Μέλος του ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΣΔΕΕ)

  • Δικαστήριο: Πενταμελές Ναυτοδικείο 
  • Τόπος: Πειραιάς
  • Αριθ. Απόφασης: 56
  • Έτος: 2022

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Ποινικό Δίκαιο - Στρατιωτικός ΠΚ - Ψευδής καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμηση – Λόγοι άρσης του αδίκου – Ενάσκηση δικαιώματος – Δικαιώματα κατηγορουμένου – Απολογία κατηγορουμένου – Όρια δικαιώματος σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης – Η προβολή ψευδούς ισχυρισμού από κατηγορούμενο στο πλαίσιο της απολογίας του δεν συνιστά άδικη πράξη, εφόσον αυτός συνδέεται άμεσα και αναγκαία με την κατηγορία και τηρείται το αναγκαίο για την απόκρουση αυτής μέτρο

ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

 

Αριθμός Απόφασης 56/2022

ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ

ΤΟΥ ΠΕΝΤΑΜΕΛΟΥΣ ΝΑΥΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ

Το Δικαστήριο που συγκροτήθηκε από τους Δικαστές:

Δουβλέκα Γεώργιο, Στρατιωτικό Δικαστή Α’, Προεδρεύοντα, κατ’ άρθρο 173 ΣΠΚ, επειδή κωλύονται ο Πρόεδρος και οι αρχαιότεροι Δικαστές, Κοντιζά Φίλιππο, Στρατιωτικό Δικαστή Β’ και Στρομπούλη Μαγδαληνή, Στρατιωτική Δικαστή Γ, που ορίσθηκαν από τον Πρόεδρο του Ναυτοδικείου Πειραιά, και τους Ναυτοδίκες 4. Τριαντάφυλλου Κωνσταντίνο, Πχη Λ,Σ. και 5. Ξερομερίσιο Νικόλαο, Υττχο Λ.Σ. που κληρώθηκαν με την υπ’ αριθ. 25/2022 απόφαση του Πενταμελούς Ναυτοδικείου Πειραιά, συνεδρίασε δημόσια στον Πειραιά και στην αίθουσα που έχει καθορισθεί για τις συνεδριάσεις του σήμερα, την 01η του μηνός Μαρτίου του έτους δύο χιλιάδες είκοσι δύο (2022) και ώρα 09.00′.

Στη συνεδρίαση παραστάθηκαν η Αντεισαγγελέας Χριστοφόρου Γεωργία-Ιωάννα, Στρατιωτική Δικαστής Γ’, που αναπληρώνει, κατ’ άρθρο 174 ΣΠΚ, τον Εισαγγελέα και τους αρχαιότερους Αντεισαγγελείς, επειδή κωλύονται και η Γραμματέας Ζάχου Ελένη-Ειρήνη, Ανθυπολοχαγός (ΣΔΓ), που ορίσθηκε από τον Γραμματέα του Ναυτοδικείου Πειραιά.

Κατά την έναρξη της συνεδρίασης, οι προαναφερόμενοι Ναυτοδίκες έδωσαν, ύστερα από πρόσκληση του Προεδρεύοντος, τον προβλεπόμενο στο άρθρο 183 ΣΠΚ όρκο.

Στη συνέχεια προσκλήθηκε για να δικασθεί ο … του …. και της …, ο οποίος παραπέμφθηκε σε δίκη με το υπ’ αριθ., 70/2020 κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα του Ναυτοδικείου Πειραιά, κατηγορούμενος για α) ψευδή καταμήνυση και β) συκοφαντική δυσφήμηση κατωτέρου, Ο κατηγορούμενος παρουσιάσθηκε αυτοπροσώπως και όταν ρωτήθηκε από τον Προεδρεύοντα για τα στοιχεία της ταυτότητάς του κ.τ.λ., αποκρίθηκε ότι ονομάζεται …του … και της …, γεννήθηκε το έτος 1973 στα Ιωάννινα και κατοικεί στους … Ιωαννίνων (άνευ οδού και αριθμού), Αρχικελευστής ΑΣ με ΑΜ: …, που υπηρετεί στο Κ.Λ. Ηγουμενίτσας.

Ο Προεδρεύων τον πληροφόρησε ότι έχει δικαίωμα να αντιτάξει στην κατηγορία όλους τους ισχυρισμούς του, καθώς επίσης να υποβάλει ερωτήσεις στους μάρτυρες και να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του, μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα ή την έρευνα οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου, τον ρώτησε τέλος εάν έχει διορίσει συνήγορο για την υπεράσπισή του.

Ο κατηγορούμενος δήλωσε ότι έχει διορίσει συνήγορο για την υπεράσπισή του τον παρόντα δικηγόρο Γουβέτα Δημήτριο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (ΑΜ: 028125), ο οποίος κατέθεσε το υπ’ αριθ. …/28-02-2022 γραμμάτιο προκαταβολής του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.

Ύστερα, η Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο, απήγγειλε συνοπτικά την κατηγορία, που αναφέρεται στο ως άνω κλητήριο θέσπισμα.

Έπειτα, ο Προεδρεύων κάλεσε τον κατηγορούμενο να διατυπώσει συνοπτικά τη θέση του επί της κατηγορίας και του υπενθύμισε ότι η απολογία του θα γίνει στο τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας.

Ο κατηγορούμενος δήλωσε ότι είναι αθώος

Στο σημείο αυτό ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου ενεχείρισε στον Προεδρεύοντα τους κάτωθι αυτοτελείς – αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, για να καταχωρηθούν στα πρακτικά της δίκης, τους οποίους δήλωσε πως θα αναπτύξει προφορικά σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, το ακριβές περιεχόμενο των οποίων έχει ως εξής:

ΕΝΩΠΙΟΝ

ΠΕΝΤΑΜΕΛΟΥΣ ΝΑΥΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

(για καταχώριση στα πρακτικά κατ’ άρθρο 141 Κ.Π.Δ.)

Μου αποδίδονται οι κατηγορίες της παραβίασης των άρθρων 229 παρ., 1 ΠΚ, και 62 ΣΠΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 1, 2, 12,14, 16, 17, 18 εδ. α’ και γ’, 26 εδ. α’, 27 παρ. 1 και 2, 51, 53, 57, 94, 362 και 363 του ΠΚ. Και αρ. 1 και 3 ΣΠΚ. Αρνούμαι τις αποδιδόμενες κατηγορίες, και περαιτέρω επάγομαι τα κάτωθι:

Ενάσκηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 20 ΠΚ

Σύμφωνα με το άρθρο 20 ΠΚ («Λόγοι άρσης του αδίκου») «… ο άδικος: χαρακτήρας της πράξης αίρεται και όταν αυτή αποτελεί ενάσκηση δικαιώματος; ή εκπλήρωση καθήκοντος που προβλέπεται στο νόμο». Εν προκειμένω, μου αποδίδονται αδικήματα, τα οποία φέρομαι να τέλεσα υπό την ιδιότητα του κατηγορουμένου, Ειδικότερα, κατηγορούμαι για ισχυρισμούς που προέβαλα κατά την απολογία μου ως κατηγορούμενος ενώπιον ανακριτικής αρχής, και μάλιστα ισχυρισμούς άρρηκτα απτόμενους της τότε αποδοθείσας κατηγορίας. Ακόμη δε περισσότερο, ισχυρισμούς αποκλειστικώς αναφερόμενους στο πρόσωπο του τότε μηνυτή μου. Συγκεκριμένα, αντιμετωπίζοντας κατηγορίες εξύβρισης και βιοπραγίας κατά κατωτέρου, αμφότερες όχι κατά την υπηρεσία ή για λόγους που έχουν σχέση με αυτή, ανέφερα κατά την απολογία μου ότι ο μηνυτής μου «…μου επιτέθηκε πρώτος και με χτύπησε στα πλευρά στο στομάχι και στο αριστερό γόνατο και βρίζοντας εναντίον μου τα θεία». Οι εν λόγω ισχυρισμοί μου συνιστούσαν άρνηση της τότε αποδιδόμενης κατηγορίας, προβλήθηκαν δε προς αντίκρουση των ισχυρισμών του μηνυτή, στο πλαίσιο ενάσκησης του υπερασπιστικού δικαιώματός μου. Πράγματι, μεταξύ των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου είναι και το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματος του για “δίκαιη δίκη”, που του εξασφαλίζει το ως άνω άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, καθώς και το δικαίωμα του από το άρθρο 223 παρ. 4 ΚΠΔ, να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Η θεμελιώδης αυτή δικαιοκρατική αρχή της μη αυτοενοχοποιήσεως, διακηρύσσεται ήδη στο άρθρο 14 παρ. 3 εδ. ζ’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το Ν. 2462/1997 και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντ., κατά το οποίο κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει σε πλήρη ισότητα μεταξύ των άλλων και την εγγύηση, να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του, (ΑΠ 436/2012).

Έτσι, ο κατηγορούμενος στο πλαίσιο του κατηγορητικού συστήματος και όντας ο ίδιος διάδικος, προσλαμβάνει την ιδιότητα του υποκειμένου της ποινικής δίκης, που σημαίνει ότι συμπράττει σε αυτήν ως φορέας δικαιωμάτων ενεργητικά και παθητικά. Τα δικαιώματα αυτά χορηγούνται στον εκάστοτε κατηγορούμενο για να δύναται να εναντιωθεί στην αποδιδόμενη σε αυτόν κατηγορία. Το θεμελιώδες δικαίωμα σιωπής κατοχυρώνεται ως αυτοτελές δικαίωμα στο άρθρο 273 παρ., 2 ΚΠΔ, σύμφωνα με το οποίο ο κατηγορούμενος δικαιούται να αρνηθεί την κατηγορία (βλ, ενδεικτικά Φράγκος Κ., Κατ’ άρθρο ερμηνεία ΚΠΔ, άρθρο 273, Κωνσταντινίδης Α„ Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 4η εκδ., 2020, σελ. 186-188). Πρέπει εξ’ αρχής να τονιστεί ότι το δικαίωμα αυτό αποτελεί προέκταση του ευρύτερου δικαιώματος της προσωπικότητας και βρίσκει επαρκή θεμελίωση και στις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 2 παρ, 1 του Συντάγματος, όπως και στο άρθρο 6 παρ. 1 εδ. α’ της ΕΣΔΑ καθώς και στο άρθρο 14 παρ. 3 περ. ζ’ του ΔΣΑΠΔ. Σύμφωνα με την ως άνω αρχή, γίνεται δεκτό ότι ο κατηγορούμενος στην προσπάθειά του να αποσείσει την σε βάρος του κατηγορία έχε! το δικαίωμα να ψεύδεται, εφόσον με τον τρόπο αυτό δεν παραβιάζεται κάποια διάταξη του ποινικού νόμου (Σεβαστίδης X,, Ερμηνεία ΚΠΔ, τομ. 4, 2021).

Καταρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι το δικαίωμα ψεύδους ως προέκταση του άρθρου 273 παρ. 2 ΚΠΔ γίνεται καθολικά δεκτό από τη θεωρία και τη νομολογία, προβαίνοντας στις εξής διακρίσεις, (βλ, Παπαδαμάκη Α,, Ποινική Δικονομία).

Όταν ο κατηγορούμενος αποκρύπτει την αλήθεια (με τη σιωπή του ή την άρνηση του) για να σώσει τον εαυτό του, δεν μπορεί βέβαια η επιλογή του αυτή να θεωρηθεί ένδειξη ενοχής, αλλά ούτε και να επισύρει ποινική κύρωση. Το άρθρο 20 ΠΚ δίνει εδώ τη λύση καθώς η πράξη που μορφοποιεί τη σιωπή και την άρνηση, ως ενάσκηση δικαιώματος, τελικά επιτρέπεται και δεν είναι πια άδικη πράξη.

Όταν η ανωτέρω απόκρυψη της αλήθειας συνοδεύεται (αιτιολογείται) από ψεύδη που δεν έχουν αυτοτελή ειδική νομική σημασία, θα πρόκειται για επιτρεπτή και όχι απαγορευμένη υπερασπιστική επιλογή. Αυτό συμβαίνει, όταν τα «συνοδευτικά ψευδή» αποτελούν τον από τις περιστάσεις αναγκαίο τρόπο θεμελίωσης της απόκρυψης, ή αλλιώς το αναγκαίο θεμελιωτικό περίγραμμα της αρνήσεως της κατηγορίας.

Όταν ο κατηγορούμενος καταθέτει συγκεκριμένα (ουσιώδη) ψέματα για να σώσει τον εαυτό του, η δικονομική του θέση δεν διαταράσσεται ενδεχομένως όμως να υπέχει ευθύνη για ψευδή ανώμοτη κατάθεση με την επιφύλαξη της δικαστικής αφέσεως του άρθρου 227 παρ.3 ΠΚ.

Τέλος, όταν το ψεύδος – ως άρνηση της κατηγορίας – εκτρέπεται σε προσβολή αμέτοχων τρίτων βρισκόμαστε έξω από τα αναγκαία όρια του δικαιώματος αρνήσεως της κατηγορίας, καθώς πια ο κατηγορούμενος δεν ασκεί δικαίωμα αλλά κατασκευάζει ενόχους και παραπλανεί επικίνδυνα τους φορείς της ποινικής δικαιοσύνης (βλ. Μαργαρίτη Λ„ Ερμηνεία ΚΠΔ, άρθρο 273).

Συνεπώς, από την ανωτέρω κατηγοριοποίηση προκύπτει ότι πυρήνας του δικαιώματος ψεύδους του κατηγορουμένου είναι η ενοχοποίηση τρίτων αμέτοχων προσώπων, και όχι των ήδη εμπλεκόμενων στα γρανάζια της ποινικής διαδικασίας, όπως κατεξοχήν είναι ο μηνυτής. Μόλις δε που χρειάζεται να επισημανθεί ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των ποινικών υποθέσεων, συγκρούονται οι ισχυρισμοί του μηνυτή με εκείνους του μηνυομένου, σε ένα ιδιότυπο δίπολο «ο λόγος μου απέναντι στον λόγο σου».

Γίνεται έτσι δεκτό ότι εφόσον οι επίδικοι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων συνδέονται άμεσα και αναγκαία με την πράξη που τότε τους αποδιδόταν και δεν υπερέβησαν το αναγκαίο για την απόκρουση της εναντίον τους κατηγορία μέτρο, η ένδικη πράξη ακόμα και αν θεωρηθεί δεδομένη η τέλεσή της, δεν είναι άδικη, αφού συνιστά ενάσκηση του νόμιμου δικαιώματος των κατηγορουμένων να καταθέτουν απολογούμενοι και αναληθή γεγονότα, χωρίς να συντρέχει περίπτωση υπέρβασης των ορίων που αναφέρθηκαν στην αρχή. Ως εκ τούτου, αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της συμπεριφοράς του κατηγορουμένου, κατά το άρθρο 20 ΠΚ σε συνδυασμό με το άρθρα 273 παρ.2 και 366 παρ. 3 ΚΠΔ, τα οποία επιτρέπουν στα πλαίσια της δικονομικής ελευθερίας του κατηγορουμένου, κατά την απολογία του, ακόμα και την κατάθεση αναληθών γεγονότων, εφόσον αυτά συνδέονται άμεσα και αναγκαία με την αποδιδόμενη πράξη και ο κατηγορούμενος δεν επιρρίπτει ψευδώς τις ευθύνες σε τρίτον. Προς αυτήν την κατεύθυνση άλλωστε κινήθηκε και η με αρ. 1466/2017 απόφαση του Αρτίου Πάγου σύμφωνα με την οποία το θεμελιώδες ανωτέρω δικαίωμα του κατηγορουμένου οριοθετείται σαφώς στο σημείο που εκείνος «… αναφέρει ψευδή γεγονότα κατά την απολογία του εκτός των ορίων αποκρούσεων της κατηγορίας < -άσχετα δηλαδή με την κατηγορία που του αποδίδεται- και τα οποία περιέχουν ενοχοποίηση νια τρίτα πρόσωπα.

Συμπερασματικά, η ακώλυτη άσκηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου συνιστά απαραβίαστη αρχή του δικαιϊκού πολιτισμού μας, στο πλαίσιο ενός Κράτους Δικαίου, η οποία μόνο κατ’ ακραία εξαίρεση, και υπό συγκεκριμένες συνθήκες επιτρέπεται να καμφθεί, ήτοι μόνο στην περίπτωση που:

α) ο κατηγορούμενος προβάλλει ισχυρισμούς που δεν σχετίζονται με την κατηγορία που αντιμετωπίζει, και

β) οι ισχυρισμοί του στρέφονται κατά προσώπων τρίτων, αμέτοχων προς την διεξαγόμενη ποινική διαδικασία.

Αντιθέτως, στην προκειμένη περίπτωση προέβαλα ισχυρισμούς απτόμενους του σκληρού πυρήνα της κατηγορίας που αντιμετώπιζα, καθότι αναφέρθηκα σε προηγούμενη πρόκλησή μου από τον μηνυτή, μέσω της τέλεσης ταυτόσημης πράξης, δυνάμει της οποίας έλαβε χώρα συμπλοκή. Έτσι, τήρησα το αναγκαίο μέτρο, περιόρισα την απολογία μου σε πράξεις ταυτόσημες ή συναφείς προς τις αποδιδόμενες, άρρηκτα συνδεδεμένες με τις τελευταίες, και απέδωσα αυτές αποκλειστικά και μόνον στον μηνυτή μου, χωρίς να στραφώ εναντίον οιουδήποτε αμέτοχου τρίτου. Η ποινικοποίηση της ενάσκησης του δικαιώματός μου αυτού, δια της κατασκευής contra legem κατηγοριών, απαραδέκτως τείνει στην εκ νέου τιμώρησή μου για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, τυχόν υιοθέτηση δε της προσέγγισης αυτής θα δημιουργούσε πρωτοφανές (αν όχι και επικίνδυνο) νομολογιακό προηγούμενο, σε σχέση με μία κοινή ποινική υπόθεση, από αυτές που κατά χιλιάδες δικάζονται ετησίως από τα ποινικά δικαστήρια της χώρας.

Ως εκ τούτου, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 20 ΠΚ, πρέπει να αναγνωρισθεί η άρση του αδίκου χαρακτήρα των αποδιδομένων πράξεων,

Πειραιάς, 1 Μαρτίου 2022

Ο πληρεξούσιος Δικηγόρος

Ακολούθως, ο Προεδρεύων εκφώνησε τα ονόματα των κλητευθέντων μαρτύρων, 1) …, 2) …, 3) … οι οποίοι βρέθηκαν άπαντες παρόντες.

Έπειτα, ο Προεδρεύων κάλεσε για εξέταση τον πρώτο κατά σειρά από τους κλητευθέντες μάρτυρες, ο οποίος, όταν ρωτήθηκε για τα στοιχεία της ταυτότητάς του κ,τ.λ., αποκρίθηκε ότι ονομάζεται ….. του …. και της ……, γεννήθηκε στο …… το 1978 και κατοικεί ………… , υπηρετεί στο Λ/Χ ΣΑΡΟΝΙΚΟΥ/Α’ Λ/Τ ΦΛΟΙΣΒΟΥ, Αρχικελευστής ΛΣ με ΑΜ: …… Ακολούθως, αφού ορκίσθηκε σύμφωνα με το άρθρο 219 παρ. 1 ΚΠΔ, εξετασθείς σύμφωνα με τον νόμο, κατέθεσε τα εξής: «Στις 22/11 εκτελούσα υπηρεσία βοηθού Α/Φ και είχα προσέλθει στο Τμήμα. Συνηθίζεται να έχουμε μία διακριτική ευχέρεια στην πρωινή προσέλευση, λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων. Είχα πάει στις 08:20, ενώ έπρεπε να είμαι εκεί στις 07:30. Ο ….. εκτελούσε βραδινή υπηρεσία, οπότε το πρωί έπρεπε να τον αλλάξει ο αρχαιότερος, έτσι συνηθίζεται. Όποιο πρόσωπο προσερχόταν το πρωί έπρεπε να τον αλλάξει. Αν πήγαινα εγώ στις 7:30, εγώ θα τον άλλαζα. Είτε εγώ είτε η ….. Δεν τον άλλαξε κανείς και όπως ισχυρίζεται ο ίδιος, άφησε το κλειδί έξω από την πόρτα και έφυγε από τη βάρδια. Όταν πήγα εγώ, είχε πάει πρώτος ο κύριος Διοικητής στις 8:00 περίπου και βρήκε το Τμήμα κλειδωμένο. Είχε επικαλεστεί ο … ότι είχε συνεννοηθεί μαζί μου, αλλά εγώ ουδέποτε είχα ενημερωθεί ότι θα έπρεπε να πάω εγώ να τον αλλάξω. Εγώ πήγα στις 8:20. Όταν επέστρεψε στις 9:00, τον κάλεσε ο κύριος Διοικητής να πάει να δώσει εξηγήσεις. Εγώ ήμουν στη γραμματεία μαζί με την κυρία ….. Έρχεται με επιθετική διάθεση, εισβάλλει στο Λιμενικό Κατάστημα. Ήταν ανοιχτή η πόρτα, μας χώριζε ένας διάδρομος με το γραφείο του Διοικητή. Μπαίνει με ένα διασκελισμό μέσα στο γραφείο και με χτύπησε. Εγώ ουδέποτε τον χτύπησα. Ουδέποτε του επιτέθηκα όπως κατέθεσε, ουδέποτε έβρισα τα θεία, τουναντίον δέχθηκα εγώ επίθεση. Δεν περίμενα να κάνει κάτι τέτοιο. Με έριξε κάτω, επενέβη ο κ. …., ο οποίος τον τράβηξε με δύναμη. Η κ. …. απλώς του φώναξε. Δεν τον χτύπησα εγώ. Είχαμε μιλήσει στο τηλέφωνο στις 8:20 πριν έρθει, ξεκίνησε με έναν οχετό ύβρεων, με καλούσε να καταθέσω ότι με είχε ενημερώσει, κάτι που δεν είχε κάνει. Πριν με χτυπήσει, με εξύβρισε. Δεν είχα μπει ποτέ στη διαδικασία να έχω διένεξη μαζί του. Δεν του είπα εγώ τίποτα πριν γίνει όλο αυτό. Με τον κατηγορούμενο είχαμε μία επιπλέον οικειότητα, περισσότερο ως συνάδελφοι παρά σαν φίλοι. Όλους τους συναδέλφους τους θεωρώ φίλους, για αυτό το ανέφερα στην προδικασία. Ο κύριος … εκμεταλλευόταν οποιαδήποτε οικειότητα για να έχει κάποιες διευκολύνσεις. Ο πρώτος λόγος ήταν ότι δεν ήθελε να αποδεχθεί με μετάνοια αυτές τις δύο εγκληματικές ενέργειες που έκανε και δεύτερον το αποδίδω στον οξύθυμο χαρακτήρα του, να μην αποδεχθεί το λάθος του. Εξαιτίας αυτής της ψευδούς του καταμήνυσης, εγώ διασύρθηκα στην υπηρεσία και άρα αν μετάνιωσε ο κατηγορούμενος θα αμβλυνθεί το παράπονό μου αλλά δεν θα εξαλειφθεί».

Ο Προεδρεύων, μετά την εξέταση του παραπάνω μάρτυρα, έδωσε τον λόγο στην Εισαγγελέα, στους Δικαστές, στους Ναυτοδίκες, στον συνήγορο υπεράσπισης και στον κατηγορούμενο για να απευθύνουν, αν έχουν, ερωτήσεις σε αυτόν. Ο μάρτυρας απάντησε όπως αναφέρεται στην ως άνω κατάθεσή του, μετά δε την εξέτασή του παρέμεινε στο ακροατήριο,

Μετά την εξέταση του μάρτυρα, ο Προεδρεύων ρώτησε όλους τους ανωτέρω αν έχουν να αναφέρουν εναντίον του ή εναντίον της μαρτυρίας του οτιδήποτε μπορεί να καθορίσει ακριβέστερα την αξιοπιστία του και συντείνει στην αποκάλυψη της αλήθειας και αν επιθυμούν να προβούν σε δηλώσεις ή εξηγήσεις σχετικά με την κατάθεσή του κι αυτοί απάντησαν αρνητικά.

Κατόπιν, ο Προεδρεύων κάλεσε για εξέταση τον δεύτερο κατά σειρά από τους κλητευθέντες μάρτυρες, ο οποίος, όταν ρωτήθηκε για τα στοιχεία της ταυτότητάς του κ.τ.λ., αποκρίθηκε ότι ονομάζεται … του …. και της …, γεννήθηκε στην ………. το 1984, κατοικεί στον ….. Πλωτάρχης ΛΣ, Α.Μ.: …., που υπηρετεί στο Γραφείο του Υπουργού. Ακολούθως, αφού ορκίσθηκε σύμφωνα με το άρθρο 219 παρ, 1 ΚΠΔ, εξετασθείς σύμφωνα με τον νόμο, κατέθεσε τα εξής: «Δεν είχα οπτική επαφή, άκουσα έναν θόρυβο, είδα ανάστατα τα έπιπλα, δεν είδα χτύπημα, ούτε άκουσα βρισιές. Εγώ τον σήκωσα πάνω τον …., Δεν είδα τον έναν να χτυπάει τον άλλον, κατάλαβα ότι μάλλον είχε προηγηθεί μία χειροδικία. Δεν θυμάμαι αν πήγε κάποιος στο νοσοκομείο. Είδα τον …. επάνω από το …., δεν είδα όμως αν ήταν τραυματισμένος ο ένας ή ο άλλος. Ο χώρος όπου έλαβε χώρα το περιστατικό είναι ένας κλειστός χώρος. Δεν είδα και δεν άκουσα τίποτα».

Ο Προεδρεύων, μετά την εξέταση του παραπάνω μάρτυρα, έδωσε τον λόγο στην Εισαγγελέα, στους Δικαστές, στους Ναυτοδίκες, στον συνήγορο υπεράσπισης και στον κατηγορούμενο για να απευθύνουν, αν έχουν, ερωτήσεις σε αυτόν. Ο μάρτυρας απάντησε όπως αναφέρεται στην ως άνω κατάθεσή του, μετά δε την εξέτασή του παρέμεινε στο ακροατήριο,

Μετά την εξέταση του μάρτυρα, ο Προεδρεύων ρώτησε όλους τους ανωτέρω αν έχουν να αναφέρουν εναντίον του ή εναντίον της μαρτυρίας του οτιδήποτε μπορεί να καθορίσει ακριβέστερα την αξιοπιστία του και συντείνει στην αποκάλυψη της αλήθειας και αν επιθυμούν να προβούν σε δηλώσεις ή εξηγήσεις σχετικά με την κατάθεσή του κι αυτοί απάντησαν αρνητικά.

Έπειτα, ο Προεδρεύων κάλεσε για εξέταση την τρίτη κατά σειρά από τους κλητευθέντες μάρτυρες, η οποία, όταν ρωτήθηκε για τα στοιχεία της ταυτότητάς της κ.τ.λ., αποκρίθηκε ότι ονομάζεται ….. του … και της …, γεννήθηκε στην … το 1979, κατοικεί στα …, Αρχικελευστής ΑΧ, Α.Μ.: …, που υπηρετεί στο Λιμεναρχείο Κυθήρων. Ακολούθως, αφού ορκίσθηκε σύμφωνα με το άρθρο 219 παρ. 1 ΚΠΔ, εξετασθείσα σύμφωνα με τον νόμο, κατέθεσε τα εξής: «Στις 9:05 προσήλθε στην υπηρεσία ο κ. …, τον είδαμε από την κάμερα να ανεβαίνει, να προσέρχεται. Δεν έμεινε καθόλου στο γραφείο του κ. Διοικητού και στάθηκε στην κάσα του γραφείου της γραμματείας. Εξύβρισε, είπε κάποια λόγια ο κατηγορούμενος, δρασκέλισε και κατευθείαν ξεκίνησε να χτυπάει με τα χέρια του τον κ. … στο κεφάλι. Από τα χτυπήματα έφυγε το γραφείο και έπεσε κάτω ο κ. …. Εγώ ούρλιαξα για να μπει ο κ. Διοικητής μέσα, ο οποίος ήρθε και τον τράβηξε πίσω τον κ. …. Σε καμία περίπτωση ο κ. … δεν είχε χρόνο να αντιδράσει, δε χτύπησε σε άμυνα, ούτε και άρχισε εκείνος την επίθεση. Δεν προκλήθηκε από τη στάση του κ. … το συμβάν αυτό. Εκείνη τη στιγμή σε καμία περίπτωση δεν τον προκάλεσε ο κ. …. Είχαν προστριβές μεταξύ τους σχετικά με το ωράριο, για τα παιδιά, στο τηλέφωνο μου είπε ο κ. … ότι είχαν μία λεκτική διένεξη για το θέμα. Είχαν σχέσεις παραπάνω φιλικές από ό,τι με άλλους συναδέλφους, αντάλλασσαν ειρωνικούς και πειρακτικούς χαρακτηρισμούς, κάτι με το οποίο γελούσαμε και εμείς».

Ο Προεδρεύων, μετά την εξέταση της παραπάνω μάρτυρα, έδωσε τον λόγο στην Εισαγγελέα, στους Δικαστές, στους Ναυτοδίκες, στον συνήγορο υπεράσπισης και στον κατηγορούμενο για να απευθύνουν, αν έχουν, ερωτήσεις σε αυτήν. Η μάρτυρας απάντησε όπως αναφέρεται στην ως άνω κατάθεσή της, μετά δε την εξέτασή της παρέμεινε στο ακροατήριο.

Μετά την εξέταση της μάρτυρα, ο Προεδρεύων ρώτησε όλους τους ανωτέρω αν έχουν να αναφέρουν εναντίον της ή εναντίον της μαρτυρίας της οτιδήποτε μπορεί να καθορίσει ακριβέστερα την αξιοπιστία της και συντείνει στην αποκάλυψη της αλήθειας και αν επιθυμούν να προβούν σε δηλώσεις ή εξηγήσεις σχετικά με την κατάθεσή της κι αυτοί απάντησαν αρνητικά.

Ακολούθως, ο Προεδρεύων ανέγνωσε τις υπ’ αριθ. 38/2021 και 165/2020 αναβλητικές αποφάσεις του Πενταμελούς Ναυτοδικείου Πειραιά και τα λοιπά έγγραφα της δικογραφίας, συγκεκριμένα: την από 21-02-2017 μήνυση του ……, το αντίγραφο της από 22-11-2016 έκθεσης εξέτασης του …., το με ΩΠ : 222020/11-2016 σήμα Λ/Χ Σαρωνικού με συνημμένο το με ΩΠ 221930/11-16 του Λ/Χ Σαρωνικού / Β’ Λ/Γ Βουλιαγμένης, τη με αρ. 03/21-06-2017 Πράξη του Εισαγγελέα του Ναυτοδικείου Πειραιά, το υπ’ αρ. πρωτ.: 5850/02-06-2017 έγγραφο της Εισαγγελίας του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, τη με αρ. 288/30-10-2018 απόφαση του Τριμελούς Ναυτοδικείου Πειραιώς, τη με στοιχεία Φ .454.9/77/7283/18-03- Βεβαίωση της Γραμματείας του Ναυτοδικείου Πειραιά, τη με αρ. 205/03-12-2019 απόφαση του Τριμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, τη με αρ, πρωτ.: 4785/14-04- Βεβαίωση της Γραμματείας του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, καθώς και το πλήρες Αντίγραφο Φύλλου Μητρώου του κατηγορουμένου.

Στο σημείο αυτό, ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου, αφού ζήτησε και έλαβε τον λόγο, προσκόμισε στο Δικαστήριο την από 01-08-2000 επιστολή προς τον …, το από 27-11-2000 Ναυτικό Μετάλλιο, το από 10-05-2000 Πτυχίο Υ/Κ, το από 07-08-2018 Μετάλλιο Ευδοκίμου Υπηρεσίας, το από 30-07-1998 Πτυχίο και το από 23-06-1995 Δίπλωμα, τα οποία ο Προεδρεύων ανέγνωσε και στη συνέχεια έθεσε στον φάκελο της δικογραφίας.

Μετά την ανάγνωση των εγγράφων ο Προεδρεύων ρώτησε την Εισαγγελέα, τον συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορουμένου και τον κατηγορούμενο αν επιθυμούν να προβούν σε δηλώσεις, παρατηρήσεις ή εξηγήσεις σχετικά με τα αναγνωσθέντα έγγραφα και καταθέσεις και αυτοί απάντησαν αρνητικά.

Έπειτα, ο Προεδρεύων κάλεσε τον κατηγορούμενο να απολογηθεί για την σε βάρος του κατηγορία, αυτός δε απολογήθηκε ως εξής: «Δεν είχα καμία πρόθεση να κατηγορήσω τον πρώτο μάρτυρα, μόνο να υπερασπιστώ τον εαυτό μου ήθελα. Όταν εγώ κάνω 16 με 17 ώρες σκοπιά και περιμένω να έρθει η αλλαγή μου και δεν βρίσκεται λύση σε αυτό, αυτό είναι πρόβλημα. Έχω τρία ανήλικα τέκνα. Υπάρχει πρόβλημα. Δεν συμβαίνει μόνο από τον κ. … αλλά και από άλλους. Έχω μηνών παιδί. Η βάρδια τελειώνει στις 7:30 και εγώ έπρεπε να πάω τα παιδιά στο σχολείο το οποίο κλείνει στις 8:10. Η γυναίκα μου είναι αστυνομικός και φεύγει από το σπίτι στις 5:30. Τα παιδιά από εκείνη την ώρα μένουν μόνα τους στο σπίτι. Φτάσαμε στο σημείο να παίρνουμε τηλέφωνο τον κ. Διοικητή να τον ρωτάμε ποιος Θα κάνει την αυριανή βάρδια. Τον κάλεσα τον κ. …. πολλές φορές να έρθει να με αλλάξει. Όταν εγώ τον πήρα τηλέφωνο, τον ρώτησα πού είσαι, δεν ήταν εκεί και μου λέει ότι ενημέρωσε τη … για να πάει, την οποία ουδέποτε την ενημέρωσε. Αυτό τον ρώτησα εκεί στην κάσα της πόρτας, διότι μου είπε “να πάρουν ταξί τα παιδιά σου να πάνε σχολείο, Θα έρθω στις 9:00 στο Τμήμα”. Τον ρώτησα αν το εννοούσε και εκεί νεύριασα και τον έριξα κάτω και μου έβρισε τα θεία. Δεν είχα πρόθεση να βλάψω την τιμή και την υπόληψή του».

Μετά την απολογία του κατηγορουμένου, ο Προεδρεύων τού υπέβαλε ερωτήσεις και κατόπιν έδωσε τον λόγο στην Εισαγγελέα, στους Δικαστές, στους Ναυτοδίκες και στον συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορουμένου για να υποβάλουν, αν έχουν, ερωτήσεις στον κατηγορούμενο, με τη μεσολάβησή του. Ο κατηγορούμενος απάντησε όπως αναφέρεται στην απολογία του.

Στη συνέχεια, ο Προεδρεύων ρώτησε τους ανωτέρω και τον κατηγορούμενο αν υπάρχει ανάγκη για κάποια συμπληρωματική εξέταση ή διευκρίνιση και, αφού έλαβε από αυτούς αρνητική απάντηση, κήρυξε τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και έδωσε τον λόγο στην Εισαγγελέα και στον συνήγορο του κατηγορουμένου για να αγορεύσουν, ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο πρότεινε να γίνει δεκτός ο αυτοτελής ισχυρισμός του συνηγόρου υπεράσπισης και να κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος λόγω της άρσης του άδικου χαρακτήρα και των δύο πράξεων. Ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου, αφού έλαβε τον λόγο και ανέπτυξε την υπεράσπιση και τον αυτοτελή ισχυρισμό που κατέθεσε, συντάχθηκε με την πρόταση της Εισαγγελέως και ζήτησε να κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος, διότι ασκούσε υπερασπιστικά δικαιώματα, χωρίς να έχει σκοπό να στραφεί κατά του μηνυτή.

Ο κατηγορούμενος, όταν τον ρώτησε ο Προεδρεύων αν έχει να προσθέσει κάτι για την υπεράσπισή του, απάντησε αρνητικά.

Κατόπιν, ο Προεδρεύων κήρυξε το τέλος της συζήτησης.

Αφού το Δικαστήριο διασκέφθηκε μυστικά, σύμφωνα με τον νόμο, με παρούσα τη Γραμματέα, κατάρτισε την απόφασή του, την οποία ο Προεδρεύων δημοσίευσε αμέσως και η οποία έχει ως εξής:

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΠΚ, όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει για αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του για αυτήν, τιμωρείται με φυλάκιση. Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού απαιτείται, αφ’ ενός μεν η αποδιδόμενη σε κάποιον πράξη να είναι αντικειμενικά αξιόποινη ή πειθαρχικά διωκτέα, δηλαδή να προβλέπεται και να τιμωρείται από τον ποινικό νόμο ή άλλο ειδικό νόμο ως έγκλημα, ή να θεωρείται ως πειθαρχική παράβαση, εφόσον πρόκειται περί προσώπου που υπάγεται στην πειθαρχική δικαιοδοσία ως υπαλλήλου, αφ’ ετέρου δε το περιεχόμενό της να είναι αντικειμενικά ψευδές είτε καθ’ ολοκληρία είτε και μόνο μερικά, δηλαδή η καταμηνυόμενη πράξη να αντιτίθεται προς τη αλήθεια, είτε διότι ουδέποτε έλαβε χώρα αυτή, είτε διότι αληθή γεγονότα παραμορφώνονται με αξιόλογες προσθήκες ή ενσυνείδητες παραλείψεις. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος του δράστη, δηλ. γνώση ότι η καταμήνυση είναι ψευδής και θέληση να περιέλθει αυτή στην αρχή, επιπλέον δε σκοπός να προκληθεί η δίωξη του μηνυθέντος. Συνεπώς, δεν αρκεί ενδεχόμενος δόλος (ΑΠ 871/93, Π.Χρ. ΜΓ’ 672, ΑΠ 1625/90, Π,Χρ. ΜΑ’ 698).

Παράλληλα, σύμφωνα με το άρθρο 229 παρ. 1 του νέου Π.Κ., ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 4619/2019 (ΦΕΚ Α 95/11.06.2019), όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει για αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή. Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού κατά τα υποκειμενικά του στοιχεία απαιτείται μεν άμεσος δόλος του δράστη, δηλ. γνώση ότι η καταμήνυση είναι ψευδής και θέληση να περιέλθει αυτή στην αρχή, αλλά όχι και σκοπός να προκληθεί η δίωξη του καταγγελλόμενου προσώπου, καθόσον η καταγγελία της πράξης αυτή καθ’ εαυτή δημιουργεί άμεσα, ενόψει της ισχύουσας στην ελληνική έννομη τάξη αρχής της νομιμότητας, τον κίνδυνο άσκησης της ποινικής δίωξης, με αποτέλεσμα η αναφορά του πρόσθετου σκοπού ως στοιχείου της υποκειμενικής υπόστασης να εμφανίζεται περιττή (βλ. άρθρο 229 Αιτιολογικής Έκθεσης νέου Π.Κ),

Περαιτέρω κατά το άρθρο 62 του ΣΠΚ (Ν, 2287/1995) στρατιωτικός που δυσφημεί ανώτερο ή κατώτερο του τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Αν η δυσφήμηση είναι συκοφαντική, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Κατά το άρθρο 362 του Π.Κ., για το αδίκημα της δυσφήμησης τιμωρείται όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή υπόληψή του, κατά το άρθρο 363 του Π.Κ., εάν στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου το γεγονός είναι ψευδές, ο δράστης τιμωρείται για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, και κατά το άρθρο 361 του Π.Κ., για το αδίκημα της εξύβρισης τιμωρείται όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο, ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων του Π.Κ. προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναλήθειας του και γ) δόλια προαίρεση, η οποία περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέληση να ισχυρισθεί ή διαδώσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Ως γεγονός, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια.

Πρέπει εξάλλου να επισημανθεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του κυρωθέντος με το Ν. 4619/2019 (ΦΕΚ Α’ 95/11.06,2019) νέου Ποινικού Κώδικα (με ημερομηνία έναρξη ισχύος από 1.7.2019): «1. Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου». Στο άρθρο αυτό επαναλαμβάνεται η ισχύουσα και στον προγενέστερο ΠΚ διάταξη σχετικά με την αναδρομική εφαρμογή του ευμενέστερου για τον κατηγορούμενο νόμου και διευκρινίζεται ότι αυτό που ενδιαφέρει δεν είναι αν ο νόμος στο σύνολό του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, αλλά αν περιέχει διατάξεις που είναι επιεικέστερες γι’ αυτόν (Αιτιολογική Έκθεση Σχ ΠΚ σελ. 8). Έτσι, με την νέα αυτή διάταξη υιοθετήθηκε και νομοθετικά η άποψη που επικρατούσε τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία σχετικά με το περιεχόμενο που έχει η αρχή αυτή στο ποινικό δίκαιο, ήτοι το ότι το ευμενέστερο του ενός ή του άλλου ποινικού κανόνα θα κριθεί στην συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση και όχι αφηρημένα. Συνεπώς, είναι δυνατόν για το έγκλημα που τελέσθηκε υπό την ισχύ παλαιότερου και εκδικάζεται υπό τη ισχύ νεότερου νόμου να εφαρμόζεται αφενός ό,τι απαιτεί ένας νόμος ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αφετέρου ό,τι προβλέπει άλλος νόμος ως προς την απειλούμενη ποινή (ΑΠ 557/2004 ΠοινΔικ 2004, 880). Δεν αποκλείεται, δηλαδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση να εφαρμοσθεί εν μέρει ο προηγούμενος νόμος και εν μέρει ο νεότερος, με επιλογή των ευμενέστερων διατάξεων καθενός από αυτούς χωρίς αυτό να συνιστά επέμβαση της δικαστικής εξουσίας στο έργο της νομοθετικής, αφού, ο δικαστής εφαρμόζει δύο υφισταμένους νόμους και δεν δημιουργεί τρίτο ενδιάμεσο. Ανεπίτρεπτη, λοιπόν, κατ’ άρθρο 26 του Συντάγματος, επέμβαση του δικαστή στο έργο της νομοθετικής εξουσίας συντρέχει στην περίπτωση που αυτό δημιουργεί μία νέα διάταξη, επιλέγοντας στοιχεία της από ένα νόμο που ίσχυε στο χρόνο από την τέλεση έως την εκδίκαση της υποθέσεως και στοιχεία της από ένα άλλο νόμο της ίδιας χρονικής περιόδου, όπως ως διάταξη νοείται η γενική και αφηρημένη ρύθμιση μιας αυτοτελούς παραμέτρου του ποινικού κολασμού (πχ. ρύθμιση για στοιχειοθέτηση εγκλήματος, ρύθμιση για την ποινή, ρύθμιση για τον τρόπο δίωξης). Μπορεί, δηλαδή να προκριθεί και να εφαρμοστεί ως ευμενέστερη μία διάταξη που απαιτεί πρόσθετα στοιχεία, μη συντρέχοντα στην συγκεκριμένη περίπτωση, για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του ίδιου κατά τα λοιπά, νομοτυπικά στοιχεία εγκλήματος που τιμωρούνταν από ένα άλλο νόμο, αλλά δεν επιτρέπεται ένας συνδυασμός στοιχείων αντικειμενικών υποστάσεων εγκλημάτων, που προβλέπονται από διαφορετικούς νόμους, που θα έχει ως συνέπεια τη διάπλαση από το δικαστή μιας εντελώς νέας αντικειμενικής υπόστασης/που ουδέποτε καταγράφηκε νομοθετικά ως στοιχειοθετούσα έγκλημα (ΑΠ 1352/2016, Α’ Δημοσίευση Νόμος, ΑΠ 2460/2008).

Συγκρίνοντας, ενόψει του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠΚ, τις διατάξεις του άρθρου 229 του Προισχ ΠΚ με αυτή του άρθρου του ισχΠΚ, συνάγεται ότι για το αδίκημα της ψευδούς καταμήνυσης η προϊσχύσασα διάταξη είναι ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο, καθόσον το περιγραφικό της μέρος περιέχει/για την πλήρωση της ειδικής της υπόστασης απαιτείται ένα πρόσθετο στοιχείο, και ειδικότερα σκοπός του καταγγέλλοντος να προκληθεί η δίωξη του καταγγελλόμενου προσώπου. Ως εκ τούτου, με βάση τον άκαμπτο κανόνα του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ εφαρμοστέο εν προκειμένω για την αξιολόγηση της συμπεριφοράς του κατηγορούμενου είναι το άρθρο 229 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΠΚ.

Παρατηρείται, εξάλλου, ότι μεταξύ των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου είναι το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, ως ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος του για “δίκαιη δίκη”, που του εξασφαλίζει το ως άνω άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, καθώς και το προκύπτον από το άρθρο 223 παρ. 4 ΚΠΔ δικαίωμά του να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών από τα οποία θα μπορούσε να προκόψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Η θεμελιώδης αυτή δικαιοκρατική αρχή της μη αυτοενοχοποίησης . διακηρύσσεται ήδη στο άρθρο 14 παρ. 3 εδ. ζ’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το Ν. 2462/1997, αλλά και στο νεοπαγές άρθρο 104 ισχΚΠΔ, και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντ., κατά το οποίο κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει σε πλήρη ισότητα μεταξύ των άλλων και την εγγύηση, να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του (πρβλ. ΑΠ 436/2012).

Έτσι, ο κατηγορούμενος στο πλαίσιο του κατηγορητικού συστήματος και όντας ο ίδιος διάδικος, προσλαμβάνει την ιδιότητα του υποκειμένου της ποινικής δίκης, που σημαίνει ότι συμπράττει σε αυτήν ως φορέας δικαιωμάτων διαπλαστικά, ενεργητικά και παθητικά. Τα δικαιώματα αυτά χορηγούνται στον εκάστοτε κατηγορούμενο για να δύναται να εναντιωθεί στην αποδιδόμενη σε αυτόν κατηγορία, Το θεμελιώδες δικαίωμα σιωπής κατοχυρώνεται ως αυτοτελές δικαίωμα στα άρθρα 104 και 273 παρ. 2 ΚΠΔ, σύμφωνα με τα οποία ο κατηγορούμενος δικαιούται να αρνηθεί την κατηγορία (βλ. ενδεικτικά Φράγκος Κ., Κατ’ άρθρο ερμηνεία ΚΠΔ, άρθρο 273, Κωνσταντινίδης Α., Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 4η εκδ,, 2020, σελ. 186-188). Πρέπει εξ’ αρχής να τονιστεί ότι το δικαίωμα αυτό αποτελεί προέκταση του ευρύτερου δικαιώματος της προσωπικότητας και βρίσκει επαρκή θεμελίωση και στις διατάξεις των άρθρων 5, παρ. 1 και 2 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως και στο άρθρο 6 παρ. 1 εδ. α’ της ΕΣΔΑ καθώς και στο άρθρο 14 παρ. 3 περ. ζ’ του ΔΣΑΠΔ. Σύμφωνα με την ως άνω αρχή, γίνεται δεκτό ότι ο κατηγορούμενος στην προσπάθεια του να αποσείσει την σε βάρος του κατηγορία έχει το δικαίωμα να ψεύδεται, εφόσον με τον τρόπο αυτό δεν παραβιάζεται κάποια διάταξη του ποινικού νόμου (Σεβαστίδης X,, Ερμηνεία ΚΠΔ, τομ. 4, 2021).

Καταρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι το δικαίωμα ψεύδους, ως προέκταση των άρθρων 104 και (κυρίως) 273 παρ. 2 ΚΠΔ, γίνεται καθολικά δεκτό από τη θεωρία και τη νομολογία, προβαίνοντας στις εξής διακρίσεις, (βλ, αντί άλλων Παπαδαμάκη Α., Ποινική Δικονομία, εκδ, 2019, σελ. 131 επ και ιδίως 133-34, με εκτεταμένες και πλούσιες αναφορές στη σχετική θεωρία και νομολογιακή πρακτική): Όταν ο κατηγορούμενος αποκρύπτει την αλήθεια (με τη σιωπή του ή την άρνηση του) για να σώσει τον εαυτό του, δεν μπορεί βέβαια η επιλογή του αυτή να θεωρηθεί ένδειξη ενοχής, αλλά ούτε και να επισύρει ποινική κύρωση, Το άρθρο 20 ΠΚ δίνει εδώ τη λύση καθώς η πράξη που μορφοποιεί τη σιωπή και την άρνηση, ως ενάσκηση δικαιώματος, τελικά επιτρέπεται και δεν είναι πια άδικη πράξη.

Όταν η ανωτέρω απόκρυψη της αλήθειας συνοδεύεται (αιτιολογείται) από ψεύδη που δεν έχουν αυτοτελή ειδική νομική σημασία, θα πρόκειται νια επιτρεπτή και όχι απαγορευμένη υπερασπιστική επιλογή. Αυτό συμβαίνει, όταν τα «συνοδευτικά ψεύδη αποτελούν τον από τις περιστάσεις αναγκαίο τρόπο θεμελίωσης της απόκρυψης, ή αλλιώς το αναγκαίο θεμελιωτικό περίγραμμα της αρνήσεως της κατηγορίας.

Όταν ο κατηγορούμενος καταθέτει συγκεκριμένα (ουσιώδη) ψέματα για να σώσει τον εαυτό του, η δικονομική του θέση δεν διαταράσσεται ενδεχομένως όμως να υπέχει ευθύνη για ψευδή ανώμοτη κατάθεση με την επιφύλαξη της δικαστικής αφέσεως του άρθρου 227 παρ.3 ΠΚ.

Τέλος, όταν το ψεύδος – ως άρνηση της κατηγορίας – εκτρέπεται σε προσβολή αμέτοχων τρίτων βρισκόμαστε έξω από τα αναγκαία όρια του δικαιώματος αρνήσεως της κατηγορίας, καθώς πια ο κατηγορούμενος δεν ασκεί δικαίωμα αλλά κατασκευάζει ενόχους και παραπλανεί επικίνδυνα τους φορείς της ποινικής δικαιοσύνης. Για αυτό και δεν αποκλείεται η ευθύνη του για ψευδή κατάθεση (άρθρο 225 ΠΚ), και περαιτέρω ενδεχομένως, για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμηση (άρθρα 229 και 363 ΠΚ αντίστοιχα).

Συνεπώς, από την ανωτέρω κατηγοριοποίηση προκύπτει ότι πυρήνας του δικαιώματος ψεύδους του κατηγορουμένου είναι η ενοχοποίηση τρίτων αμέτοχων προσώπων, και όχι των ήδη εμπλεκόμενων στα γρανάζια της ποινικής διαδικασίας, όπως κατεξοχήν είναι ο μηνυτής.

Ενόψει των προεκτεθέντων, συνάγεται αβίαστα ότι η ακώλυτη άσκηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου συνιστά απαραβίαστη αρχή του δικαιϊκού πολιτισμού μας, στο πλαίσιο ενός κράτους δικαίου, η οποία μόνο κατ’ ακραία εξαίρεση, και υπό συγκεκριμένες συνθήκες επιτρέπεται να καμφθεί, ήτοι μόνο στην περίπτωση που:

α) ο κατηγορούμενος προβάλλει ισχυρισμούς που δεν σχετίζονται με την κατηγορία που αντιμετωπίζει, και

β) οι ισχυρισμοί του στρέφονται κατά προσώπων τρίτων, αμέτοχων προς την διεξαγόμενη ποινική διαδικασία. Γίνεται έτσι δεκτό ότι εφόσον οι επίδικοι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων συνδέονται άμεσα και αναγκαία με την πράξη που τότε τους αποδιδόταν και δεν υπερέβησαν το αναγκαίο για την απόκρουση της εναντίον τους κατηγορία μέτρο, η ένδικη πράξη ακόμα και αν θεωρηθεί δεδομένη η τέλεσή της, δεν είναι άδικη, αφού συνιστά ενάσκηση του νόμιμου δικαιώματος των κατηγορουμένων να καταθέτουν απολογούμενοι και αναληθή γεγονότα, χωρίς να συντρέχει περίπτωση υπέρβασης των ορίων που αναφέρθηκαν στην αρχή. Ως εκ τούτου, αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της συμπεριφοράς του κατηγορουμένου, κατά το άρθρο 20 ΠΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 273 παρ.2 και 366 παρ. 3 ΚΠΔ, τα οποία επιτρέπουν στα πλαίσια της δικονομικής ελευθερίας του κατηγορουμένου, κατά την απολογία του, ακόμα και την κατάθεση αναληθών γεγονότων, εφόσον αυτά συνδέονται άμεσα και αναγκαία με την αποδιδόμενη πράξη και ο κατηγορούμενος δεν επιρρίπτει ψευδώς τις ευθύνες σε τρίτον. Προς αυτήν την κατεύθυνση άλλωστε κινήθηκε και η με αρ. 1466/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου σύμφωνα με την οποία το θεμελιώδες ανωτέρω δικαίωμα του κατηγορουμένου οριοθετείται σαφώς στο σημείο που εκείνος «… αναφέρει ψευδή γεγονότα κατά την απολογία του … εκτός των ορίων αποκρούσεως της κατηγορίας -άσχετα δηλαδή με την κατηγορία που του αποδίδεται- και τα οποία περιέχουν ενοχοποίηση νια τρίτα πρόσωπα.

Στην προκείμενη περίπτωση, ο Αρχστής … κατηγορείται για αδικήματα, που φέρεται ότι τέλεσε υπό την ιδιότητα του κατηγορούμενου, και ειδικότερα, κατηγορείται για ισχυρισμούς που προέβαλε κατά την απολογία του ως κατηγορούμενος ενώπιον ανακριτικής αρχής, και μάλιστα ισχυρισμούς άρρηκτα απτόμενους της τότε αποδοθείσας κατηγορίας, αποκλειστικά δε αναφερόμενους στο πρόσωπο του τότε μηνυτή του. Συγκεκριμένα, αντιμετωπίζοντας κατηγορίες εξύβρισης και βιοπραγίας κατά κατωτέρου, αμφότερες όχι κατά την υπηρεσία ή για λόγους που έχουν σχέση με αυτή, ανέφερε κατά απολογία του για το μηνυτή αυτού, Επστή ΑΣ …, τα ακόλουθα: «… μου επιτέθηκε πρώτος και με χτύπησε στα πλευρά στο στομάχι και στο αριστερό γόνατο και βρίζοντας εναντίον μου τα θεία». Οι εν λόγω ισχυρισμοί του … συνιστούσαν άρνηση της τότε αποδιδόμενης κατηγορίας, προβλήθηκαν δε προς αντίκρουση των ισχυρισμών του μηνυτή, στο πλαίσιο ενάσκησης του υπερασπιστικού δικαιώματος του. Σημειώνεται ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των ποινικών υποθέσεων συγκρούονται οι ισχυρισμοί του μηνυτή με εκείνους του μηνυομένου, σε ένα ιδιότυπο δίπολο «ο λόγος μου απέναντι στον λόγο σου». Στην προκείμενη λοιπόν περίπτωση ο κατηγορούμενος προέβαλε πραγματολογικούς ισχυρισμούς απτόμενους του σκληρού πυρήνα της κατηγορίας που αντιμετώπιζε, καθότι αναφέρθηκε σε προηγούμενη πρόκλησή του από τον μηνυτή, μέσω της τέλεσης ταυτόσημης πράξης, δυνάμει της οποίας έλαβε χώρα συμπλοκή. Έτσι, τήρησε το αναγκαίο μέτρο, περιόρισε την απολογία του σε πράξεις ταυτόσημες ή συναφείς προς τις αποδιδόμενες, άρρηκτα συνδεδεμένες με τις τελευταίες, και απέδωσε αυτές αποκλειστικά και μόνον στον μηνυτή του, χωρίς να στραφεί εναντίον οιουδήποτε αμέτοχου τρίτου. Η ποινικοποίηση της ενάσκησης του δικαιώματος του αυτού, δια της κατασκευής contra legem κατηγοριών, απαραδέκτως τείνει στην εκ νέου τιμώρησή του για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, παραγνωρίζοντας το δεδομένο ότι πυρήνας του δικαιώματος ψεύδους του κατηγορουμένου είναι η ενοχοποίηση τρίτων αμέτοχων προσώπων, και όχι των ήδη εμπλεκόμενων στα γρανάζια της ποινικής διαδικασίας, όπως κατεξοχήν είναι ο μηνυτής. Ως εκ τούτου, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 20 ΠΚ, σε συνδ. με τα άρθρα το Δικαστήριο ομόφωνα δέχεται τους υποβληθέντες αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορούμενου και κρίνει ότι πρέπει να αναγνωρισθεί η άρση του αδίκου χαρακτήρα αμφότερων των αποδιδομένων πράξεων σ’ αυτόν αξιόποινων πράξεων, κατά τη συνδυαστική ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 273 παρ. 2 ΚΠΔ, 20 ΠΚ και 6 παρ. 1 εδ. α’ ΕΣΔΑ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αφού έλαβε υπόψη και τα άρθρα: 193 παρ. 1, 194 παρ. 1 περ. β’, 198 παρ. 1, 199 παρ, 1 και 213 παρ. 1 ΣΠΚ, 339, 340, 342, 343, 344, 350, 351, 357, 358, 362, 363, 365, 366, 367, 368, 369 και 370 του ΚΠΔ.

Δικάζει τον παρόντα κατηγορούμενο ….. του …. και της …., που γεννήθηκε το έτος 1973 στα … και κατοικεί στους …, Αρχικελευστή ΑΣ με ΑΜ …, που υπηρετεί στο Κ.Λ. Ηγουμενίτσας.

Αποδέχεται ομόφωνα τους αυτοτελείς ισχυρισμούς της υπεράσπισης του κατηγορουμένου.

Κηρύσσει παμψηφεί τον ανωτέρω κατηγορούμενο αθώο για τις πράξεις α) Της ψευδούς καταμήνυσης και β) της συκοφαντικής δυσφήμησης κατωτέρου, που φέρεται ότι τελέστηκαν στη Βουλιαγμένη Αττικής, την 22-11-2016, λόγω άρσης του αδίκου χαρακτήρα και των δύο πράξεων, κατά τη συνδυαστική ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 273 ΚΠΔ, 20 ΠΚ και 6 ΕΣΔΑ.

 Ειδικότερα, αθώο του ότι, ενώ ήταν στρατιωτικός, δηλαδή Ακστής ΑΣ και υπηρετούσε στο Λ/Χ Σαρωνικού, εντός του λιμενικού καταστήματος του Β’ Λ.Τ. Βουλιαγμένης την 22-11-2016 με μια πράξη τέλεσε περισσότερα του ενός συρρέοντα μεταξύ τους εγκλήματα. Συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο: Α) εν γνώσει του ανέφερε ψευδώς για άλλον ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση. Ειδικότερα, εξεταζόμενος χωρίς όρκο ως κατηγορούμενος από τον Ανθστή ΛΣ … του Λ/Χ Σαρωνικού, που διενεργούσε αυτεπάγγελτη προανάκριση, κατέθεσε, ότι κατόπιν φραστικού επεισοδίου που είχε προηγηθεί μεταξύ αυτού και του Επστή ΛΣ …, ο τελευταίος του επιτέθηκε πρώτος και τον χτύπησε στα πλευρά, στο στομάχι και στο αριστερό γόνατο και έβρισε εναντίον του τα θεία, παρόλο που γνώριζε ότι ουδέποτε ο Επστής ΛΣ … του επιτέθηκε, τον χτύπησε και έβρισε εναντίον του τα θεία και Β) δυσφήμησε κατώτερό του, ήτοι ισχυρίστηκε ενώπιον τρίτων για κατά βαθμό κατώτερό του, γεγονός ψευδές, που μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψή του, γνωρίζοντας ότι το γεγονός αυτό ήταν ψευδές. Ειδικότερα, εξεταζόμενος χωρίς όρκο ως κατηγορούμενος από τον Ανθστή ΛΣ … του Λ/Χ Σαρωνικού, που διενεργούσε αυτεπάγγελτη προανάκριση, αναφερόμενος, μεταξύ άλλων και στον Επστή ΛΣ …, ισχυρίστηκε ότι «…μου επιτέθηκε πρώτος και με χτύπησε στα πλευρά στο στομάχι και στο αριστερό γόνατο και βρίζοντας εναντίον μου τα θεία..,». Τα παραπάνω γεγονότα, των οποίων έλαβαν γνώση ο διενεργών την αυτεπάγγελτη προανάκριση και ο προσληφθείς από αυτόν γραμματέας Λιμενοφύλακας …, ήταν ψευδή, καθόσον ουδέποτε ο Επστής ΛΣ … του επιτέθηκε πρώτος και τον χτύπησε στα πλευρά, στο στομάχι, και στο αριστερό γόνατο και έβρισε εναντίον του τα θεία, αυτός δε γνώριζε την αναλήθειά τους και ότι ήταν σε θέση να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του κατά βαθμό κατωτέρου του ως άνω Επστή, αφού ο τελευταίος εμφανιζόταν να επιδίδεται σε σκληρή και αξιόποινη συμπεριφορά σε βάρος ανώτερου του.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε αμέσως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου.

 

Πειραιάς, 1 Μαρτίου 2022

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ