που εγκρίθηκε με την υπ’ αρ. 5180/6.12.1978 απόφαση του Νομάρχη Φθιώτιδος και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ τ. ΑΕ & ΕΠΕ υπ’ αριθμ. …/……..1978, ενώ στη συνέχεια καταχωρήθηκε νομίμως στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών με ΑΡ.Μ.Α.Ε. …/…/Β/…/… και στο ΓΕΜΗ με αριθμό …. Ιδρυτές και αρχικοί μέτοχοι της εταιρίας ήταν…. Σκοπός της εταιρίας είναι η εμπορία γεωργικών φαρμάκων, μηχανημάτων και εξαρτημάτων, εργαλείων, ζωοτροφών, λιπασμάτων και σπόρων οικιακών συσκευών αυτοκινήτων και κάθε είδους βιομηχανικών και γεωργικών προϊόντων. Η διάρκειά της ορίστηκε πεντηκονταετής, κατόπιν παράτασής της με την από 25-06-2008 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης (ΦΕΚ Τ. ΑΕ & ΕΠΕ …/25.7.2008), με έναρξη την 07-12-2008 και λήξη την 06-12-2058. Το καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο της εναγομένης, το οποίο κατά την ίδρυσή της ανέρχονταν σε 5.000.000 δραχμές και κατά την άσκηση της αγωγής σε 412.283,23 ευρώ, διαιρέθηκε σε 140.711 ονομαστικές μετοχές ονομαστικής αξίας 2,93 ευρώ η κάθε μία (βλ. την από 30-06-2010 απόφαση της Γ.Σ., που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ …/24-09-2010). Ο ενάγων – εκκαλών είναι μέτοχος της εταιρίας με ποσοστό 9,83% επί του μετοχικού κεφαλαίου (13.831 μετοχές). Με τα άρθρα 12 και 13 του καταστατικού της εναγομένης (και σύμφωνα με το άρθρο 21 του ν. 2190/1920), ορίστηκε ο αριθμός των μελών του Δ.Σ. σε πέντε έως εννέα, με τριετή θητεία. Από την έναρξη της λειτουργίας της, η εναγόμενη, υπήρξε οικογενειακή και ολιγομετόχική εταιρία, λόγος για τον οποίο, οι ιδρυτές – μέτοχοι και μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της, ασχολούνταν προσωπικά με τις υποθέσεις της και τον κύκλο εργασιών της, ως εκ της ιδιότητάς τους ως μελών της Διοίκησης αυτής. Με τον τρόπο αυτό, εξάλλου, διασφαλίζονταν καλύτερος έλεγχος και εποπτεία των υποθέσεων της εταιρίας, αφού τα μέλη του Δ.Σ. μπορούσαν να έχουν ίδια άποψη και αντίληψη για όσα λάμβαναν χώρα στην επιχείρηση, ενώ προσωπικά επέβλεπαν την εκτέλεση των αποφάσεων που οι ίδιοι λάμβαναν ως Δ.Σ. Το Δ.Σ. της εταιρίας, το οποίο αποτελούνταν από τους συνεταίρους, καθώς και από μέλη των οικογενειών τους, αποφάσιζε για ζητήματα γενικότερης για την εταιρία σημασίας, όπως π.χ. τη συνεργασία της εναγομένης εταιρίας με Τράπεζες, ζητήματα προσωπικού κλπ, χωρίς βεβαίως να δίνει εντολές στα μέλη που το συναποτελούσαν και που εκπροσωπούσαν την εταιρία κατά το καταστατικό της. Με την πάροδο του χρόνου, απέκτησαν μετοχές της εταιρίας και εξελέγησαν ως μέλη του Δ.Σ. της και τέκνα των ιδρυτών, με πρώτη…. , ενώ ακολούθησαν…. Με το με αρ. …/2011 πρακτικό της Γ.Σ. των μετόχων, εκλέχθηκε το Δ.Σ. της εταιρίας και συγκροτήθηκε αυτό σε σώμα με το αριθμ. …/25.6.2011 πρακτικό, ως εξής:…. Η θητεία του ανωτέρω Δ.Σ. ορίστηκε τριετής. Το Δ.Σ. της εταιρίας αποφάσισε ομόφωνα, σύμφωνα με το άρθρο 20 του καταστατικού της, ότι η εταιρία εκπροσωπείται νόμιμα, αναλαμβάνει έγκυρα υποχρεώσεις και δεσμεύεται έναντι παντός τρίτου, για κάθε πράξη και σχέση της, με την υπογραφή δύο (2) από τους παρακάτω Συμβούλους, η οποία τίθεται κάτω από την εταιρική επωνυμία, ήτοι των…. μελών του Δ.Σ. Στα καθήκοντα των ανωτέρω ανάγονταν το να εκπροσωπούν την εταιρία και να ενεργούν για λογαριασμό της, αναφορικά με : α) Είσπραξη χρημάτων, εξόφληση επιταγών, β) Ανάληψη χρημάτων, χρηματογράφων, μερισματαποδείξεων, γ) Έκδοση, οπισθογράφηση επιταγών, δ) Έκδοση, αποδοχή, οπισθογράφηση, προεξόφληση συν/κών, γραμματίων σε διαταγή, ε) Εξαλείψεις υποθηκών – προσημειώσεων και άρση κατασχέσεων, στ) Παραλαβή φορτωτικών εγγράφων, ζ) Είσπραξη φορτωτικών με ενέγγυο προκαταβολή, η) Λήψη δανείων και χρήση πιστώσεων, θ) Έκδοση εγγυητικών επιστολών υπέρ της εταιρίας και υπέρ των μελών της, απαλλαγή από αυτές, ι) Μίσθωση και χρήση χρηματοκιβωτίων και λύση μισθώσεων, κ) Συμμετοχή σε διαγωνισμούς (δημοπρασίες). Στα καθήκοντά τους, επίσης, ανάγονταν να ενεργούν αυτοί για λογαριασμό της εταιρίας, υπογράφοντες δύο (2) από τους ανωτέρω Συμβούλους κάτω από την εταιρική επωνυμία για: α) Άνοιγμα ενέγγυων πιστώσεων, β) Συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, γ) Παροχή εμπράγματης ασφάλειας επί κινητών (αξιών), ανάληψη δοθέντων σε ενέχυρο, δ) Παροχή εμπράγματης ασφάλειας επί ακινήτων. Λόγω ακριβώς της οικογενειακής φύσης της εναγομένης εταιρίας, όλοι οι εταίροι – μέλη του Δ.Σ. αυτής (μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, ο οποίος είναι γεωπόνος), ασχολούνταν προσωπικά με τις υποθέσεις της εταιρίας, ευρισκόμενοι ως επί το πλείστον στο κατάστημα αυτής κατά τις ώρες λειτουργίας του, ώστε να είναι σε θέση να ελέγχουν άμεσα την πορεία των εργασιών της, χωρίς όμως να δέχονται εντολές από το Δ.Σ. ή να έχουν σχετική υποχρέωση ή να πρέπει να ζητήσουν άδεια προκειμένου να απουσιάσουν, αρκούμενοι στο να ενημερώνει ο ένας τον άλλο για την απουσία του, ώστε να μην απουσιάσουν όλοι ταυτοχρόνως. Η ενημέρωση και η συνεννόηση αυτή, λάμβανε χώρα τόσο σε καθημερινή βάση, όσο και κατά τον προγραμματισμό των διακοπών ενός εκάστου εξ’ αυτών. Κανείς όμως εκ των διοικούντων δεν λάμβανε «άδεια» και δη από το Δ.Σ., στο οποίο και ο ίδιοι μετείχαν, πολύ δε περισσότερο ο ενάγων, ο οποίος ήταν, όπως προαναφέρθηκε ο Πρόεδρος αυτού και που, ακριβώς λόγω της ιδιότητάς του αυτής, είχε, πλέον των αυξημένων αρμοδιοτήτων, τον κύριο λόγο αναφορικά με την πορεία της επιχείρησης. Η τήρηση ωραρίου, η έγκριση των αδειών και η λήψη οδηγιών και εντολών, αφορούσε όλους τους εργαζόμενους στην εταιρία, όχι όμως και τους εταίρους – μέλη του Δ.Σ. αυτής, και δη τον Πρόεδρο αυτού (ενάγοντα), λόγος για τον οποίο, άλλωστε, οι εργαζόμενοι της εταιρίας, αντιμετώπιζαν τους τελευταίους ως εργοδότες τους. Μόνο δε, το γεγονός, ότι οι μέτοχοι που είχαν προσωπική ενασχόληση με τα εταιρικά ζητήματα, βρίσκονταν συνήθως στο κατάστημα της εταιρίας κατά τις ώρες λειτουργίας του, δεν υποδηλώνει εξάρτηση από κάποιον εργοδότη. Περαιτέρω, από την έναρξη λειτουργίας της εταιρίας, τα ιδρυτικά στελέχη της, καθώς επίσης και τα τέκνα αυτών, υπό την ιδιότητά τους ως ελευθέρων επαγγελματιών, συνήπταν με την εναγομένη, κάθε έτος, αντί υψηλών αμοιβών, συμβάσεις παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, οι οποίες εγκρίνονταν κατ’ άρθρο 23 παρ. 2 του Ν. 2190/1920 από την Τακτική Γ.Σ. και κατατίθεντο στην Δ.Ο.Υ. Λαμίας. Αν και οι καταβαλλόμενες, δυνάμει των συμβάσεων αυτών, αμοιβές επιβάρυναν σημαντικά τα γενικά έξοδα της εταιρείας (με συνέπεια, όλες οι χρήσεις, τεχνηέντως, να εμφανίζονται ζημιογόνες), η εταιρία στην πραγματικότητα ήταν κερδοφόρα και, ουσιαστικά, με τον τρόπο αυτό, γίνονταν διανομή των κερδών μεταξύ των εκάστοτε μελών του Δ.Σ. και δεν δινόταν μέρισμά στους υπόλοιπους μετόχους, που ήταν συγγενείς – μέλη των οικογενειών των ιδρυτών της, πρακτική την οποία, όλα αυτά τα χρόνια, επιδοκίμαζαν και επικροτούσαν οι εταίροι – μέλη του Δ.Σ. (μεταξύ των οποίων και ο ενάγων), μετακυλίοντας με τον τρόπο αυτό τις ζημίες στο νομικό πρόσωπο της ανώνυμης εταιρίας, μέσω της διαδικασίας διανομής μερίσματος από την τακτική Γ.Σ. Όσον αφορά ειδικότερα στον ενάγοντα, από την επισκόπηση του περιεχομένου των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών που κατήρτιζε κατ’ έτος την εναγομένη εταιρία, τις οποίες ο ίδιος είχε εγκρίνει ανεπιφύλακτα ως μέτοχος σε όλες τις Τακτικές Γενικές Συνελεύσεις, προκύπτει σαφώς, ότι αποκλείεται απολύτως η ερμηνεία τους ως συμβάσεων εργασίας. Ειδικότερα, σε όλες τις εν λόγω συμβάσεις, ρητώς αναφέρεται ότι η εναγομένη αναθέτει στον ενάγοντα…. , που «αναλαμβάνει επ’ αμοιβή ως επιστήμων γεωπόνος», τις εξής αρμοδιότητες : α) να παρέχει τις εξειδικευμένες γνώσεις του στους πελάτες της εταιρίας είτε εντός του καταστήματος της, είτε και εκτός αυτού, στους αγρούς, β) να μελετά τη σύνθεση, χρήσεις και επιπτώσεις και να επιλέγει και προτείνει την προμήθεια των πωλούμενών γεωργικών φαρμάκων, λιπασμάτων και σπόρων και να παρέχει συμβουλές για τον τρόπο χρήσης αυτών, καθώς και τη σύνταξη μελετών και εκτιμήσεων, υπό τους όρους, μεταξύ άλλων, ότι δεν επιτρέπεται να παρέχει το ίδιο έργο σε άλλη εταιρία και ότι ο ίδιος θα φέρει την ευθύνη της επιτυχίας του έργου, ευθυνόμενος σε αποζημίωση για κάθε ζημία που τυχόν ήθελε υποστεί η εναγομένη, με την συμφωνία ότι για την αμοιβή θα εκδίδεται θεωρημένη απόδειξη παροχής υπηρεσιών ή απόδειξη δαπανών και ότι η εναγομένη θα έχει το δικαίωμα, κατ’ εκλογή της, να καταγγείλει τη σύμβαση ή να υπαναχωρήσει αζημίως από αυτή οποτεδήποτε, ενώ σε περίπτωση πλημμελούς εκτέλεσης του έργου ή πλημμελούς εκπλήρωσης των εκ της συμβάσεων απορρεουσών υποχρεώσεων του ενάγοντος ή παραβάσεώς τους, η εναγομένη δικαιούται σωρευτικά, πλην της καταγγελίας ή υπαναχωρήσεως αζημίως από τη σύμβαση, να ζητήσει και την αποκατάσταση κάθε ζημίας της. Η κατά τη σύμβαση προβλεπόμενη κάθε φορά, συμφωνηθείσα «αμοιβή» του ενάγοντος, πέραν του ότι ήταν ιδιαίτερα υψηλή, διέφερε κατ’ έτος. Ειδικότερα, οι εν λόγω συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, εγκρίνονταν κάθε χρόνο από τη Γενική Συνέλευση και το ποσό των «αμοιβών» δεν ήταν σταθερό (όπως προκύπτει άλλωστε και από το δικόγραφο της αγωγής), αλλά προσδιοριζόταν εν όψει των διαφαινομένων κερδών της επόμενης χρήσης κατά το χρόνο κάθε τακτικής Γενικής Συνέλευσης, δηλαδή περί το μήνα Ιούνιο κάθε έτους. Τούτο συνομολογείται από τον ενάγοντα σε όλα τα δικόγραφα που έχει καταθέσει στο πλαίσιο των δικών που εξελίσσονται εν όψει της ενδοεταιρικής κρίσης, η οποία έχει ξεσπάσει από καιρό. Ενδεικτικώς αναφέρονται οι από …/…/2016 προτάσεις του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας επί της από …/…/2015 και με αριθμό κατάθεσης …/2015 αγωγής της εναγομένης εταιρίας, όπου ρητώς εκθέτει στη σελ. 3 τα εξής: ” πράγματι η πρακτική των «συμβάσεων παροχής υπηρεσιών με τα ιδρυτικά στελέχη της εταιρίας και τα τέκνα αυτών» αποτελούσε ουσιαστικά τη μέθοδο της πραγματικής διανομής των κερδών της εταιρίας στους μετόχους της”. Όπως δε, προκύπτει από τα οικονομικά αποτελέσματα της εταιρίας, μετά την καταβολή των ανωτέρω «αμοιβών», δεν απέμεναν κέρδη προς διανομή στους μετόχους, διότι, στην εκάστοτε ετήσια Τακτική Γ.Σ., οπότε και προσδιορίζονταν οι αμοιβές των εταίρων – μελών του Δ.Σ., μπορούσαν να προβλεφθούν τα κέρδη του επόμενου έτους. Χαρακτηριστικό, μάλιστα, είναι το γεγονός ότι, περί το έτος 2008, όταν στο τέλος του έτους προέκυψαν μη προβλεφθέντα κέρδη συνολικού ποσού 135.000,00 ευρώ, αυτά διανεμήθηκαν και πάλι στα ίδια πρόσωπα ως «αμοιβές» και όχι εν γένει στους μετόχους. Το γεγονός ότι η σύναψη συμβάσεων παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών με τα μέλη του Δ.Σ. και τους μετόχους, αποτελούσε τον τρόπο μέσω του οποίου γίνονταν η διανομή των κερδών, αποδεικνύεται έτι περαιτέρω από τα εξής : α) από το ότι όλα τα μέλη του Δ.Σ. είχαν εγγυηθεί συμβάσεις τραπεζικής χρηματοδότησης της εταιρίας, ενώ όλοι οι μέτοχοι…. , είχαν παράσχει και εμπράγματες εξασφαλίσεις επί της προσωπικής τους περιουσίας, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η εταιρία, ενέργειες στις οποίες είναι απολύτως ασύνηθες να προβαίνουν εργαζόμενοι της εταιρίας, β) από το γεγονός ότι…. , κινούσαν μόνοι τους εταιρικούς τραπεζικούς λογαριασμούς, χωρίς να λαμβάνουν έγκριση από κανέναν, ενέργειες οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν προσιδιάζουν με καθήκοντα, διακριτικές ευχέρειες και δυνατότητες ως εκ της εργασιακής τους σχέσης, εργαζομένων σε ανώνυμη εταιρία με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, γ) από το ότι ο ενάγων ενέκρινε ως μέτοχος, αλλά και ως Πρόεδρος του Δ.Σ. της εναγομένης, συμβάσεις με το ίδιο ως άνω περιεχόμενο και κατά τη Γ.Σ της 27.6.2013, η οποία έλαβε χώρα με συμμετοχή μόνο του ιδίου και…. , φίλα προσκείμενων προς αυτόν, αποκλεισμένων των λοιπών μετόχων και κατήρτισε την από 27.6.2013 σύμβαση παροχής υπηρεσιών, δ) από το ύψος των αμοιβών τις οποίες λάμβανε κατ’ έτος ο ενάγων, βάσει των εν λόγω συμβάσεων, οι οποίες ήταν κατά πολύ υψηλότερες από τους μισθούς των υπολοίπων εργαζομένων που απασχολούνταν στην εναγομένη με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, σε συνάρτηση με την δυναμικότητα της εταιρίας και τον κύκλο εργασιών της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση…., που λάμβανε 4.000,00 ευρώ μηνιαίως από την εναγόμενη, δυνάμει της από 27.6.2013 σύμβασης, ως μισθό λογίστριας (με τυπικό προσόν απολυτήριο λυκείου), ενώ ήδη, απασχολούμενη ως λογίστρια στην ανταγωνίστρια της εναγομένης εταιρία με την εταιρία «….», λαμβάνει μηνιαίες αποδοχές ύψους 900,00 ευρώ, ε) από το γεγονός ότι ο ενάγων, αν και διετέλεσε επί σειρά ετών μέλος, αλλά και Πρόεδρος του Δ.Σ. της εναγομένης, ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε ή έστω υπέβαλε το παραμικρό αίτημα αναφορικά με την ασφάλισή του σε άλλον ασφαλιστικό φορέα πλην του ΟΑΕΕ και την καταβολή εκ μέρους του των ανάλογων ασφαλιστικών εισφορών, ούτε διαμαρτυρήθηκε ή μερίμνησε ώστε να καταργηθεί η, κατά την αγωγή, επί σειρά ετών, σε βάρος του καταχρηστική σύναψη συμβάσεων «παροχής υπηρεσιών» κι όχι συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας και δη αορίστου χρόνου, λαμβανομένου υπόψη ότι, τουλάχιστον κατά το χρονικό διάστημα της τριετίας κατά την οποία αυτός διετέλεσε Πρόεδρος του Δ.Σ. της εναγομένης (στο οποίο, σημειωτέον, συμμετείχαν μέλη της οικογενείας του, που αναμφίβολα θα στήριζαν το αίτημά του), είχε τη δυνατότητα να το πράξει ο ίδιος. Άλλωστε, είναι εντελώς αντιφατικό να υπογράφει ο ίδιος ως Πρόεδρος του Δ.Σ. της εναγομένης και μέτοχος αυτής, τις σχετικές συμβάσεις παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών που τον αφορούσαν, οι οποίες, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, καταρτίζονταν με σκοπό την καταστρατήγηση των εργασιακών του δικαιωμάτων, ζ) από το γεγονός ότι όχι μόνο δεν αποδείχτηκε, αλλά ούτε καν ο ίδιος ο ενάγων δεν επικαλείται στην αγωγή του το πρόσωπο ή τα πρόσωπα της διοίκησης της εναγομένης, τα οποία καθόριζαν όχι μόνο τον τρόπο σύναψης των συγκεκριμένων συμβάσεων, αλλά και το ωράριό του, το ύψος των αποδοχών του, ενώ παράλληλα επέβλεπαν την εργασία που αυτός παρείχε, δίνοντάς του τις σχετικές εντολές για τον τρόπο με τον οποίο ήταν υποχρεωμένος να ενεργεί ως εργαζόμενος, η) από το γεγονός ότι η εναγομένη εταιρία, ως εργοδότρια, απασχολούσε το σύνολο του υπαλληλικού της προσωπικού της δυνάμει συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου και ήταν συνεπής στην κάλυψη των ασφαλιστικών τους εισφορών. Επομένως, στερείται λογικής ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι, ενώ η εναγομένη εταιρία ανέκαθεν απασχολούσε και απασχολεί υπαλληλικό προσωπικό με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, χωρίς να καταφεύγει σε συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή έργου προς καταστρατήγηση των εργασιακών δικαιωμάτων των τελευταίων και καταβάλλει τεράστια ποσά ως ασφαλιστικές εισφορές και μισθοδοσία αυτών, εν τούτοις, επιλέγει να καταστρατηγεί τα εργασιακά δικαιώματα των μετόχων-μελών του Δ.Σ., ακόμη δε και αυτού του Προέδρου του Δ.Σ., θ) από το γεγονός ότι τόσο ο ενάγων, όσο και οι λοιποί εταίροι – μέλη του Δ.Σ. της εναγόμενης, ουδέποτε έλαβαν, κατά την διάρκεια όλων αυτών των ετών, ποσά από μερίσματα. Συγκεκριμένα, ο ενάγων, προκειμένου να λαμβάνει με τον τρόπο που προεκτέθηκε τα μερίσματα που αντιστοιχούσαν στην μετοχική του σχέση, εξέδιδε δελτία παροχής υπηρεσιών. Από τα δελτία αυτά παρακρατείτο φόρος 20%, που αποδίδονταν στην Εφορία και έτσι επέρχονταν η φορολόγηση των μερισμάτων. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι τόσο ο ενάγων, όσο και όλα τα ιδρυτικά μέλη και μέτοχοι της εταιρίας, ήταν ασφαλισμένοι με δικές τους δαπάνες στον ΟΑΕΕ (πλέον ΕΦΚΑ), κατέβαλαν τις εισφορές τους εξ’ ιδίων χρημάτων, ενώ σε καμία περίπτωση δεν δήλωναν τα ποσά αυτά ως αποδοχές από μισθωτές υπηρεσίες. Επομένως, με βάση τα ανωτέρω, αν ληφθούν υπόψη οι όροι και οι ιδιαίτερες πραγματικές συνθήκες, κάτω από τις οποίες ο εν λόγω μέτοχος παρείχε τις υπηρεσίες του στην εναγομένη οικογενειακή εταιρεία, αλλά και η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, η μεταξύ αυτού και της εταιρείας σχέση δεν είναι εκείνη της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας. Ειδικότερα, ο ενάγων, παρείχε τις ανωτέρω υπηρεσίες με συμβάσεις παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών και όχι με σχέση εξαρτημένης εργασίας, καθόσον, αναλαμβάνοντας την άσκηση των πράξεων διαχείρισης και εκπροσώπησης της εναγόμενης εταιρίας, την οργάνωση, εποπτεία και τον έλεγχο στους ανωτέρω τομείς δράστηριότητά της και παρέχοντας τις υπηρεσίες του στα γραφεία της τελευταίας, αλλά και οπουδήποτε αλλού ήταν αναγκαίο, ενεργούσε αυτοβούλως και κατά την εκτίμησή του περί του συμφέροντος της εταιρείας, καθορίζοντας ο ίδιος, εντελώς αυτόνομα, τον τόπο, τρόπο και χρόνο της απασχόλησής του, μη υποκείμενος ως προς αυτά στη νομική εξάρτηση της εναγομένης, αφού λόγω της ως άνω ιδιότητάς του, ασκούσε εξουσία διοικητική και διαχειριστική, με δική του ευθύνη και πρωτοβουλία, υποβαλλόμενος, ως όργανο της εταιρίας, στο καθεστώς που διέπει το διοικητικό της συμβούλιο, χωρίς να υφίσταται κανενός είδους έλεγχο και εποπτεία, ούτε να δέχεται εντολές από εταιρικό όργανο, δοθέντος μάλιστα ότι ο ίδιος, ήταν Πρόεδρος του Διοικητικού της Συμβουλίου, που λειτουργούσε ως συλλογικό όργανο, στο οποίο όλοι οι συμμετέχοντες συναποφάσιζαν για τα γενικότερης σημασίας ζητήματα της εταιρίας. Όσον αφορά δε στις αρμοδιότητες που του είχαν ανατεθεί από το Δ.Σ. ή σ’ εκείνες που προβλέπονταν στις συμβάσεις παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών που κατήρτιζε με την εναγόμενη, αυτές ήταν αρμοδιότητες που απλώς εξειδίκευαν τις εξουσίες που ανέλαβε ως προϊστάμενος του ανωτέρω τομέα (υπεύθυνος προώθησης φυτοπροστατευτικών προϊόντων, λιπασμάτων, σπόρων κλπ), λόγω της εμπειρίας και της γνώσης από μέρους του, των ανωτέρω αντικειμένων, εξαιτίας της πολυετούς ενασχόλησής του στην εταιρία. Συνεπώς, οι ανωτέρω αρμοδιότητες ήταν άμεσα συνυφασμένες με τους προαναφερθέντες τομείς και δεν αποτελούσαν επιπλέον και ανεξάρτητες της θέσεώς του ως Προέδρου του Δ.Σ. της εναγομένης, υπηρεσίες, όπως αβάσιμα ο ενάγων ισχυρίζεται στην αγωγή του. Οι δε συμβάσεις παροχής υπηρεσιών που καταρτίστηκαν μεταξύ του ενάγοντος και της εταιρίας, όχι μόνο δεν υπέκρυπταν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά, όπως ο ίδιος έχει συνομολογήσει, αποτελούσαν τον επιλεγέντα, μεταξύ των εταίρων – μελών του Δ.Σ., τρόπο διανομής των κερδών της εταιρίας. Συνεπώς, όπως ανωτέρω αναφέρεται, η σχέση αυτή, είτε ως εντολή, είτε ως μίσθωση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, μπορούσε να λυθεί οποτεδήποτε με καταγγελία (αρθρ. 669, 672 Α.Κ) από μέρους της εναγομένης, χωρίς να τυγχάνουν, στην περίπτωση αυτή, εφαρμογής, οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και δη, εν προκειμένω, περί καταβολής αποζημίωσης απολύσεως και χρηματικής ικανοποίησης λόγω καταχρηστικής απολύσεως. Ως εκ τούτου, με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, ο ενάγων – εκκαλών, πρέπει λόγω της ήττας του να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της εναγομένης – εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την υπό κρίση έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθ. 171/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική, διαδικασία των εργατικών διαφορών.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει την αγωγή.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή κατ’ ουσίαν.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600)
ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε, σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους, στις 10 Νοεμβρίου 2020.
Η ΕΦΕΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ