KEIMENO ΑΠΟΦΑΣΗΣ
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Κωνσταντίνο Αλεξίου, Πρόεδρο Πλημμελειοδικών, Ζωή Πριστούρη και Ανδρέα Αίλο, Πλημμελειοδίκες.
Συνήλθε στο γραφείο του Προέδρου στις 16 Απριλίου 2021, παρουσία της Γραμματέως Δέσποινας Μυλωνά, προκειμένου ν’ αποφανθεί για την παρακάτω ποινική υπόθεση:
Σε βάρος του … του … ασκήθηκε ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου που το είχαν εμπιστευτεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου και η αξία του υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ και διενεργήθηκε κύρια ανάκριση.
Μετά το πέρας αυτής, η Αντεισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών Δάφνη – Κυριακή Τσιχλή, στις 24 Μαρτίου 2021, εισήγαγε τη δικογραφία που σχηματίστηκε στο Συμβούλιο τούτο με την υπ’ αριθμ. 973/2021 έγγραφη πρότασή της, η οποία έχει ως εξής:
Εισάγω ενώπιον του Συμβουλίου Σας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 30 παρ. 2 και 4, 138 παρ. 1 εδ. β και 308 παρ. 1 εδ. α και β ΚΠΔ, την προκείμενη με Α.Β.Μ. Ε 2019/4569 ανακριτική δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρος του … του … , κατοίκου …, οδός …, αριθ …., κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου που το είχαν εμπιστευτεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου και η αξία του υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ (άρθρα 1, 14, 16, 17, 18, 26 παρ. 1 εδ. α, 27 παρ. 1,51, 52, 79 και 375 παρ. 2 εδ. α και β -1 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με τον Ν. 4619/2019 και ήδη άρθρα 1, 14, 16, 17, 18, 26 εδ. α, 27 παρ. 1, 51, 52, 79, 375 παρ. 2 – 1 εδ. β – α και 381 παρ. 1 εδ. α ΠΚ, όπως ισχύει μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 4619/2019) και εκθέτω τα ακόλουθα:
Η ποινική δίωξη ασκήθηκε μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης που διενεργήθηκε με αφορμή την από 26-9-2019 έγκληση της τελούσας σε ασφαλιστική εκκαθάριση ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στην Αθήνα, στην …, αριθ. … και εκπροσωπείται νόμιμα από την ασφαλιστική εκκαθαρίστρια αυτής ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…» που εδρεύει στο …, στην οδό …, αριθ. … και εκπροσωπείται νόμιμα για τους σκοπούς της εκκαθάρισης της ως άνω ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας από τον … του …, κάτοικο …, οδός …, αριθ …, η οποία υποβλήθηκε στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών στις 30-9-2019, με την από 9-6-2020 παραγγελία μας προς τον Ανακριτή Πλημμελειοδικών Αθηνών για διενέργεια κύριας ανάκρισης, η οποία διενεργήθηκε και περατώθηκε νόμιμα με την απολογία του κατηγορουμένου, κατ’ άρθρο 270 παρ. 1 εδ. α ΚΠΔ και τη γνωστοποίηση προς αυτόν του πέρατος της ανάκρισης, κατ’ άρθρο 308 παρ. 4 ΚΠΔ, όπως προκύπτει από την από 20-10-2020 έκθεση γνωστοποίησης πέρατος ανάκρισης, ο δε κατηγορούμενος μετά την απολογία του αφέθηκε ελεύθερος.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 375 παρ. 1 ΠΚ «Όποιος ιδιοποιείται παράνομα ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή και αν το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν πρόκειται για αντικείμενο που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή», κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου «Αν η αξία του αντικειμένου στην παράγραφο 1 υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της προβλεπόμενης από τη δεύτερη (σε συνδυασμό με την πρώτη) παράγραφο του ως άνω άρθρου, κακουργηματικής υπεξαίρεσης απαιτείται αντικειμενικώς: α) το υλικό αντικείμενο της υπεξαίρεσης να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, β) να είναι αυτό ολικά ή μερικά ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού ανήκει σε άλλον, εκτός από τον δράστη, γ) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά τον χρόνο που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στον δράστη, κατοχή δε, κατά την έννοια των προαναφερόμενων διατάξεων, δεν είναι μόνο η σχέση φυσικής εξουσίασης του πράγματος από τον κατέχοντα αυτό κατά τη βούλησή του, αλλά και η πραγματική σχέση που καθιστά δυνατή, κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών, την εξουσίαση του πράγματος από τον δράστη κατά τη βούλησή του, δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον υπαίτιο, που υπάρχει, όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νόμιμου δικαιολογητικού λόγου. Ιδιοποίηση αποτελεί κάθε πράξη εκδηλωτική της εκ μέρους του κατέχοντος το πράγμα πρόθεσης να το ενσωματώσει στη δική του περιουσία. Υποκειμενικά απαιτείται η ύπαρξη δόλου του δράστη, ο οποίος ενέχει τη γνώση αυτού ότι το πράγμα ή τα χρήματα είναι ξένα (ολικά ή εν μέρει) ως προς αυτόν, καθώς και τη βούληση να τα ιδιοποιηθεί παράνομα, δηλαδή χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Ενδεχόμενος δόλος αρκεί. Η δόλια προαίρεση του δράστη εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησής του να ενσωματώσει το πράγμα, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία (ΑΠ 677/2020, ΝΟΜΟΣ). Έτσι, η δόλια προαίρεση του δράστη εκδηλώνεται και με την κατακράτηση ή την άρνηση απόδοσής του στον ιδιοκτήτη είτε μόλις ανακύψει η υποχρέωση του δράστη προς απόδοση είτε όταν οχληθεί προς τούτο. Το έγκλημα αυτό θεωρείται τετελεσμένο, αφότου ο δράστης επιχείρησε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας με την οποία εξωτερίκευσε τη θέλησή του να ιδιοποιηθεί το ξένο πράγμα παράνομα (ΑΠ 723/2020, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 694/2018, ΝΟΜΟΣ), Περαιτέρω, κατά, τη διάταξη του άρθρου 719 ΑΚ, ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα καθετί που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των πραγμάτων, τα οποία έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή αποκτά από την εκτέλεσή της και γι’ αυτό σε περίπτωση μη απόδοσής τους στον εντολέα διαπράττει το αδίκημα της υπεξαίρεσης. Εμπιστευμένο στον εντολοδόχο θεωρείται το πράγμα, όταν με τη θέληση του δικαιούχου παραδόθηκε στην κατοχή εκείνου (εντολοδόχου), υποχρεουμένου να το αποδώσει αυτούσιο ή να το χρησιμοποιήσει προς ορισμένο σκοπό. Ο εντολοδόχος νοείται κατά τις διατάξεις των άρθρων 713 επ. ΑΚ, δηλαδή πρέπει μεταξύ αυτού και του παθόντος να υπάρχει σύμβαση εντολής, ενώ ως διαχειριστής νοείται αυτός, που ενεργεί όχι απλώς υλικές αλλά και νομικές πράξεις επί περιουσιακών στοιχείων του εντολέα, με εξουσία αντιπροσώπευσης αυτού, την οποία μπορεί να έχει από το νόμο ή από σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται και η άσκηση διαχείρισης «εν τοις πράγμασι». Υπό την έννοια αυτή, αν η πράξη τελέσθηκε από εντολοδόχο και διαχειριστή ξένης περιουσίας στο ίδιο πεδίο δράσης, η εντολή εμπεριέχεται στη διαχείριση και ο εντολοδόχος μπορεί να είναι και διαχειριστής, εάν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής (ΑΠ 796/2019, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1251/2019, ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, από το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε κατά τη διάρκεια της διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης και στη συνέχεια της κυρίας ανάκρισης και συγκεκριμένα από την από 29-9-2020 ένορκη κατάθεση του μάρτυρα … του …, τα έγγραφα της δικογραφίας και την απολογία του κατηγορουμένου, αξιολογούμενο κατά την αρχή της ηθικής απόδειξης (άρθρο 177 ΚΠΔ), προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η παριστάμενη προς υποστήριξη της κατηγορίας, τελούσα σε ασφαλιστική εκκαθάριση ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…» δραστηριοποιείτο κατά το διάστημα της λειτουργίας της στην παροχή υπηρεσιών ασφάλισης για τον κίνδυνο ζημιών. Δυνάμει της από 29-12-2006 σύμβασης ασφαλιστικού πράκτορα η ως άνω ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία ανέθεσε στην εταιρεία με την επωνυμία «…» που εδρεύει στην …, στην οδό …, αριθ. … και … και εκπροσωπείται νόμιμα από τον κατηγορούμενο και η οποία ήταν ασφαλιστική πράκτορας, με αριθμό Μητρώου Ασφαλιστικών Πρακτόρων …, το δικαίωμα να μεσολαβεί για λογαριασμό της στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, για τους καλυπτόμενους από την ως άνω ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία κινδύνους, έναντι προμήθειας, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που αναφέρονταν στην ανωτέρω σύμβαση (βλ. σχετικά την από 29-12-2006 σύμβαση ασφαλιστικού πράκτορα και το υπ’ αριθ. …/… Φ.Ε.Κ.) Ειδικότερα, με τον όρο 3 της ανωτέρω σύμβασης συμφωνήθηκε ότι η «…» όφειλε να παραδίδει το ταχύτερο δυνατό στους ασφαλισμένους τα ασφαλιστήρια που θα εξέδιδε η ως άνω ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία, ενώ με τον όρο 10 συμφωνήθηκε ότι θα εισέπραττε από τους ασφαλισμένους τα ασφάλιστρα και θα τα απέδιδε στην εν λόγω εταιρεία. Συγκεκριμένα, με τον όρο 10.2 της ανωτέρω σύμβασης συμφωνήθηκε ότι η «…» είχε την υποχρέωση να αποστέλλει προς την ως άνω ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία για ακύρωση, μέσα σε εξήντα ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής τους, τα ασφαλιστήρια ή άλλα αποδεικτικά της ασφάλισης έγγραφα, που δεν θα είχαν παραληφθεί από τους ασφαλιζομένους ή αυτά των οποίων δεν θα είχαν εισπραχθεί τα ασφάλιστρα συνοδευόμενα από τις τυχόν υπάρχουσες (ανάλογα με τον κλάδο) πρωτότυπες αποδείξεις ασφαλίστρων και από επιστολή της, με την οποία θα βεβαίωνε τους λόγους μη είσπραξης των ασφαλίστρων, καθώς επίσης και τη μη αναγγελία ζημίας, σε περίπτωση δε που η «…» δεν θα επέστρεφε τα ως άνω ασφαλιστήρια συμβόλαια, πρόσθετες πράξεις, ανανεωτήρια και αποδείξεις μέσα στην προαναφερόμενη προθεσμία θα θεωρείτο ότι εισέπραξε τα ασφάλιστρα, τα οποία θα συνυπολογίζονταν στον αναλυτικό λογαριασμό. Η ανωτέρω σύμβαση συμφωνήθηκε ότι θα ήταν αόριστης διάρκειας, δυνάμενη να λυθεί σύμφωνα με αυτά που αναφέρονταν στον όρο 12 αυτής, σε περίπτωση δε λύσης της ανωτέρω σύμβασης, με τον όρο 12.3 αυτής συμφωνήθηκε ότι η «…» εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την εν λόγω λύση, θα παρέδιδε στην ως άνω ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία λογαριασμούς και δικαιολογητικά έγγραφα και θα κατέβαλε το τυχόν υφιστάμενο υπέρ αυτής υπόλοιπο, ενώ μετά την πάροδο της προθεσμίας των δεκαπέντε (15) ημερών το τυχόν υπόλοιπο θα καθίστατο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και θα υπολογιζόταν εφεξής επ’ αυτού ο νόμιμος τόκος υπερημερίας. Περαιτέρω, με την υπ’ αριθ. … και … απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α.) αποφασίστηκε να ανακληθεί οριστικά η άδεια λειτουργίας για όλους τους κλάδους της ως άνω ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας, η οποία της είχε χορηγηθεί με την υπ’ αριθ. … απόφαση του Υπουργού Εμπορίου, να χαρακτηριστεί ως ασφαλιστική τοποθέτηση και να δεσμευτεί το σύνολο των περιουσιακών της στοιχείων και να τεθεί αυτή σε ασφαλιστική εκκαθάριση (βλ. σχετικά το υπ’ αριθ. … Φ.Ε.Κ.). Με την οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ως άνω ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας επήλθε και αυτοδίκαιη λύση της προαναφερόμενης σύμβασης μεταξύ αυτής και της «…». Ωστόσο, ο κατηγορούμενος ως νόμιμος εκπρόσωπος της «…» δεν κατέβαλε εντός τη προθεσμίας των δεκαπέντε (15) ημερών από τη λύση της ανωτέρω σύμβασης, στην ως άνω ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία το υφιστάμενο υπέρ αυτής υπόλοιπο, το οποίο ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 213.813,75 ευρώ και ειδικότερα στο ποσό των 150.174,45 ευρώ που αφορούσε σε καταβληθέντα από τους ασφαλισμένους και εισπραχθέντα από τη «…» ασφάλιστρα από ασφάλειες του κλάδου αυτοκινήτων, μετά την αφαίρεση του ποσού της προμήθειας που δικαιούτο η τελευταία, στο ποσό των 49.499,83 ευρώ που αφορούσε σε καταβληθέντα από τους ασφαλισμένους και εισπραχθέντα από τη «…» ασφάλιστρα από ασφάλειες του κλάδου αυτοκινήτων, μετά την αφαίρεση του ποσού της προμήθειας που δικαιούτο η τελευταία και στο ποσό των 14.139,47 ευρώ που αφορούσε σε προμήθειες που είχε εισπράξει η «…» επί μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων, τα οποία αναλύονται ως ακολούθως:
(ΠΙΝΑΚΕΣ)
Κατόπιν τούτου, η ως άνω ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία άσκησε την από 6-10-2014, με αριθ. κατάθεσης δικογράφου 112809/15945/6-10-2014 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζητούσε, κατόπιν μετατροπής του αιτήματος της από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι η «…» και ο κατηγορούμενος, ο οποίος σημειωτέον είχε υπογράψει την προαναφερόμενη σύμβαση ασφαλιστικού πράκτορα και ως εγγυητής, όφειλαν να της καταβάλουν το χρηματικό ποσό των 213.813,75 ευρώ, ο καθένας εξ αυτών εις ολόκληρον, αλληλεγγύως και απεριορίστως, με τον νόμιμο τόκο από την 7-10-2009, ήτοι δεκαπέντε (15) ημέρες μετά τη λύση της μεταξύ της ως άνω ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας και της «…» σύμβασης ασφαλιστικού πράκτορα και μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή της, άλλως από την επομένη της επίδοσης σ’ αυτούς της ως άνω αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή της, η δε επίδοση της ως άνω αγωγής στη «…» και στον κατηγορούμενο έλαβε χώρα στις 24-12-2014, με τις υπ’ αριθ. 2807Ε και 2808Ε από 24-12-2014 εκθέσεις επίδοσης (βλ. σχετικά την από 6-10-2014, με αριθ. κατάθεσης δικογράφου 112809/15945/6-10-2014 αγωγή). Επιπλέον, επί της ως άνω από 6-10-2014, με αριθ. κατάθεσης δικογράφου 112809/15945/6-10- 2014 αγωγής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 6590/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή η εν λόγω αγωγή (βλ. σχετικά την υπ’ αριθ. 6590/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών).
Ο κατηγορούμενος απολογούμενος ενώπιον της Ανακρίτριας του 7ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών αρνήθηκε τη σε βάρος του κατηγορία ισχυριζόμενος ότι δεν έχει καμία οφειλή προς την εγκαλούσα εταιρεία, ότι οι προβαλλόμενες από αυτήν απαιτήσεις είναι ανυπόστατες και ότι ο ίδιος ουδέποτε εκδήλωσε την πρόθεση του να ενσωματώσει παράνομα στην περιουσία του οποιοδήποτε ποτέ ανήκον στην εγκαλούσα εταιρεία, αφού ουδέποτε οχλήθηκε απ’ αυτήν για την καταβολή οποιουδήποτε ποσού, η δε από 6-10-2014, με αριθ. κατάθεσης δικογράφου 112809/15945/6-10-2014 αγωγή της τελευταίας του επιδόθηκε με τη διαδικασία της επίδοσης ως αγνώστου διαμονής. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί του κατηγορουμένου δεν κρίνονται πειστικοί, διαψεύδονται δε από την από 29-9-2020 ένορκη κατάθεση του μάρτυρα … του …, σύμφωνα με την οποία: «…βάσει της σύμβασης ο κατηγορούμενος όφειλε, εντός 15 ημερών από τη λύση αυτής, να μας αποδώσει το οφειλόμενο ποσό και να προσκομίσει κάθε έντυπο υλικό, κάτι το οποίο ουδέποτε έπραξε. Το ποσό που καταλογίσαμε είναι με ό,τι στοιχεία είχαμε εμείς. Δεν μας προσκομίστηκαν από τον κατηγορούμενο πρωτότυπα σώματα ασφαλιστηρίων του τελευταίου διμήνου προ ανακλήσεως της άδειας μας, προκειμένου αυτά να αφαιρεθούν από τον αναλυτικό λογαριασμό… Τα ασφαλιστήρια που περιλαμβάνονται στην έγκλησή μας είναι αυτά που τεκμαίρονται ως εισπραχθέντα και μη αποδοθέντα, καθώς δεν επεστράφησαν ως ακυρωτέα εντός διμήνου… Μεγάλο ποσοστό των υπολοίπων πρακτόρων, με τους οποίους συνεργαζόμασταν, έχουν έρθει σε επαφή μαζί μας, κατόπιν δικής τους πρωτοβουλίας, διότι ακολούθησαν τις συμβατικές υποχρεώσεις δηλαδή απόδοση λογαριασμού και επιστροφή υλικού εντός 15 ημερών από τη λύση της σύμβασης ή διαφωνία επί του υπολοίπου που εμείς τους καταλογίζαμε… Η αγωγή που ασκήσαμε στον κατηγορούμενο επιδόθηκε σε αυτόν ως αγνώστου διαμονής… διότι ήταν αγνώστου διαμονής…» και τα λοιπά μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα, συσχετιζόμενα μεταξύ τους, καθώς και από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος δεν απέδωσε στην εγκαλούσα εταιρεία το συνολικό ποσό 213.813,75 ευρώ μόλις ανέκυψε η σχετική υποχρέωσή του, ήτοι μόλις παρήλθε η προθεσμία των δεκαπέντε (15) ημερών από τη λύση της από 29-12-2006 σύμβασης ασφαλιστικού πράκτορα λόγω της οριστικής ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της εγκαλούσας εταιρείας, οπότε και όφειλε να καταβάλει σ’ αυτήν το εν λόγω ποσό.
Ενόψει των εκτεθέντων, προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις σε βάρος του κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου που το είχαν εμπιστευτεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου και η αξία του υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ και επομένως το Συμβούλιό Σας θα πρέπει να παραπέμψει τον κατηγορούμενο, σύμφωνα με τα άρθρα 310 παρ. 1 στοιχ. ε και 313 ΚΠΔ, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο, κατά τα άρθρα 111 περ. Α παρ. 1, 118 και 122 παρ. 1 ΚΠΔ, για να δικαστεί για την ως άνω αξιόποινη πράξη, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται σύμφωνα με τα άρθρα 1, 14, 16, 17, 18, 26 παρ. 1 εδ. α, 27 παρ. 1, 51, 52, 79 και 375 παρ. 2 εδ. α και β – 1 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με τον Ν. 4619/2019 και ήδη άρθρα 1, 14, 16, 17, 18, 26 εδ. α, 27 παρ. 1, 51, 52 79, 375 παρ. 2 – 1 εδ. β – α και 381 παρ. 1 εδ. α ΠΚ, όπως ισχύει μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 4619/2019.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΠΡΟΤΕΙΝΩ
ΝΑ ΠΑΡΑΠΕΜΦΘΕΙ ο … του …, κάτοικος …, οδός …, αριθ. …, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικαστεί ως υπαίτιος του ότι στον παρακάτω τόπο και χρόνο, με πρόθεση ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένα ολικά κινητά πράγματα που περιήλθαν με οποιονδήποτε τρόπο στην κατοχή του, το δε αντικείμενο της υπεξαίρεσης το είχαν εμπιστευτεί σ’ αυτόν λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου και η αξία του υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ. Ειδικότερα, στην Καλλιθέα Αττικής, στις 24-12-2014, υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία ενεργούσε δυνάμει της από 29-12-2006 σύμβασης ασφαλιστικού πράκτορα ως ασφαλιστική πράκτορας της εγκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία «…», τελούσα πλέον υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, στο πλαίσιο της οποίας ανέλαβε υπό την ως άνω ιδιότητά του τη διαμεσολάβηση μεταξύ της ως άνω ασφαλιστικής εταιρείας και τρίτων προς τον σκοπό της σύναψης ασφαλιστικών συμβάσεων για λογαριασμό του νομικού προσώπου της εγκαλούσας, καθώς και την είσπραξη των αναλογούντων στα εκδιδόμενα με τη διαμεσολάβηση του ασφαλιστήρια συμβόλαια ασφαλίστρων, που όφειλε, στη συνέχεια να αποδίδει στην ίδια, έναντι της συμφωνηθείσας προμήθειας που του αναλογούσε, αν και, σε εκτέλεση της ως άνω σύμβασης, εισέπραξε για λογαριασμό της εγκαλούσας εταιρείας το συνολικό ποσό των 213.813,75 ευρώ κατά τις ειδικότερες κατωτέρω διακρίσεις και συγκεκριμένα: α) το συνολικό ποσό των 150.174,45 ευρώ, που αφορούσε σε καταβληθέντα από τους τρίτους και εισπραχθέντα από αυτόν ασφάλιστρα μετά την αφαίρεση του ποσού της προμήθειας που δικαιούτο και ειδικότερα:
(ΠΙΝΑΚΕΣ)
β) το συνολικό ποσό των 49.499,83 ευρώ, που αφορούσε σε καταβληθέντα από τους τρίτους και εισπραχθέντα από αυτόν ασφάλιστρα μετά την αφαίρεση του ποσού της προμήθειας που δικαιούτο και ειδικότερα:
(ΠΙΝΑΚΕΣ)
γ) το συνολικό ποσό των 14.139,47 ευρώ, που αφορούσε σε προμήθειες που εισέπραξε επί μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων και ειδικότερα:
(ΠΙΝΑΚΕΣ)
με πρόθεση δεν απέδωσε το ως άνω ποσό στην εγκαλούσα εταιρεία, ως όφειλε εκ της μεταξύ τους σύμβασης, μετά την οριστική ανάκληση της άδειας σύστασης και λειτουργίας της στις 21-9-2009 και της εξαιτίας αυτής αυτοδίκαιης λύσης της μεταξύ τους σύμβασης, αν και οχλήθηκε σχετικά προς τούτο, με την από 6-10-2014, με αριθ. Κατάθεσης δικογράφου 112809/15945/6-10-2014 αγωγή της εναντίον του, απευθυνόμενη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία του επιδόθηκε στις 24-12- 2014, αλλά αντίθετα παρακράτησε το ως άνω ποσό και το ενσωμάτωσε στη δική του περιουσία χωρίς νόμιμο δικαίωμα, ιδιοποιούμενος παράνομα το ως άνω ποσό και επιφέροντας στην εγκαλούσα εταιρεία ισόποση περιουσιακή ζημία, το δε αντικείμενο της υπεξαίρεσης το είχαν εμπιστευτεί σ’ αυτόν λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου και η αξία του υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ.
Αθήνα, 28-2-2021
Η Εισαγγελέας
Αφού έλαβε υπόψη του την παραπάνω πρόταση της Αντεισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών Δάφνης – Κυριακής Τσιχλή.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώθηκε από την κύρια ανάκριση και την προηγηθείσα αυτής προκαταρκτική εξέταση, οι οποίες διενεργήθηκαν για την υπόψη περίπτωση, και συγκεκριμένα από την από 29-9-2020 ένορκη κατάθεση του μάρτυρα … του …, τα έγγραφα της δικογραφίας και την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν και κατά την κρίση του Συμβουλίου τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται αναλυτικά στην εισαγγελική πρόταση, στην οποία το Συμβούλιο αναφέρεται για αποφυγή επαναλήψεων (ΑΠ 1151/2006 ΠΧρ 2007.33). Με βάση τα πραγματικά περιστατικά αυτά, προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να στηριχθεί δημόσια στο ακροατήριο κατηγορία σε βάρος του κατηγορουμένου … του … για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου που το είχαν εμπιστευτεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου και η αξία του υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ. Επομένως, για την πράξη αυτή που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 14, 16, 17, 18, 26 παρ. 1 εδ. α, 27 παρ. 1, 51, 79 και 375 παρ. 2 εδ. α και β – 1 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με τον Ν. 4619/2019 και ήδη άρθρα 1, 14, 16, 17, 18, 26 εδ. α, 27 παρ. 1, 51, 52, 79, 375 παρ. 2 – 1 εδ. β – α και 381 παρ. 1 εδ. α ΠΚ, όπως ισχύει μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 4619/2019, πρέπει να παραπεμφθεί ο παραπάνω κατηγορούμενος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 310 παρ. 1 στοιχ. ε’ και 313 του ΚΠΔ, ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπο να δικάσει την πράξη που προαναφέρθηκε, κατά τις διατάξεις των άρθρων 111 περ. Α παρ. 1, 118 και 122 παρ. 1 ΚΠΔ.
Συμπληρωματικά αναφέρεται ότι, όσον αφορά τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου ότι κατά το φερόμενο χρόνο τέλεσης του αδικήματος, ήτοι την 24/12/2014, αυτός δεν θα μπορούσε να είχε τελέσει την πράξη, καθόσον δεν είχε πλέον την ιδιότητα του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της εταιρίας με την επωνυμία «…», επισημαίνονται τα εξής: Ο κατηγορούμενος προβάλλει τον ανωτέρω ισχυρισμό εγχειρίζοντας σχετικά το υπ’ αριθμ. … τ ΦΕΚ ΑΕ-ΕΠΕ, σύμφωνα με το οποίο η σύνθεση του ΔΣ αποτελείτο από τον ίδιο, ως πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο που εκπροσωπούσε και δέσμευε την εταιρία, τη … ως μέλος και την …, επίσης ως μέλος, με θητεία έως την 19/10/2011, ως εκ τούτου την 24/12/2014, η θητεία του είχε ήδη λήξει. Πλην όμως, από κανένα άλλο στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ο ισχυρισμός αυτός, ούτε ο ίδιος ο κατηγορούμενος άλλωστε ενεχείρισε κάποιο έγγραφο από το ΓΕΜΗ, από το οποίο να προκύπτει η σειρά των ΦΕΚ που έχουν εκδοθεί σχετικά με την εταιρία και με τα θέματα της εκπροσώπησής της, ούτως ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί ποιος διαδέχθηκε τον κατηγορούμενο στην εκπροσώπηση μετά την 19/10/2011 και για ποιο χρονικό διάστημα. Σε κάθε δε περίπτωση, ακόμη και αν το ανωτέρω ΦΕΚ, τυγχάνει το τελευταίο της εταιρίας, γιατί πιθανόν τα αρμόδια όργανά της να αδράνησαν ως προς την κίνηση των σχετικών διαδικασιών, (ήτοι σύγκληση γενικής συνέλευσης, ορισμός διοικητικού συμβουλίου, συγκρότησή του σε σώμα και δημοσίευση των σχετικών αποφάσεων), το γεγονός αυτό δεν αναιρεί το ότι ο κατηγορούμενος θα μπορούσε να έχει de facto συνεχίσει τη θητεία του ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος, ακόμη και χωρίς την τήρηση των διατυπώσεων της δημοσιότητας, πολύ περισσότερο που ο ίδιος δεν εκθέτει σε ποιον είχε πλέον περιέλθει η εκπροσώπηση της εταιρίας μετά τη λήξη της θητείας του και την αποχώρηση από την θέση αυτή.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ
ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων Αθηνών τον κατηγορούμενο … του …, κάτοικο …, οδός … αριθ. …, προκειμένου να δικαστεί ως υπαίτιος του ότι στον παρακάτω τόπο και χρόνο, με πρόθεση ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένα ολικά κινητά πράγματα που περιήλθαν με οποιονδήποτε τρόπο στην κατοχή του, το δε αντικείμενο της υπεξαίρεσης το είχαν εμπιστευτεί σ’ αυτόν λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου και η αξία του υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ. Ειδικότερα, στην Καλλιθέα Αττικής, στις 24-12- 2014, υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία ενεργούσε δυνάμει της από 29-12-2006 σύμβασης ασφαλιστικού πράκτορα ως ασφαλιστική πράκτορας της εγκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία «…», τελούσα πλέον υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, στο πλαίσιο της οποίας ανέλαβε υπό την ως άνω ιδιότητά του τη διαμεσολάβηση μεταξύ της ως άνω ασφαλιστικής εταιρείας και τρίτων προς τον σκοπό της σύναψης ασφαλιστικών συμβάσεων για λογαριασμό του νομικού προσώπου της εγκαλούσας, καθώς και την είσπραξη των αναλογούντων στα εκδιδόμενα με τη διαμεσολάβηση του ασφαλιστήρια συμβόλαια ασφαλίστρων, που όφειλε, στη συνέχεια να αποδίδει στην ίδια, έναντι της συμφωνηθείσας προμήθειας που του αναλογούσε, αν και, σε εκτέλεση της ως άνω σύμβασης, εισέπραξε για λογαριασμό της εγκαλούσας εταιρείας το συνολικό ποσό των 213.813,75 ευρώ κατά τις ειδικότερες κατωτέρω διακρίσεις και συγκεκριμένα: α) το συνολικό ποσό των 150.174,45 ευρώ, που αφορούσε σε καταβληθέντα από τους τρίτους και εισπραχθέντα από αυτόν ασφάλιστρα μετά την αφαίρεση του ποσού της προμήθειας που δικαιούτο και ειδικότερα:
(ΠΙΝΑΚΕΣ)
β) το συνολικό ποσό των 49,499,83 ευρώ, που αφορούσε σε καταβληθέντα από τους τρίτους και εισπραχθέντα από αυτόν ασφάλιστρα μετά την αφαίρεση του ποσού της προμήθειας που δικαιούτο και ειδικότερα:
(ΠΙΝΑΚΕΣ)
γ) το συνολικό ποσό των 14.139,47 ευρώ, που αφορούσε σε προμήθειες που εισέπραξε επί μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων και ειδικότερα:
(ΠΙΝΑΚΕΣ)
με πρόθεση δεν απέδωσε το ως άνω ποσό στην εγκαλούσα εταιρεία, ως όφειλε εκ της μεταξύ τους σύμβασης, μετά την οριστική ανάκληση της άδειας σύστασης και λειτουργίας της στις 21-9-2009 και της εξαιτίας αυτής αυτοδίκαιης λύσης της μεταξύ τους σύμβασης, αν και οχλήθηκε σχετικά προς τούτο, με την από 6-10-2014, με αριθ. κατάθεσης δικογράφου 112809/15945/6-10-2014 αγωγή της εναντίον του, απευθυνόμενη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία του επιδόθηκε στις 24-12-2014, αλλά αντίθετα παρακράτησε το ως άνω ποσό και το ενσωμάτωσε στη δική του περιουσία χωρίς νόμιμο δικαίωμα, ιδιοποιούμενος παράνομα το ως άνω ποσό και επιφέροντας στην εγκαλούσα εταιρεία ισόποση περιουσιακή ζημία, το δε αντικείμενο της υπεξαίρεσης το είχαν εμπιστευτεί σ’ αυτόν λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου και η αξία του υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ.
Αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2021 και εκδόθηκε στις 01.06.2021
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΛΕΞΙΟΥ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΜΥΛΩΝΑ