ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ: 191/2022
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΚΟΡΙΝΘΟΥ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές, Ελπίδα Κυρίμη Πρόεδρο Πρωτοδικών, Βασιλική Πανούση Πλημμελειοδίκη – Εισηγήτρια και Χρηστό Λαγανά Πλημμελειοδίκη .
ΣΥΝΗΛΘΕ στο Κατάστημα του Πρωτοδικείου Κορίνθου την 09.11.2022, παρουσία και του Γραμματέα …, προκειμένου να αποφανθεί μετά από διάσκεψη, επί της υπ’ αριθ. 26/2022 έγγραφης πρότασης της ενταύθα Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Σοφίας Κοντογιώργου, η οποία έχει το ακόλουθο περιεχόμενο:
Προς το
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΚΟΡΙΝΘΟΥ
Εισάγουμε ενώπιον του Συμβουλίου Σας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 30 παρ. 2 και 4, 138 παρ. 1 εδ. β’ και 308 παρ. 1 εδ. α’ και β’ του Κ.Π.Δ., όπως ο Κ.Π.Δ. κυρώθηκε δυνάμει του άρθρου πρώτου του Ν. 4620/2019 και ισχύει κατά τη διάταξη του άρθρου δευτέρου του ίδιου ως άνω νόμου από την 01.07.2019, τη συνημμένη, με Α.Β.Μ.: Α19/1838 και υπ’ αριθ. 2Β/2022, ποινική ανακριτική δικογραφία κατά του … του … και της …, γεννηθέντος στις…, κατοίκου …, επί της οδού … αρ. …, κατηγορουμένου για υπεξαίρεση αντικειμένου από εντολοδόχο, η αξία του οποίου υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ (άρ. 1, 14, 26 εδ. α’, 27, 375 παρ. 2-1 του Π.Κ., όπως ο Π.Κ. κυρώθηκε δυνάμει του άρθρου πρώτου του Ν. 4619/2019 και ισχύει κατά τη διάταξη του άρθρου δευτέρου του ίδιου ως άνω νόμου από την 01.07.2019), πράξη που φέρεται ότι τέλεσε στο…, στις 10.01.2014, εκθέτουμε δε τα ακόλουθα:
Κατά του κατηγορουμένου ασκήθηκε ποινική δίωξη, σε συνέχεια της με ημερομηνία υποβολής 30.09.2019 έγκλησης της τελούσας σε ασφαλιστική εκκαθάριση και εδρεύουσας στην …, επί της … αρ. … ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…», νομίμως εκπροσωπούμενης, δια της από 23.10.2020 και υπ’ αριθ. Λ19/1838 παραγγελίας 4ου Εισαγγελέως Πρωτοδικών Κορίνθου για διενέργεια κύριας ανάκρισης προς την Ανακρίτρια του Α’ Ανακριτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Κορίνθου, κατόπιν νομίμως διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης κατά τα άρ. 243 και 244 του Κ.Π.Δ.. Η κατά τα ως άνω παραγγελθείσα κύρια ανάκριση περατώθηκε νομίμως κατ’ άρθ. 270 παρ. 1 εδ. β’ του Κ.Π.Δ., άνευ κλήτευσης και απολογίας του κατηγορουμένου, καθώς σύμφωνα με το συναφές διαβιβαστικό έγγραφο της προαναφερθείσης Ανακρίτριας προς την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Κορίνθου συνέτρεχε κατά την άποψή της περίπτωση κήρυξης απαραδέκτου της ποινικής δίωξης ένεκα εκπροθέσμου υποβολής εγκλήσεως.
Ακολούθως, η, υπόθεση εισήχθη με την κατά νόμον από 19.11.2021 πρότασή μας προς το Συμβούλιο σας επί τω τέλει όπως κηρυχθεί απαράδεκτη, λόγω υποβολής εκπροθέσμου εγκλήσεως, η υπό κρίση ποινική δίωξη. Εξεδόθη δε, εν συνεχεία, το με αριθμό 11/2022 Βούλευμα του Συμβουλίου Σας, δυνάμει του οποίου διετάχθη η διενέργεια συμπληρωματικής κυρίας ανακρίσεως, προκειμένου όπως ληφθεί εκ της Ανακρίτριας απολογία του κατηγορουμένου για την ως άνω αξιόποινη πράξη. Εν συνεχεία και σε εκτέλεση του διατακτικού του παραπάνω Βουλεύματος παραγγέλθηκε συμπληρωματική κύρια ανάκριση δυνάμει της από 27.01.2022 παραγγελία μας. Η κατά τα ως άνω παραγγελθείσα συμπληρωματική κύρια ανάκριση περατώθηκε νομίμως κατ’ άρθ. 270 παρ. 1 εδ. α’ του Κ.Π.Δ., δια της από 31.03.2022 απολογίας του κατηγορουμένου ενώπιον της προαναφερθείσας Ανακρίτριας. Κατά του κατηγορουμένου, μετά την απολογία του και αφού ελήφθη προηγουμένως η σύμφωνη γνώμη μας και ακούσθηκαν σχετικώς ο ίδιος και ο συνήγορός του, δεν επεβλήθησαν μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, ενώ το πέρας της συμπληρωματικής κυρίας ανάκρισης γνωστοποιήθηκε νομίμως στο κατηγορούμενο στις 31.03.2022 (βλ. την από 31.03.2022 έκθεση γνωστοποίησης πέρατος ανάκρισης) κατ’ άρθ. 308 παρ. 4 εδ. α’ και β’ του Κ.Π.Δ.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ., όπως ο Π.Κ. κυρώθηκε δυνάμει του άρθρου πρώτου του Ν. 4619/2019 και ισχύει κατά τη διάταξη του άρθρου δευτέρου του ίδιου ως άνω νόμου από την 01.07.2019, «Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 1 του Συντάγματος, 7 παρ. 1 της κυρωθείσης δια του υπ’ αριθ. 53/1974 νομοθετικού διατάγματος Ε.Σ.Δ.Α. και 15 του κυρωθέντος δια του Ν. 2462/1997 Δ.Σ.Α.Π.Δ., η οποία επαναλαμβάνει την υπερνομοθετικής ισχύος αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ως επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος, ο οποίος με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων, που προβλέπονται από καθεμιά από αυτές, έτσι ώστε να είναι πλέον, σαφές, βάσει του νέου Π.Κ. ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο «όλον». Αν από την σύγκρουση προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά, εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, ο οποίος προβλέπει χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη λαμβάνεται κατ’ αρχήν υπόψη το ύψος της απειλούμενης ποινής φυλάκισης ή κάθειρξης, που θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής, ενώ επί ίσων στερητικών της ελευθερίας ποινών λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή. Επιεικέστερος, ακόμη, είναι ο νόμος, ο οποίος δεν περιλαμβάνει επιβαρυντική περίσταση, υπό την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη (ΟλΑΠ 2/2021, ΤΝΠ Nomos). Ως επιεικέστερος, εξάλλου, θεωρείται όχι μόνο ο νόμος που προσδιορίζει το είδος και το ύψος της ποινής, αλλά και κάθε διάταξη, η οποία μπορεί να επηρεάσει την τύχη του κατηγορουμένου. Προδήλως είναι ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο και ο μεταγενέστερος του χρόνου τελέσεως της πράξεως νόμος, όταν καθιστά την πράξη ανέγκλητη, εκτός εάν η πράξη τιμωρείται δι’ άλλης διατάξεως του ίδιου (μεταγενέστερου) νόμου, καθώς σε αυτή την περίπτωση η πράξη δεν καθίσταται ανέγκλητη. Επιεικέστερος, συγχρόνως, νοείται και εκείνος ο νόμος, ο οποίος θέτει ως όρο της δίωξης την έγκληση του παθόντος, εν σχέσει προς αξιόποινη πράξη διωκόμενη κατά τον προγενέστερο νόμο αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 258/2020, ΤΝΠ Νomos).
Περαιτέρω, κατά το άρ. 375 παρ. 1 και 2 του προϊσχύσαντος έως την 30106.2019 Π.Κ. ως το άρ. 375 παρ. 1 τροποποιήθηκε από το άρ. 14 παρ. 3 του Ν. 2721/1999 και το άρ. 24 παρ. 1 περ. ιγ’ του Ν. 4055/2012,: «1. Όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. 2. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα εκατόν είκοσι χιλιάδες (120.000) ευρώ, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίσταση». Κατά δε το άρθρο 375 παρ. 1 και 2 του ισχύοντος από την 01.07.2019 Π.Κ., ως η παρ. 1 του προαναφερθέντος άρθρου τροποποιήθηκε από το άρ. 87 του Ν. 4855/2021,: «1. Όποιος ιδιοποιείται παράνομα ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη και αν πρόκειται για αντικείμενο που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή. 2. Αν η αξία του αντικειμένου στην παρ. 1 υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή». Παράλληλα, στο άρ. 381 παρ. 1 εδ. α’ του νεοπαγούς Π.Κ., ως το άρ. 381 τροποποιήθηκε από το άρ. 90 του Ν. 4855/2021, προβλέπεται ότι «1. Για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που προβλέπονται στα άρ. 374Α, 375 παρ. 1 και 2., 377 και 378 παρ. 1 εδάφιο β’ απαιτείται έγκληση […]». Εκ της συγκριτικής επισκοπήσεως των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι αυτές του άρ. 375 παρ. 1 και 2 του ισχύοντος από την 01η.07.2019 Π.Κ. είναι εν μέρει δυσμενέστερες και εν μέρει ευμενέστερες από τις αντίστοιχες διατάξεις του προϊσχύσαντος Π.Κ. Και τούτο διότι μολονότι η υπεξαίρεση αντικειμένου, η αξία του οποίου υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, τελεσθείσα από εντολοδόχο, επίτροπο ή κηδεμόνα του παθόντος ή μεσεγγυούχο ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, διατηρεί τον κακουργηματικό της χαρακτήρα ως υπαγόμενη πλέον στο άρ. 375 παρ. 2 του νέου Π.Κ. και η τιμωρούμενη υπό τον προϊσχύσαντα Π.Κ. σε βαθμό κακουργήματος υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και μη υπερβαίνουσας πάντως το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ από εντολοδόχο, διαχειριστή ξένης περιουσίας κ.λπ. τιμωρείται πλέον κατ’ άρ. 375 παρ. 1 εδ. β’ του Π.Κ. μόνον σε βαθμό πλημμελήματος (ΑΠ 466/2020, ΤΝΠ Νomos, ΑΠ 764/2020, ΤΝΠ Νοπιοδ), για την τιμώρηση της υπεξαίρεσης με υλικό αντικείμενο αξίας άνω των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ ο νέος Π.Κ. προβλέπει σωρευτικά με την ποινή της κάθειρξης έως δέκα ετών και την επιβολή χρηματικής ποινής, η οποία δεν προβλεπόταν στο άρ. 375 παρ. 2 ή στο άρ. 375 παρ. 1 εδ. β’ του προϊσχύσαντος Π.Κ.. και κατά τούτο τυγχάνει δυσμενέστερος του προϊσχύσαντος Π.Κ.. Πλην, όμως, η προβλεπόμενη και τιμωρούμενη στο άρ. 375 παρ. 2 του νεοπαγούς Π.Κ. αξιόποινη πράξη διώκεται πλέον όχι αυτεπαγγέλτως, αλλά μόνον κατ’ έγκληση και κατά τούτο τυγχάνει ευμενέστερη της διάταξης του άρ. 375 παρ. 2 του προϊσχύσαντος Π.Κ..
Έτι περαιτέρω, στη διάταξη του άρ. 464 του ισχύοντος από την 01η.07.2019 Π.Κ. ορίζεται ότι: «Εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες που έχουν ανοίξει χωρίς την υποβολή εγκλήσεως με αντικείμενο πράξεις για τη δίωξη των οποίων απαιτείται έγκληση στον παρόντα Κώδικα, ενώ διώκονταν αυτεπαγγέλτως υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, συνεχίζονται, εφόσον ο δικαιούμενος να υποβάλει έγκληση δηλώσει εντός τεσσάρων μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος ότι επιθυμεί την πρόοδό της». Η συγκεκριμένη πρόβλεψη δημιούργησε σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο ερμηνευτικές και εφαρμοστικές δυσχέρειες σε έκταση μεγαλύτερη της αναμενόμενης. Πιο συγκεκριμένα, η ποινική διαδικασία «ανοίγει» όχι μόνο με την άσκηση ποινικής διώξεως αλλά και με την παραγγελία για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης (άρ. 43 παρ. 1 και 244 του ΚΠΔ) γεγονός που συνεπάγεται ότι και υποθέσεις εκκρεμούσες στο στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής του άρ. 464 του Π.Κ.. Η θέση αυτή προκύπτει τόσο από το γράμμα του νόμου, καθώς γίνεται λόγος για «εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες» και όχι για υποθέσεις ως προς τις οποίες «κινήθηκε η ποινική δίωξη», όσο και από την αναβαθμισμένη μορφή του θεσμού με τον εμπλουτισμό των δικαιωμάτων (άρ. 244 του Κ.Π.Δ.) του «υπόπτου» και την αναγνώρισή του ως «διαδίκου», ήτοι ως υποκειμένου της ποινικής δίκης, το οποίο συμπράττει στην εξέλιξή της ως φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (άρ. 70 του Κ.Π.Δ.). Επί της κατ’ άρ. 464 του Π.Κ. δηλώσεως συνεχίσεως εφαρμόζονται, ενόψει της προβλέψεως του νόμου ότι τούτη γίνεται από «τον δικαιούμενο να υποβάλει έγκληση» και της ουσιαστικής της ομοιότητας με την υποβολή εγκλήσεως, αναλόγως οι ρυθμίσεις των άρθρων 115, 116 και 117 του Π.Κ. περί εγκλήσεως, ήτοι, επί παραδείγματι, εφόσον λάβει χώρα δήλωση συνεχίσεως έστω και κατά ενός ίων συμμέτοχων, αυτή επεκτείνεται και στους λοιπούς. Δήλωση συνεχίσεως είναι αναγκαία όταν ποινική διαδικασία έχει ανοίξει «χωρίς την υποβολή εγκλήσεως». Το αναφυόμενο εν προκειμένω πρόβλημα αφορά στο ακριβές εννοιολογικό περιεχόμενο του όρου «έγκληση», στο εάν δηλαδή αυτός θα προσληφθεί με την έννοια των άρθρων 114 επ. του Π.Κ. και 51 επ. του Κ.Π.Δ.. Πειστικότερη ερμηνευτική εκδοχή είναι εκείνη που καταφάσκει την ύπαρξη εγκλήσεως, όταν η για το αυτεπάγγελτα διωκόμενο υπό τον προϊσχύσαντα Π.Κ. έγκλημα γενόμενη δήλωση αποτυπώνει σαφή βούληση διώξεως, απευθύνεται στο αρμόδιο όργανο (Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, ανακριτικό υπάλληλο) και προέρχεται από τον πράγματι δικαιούχο – αμέσως παθόντα από την αξιόποινη πράξη. Υποβολή αυτής της δηλώσεως εντός της κατ’ άρ. 114 παρ. 1 του Π.Κ. τρίμηνης προθεσμίας δεν απαιτείται, διότι αφενός μεν η επί αυτεπαγγέλτως διωκόμενου εγκλήματος (εμπρόθεσμη) καταγγελία χαρακτηρίζεται ως «έγκληση», αφετέρου δε η αξίωση επανυποβολής της ίδιας δηλώσεως υπό το ένδυμα της δηλώσεως συνεχίσεως της ποινικής διαδικασίας ουδέν το επιπλέον προσθέτει, ούσα αντιθέτως σε βάρος της αρχής της οικονομίας της (ποινικής) δίκης. Διευκρινίζεται ότι η επίμαχη δήλωση συνεχίσεως της ποινικής διαδικασίας οφείλει, εφόσον υποκαθιστά την έγκληση, να διαθέτει όλα τα τυπικά και ουσιαστικά χαρακτηριστικά της εγκλήσεως, όπως αυτά αποτυπώνονται στις διατάξεις των άρ. 114 επ. του Π.Κ. και 51 επ. του Κ.Π.Δ.. Συνακόλουθα, δήλωση συνεχίσεως υποβαλλομένη χωρίς την τήρηση των νόμιμων τύπων ή από μη δικαιούχο πρόσωπο ή μετά την πάροδο της τασσόμενης τετράμηνης προθεσμίας δεν παράγει κανένα αποτέλεσμα ως προς την εφαρμογή του άρ. 464 του Π.Κ.. Εννοείται ως έγκληση θεωρείται και η δήλωση του παθόντος κατά την εξέτασή του ως μάρτυρα ενώπιον των προανακριτικών αρχών ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη του υπαιτίου (ΑΠ 1700/2019, ΤΝΠ Νomos).
Η ανωτέρω μεταβατική διάταξη αφορά βέβαια τις περιπτώσεις εκείνες όπου κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διωκόταν αυτεπαγγέλτως η περί ης πρόκειται αξιόποινη πράξη είχε ήδη ανοίξει η ποινική διαδικασία χωρίς υποβολή εγκλήσεως. Ζήτημα ανακύπτει σε εκείνες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες κατά το χρόνο έναρξης εφαρμογής του νέου Π.Κ. (01η.07.2019), όταν το περιουσιακού χαρακτήρα αδίκημα (μεταξύ άλλων) της υπεξαίρεσης (άρ. 375 παρ. 1 και 2 του Π.Κ.) από αυτεπαγγέλτως διωκόμενο κατέστη κατ’ έγκληση διωκόμενο, δεν είχε ανοιχθεί (άλλως δεν ήταν ενεργός) κάποια ποινική διαδικασία, ως τέτοιας νοούμενης ακόμη και της προκαταρκτικής εξέτασης, έστω και αν η τελευταία δεν συνιστά τρόπο κίνησης της ποινικής δίωξης. Στην περίπτωση που με νομοθετική μεταβολή καθιερώνεται η κατ’ έγκληση δίωξη τινός εγκλήματος, το οποίο πρότερον διωκόταν αυτεπαγγέλτως, αναφύεται ζήτημα σχετικά με το αφετηριακό σημείο έναρξης της τρίμηνης προθεσμίας του άρ. 114 παρ. 1 του Π.Κ.. Η διάταξη αυτή ορίζει ως εναρκτήριο σημείο της προθεσμίας την ημέρα, κατά την οποία ο παθών πληροφορήθηκε το έγκλημα, αλλά και το πρόσωπο του δράστη ή κάποιου από τους συμμέτοχους. Αν το αφετηριακό σημείο τοποθετείται χρονικά μετά τη δημοσίευση του νέου νόμου, η προθεσμία εκκινεί από αυτό. Αν, όμως, τοποθετείται πριν, γεννάται προβληματισμός αναφορικά με το εάν η προθεσμία εκκινεί από την ημέρα της γνώσεως ή της ενάρξεως ισχύος της νέας ρύθμισης. Κατά μία άποψη, εναρκτήριο σημείο της τρίμηνης προθεσμίας είναι η ημερομηνία δημοσίευσης του νέου νόμου. Έρεισμα της ερμηνευτικής αυτής εκδοχής συνιστά η σκέψη ότι η αντίθετη θέση, η οποία δήθεν εδράζεται στην παραδοχή ότι ο παθών από τη στιγμή που πληροφορήθηκε την πράξη και το δράστη θα μπορούσε να εγκαλέσει, ασχέτως του τρόπο διώξεως που ο νόμος προβλέπει για το οικείο έγκλημα, οδηγεί στην όχι εύκολα αποδεκτή κατάληξη της αναλώσεως ενός δικαιώματος με πλασματική άκαρπη διαδρομή της προθεσμίας ασκήσεώς του. Κατά την αυτή εκδοχή, η εξάλειψη του αξιοποίνου κατά το άρ. 114 παρ. 1 του Π.Κ. προϋποθέτει έγκλημα διωκόμενο κατ’ έγκληση και πάροδο, στα πλαίσια ενός τέτοιου νομικού καθεστώτος, προθεσμίας τριών μηνών. Η μη εκδήλωση δηλαδή από μέρους του παθόντος ενδιαφέροντος δεν μπορεί να έχει τις συνέπειες του άρ. 114 παρ. 1 του Π.Κ., όταν χρονικά λαμβάνει χώρα στα πλαίσια ενός νόμου, που προβλέπει αυτεπάγγελτη δίωξη, δεδομένου ότι και η ουσία του πράγματος την ίδια λύση επιβάλλει· Η μεν τρίμηνη προθεσμία δίνεται με σκοπό ο παθών να σκεφτεί ώριμα και να αποφασίσει αν θα ασκήσει ή όχι το δικαίωμά του, η δε άπρακτη παρέλευσή της υποδηλώνει ψυχική κατάσταση του παθόντος ασυμβίβαστη με την υποβολή εγκλήσεως. Η ερμηνευτική αυτή εκδοχή διακρίνει ως προς τις πράξεις με χρόνο τέλεσης που προηγείται της 01 ης.07.2019 και εφόσον δεν υφίσταται εκκρεμής ποινική διαδικασία κατά τη θέση σε ισχύ του νέου Π.Κ., ανάλογα με το εάν η πράξη είχε περιέλθει σε γνώση του παθόντος ή όχι πριν τη θέση σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα. Στην τελευταία περίπτωση (εάν δηλαδή ο παθών δεν είχε λάβει γνώση), από τη θέση σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα οι πράξεις αυτές εξομοιούνται με εκείνες που τελούνται από την 01η.07.2019 και εφεξής;., υπό την έννοια ότι απαιτείται υποβολή έγκλησης εντός τριμήνου από τη γνώση του παθόντος, μη εφαρμοζόμενης της μεταβατικής διάταξης του άρ. 464 του Π.Κ.. Σε περίπτωση που όχι μόνο ό χρόνος τέλεσης της πράξης, αλλά και ο χρόνος γνώσης του παθόντος προηγούνται της θέσης σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα, η τρίμηνη προθεσμία της έγκλησης εκκινεί από την ημερομηνία θέσης σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα, δηλαδή την 01η.07.2019, οπότε και η πράξη κατέστη το πρώτον κατ’ έγκληση διωκόμενη (ΤριμΠλημΤριπ 147/2021, ΤΝΠ Νοmos, με περαιτέρω παραπομπές σε θεωρία).
Η προεκτεθείσα ερμηνευτική εκδοχή παραβλέπει, εντούτοις, ότι από το συνδυασμό των διατάξεων των άρ. 114 παρ. 1, 115 παρ. 1 του Π.Κ., και 37, 51 παρ. 1, 53, 311 παρ. 1 εδ. β’ και 68 περ. β’ του Κ.Π.Δ., συνάγεται ότι η έγκληση, ως θεσμός, είναι μικτής φύσεως, παράγουσα αποτελέσματα τόσο δικονομικού όσο και ουσιαστικού χαρακτήρα. Οι διατυπώσεις υποβολής της από το δικαιούμενο να εγκαλέσει, ως και οι συνέπειες της νομοτύπου και εμπροθέσμου εγκλήσεως, ρυθμίζονται από τις διατάξεις των άρ. 37, 51 παρ. 1,311 παρ. 1 εδ. β’ και 368 περ. β’ του Κ.Π.Δ. και ανάγονται σε θέματα δικονομικού περιεχομένου. Ειδικότερα, η νομότυπη και εμπρόθεσμη υποβολή της εγκλήσεως είναι πράξη καθαρά δικονομική, ως αποτέλεσμα δε έχει την πλήρωση διαδικαστικής προϋπόθεσης (όρου) για την έγκυρη κίνηση της ποινικής διώξεως. Αντιθέτως, η παράλειψη υποβολής εγκλήσεως, σε συνδυασμό με την πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος (προθεσμίας) επιφέρει ουσιαστικά αποτελέσματα (άρ. 114 παρ. 1 του Π.Κ.), συνιστάμενα στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης. Περαιτέρω, η κίνηση της ποινικής διώξεως και όταν αφορά αξιόποινες πράξεις που διώκονται κατ’ έγκληση, συνιστά μία διαδικαστική πράξη αυτοτελής και συγκεκριμένη. Συναρτάται και αυτή, όπως και η έγκληση, και με ουσιαστικά αποτελέσματα, αφού η μη κίνησή της, σε συνδυασμό με την πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος επιφέρει την εξάλειψη ή παραγραφή του αξιοποίνου. Από άποψη διαχρονικού δικαίου, η έγκληση, όπως και η ποινική δίωξη, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται εν αναφορά προς τα αποτελέσματά της. Κατά το σκέλος του δικονομικού της αποτελέσματος (πλήρωση διαδικαστικής προϋπόθεσης για την κίνηση της ποινικής διώξεως), θα πρέπει η εφαρμογή του νεότερου νόμου να ρυθμίζεται κατά τη γενική αρχή του δικονομικού δικαίου, που αποτυπώνεται και στο άρ. 590 παρ. 1 εδ. α’ – β’ του Κ.Π.Δ., κατά την οποία «Υποθέσεις που εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας και σε οποιοδήποτε βαθμό συνεχίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κώδικα. Οι πράξεις της ποινικής διαδικασίας που τελέστηκαν όταν ίσχυαν οι διατάξεις που καταργούνται διατηρούν το κύρος τους», με αποτέλεσμα οι μεν διαδικαστικές πράξεις που επιχειρήθηκαν υπό το κράτος του παλαιού νόμου να είναι ισχυρές, το δε εκτελεστό μέρος της διαδικασίας να διέπεται από το νέο νόμο (ΟλΑΠ 1571/1988, ΠοινΧρΛΘ, 390). Αντιθέτως, κατά το σκέλος του ουσιαστικού της εγκλήσεως αποτελέσματος (εξάλειψη του αξιοποίνου από τη μη υποβολή της εγκλήσεως εντός της τριμήνου προθεσμίας), η εφαρμογή του νεότερου νόμου θα πρέπει να ρυθμίζεται από τη γενική αρχή του ουσιαστικού ποινικού δικαίου περί εφαρμογής του ηπιότερου νόμου, κατ’ άρ. 2 παρ. 1 του Π.Κ. Συνάγεται ότι α) στην περίπτωση που νεότερος νόμος απαιτεί την υποβολή εγκλήσεως για αξιόποινη πράξη που διωκόταν αυτεπαγγέλτως, εφόσον έχει ήδη ασκηθεί ποινική δίωξη, δεν επηρεάζεται ούτε η ισχύς ούτε το κύρος αυτής (ως έγκυρη δικονομική πράξη παραμένει ισχυρά και υπό το κράτος του νέου νόμου). Αν, όμως, δεν έχει κινηθεί ποινική δίωξη, μετά την ισχύ του νέου νόμου μπορεί να κινηθεί μόνο κατόπιν εγκλήσεως, β) στην περίπτωση που νεότερος νόμος καταργεί την υποχρέωση υποβολής εγκλήσεως καθιερώνοντας την αυτεπάγγελτη δίωξη αξιοποίνου πράξεως, τέτοια δίωξη δεν μπορεί να κινηθεί εφόσον είχε παρέλθει η τρίμηνη προθεσμία (με συνέπεια να εξαλειφθεί το αξιόποινο) υπό την ισχύ του παλαιού νόμου. Η εξάλειψη * του αξιοποίνου, ως θέμα ουσιαστικού ποινικού δικαίου, ρυθμίζεται εν προκειμένω από τον επιεικέστερο νόμο, που ασφαλώς είναι αυτός που προβλέπει την υποβολή εγκλήσεως. Αντιθέτως, αν δεν έχει συμπληρωθεί η τρίμηνη προθεσμία και δεν έχει εξαλειφθεί το αξιόποινο υπό το κράτος του παλιού νόμου, είναι δυνατόν να κινηθεί αυτεπάγγελτη ποινική δίωξη, σύμφωνα με το νέο νόμο, αφού η δικονομική αυτή πράξη θα διέπεται από τη ρύθμιση του νόμου που ισχύει κατά την υλοποίησή της (ΣυμβΠλημμ Λαρ 383/2000, ΠοινΧρ 2001, 565). Εξάλλου, εκ του γράμματος της έχουσας κατά τα ανωτέρω αμιγώς ουσιαστική φύση διατάξεως του άρ. 114 παρ. 1 του Π.Κ. προκύπτει σαφώς ότι ημερομηνία έναρξης της τρίμηνης προθεσμίας δεν είναι η ημέρα τέλεσης του εγκλήματος, αλλά η ημέρα, κατά την οποία ο δικαιούχος έλαβε γνώση της πράξης, που έχει ήδη τελεστεί, και ενός τουλάχιστον από τους συμμέτοχους σε αυτήν, ενώ δεν απαιτείται και γνώση της ανάγκης υποβολής έγκλησης [έτσι και… (ΑντΕισΑΠ), ΠοινΧρ ΛΕ, 750 επ., Η καταγγελία, σελ. 130, Συμεωνίδου – Καστανίδου, Μνήμη, τόμ. Β, σελ. 118), δεδομένου ότι η προϋπόθεση αυτή δεν αναφέρεται στο άρ. 114 παρ. 1 του Π.Κ., ενώ τυχόν ερμηνευτική «προσθήκη» της, υπό την αιτιολογία ότι άλλως οδηγείται κανείς στο «παράλογο» συμπέρασμα της ανάλωσης του δικαιώματος έγκλησης με την πάροδο πλασματικά άκαρπης της προθεσμίας άσκησής της, ικανοποιεί μεν το αίσθημα δικαίου του δικαιούμενου σε έγκληση, στην πραγματικότητα, ωστόσο, συνιστά διασταλτική, αναλογική και σε βάρος του κατηγορουμένου ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, μέσω της οποίας τίθεται μη προβλεπόμενη στο νόμο και άνευ άλλου τινός νομικού ερείσματος περαιτέρω προϋπόθεση για την εξάλειψη του αξιοποίνου, η οποία παραβιάζει κατ’ αυτόν τον τρόπο προδήλως τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη (άρ. 7 παρ. 1 του Συντάγματος, άρ. 1 του Π.Κ) και θεμελιώδη για το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο αρχή της νομιμότητας (nullum crimen nulla poena sine lege). Συνεπώς, η στην παρούσα υιοθετούμενη άποψη ότι η προθεσμία υποβολής της έγκλησης μπορεί να παρέλθει, έστω και αν ο δικαιούχος πιστεύει ότι δεν απαιτείσαι έγκλησή του για την ποινική δίωξη του δράστη, είτε επειδή αγνοεί το κατ’ έγκληση της δίωξης του συγκεκριμένου εγκλήματος, είτε επειδή νομίζει ότι υπάρχει έγκληση που υπέβαλε άλλος δικαιούχος, δεν εδράζεται δήθεν επί της παραδοχής ότι ο παθών από τη στιγμή που πληροφορήθηκε την πράξη και το δράστη θα μπορούσε να εγκαλέσει, ασχέτως του τρόπου διώξεως που ο νόμος προβλέπει για το οικείο έγκλημα, ως εσφαλμένος υπολαμβάνει η αντίθετη άποψη, αλλά επί των αρχών της νομιμότητας και της αναδρομικής εφαρμογής της επιεικέστερης για τον κατηγορούμενο ουσιαστικής ποινικής διάταξης (ad hoc ΣυστΕρμΠ.Κ., Π.Ν. Σάκκουλας, σελ. 1338). Η συνεπής, άλλωστε, εφαρμογή της αντίθετης απόψεως, θα είχε ως (νομικώς απαράδεκτο) αποτέλεσμα να θεωρείται εμπρόθεσμη η μετά την άπρακτη παρέλευση της τρίμηνης προθεσμίας υποβληθείσα έγκληση, εφόσον ο δικαιούμενος σε αυτή δηλώσει (και – έστω – αποδείξει) ότι αγνοούσε είτε ότι η καταγγελθείσα αξιόποινη πράξη διώκεται κατ’ έγκληση, είτε ότι η προθεσμία υποβολής της έγκλησης είναι τρίμηνη και εκκινεί από την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε γνώση της πράξης και του δράστη της. Η άγνοια, εντούτοις, της κατ’ έγκληση δίωξης και της προθεσμίας υποβολής εγκλήσεως ουδόλως θεωρούνται λόγοι ανωτέρας βίας, συντρεχόντων των οποίων δικαιολογείται το εκπρόθεσμο της έγκλησης (ad hoc ΣυμβΠλημΚορίνθ 195/1988, ΠοινΧρ 195/1988), τους οποίους (εν. λόγους ανωτέρας βίας), άλλωστε, δεν επικαλείται ούτε η αντίθετη άποψη. Και τούτο είναι εύλογο, καθόσον ως δικαιολογητικός λόγος του σχετικώς συντόμου της προθεσμίας προβάλλεται η ανάγκη μη παράτασης της αβεβαιότητας για το αν θα διωχθεί τελικά ή όχι η πράξη, ανάγκη που προκύπτει από λόγους δημοσίας τάξης. Η πρόβλεψη τρίμηνης προθεσμίας από την γνώση τελέσεως της πράξης και ενός εκ των δραστών της είναι δε ορθή, διότι το τρίμηνο είναι αρκετός χρόνος για να καταλήξει ο παθών στην εκτίμησή του για το εάν το έννομο αγαθό του, που βλάφθηκε, ήταν τόσο σημαντικό ώστε να χρειάζεται ποινική προστασία ή όχι και να σταθμίσει τις πιθανές βλαβερές για αυτόν παρενέργειες της ποινικής δίωξης του δράστη. Αντιθέτως, η μεγαλύτερη παράταση της προθεσμίας ίσως να επέτρεπε σε μεταγενέστερα της πράξης και κυρίως άσχετα με αυτήν γεγονότα να επιδράσουν στη βούληση του παθόντος, ο οποίος, για λόγους εκδίκησης από τα παραπάνω γεγονότα πηγάζοντες, θα υπέβαλε έγκληση για πράξη, που από μόνη της δεν είχε αξιολογηθεί αρχικά ως άξια ποινής (ΣυστΕρμΠ.Κ., ό.π., σελ. 1337). Ενόψει του προπεριγραφέντος δικαιολογητικού σκοπού της τριμήνου προθεσμίας της εγκλήσεως, καθίσταται σαφές ότι αξιολογούμενα κριτήρια για τον προσδιορισμό της ενάρξεώς της, μπορούν να είναι μόνο αυτά που αναφέρονται ρητώς στο νόμο (γνώση της πράξης και του δράστη) και ουχί και έτερα, μη αναφερόμενα στο νόμο, ιδίως δε η γνώση της “κατ’ έγκληση δίωξης και της τρίμηνης προθεσμίας υποβολής της. Περιττό δε να αναφερθεί ότι κατά πάγια νομολογία, τυχόν αμφιβολία ως προς το εμπρόθεσμο ή μη της εγκλήσεως λειτουργεί υπέρ και όχι εις βάρος του κατηγορουμένου, κατ’ εφαρμογή της αρχής in dubio pro reo (ΣυστΕρμΠ.Κ., ό.π., σελ. 1337). Παρέπεται ότι σε περίπτωση αξιόποινης πράξης τελεσθείσας έως τις 30.06.2019, η οποία κατέστη κατ’ έγκληση διωκόμενη το πρώτον υπό την ισχύ του νέου Π.Κ., εναρκτήριο σημείο της κατ’ άρ. 114 παρ. 1 τρίμηνης προθεσμίας εγκλήσεως είναι αναφορικά με αξιόποινες πράξεις, των οποίων την τέλεση και το δράστη πληροφορήθηκε ο δικαιούμενος σε υποβολή έγκλησης προ της ενάρξεως ισχύος του νέου Π.Κ. (01η.07.2019), ουχί η ημερομηνία έναρξης ισχύος του νέου Π.Κ., αλλά η ημερομηνία κατά την οποία ο δικαιούμενος σε υποβολή έγκλησης έλαβε πράγματι γνώση αυτών.
Επιπροσθέτως, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρ. 114 παρ. 1, 115 παρ. 1 του Π.Κ., και 37, 51 παρ. 1, 53, 311 παρ. 1 εδ. β’ και 368 περ. β’ του Κ.Π.Δ., σαφώς προκύπτει ότι σε περίπτωση που ο νόμος για την ποινική δίωξη αξιόποινης πράξης απαιτεί έγκληση και δεν υποβληθεί αυτή, η τυχόν ασκηθείσα ποινική δίωξη είναι απαράδεκτη λόγω έλλειψης του απαραίτητου για την κίνησή της δικονομικού όρου της υποβολής εγκλήσεως, εφόσον δεν παρήλθε ακόμη η τρίμηνη προθεσμία που τάσσεται για την υποβολή της. Αντιθέτως, αν παρήλθε η προθεσμία αυτή, που αφετηριάζεται από την ημέρα που ο δικαιούμενος στην έγκληση λάβει γνώση της πράξεως και του προσώπου που την τέλεσε και λήγει μόλις παρέλθει η ημέρα του τελευταίου μήνα η κατ’ αριθμό αντίστοιχη προς την ημέρα ενάρξεως, τότε παύει οριστικά η ποινική δίωξη που ασκήθηκε, αφού η μη υποβολή εμπροθέσμου και νομοτύπου εγκλήσεως από το δικαιούχο αποτελεί σιωπηρή παραίτηση από το δικαίωμα αυτό και έχει ως συνέπεια την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως (ΑΠ 279/1985, ΠοινΧρ ΛΕ, 707).
Εν πάση περιπτώσει, εκ των προαναφερθεισών διατάξεων του άρ. 375 του Π.Κ. προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της ειδικής υπόστασης του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτείται αντικειμενικώς: α) το υλικό αντικείμενο αυτής, που είναι κινητό πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, να είναι ολικά ή εν μέρει «ξένο», υπό την έννοια ότι ευρίσκεται σε ξένη, σε αναφορά προς το δράστη, κυριότητα, όπως αυτή διαπλάθεται στο Αστικό Δίκαιο, β) το ξένο πράγμα να περιήλθε με οποιονδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη και να ήταν κατά το χρόνο της πράξης στην κατοχή του, γ) να έγινε παράνομη ιδιοποίηση αυτού από το δράστη, δηλαδή χωρίς τη συναίνεση ’ του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο σχετικό δικαίωμα που του παρέχει το Δίκαιο. Ως ιδιοποίηση θεωρείται κάθε πράξη εκδηλωτική της εκ μέρους του κατέχοντος το πράγμα πρόθεσης να το ενσωματώσει στη δική του περιουσία, χωρίς δηλαδή να αρκεί πρόθεση ιδιοποίησης έστω και αν ανακοινώθηκε σε τρίτο, αλλά απαιτείται έμπρακτη εκδήλωση εξωτερικής συμπεριφοράς|, που μπορεί να αναγνωρισθεί αντικειμενικώς ως πραγμάτωση της θέλησης για ιδιοποίηση. Για να στοιχειοθετείται δε υπεξαίρεση, λόγω της ιδιότητας του υπαιτίου ως εντολοδόχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, πρέπει το ιδιοποιούμενο από αυτόν πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, να περιήλθε στην κατοχή του λόγω της ιδιότητας του αυτής. Ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση κατά το άρθρο 719 του Α.Κ. να αποδώσει στον εντολέα οτιδήποτε έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων που αποκτά από την εκτέλεση της εντολής, είτε αυτά αποκτώνται σε μετρητά, είτε κατ’ άλλον τρόπο. Γι’ αυτό σε περίπτωση μη απόδοσης στον εντολέα όσων απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής, διαπράττει το αδίκημα της υπεξαίρεσης. Στις περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις του άρ. 375 παρ. I εδ. β’ του Π.Κ. δεν περιλαμβάνεται και εκείνη της ιδιότητας του θεματοφύλακα και επομένως ο υπαίτιος που ιδιοποιείται παρανόμως το πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με σύμβαση παρακαταθήκης, δηλαδή το κατέχει ως θεματοφύλακας, δεν διαπράττει υπεξαίρεση. Όταν, όμως, κατά τη σύμβαση εισπράττει χρήματα σε εκτέλεση εντολής και για λογαριασμό του εντολέα, για να προβεί σε περαιτέρω ενέργειες και προκειμένου, μετά την αφαίρεση ορισμένου ποσού συμφωνημένης προμήθειάς του, να αποδώσει το υπόλοιπο στον εντολέα του, η υποχρέωση για φύλαξη του υπολοίπου των εισπραττόμενών χρημάτων μέχρι την απόδοσή τους, είναι συνέπεια της σύμβασης της εντολής, η δε πρόσθετη αυτή ευθύνη του εντολοδόχου κατά το χρόνο που έχει στην κατοχή του τα χρήματα που εισέπραξε για λογαριασμό του εντολέα του, δεν αναιρεί την ιδιότητά του ως εντολοδόχου ως προς την είσπραξη για λογαριασμό του εντολέα και την απόδοση σε αυτόν του χρηματικού ποσού. Υπεξαίρεση διαπράττει και ο ασφαλιστικός πράκτορας όταν παρακρατεί και ιδιοποιείται τα ασφάλιστρα, που εισπράττει για λογαριασμό ασφαλιστικής εταιρείας στα πλαίσια σύμβασης πρακτορείας, που έχει καταρτίσει με αυτήν, δυνάμει της οποίας ανέλαβε, έναντι αμοιβής (προμήθεια) να μεσολαβεί στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων μεταξύ της εταιρείας αυτής και τρίτων και να εισπράττει για λογαριασμό της τα ασφάλιστρα (ΑΠ 867/2014, ΤΝΠ Nomos). Ο προσδιορισμός της αξίας του πράγματος που είναι αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι αναγκαίος όταν αυτό χαρακτηρίζεται ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας ή αξίας υπερβαίνουσας το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Ο προσδιορισμός της αξίας του υπεξαιρεθέντος αποτελεί ζήτημα πραγματικό, ως αξία δε του πράγματος που είναι αντικείμενο της αξιοποίνου πράξης εννοείται ο ποσοτικός προσδιορισμός της σε χρήματα. Ο προσδιορισμός γίνεται αντικειμενικός με βάση την αξία του στις συναλλαγές ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς κατά το χρόνο τέλεσης του εγκλήματος και δεν λαμβάνεται υπόψη η από διάθεσης αξία για τον παθόντα που έχει υποκειμενικό χαρακτήρα (ΑΠ 863/2020, ΤΝΠ Nomos).
Στην προκειμένη περίπτωση από το συγκεντρωθέν αποδεικτικό υλικό της διενεργηθείσης κυρίας ανακρίσεως και της προηγηθείσης ταύτης δικονομικά προκαταρκτικής εξετάσεως και ιδία δε από τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, τις εκθέσεις ένορκης εξέτασης των μαρτύρων και την απολογία του κατηγορουμένου, συνολικά εκτιμώμενα κατά την αρχή της ηθικής απόδειξης (αρ 177 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.) , προέκυψαν τα εξής, κρίσιμα και ουσιώδη , πραγματικά περιστατικά :
Ο κατηγορούμενος, …,τυγχάνει ομόρρυθμος εταίρος, διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της εδρεύουσας στο …, επί της οδού …. αρ. …, ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…», ο καταστατικός σκοπός της οποίας συνίσταται στην παροχή υπηρεσιών ασφαλίσεων, προ δε της μετατροπής της σε ετερόρρυθμη εταιρεία δια του από 23.05.2005 ιδιωτικού συμφωνητικού, η προαναφερθείσα εταιρεία είχε τη νομική μορφή της ομόρρυθμης εταιρείας και την επωνυμία «….». Την 1η.01.2006 συνήφθη μεταξύ της προαναφερθείσας εταιρείας με την επωνυμία «….», νομίμως εκπροσωπούμενης εκ του κατηγορουμένου, και της εγκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία «…» η υπ’ αριθ. 1239 αορίστου διαρκείας σύμβαση ασφαλιστικού συμβούλου, δια της οποίας η εγκαλούσα εταιρεία ανέθεσε στην προμνησθείσα ομόρρυθμη εταιρεία, το δικαίωμα να αναλαμβάνει και να διαμεσολαβεί στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων (γενικών ασφαλίσεων και ζωής) στη γεωγραφική περιφέρεια του Νομού Κορινθίας. Ειδικότερα, στο άρ. 4 της προμνησθείσας σύμβασης, την οποία τα συμβαλλόμενα μέρη χαρακτήρισαν νομικώς ως «σύμβαση έργου» (βλ. άρ. 3) ορίζεται επί λέξει ότι «4.1. Τα ασφάλιστρα που εισπράττει ο ασφαλιστικός σύμβουλος ανήκουν στην εταιρεία και μέχρι της πλήρους και ολοσχερούς απόδοσής τους προς αυτήν, που πρέπει να γίνεται άμεσα, τελούν εις χείρας του ασφαλιστικού συμβούλου ως παρακαταθήκη, ο δε ασφαλιστικός σύμβουλος ευθύνεται γι’ αυτά και την πλήρη απόδοσή τους ως θεματοφύλακας. 4.2. Η απόδοση των ασφαλίστρων εκ μέρους του ασφαλιστικού συμβούλου, είτε δια μετρητών χρημάτων, είτε δια αξιογράφων, και η είσπραξή τους από την εταιρεία αποδεικνύεται αποκλειστικά και μόνον εγγράφως, με έγγραφες επίσημες αποδείξεις της εταιρείας, που εκδίδονται μετά από κάθε καταβολή, αποκλεισμένου οιουδήποτε άλλου αποδεικτικού μέσου.», ενώ στο άρθρο 6 αυτής προβλέπεται ότι ο ασφαλιστικός σύμβουλος για την εκτέλεση του έργου που ανατέθηκε σε αυτόν με τη σύμβαση και την κάλυψη όλων των εξόδων του θα λαμβάνει τις συμφωνηθείσες στα οικεία παραρτήματα της σύμβασης προμήθειες, επί των καθαρών ασφαλίστρων που θα εισπράττονται πραγματικά ή θα λογίζονται ως εισπραχθέντα κατά τους ορισμούς της συμβάσεως». Συνάγεται ότι ο κατηγορούμενος έφερε την ιδιότητα του εντολέα της εγκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας, διότι η κατ’ άρ. 4 της ανωτέρω σύμβασης υποχρέωσή του για φύλαξη των υπ’ αυτού εισπραττόμενων ασφαλίστρων έως .την απόδοσή τους είναι συνέπεια της σύμβασης της εντολής, η δε πρόσθετη αυτή ευθύνη του εντολοδόχου κατά το χρόνο που έχει στην κατοχή του τα χρήματα που εισέπραξε για λογαριασμό του εντολέα του, δεν αναιρεί την ιδιότητά του ως εντολοδόχου ως προς την είσπραξη για λογαριασμό του εντολέα και την απόδοση σε αυτόν του χρηματικού ποσού. Η προαναφερθείσα σύμβαση τροποποιήθηκε εν συνεχεία δις και δη στις 13.09.2006 δια του υπ’ αριθ. 1239 και αντίστοιχης ημεροχρονολογίας προσθέτου συμφώνου τροποποίησης σύμβασης ασφαλιστικού συμβούλου και στις συμφώνου τροποποίησης ασφαλιστικού συμβούλου, τα οποία αφορούσαν σε μη ενδιαφέρουσες εν προκειμένω επικαιροποιήσεις της αρχικής σύμβασης και των παραρτημάτων της. Πλην, όμως, δια της υπ’ αριθ. 176/25.02.2010 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος, δημοσιευθείσας στο υπ’ αριθ. 2682/21.04.2010 Φ.Ε.Κ. – Τεύχος Α.Ε. & Ε.Π.Ε., ανακλήθηκε οριστικώς η άδεια σύστασης και λειτουργίας της εγκαλούσας εταιρείας και τέθηκε αυτή σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του Ν.Δ. 400/1970. Η δημοσίευση της απόφασης ανάκλησης άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής εταιρείας έχει ως περαιτέρω συνέπεια την εκ του νόμου και αυτοδίκαιη λύση απασών των συναφθεισών μεταξύ της ασφαλιστικής εταιρείας και των ασφαλιστικών συμβούλων σχετικές συμβάσεις (ΕφΠειρ 613/2009. ΕΕμπΔ 2010, 90), γεγονός που συνεπάγεται ότι στις 21.04.2010 λύθηκε αυτοδικαίως η προμνησθείσα σύμβαση μεταξύ της ως άνω ασφαλιστικής εταιρείας και της εταιρείας, της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος ετύγχανε κατά τα προεκτεθέντα ο κατηγορούμενος. Κατ’ ακολουθία, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρ. 7.7 της συμβάσεως, ο κατηγορούμενος όφειλε εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών από τη λύση της να αποδώσει στην ασφαλιστική εταιρεία, μεταξύ άλλων, και τα εισπραχθέντα έως τη λύση ασφάλιστρα.
Κατόπιν ελέγχου των βιβλίων και στοιχείων της εγκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας προέκυψε, εντούτοις, ότι ο κατηγορούμενος, ενεργών υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστή και νομίμου εκπροσώπου της ως άνω ετερόρρυθμης εταιρείας, δεν απέδωσε στην ασφαλιστική εταιρεία εισπραχθέντα ασφάλιστρα συνολικού ποσού εκατόν ογδόντα έξι χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών (186.459,986), ως αποδεικνύεται από την από 03.03.2015 εκτύπωση κατάστασης οφειλομένων και μη αποδοθέντων ασφαλίστρων επί των ασφαλιστικών συμβάσεων που συνήφθησαν με τη μεσολάβηση της ως άνω ετερόρρυθμης εταιρείας, έξηχθείσας ταύτης εκ των εμπορικών βιβλίων της ασφαλιστικής εταιρείας, τα οποία τηρούνται «εν πρωτοτύπω» με μηχανογραφικό σύστημα στη μνήμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή της ασφαλιστικής εταιρείας και υπογράφεται από τον εκάστοτε εκκαθαριστή αυτής. Το ποσό αυτό (186.459,986), κατόπιν της εξ αυτού αφαιρέσεως του αναλογούντος στην προμήθεια του … ασφαλιστικού συμβούλου ποσού των είκοσι εννέα χιλιάδων τριακοσίων πενήντα ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών (29.350,546) και του αναλογούντος στο φόρο επί της ανωτέρω προμήθειας ποσού των πέντε χιλιάδων οκτακοσίων εβδομήντα ευρώ και έντεκα λεπτών (5.870,116), ανέρχεται στο ποσό των εκατόν εξήντα δύο χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών (162.979,556).
Η εγκαλούσα προσθέτει, επιπλέον, στο ως άνω μη αποδοθέν ποσό των ασφαλίστρων, και το ποσό των χιλίων τριακοσίων δώδεκα ευρώ και είκοσι τριών λεπτών (1.312,236), ως το ποσό αυτό αποδεικνύεται από την από 03.03.2015 εκτύπωση κατάστασης οφειλομένων και μη αποδοθέντων προμηθειών επί μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων επί των ασφαλιστικών συμβάσεων που συνήφθησαν με τη μεσολάβηση της ως άνω ετερόρρυθμης εταιρείας, και το οποίο αντιστοιχεί σε προμήθειες που εισέπραξε ο κατηγορούμενος επί μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων [ήτοι ασφαλίστρων που αφορούσαν σε ακυρωθέντα εκ της ασφαλιστικής εταιρείας ένεκα ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστήρια συμβόλαια και τα οποία (ασφάλιστρα) η ασφαλιστική εταιρεία όφειλε κατ’ άρ. 38 παρ. 3 του Π.Δ. 237/1986 να επιστρέψει στους ασφαλισμένους], τις οποίες όφειλε αυτός να επιστρέψει στην ασφαλιστική εταιρεία εντός τριάντα (30) ημερών από την οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας (21.04.2020), σύμφωνα με τη ρητή σχετική πρόβλεψη του άρ. 3 παρ. 6 του Ν.Δ. 400/1970, στον οποίο ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι «Τριάντα ημέρες μετά την οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται αυτοδίκαια λυμένες όλες οι ασφαλιστικές συμβάσεις της […].
Τα καταβληθέντα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα επιστρέφονται. Τυχόν καταβληθείσες νόμιμες προμήθειες επιστρέφονται ή αναζητούνται από τον εκκαθαριστή». Διευκρινίζεται, ωστόσο, ότι το ως άνω ποσό των χιλίων τριακοσίων δώδεκα ευρώ και είκοσι τριών λεπτών (1.312,236), ο κατηγορούμενος το έλαβε ως αμοιβή για τη διαμεσολάβησή του στη σύναψη ασφαλιστηρίων συμβολαίων, τα οποία εκ των υστέρων ακυρώθηκαν. Παρέπεται ότι κύριος του ποσού αυτού ήταν ευθύς εξαρχής ο κατηγορούμενος, κατ’ ακριβολογία δε η ετερόρρυθμη εταιρεία της οποίας αυτός τυγχάνει νόμιμος εκπρόσωπος, και ουδέποτε η εγκαλούσα, το γεγονός δε ότι υπέχει ενοχική και μόνον υποχρέωση απόδοσής του στην ασφαλιστική εταιρεία σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις δεν αναιρεί το γεγονός ότι το ποσό αυτό δεν είναι «ξένο» και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αποτελέσει, κατά τα αναλυτικώς αναφερόμενα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη της παρούσας, υλικό αντικείμενο της αξιόποινης–πράξης της υπεξαίρεσης, αλλά μόνον περιεχόμενο αστικής αξίωσης.
Ενόψει των ανωτέρω το τελικό συνολικό ποσό, το οποίο καίτοι εισέπραξε ο κατηγορούμενος ως ασφάλιστρα, δεν απέδωσε στην ασφαλιστική εταιρεία ανέρχεται στο ποσό των εκατόν εξήντα δύο χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών (162.979,55€). Ακολούθως, η ασφαλιστική εταιρεία απηύθυνε προς την ως άνω ετερόρρυθμη εταιρεία την από 17.12.2013 «εξώδικη γνωστοποίηση – πρόσκληση – δήλωση», επιδοθείσα σε αυτή στις 10.01.2014 δια της υπ’ αριθ. 11950/10.01.2014 έκθεσης επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Κορίνθου, …, δια της οποίας την καλούσε όπως καταβάλει άμεσα και δη νομιμοτόκως το ως άνω ποσό των 162.979,55 ευρώ. Παρά τη σχετική όχληση εκ μέρους της ασφαλιστικής εταιρείας, ο κατηγορούμενος, υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της προλεχθείσας ετερόρρυθμης εταιρείας, η οποία επείχε την έννομη θέση του εντολοδόχου της ασφαλιστικής εταιρείας, καθώς είχε αναλάβει έναντι αμοιβής (προμήθεια) την υποχρέωση να διαμεσολαβεί στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων μεταξύ της ασφαλιστικής αυτής εταιρείας και τρίτων και να εισπράττει για λογαριασμό της τα ασφάλιστρα και είχε, ως εκ τούτου, υποχρέωση εκ του άρ. 719 του Α.Κ. να αποδώσει στην εγκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία τα ασφάλιστρα που απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής, δεν απέδωσε σε αυτή άνευ σχετικού δικαιώματος, εντολής ή συναίνεσης της εγκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας το προαναφερθέν ποσό των εκατόν εξήντα δύο χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών (162.979,55€), του οποίου κυρία ήταν η εγκαλούσα εταιρεία και το οποίο περιήλθε στην κατοχή του κατηγορουμένου δια της εισπράξεώς του ως ασφάλιστρα από τους ασφαλισμένους, εκδηλώνοντας εμφανώς και εμπράκτως την πρόθεσή του να ενσωματώσει στην περιουσία του το προαναφερθέν χρηματικό ποσό και να αποξενώσει οριστικά την εγκαλούσα εταιρεία από αυτό.
Ο κατηγορούμενος απολογούμενος ενώπιον της προαναφερθείσας Ανακρίτριας αρνήθηκε τη σε βάρος του αποδιδόμενη κατηγορία, υποστηρίζοντας ότι δεν υπέγραψε την από 10.01.2006 και υπ’ αριθ. 1239 αορίστου διαρκείας σύμβαση ασφαλιστικού συμβούλου με τη εγκαλούσα εταιρεία, ούτε και τα από 13.09.2006 και 26.04.2007 πρόσθετα τροποποιητικά σύμφωνα αυτής. Ο υπεραστικός, εντούτοις, αυτός ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί πρωτίστως ως αόριστος, δεδομένου ότι δεν διευκρινίζεται εάν ο κατηγορούμενος προσβάλλει τη γνησιότητα των επίμαχων εγγράφων, υποδεικνύοντας, συγχρόνως, τον (φερόμενο) ως πλαστογράφο. Εξάλλου, δεν διευκρινίζονται οι λόγοι για τους οποίους ο κατηγορούμενος δεν προέβη στις νόμιμες διαδικασίες αμφισβήτησης της γνησιότητας των ως άνω εγγράφων ήδη από το έτος 2014, όταν και η εγκαλούσα εταιρεία αναζήτησε το προαναφερθέν χρηματικό ποσό από αυτόν, αλλά προέβη στην εν λόγω αμφισβήτηση μόνο μετά το σχηματισμό σε βάρος του της οικείας ποινικής δικογραφίας.
Τα ως άνω προκύψαντα εκ της ανακρίσεως πραγματικά περιστατικά, αφού αναχθούν στην εκτεθείσα εννοιολογική ανάπτυξη των προαναφερθεισών ποινικών διατάξεων, συγκροτούν σε βάρος του κατηγορουμένου το έγκλημα της υπεξαίρεσης (από εντολοδόχο) αντικειμένου, η αξία του οποίου υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων ευρώ, το οποίο προβλέπεται και τιμωρείται από τα άρθρα 1, 2 παρ. 1, 14, 16, 17, 18 εδ. α’ και β’, 26 εδ. α’, 27, 50, 51, 52, 79 του όπως ο Π.Κ. κυρώθηκε δυνάμει του άρθρου πρώτου του Ν. 4619/2019 και ισχύει κατά τη· διάταξη του άρθρου δευτέρου του ίδιου ως άνω νόμου από την 01.07.2019, και άρ. 375 παρ. 1 εδ. β’- α’ του προϊσχύσαντος Π.Κ., ως το άρ. 375 παρ. 1 τροποποιήθηκε από το άρ. 14 παρ. 3 του Ν. 2721/1999 και το άρ. 24 παρ. 1 περ. ιγ’ του Ν. 4055/2012.
Δεδομένου, προσέτι, ότι σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η καταγγελλόμενη αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου, η αξία του οποίου υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, διώκεται πλέον κατ’ έγκληση κατ’ άρ. 381 παρ. 1 εδ. α’ του νεοπαγούς Π.Κ., δέον στο σημείο αυτό όπως διερευνηθεί η νομότυπη και εμπρόθεσμη υποβολή της εγκλήσεως στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η εγκαλούσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…» είναι πράγματι η αμέσως παθούσα εκ της προρρηθείσας αξιόποινης πράξης, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά στην ελάσσονα πρόταση της παρούσας, και ως εκ τούτου είναι δικαιούχος υποβολής της κρισιολογούμενης εγκλήσεως. Η έγκληση, εξάλλου, υποβλήθηκε νομοτύπως από την Αναστασία Βαρβιτσιώτη του Ευστρατίου, Δικηγόρο Αθηνών (ΑΜ ΔΣΑ 28986), εξουσιοδοτηθείσα προς τούτο δια της από 26.09.2019 (φέρουσας βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής) του … του …, ο οποίος έχει διοριστεί ως νόμιμος εκπρόσωπος για τους σκοπούς της εκκαθάρισης της εγκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας δυνάμει του από 04.12.2018 πρακτικού συνεδριάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «….», η οποία έχει διοριστεί ως ασφαλιστικός εκκαθαριστής της εγκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας δια της υπ’ αριθ. 285/28.09.2018 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδας, δημοσιευθείσας στο υπ’ αριθ. …/Τεύχος Καταχώρισης Πράξεων και Στοιχείων Λοιπών Φορέων Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα Φ.Ε.Κ.. Δυνάμει δε του από 25.09.2019 πρακτικού του Διοικητικού Συμβουλίου της προαναφερθείσης εταιρείας με την επωνυμία «….», η οποία φέρει την από 25.09.2019 βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής απάντων των παρισταμένων στη συνεδρίαση μελών, παρασχέθηκε στον …. η εντολή υποβολής της κρισιολογούμενης έγκλησης. Ωστόσο, κατά την υιοθετούμενη στην παρούσα ερμηνευτική εκδοχή, η υπό κρίση έγκληση, υποβληθείσα στις 30.09.2019, ως προκύπτει από τη σχετική έκθεση εγχείρισης της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών (από την οποία διαβιβάστηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Κορίνθου ένεκα κατά τόπο αρμοδιότητας) τυγχάνει εκπρόθεσμη, καθώς υποβλήθηκε μετά την άπρακτη παρέλευση της κατά το άρ. 114 παρ. 1 του Π.Κ. τρίμηνης προθεσμίας, η οποία εκκίνησε την 10η.01.2014 (ημερομηνία επίδοσης της από 17.12.2013 «εξώδικης γνωστοποίησης πρόσκλησης – δήλωσης») και έληξε την 10η.03.2014 και, ως εκ τούτου, σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, θα πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη ως προς αυτή. Στην περίπτωση αυτή, άλλωστε, δεν είναι δυνατό να γίνει λόγος για επιβολή δικαστικών εξόδων, καθ’ όσον η υπόθεση δεν εξετάζεται κατ’ ουσία (άρθ. 58 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., ΑΠ 700/1981 ΠοινΧρ ΛΒ725, ΠλημΡεθ. 118/2001, ΠοινΧρ ΝΒ7738, ΠλημΠειρ. 393/1992 ΠΧρ. ΜΓ776, ΠλημΒόλου 128/1981 ΠοινΧρ ΛΒ7184).
Όλως επικουρικώς, σε περίπτωση, που ήθελε γίνει δεκτό από το Συμβούλιό Σας ότι η κρισιολογούμενη έγκληση είναι εμπρόθεσμη και κατά συνέπεια ότι δεν συντρέχει λόγος οριστικής παύσεως της ασκηθείσας σε βάρος του κατηγορουμένου ποινικής δίωξης, δέον όπως ένεκα ύπαρξης επαρκών ενδείξεων ενοχής σε βάρος του κατηγορουμένου για να στηρίξουν την παραπομπή του στο ακροατήριο (ΟλΑΠ 9/2001, ΠοινΧρ ΝΑ/788) και κατ’ εφαρμογή των άρθρων 308 παρ. 1 εδ. α’, 310 παρ. 1 περ. ε’ και 313 εδ. α’ του Κ.Π.Δ., παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Ναυπλίου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλη (άρ. 111 παρ. Α’, περ. 1 του Κ.Π.Δ.) και κατά τόπο (άρ. 122 παρ.1 του Κ.Π.Δ.), προκειμένου να δικαστεί για την ως άνω πράξη.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ
Να παύσει οριστικά η ασκηθείσα σε βάρος του … του … και της…. , γεννηθέντος στις…, κατοίκου…. , επί της οδού …. αρ. …, ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης (από εντολοδόχο) αντικειμένου, η αξία του οποίου υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ (άρ. 375 παρ. 1 εδ. β’ – α’ του προϊσχύσαντος Π.Κ.), την οποία φέρεται ότι τέλεσε στο Κιάτο Κορινθίας, στις 10.01.2014.
Όλως επικουρικώς και σε περίπτωση που το Συμβούλιό Σας κρίνει ότι δεν συντρέχει λόγος οριστικής παύσης της ασκηθείσας ποινικής δίωξης, να παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Ναυπλίου ο …. του … και της …., γεννηθείς στις… , κάτοικος …. , επί της οδού …. αρ. …, ως υπαίτιος του ότι στο…. , στις 10.01.2014, ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένο (ολικά) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του, καθώς το είχαν προηγουμένως εμπιστευθεί σε αυτόν λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, η αξία του οποίου υπερέβαινε το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ και, πιο συγκεκριμένα, υπό την ιδιότητά του ως ομορρύθμου εταίρου, νομίμου εκπροσώπου και διαχειριστή της εδρεύουσας στο… , επί της οδού Εθνικής Αντιστάσεως αρ. 62, ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «….», ο καταστατικός σκοπός της οποίας συνίσταται στην παροχή υπηρεσιών ασφαλίσεων και η οποία επείχε την έννομη θέση του εντολοδόχου της τελούσας σε ασφαλιστική εκκαθάριση και εδρεύουσας στην Αθήνα, επί της … αρ…. ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…. », καθώς είχε αναλάβει δυνάμει της από και υπ’ αριθ. 1239 αορίστου διαρκείας σύμβασης ασφαλιστικού συμβούλου έναντι αμοιβής (προμήθεια) την υποχρέωση να διαμεσολαβεί στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων μεταξύ της ασφαλιστικής αυτής εταιρείας και τρίτων και να εισπράττει για λογαριασμό της τα ασφάλιστρα και είχε, ως εκ τούτου, υποχρέωση εκ του άρ. 719 του Α.Κ. να αποδώσει στην εγκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία τα ασφάλιστρα που απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής, δεν απέδωσε σε αυτή άνευ σχετικού δικαιώματος, εντολής ή συναίνεσης της εγκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας το συνολικό ποσό των εκατόν εξήντα δύο χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών (162.979,556), του οποίου κυρία ήταν η εγκαλούσα εταιρεία και το οποίο περιήλθε στην κατοχή του κατηγορουμένου δια της εισπράξεώς του ως ασφάλιστρα από τους ασφαλισμένους, εκδηλώνοντας εμφανώς και εμπράκτως την πρόθεσή του να ενσωματώσει στην περιουσία του το προαναφερθέν χρηματικό ποσό και να αποξενώσει οριστικά την εγκαλούσα εταιρεία από αυτό, καθώς παρά την από 10.01.2014 σχετική εξώδικη όχληση της εγκαλούσας εταιρείας προς αυτόν για επιστροφή του ανωτέρω χρηματικού ποσού, αυτός δεν το έχει έως και σήμερα αποδώσει.
Κόρινθος, 10 Ιουλίου 2022
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 114 παρ. 1,115 ΠΚ που κυρώθηκε με το ν. 4619/201553 και 311 παρ. 1 ΚΠΔ που κυρώθηκε με το ν. 4620/2019, προκύπτει ότι όταν ο νόμος για την ποινική δίωξη αξιόποινης πράξης απαιτεί έγκληση και δεν υποβληθεί αυτή, η ασκηθείσα ποινική δίωξη είναι απαράδεκτη, λόγω έλλειψης του απαραίτητου για την\κίνησή της δικονομικού όρου της υποβολής έγκλησης, εφόσον δεν παρήλθε ακόμη η τρίμηνη προθεσμία που τάσσεται για την υποβολή της. Αντίθετα, αν παρήλθε η προθεσμία αυτή, που αρχίζει από την ημέρα που ο δικαιούμενος στην έγκληση λάβει γνώση της πράξεως και του προσώπου που την τέλεσε και λήγει μόλις παρέλθει η ημέρα του τελευταίου μήνα η κατ’ αριθμό αντίστοιχη προς την ημέρα έναρξης (ΑΠ 1980/83 ΠοινΧρ ΛΔ’ 82, ΑΠ 1352/79 ΠοινΧρ Α’ 333), τότε παύει οριστικά η ποινική δίωξη που ασκήθηκε, αφού η μη υποβολή εμπρόθεσμης και νομότυπης έγκλησης από τον δικαιούχο, αποτελεί σιωπηρή παραίτηση από το δικαίωμα αυτό, και έχει ως συνέπεια την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης (ΑΠ 279/85 ΠοινΧρ ΛΕ’ 707). Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η έγκληση, ως θεσμός, είναι μικτής φύσης, παράγουσα αποτελέσματα τόσο δικονομικού όσο και ουσιαστικού χαρακτήρα. Οι διατυπώσεις υποβολής της από τον εγκαλούντα και οι συνέπειες της νομότυπης και εμπρόθεσμης έγκλησης, ρυθμίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 51 επ., 311 και 368 νέου ΚΠΔ και ανάγονται σε θέματα δικονομικού περιεχομένου. Ειδικότερα η νομότυπη και εμπρόθεσμη υποβολή της εγκλήσεως, είναι πράξη καθαρά δικονομική, ως αποτέλεσμα δε έχει την πλήρωση διαδικαστικής προϋπόθεσης (όρου) για την έγκυρη κίνηση της ποινικής διώξεως. Αντίθετα, η παράλειψη υποβολής της έγκλησης, σε συνδυασμό με την πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος (προθεσμίας) επιφέρει ουσιαστικά αποτελέσματα (άρ. 114 παρ. 1 ΠΚ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρ. 27, 37, 42, 51 και 53 νέου ΚΠΔ, η κίνηση της ποινικής δίωξης και όταν αφορά αξιόποινες πράξεις που διώκονται κατ’ έγκληση, είναι μία δικονομική πράξη, αυτοτελής και συγκεκριμένη. Συναρτάται και αυτή, όπως και η έγκληση, και με ουσιαστικά αποτελέσματα, αφού η μη κίνησή της, σε συνδυασμό με την πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος επιφέρει την εξάλειψη ή παραγραφή του αξιόποινου (ΟλΑΠ 1/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΣυμβΠλημΛαρ 383/2000 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Από άποψη διαχρονικού δικαίου η έγκληση, κατά το σκέλος του δικονομικού της αποτελέσματος (πλήρωση διαδικαστικής προϋπόθεσης για την κίνηση της ποινικής δίωξης), θα πρέπει η εφαρμογή του νεότερου νόμου να ρυθμίζεται κατά την γενική αρχή του δικονομικού δικαίου, που αποτυπώνεται και στο άρθρο 590 παρ. 1 νέου ΚΠΔ (άρθρο 596 παλαιού ΚΠΔ), κατά την οποία οι δικονομικοί νόμοι, εκτός αντίθετης διάταξης, έχουν άμεση εφαρμογή από της ισχύος τους και στις εκκρεμείς ποινικές δίκες, με αποτέλεσμα οι μεν διαδικαστικές πράξεις που επιχειρήθηκαν υπό το κράτος του παλαιού νόμου να είναι ισχυρές, το δε εκτελεστό μέρος της διαδικασίας να διέπεται από το νέο νόμο (ΑΠ 1216/2016, 751/2011, 1571/88 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα, κατά το σκέλος του ουσιαστικού της έγκλησης αποτελέσματος (εξάλειψη του αξιοποίνου από την μη υποβολή της έγκλησης εντός της τριμήνου προθεσμίας), η εφαρμογή του νεότερου νόμου θα πρέπει να ρυθμίζεται από την γενική αρχή του ουσιαστικού ποινικού δικαίου περί εφαρμογής του ηπιότερου νόμου, που βασίζεται, στο άρθρο 2 παρ. 1 του Π Κ, σύμφωνα με την οποία ο νόμος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις έχει αναδρομική εφαρμογή, εφόσον ίσχυσε κατά το χρόνο μεταξύ τέλεσης και εκδίκασης της αξιόποινης πράξης (ΣυμβΠλημΑαρ 383/2000 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Α. Χαραλαμπάκης, Ο νέος Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο του ν. 4619/2019, Νομική Βιβλιοθήκη, άρθρο 114, σελ. 930 – 931). Περαιτέρω, μετά την κύρωση του νέου Ποινικού Κώδικα με το ν. 4619/2019, το αδίκημα της κακούργηματικής υπεξαίρεσης αντικειμένου, η αξία του οποίου υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ (άρθρο 375 παρ. 1- 2 ΠΚ) διώκεται πλέον κατ’ έγκληση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 381 παρ. 1 εδ. α’ ΠΚ, η οποία τυγχάνει αναδρομικής εφαρμογής, σύμφωνα με το άρθρο 2 ΠΚ. Για πράξεις υπεξαίρεσης με χρόνο τέλεσης πριν την 1.7.2019, εφόσον υφίσταται εκκρεμής ποινική διαδικασία κατά τη θέση σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα και η ποινική δίωξη είχε ήδη ασκηθεί αυτεπάγγελτα, η διαδικασία συνεχίζεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 464 ΠΚ, εφόσον ο δικαιούμενος να υποβάλει έγκληση δηλώσει εντός τεσσάρων μηνών από την έναρξη ισχύος του νέου νόμου ότι επιθυμεί την πρόοδο της δίκης (βλ. σχόλιο I. Ναζίρη σε ΑΠ 772/2020, Αρμ. 1/2021, σελ. 114-117). Εάν δεν υφίσταται εκκρεμής διαδικασία, η οριστική έλλειψη της έγκλησης, επέρχεται εφόσον παρέλθει η τρίμηνη προθεσμία του άρθρου 114 παρ. 1 ΠΚ, η οποία εκκινεί από τη γνώση του παθόντος, εάν αυτή αποκτάται μετά τη θέση σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα ή από την 1.7.2019 σε περίπτωση που η γνώση προϋφίσταται της θέσης σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα (X. Σεβαστίδης, Ποινικός Κώδικας (Ν. 4619/2019) & Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (Ν. 4620/2019), 3η έκδ., 2022, σελ. 252, Α. Χαραλαμπάκης, Ο νέος Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο του ν. 4619/2019, Νομική Βιβλιοθήκη, άρθρο 114, σελ. 931, Γ. Ναζίρη, Διαχρονικό Ποινικό Δίκαιο: Τα χρονικά όρια εφαρμογής των διατάξεων του νέου ΠΚ και του νέου ΚΠΔ, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020, σελ. 140 επ., σχόλιο I. Ναζίρη σε ΑΠ 772/2020, Αρμ. 1/2021, σελ. 114-117) ή εφόσον γίνει παραίτηση από το δικαίωμα της έγκλησης κατ’ άρθρο 114 παρ. 2 ΠΚ ή ανάκληση της τυχόν υποβληθείσας έγκλησης κατ’ άρθρο 117 ΠΚ.
Σε βάρος του κατηγορούμενου … του … και της …, κατοίκου …, επί της οδού … αρ. …, μετά την από 30-9-2019 έγκληση της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με των επωνυμία «…», κατόπιν διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης, κατ’ άρθρα 243 και 244 ΚΠΔ, ασκήθηκε ποινική δίωξη για το αδίκημα της υπεξαίρεσης αντικειμένου από εντολοδόχο, η αξία του οποίου υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 14, 26 εδ. α, 27, 375 παρ. 2-1 ΠΚ, όπως ισχύουν μετά την κύρωση με το ν. 4619/2019. Ειδικότερα, για την παραπάνω πράξη παραγγέλθηκε διενέργεια κύριας ανάκρισης, με την από 23-10-2020 εισαγγελική παραγγελία, ανατεθείσα αρμόδια στην Ανακρίτρια του Α’ Ανακριτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Κορίνθου. Η κύρια ανάκριση περατώθηκε, χωρίς κλήτευση και απολογία του κατηγορούμενου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 270 παρ. 1 εδ. β ΚΠΔ, καθώς σύμφωνα με το διαβιβαστικό έγγραφο της Ανακρίτριας συνέτρεχε περίπτωση κήρυξης απαράδεκτης της ποινικής δίωξης λόγω εκπρόθεσμης υποβολής έγκλησης. Στη συνέχεια, εκδόθηκε το με αρ. 11/2022 βούλευμα του παρόντος Συμβουλίου, δυνάμει του οποίου διατάχθηκε η διενέργεια συμπληρωματικής κύριας ανάκρισης, προκειμένου να ληφθεί από την Ανακρίτρια απολογία του κατηγορούμενου για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη. Ακολούθως, παραγγέλθηκε συμπληρωματική κύρια ανάκριση με την από 27-1-2022 εισαγγελική παραγγελία, η οποία περατώθηκε νόμιμα, με την απολογία του κατηγορούμενου (άρθρο 270 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠΔ) και τη γνωστοποίηση του πέρατος της ανάκρισης στον κατηγορούμενο στις 31-3-2022 (άρθρο 308 παρ. 4 ΚΠΔ), σημειώνεται δε ότι δεν γνωστοποιήθηκε το πέρας της ανάκρισης στην παριστάμενη προς υποστήριξη της κατηγορίας καθώς δεν είχε διορίσει αντίκλητο δικηγόρο διορισμένο στην έδρα της Ανακρίτριας, δηλαδή στην Κόρινθο (άρθρο 308 παρ. 4 τελ. εδ. ΚΠΔ), ενώ η παράλειψη γνωστοποίηση του πέρατος της ανάκρισης στην παριστάμενη προς υποστήριξη της κατηγορίας δεν προκαλεί καμία ακυρότητα (X. Σεβαστίδης, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Τόμος ΙΠ, άρθρο 308, αρ. 149). Η ανωτέρω υπόθεση αρμόδια φέρεται προς κρίση, με τη με αριθμό 26/10-7-2022 εισαγγελική πρόταση, ενώπιον του παρόντος Δικαστικού Συμβουλίου (άρθρα 30 παρ. 2 και 4, 138 παρ. 1 εδ. β’, 308 παρ. 1 ΚΠΔ, 309 παρ. 1 β και ε ΚΠΔ, 310 παρ. 1 και 313 ΚΠΔ, όπως ισχύουν με το ν. 4620/2019). Οι αντίκλητοι του κατηγορούμενου και της παριστάμενης προς υποστήριξη της κατηγορίας ειδοποιήθηκαν στις 5-9-2022, προκειμένου να λάβουν αντίγραφό της εισαγγελικής πρότασης και να ασκήσουν το δικαίωμα ακρόασης, υποβάλλοντας υπόμνημα με τις απόψεις τους (βλ. την από 16-9-2022 βεβαίωση της Γραμματέα της Εισαγγελίας ανάμεσα στην εταιρεία με την επωνυμία «….» και την εγκαλούσα εταιρεία «…», νόμιμα εκπροσωπούμενες, η εγκαλούσα ανέθεσε στην ανωτέρω ομόρρυθμη εταιρεία το δικαίωμα να αναλαμβάνει και να διαμεσολαβεί στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων (γενικών, ασφαλίσεων και ζωής) στη γεωγραφική περιφέρεια του Νομού Κορινθίας. Με το άρθρο 4 της ανωτέρω σύμβασης, συμφωνήθηκε ότι «4.1 Τα ασφάλιστρα που εισπράττει ο ασφαλιστικός σύμβασης (ομόρρυθμη εταιρεία) ανήκουν στην εταιρεία και μέχρι της πλήρους και ολοσχερούς απόδοσής τους προς αυτήν, που πρέπει να γίνεται άμεσα, τελούν εις χείρας του ασφαλιστικού συμβούλου ως παρακαταθήκη, ο δε ασφαλιστικός σύμβουλος ευθύνεται γι’ αυτά και την πλήρη απόδοσή τους ως θεματοφύλακας. 4.2 Η απόδοση των ασφαλίστρων εκ μέρους του ασφαλιστικού συμβούλου, είτε δια μετρητών χρημάτων, είτε Γ„ δια αξιογράφων και η είσπραξή τους από την εταιρεία αποδεικνύεται αποκλειστικά και μόνο εγγράφως, με έγγραφες επίσημες αποδείξεις της εταιρείας, που εκδίδονται μετά από κάθε καταβολή, αποκλεισμένου οιουδήποτε άλλου αποδεικτικού μέσου» και στο άρθρο 6 αυτής προβλέπεται ότι ο ασφαλιστικός σύμβουλος για την εκτέλεση του έργου που ανατέθηκε σε αυτόν με τη σύμβαση και την κάλυψη όλων των εξόδων του θα λαμβάνει τις συμφωνηθείσες στα οικεία παραρτήματα της σύμβασης προμήθειες, επί των καθαρών ασφαλίστρων που θα εισπράττονται πραγματικά ή θα λογίζονται ως εισπραχθέντα κατά τους ορισμούς της σύμβασης». Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η ομόρρυθμη εταιρεία, διαχειριστής και εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο κατηγορούμενος, έφερε την ιδιότητα του εντολέα της εγκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας, διότι η υποχρέωσή του για φύλαξη των εισπραττόμενων από αυτόν ασφαλίστρων έως την απόδοσή τους είναι συνέπεια της σύμβασης εντολής. Περαιτέρω, με το από 13-9-2006 πρόσθετο σύμφωνο τροποποίησης σύμβασης ασφαλιστικού συμβούλου ανάμεσα στην ετερόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «….» και την εγκαλούσα εταιρεία «…», η ετερόρρυθμη εταιρεία αναγνώρισε το χρεωστικό υπόλοιπο της αρχικής σύμβασης και ανέλαβε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την αρχική από 1-1-2006 σύμβαση. Περαιτέρω, με τη με αριθμό 176/25-2- 2010 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος που δημοσιεύθηκε στο με αρ. 2682/21-4-2010 ΦΕΚ (Τεύχος Α.Ε. – Ε.Π.Ε.) ανακλήθηκε οριστικά η άδεια σύστασης και λειτουργίας της εγκαλούσας εταιρείας και τέθηκε σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 400/1970, από τη δημοσίευση δε της απόφασης ανάκλησης της άδειας λειτουργίας, λύθηκαν αυτοδίκαια οι συμβάσεις που είχαν συναφθεί ανάμεσα στην ασφαλιστική εταιρεία …), ο κατηγορούμενος δεν υπέβαλε υπόμνημα και η παριστάμενη προς υποστήριξη της κατηγορίας υπέβαλε το από 14-9-2022 υπόμνημά της.
Από τα αποδεικτικά στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας, που έχουν συγκεντρωθεί τόσο κατά την προκαταρκτική εξέταση, όσο και κατά την κύρια ανάκριση και τη συμπληρωματική αυτής, ειδικότερα δε από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων και από τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου, το απολογητικό του υπόμνημα, το από 14-9-2022 υπόμνημα της παριστάμενης προς υποστήριξη της κατηγορίας με τα συνημμένα σε αυτό έγγραφα και από την συνολική εν γένει εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού στο δικονομικό πλαίσιο που διαγράφεται από την αρχής της ηθικής απόδειξης, σύμφωνα με το άρθρο 177 ΚΠΔ, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το από 23-2-2000 καταστατικό σύστασης ομόρρυθμης εταιρείας που καταχωρήθηκε στο οικείο βιβλίο εταιρειών του Πρωτοδικείου Κορίνθου δυνάμει της με αρ. 61/2000 πράξης, ο κατηγορούμενος, η … και ο …του … συνέστησαν την ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «…..» και όρισαν ότι διαχειριστής της εταιρείας είναι ο κατηγορούμενος. Στη συνέχεια, με το από 27-8-2001 ιδιωτικό συμφωνητικό που καταχωρήθηκε στο οικείο βιβλίο εταιρειών του Πρωτοδικείου Κορίνθου δυνάμει της με αρ. 264/2001 πράξης, ο εταίρος … αποχώρησε από την εταιρεία και μεταβίβασε το ποσοστό συμμετοχής του στους δύο εναπομείναντες εταίρους και με το από 23-5-2005 ιδιωτικό συμφωνητικό που καταχωρήθηκε στο οικείο βιβλίο εταιρειών του Πρωτοδικείου Κορίνθου δυνάμει της με αρ. 251/2006 πράξης, η ομόρρυθμη εταιρεία μετατράπηκε σε ετερόρρυθμη με ομόρρυθμο εταίρο τον κατηγορούμενο, … του …. και τροποποιήθηκε η επωνυμία της σε «….». Στη συνέχεια, με το από 7-6-2006 ιδιωτικό συμφωνητικό που καταχωρήθηκε στο οικείο βιβλίο εταιρειών του Πρωτοδικείου Κορίνθου δυνάμει της με αρ. 270/2006 πράξης, τροποποιήθηκε η επωνυμία της εταιρείας σε «…». Τέλος, με το από 30-9-2013 ιδιωτικό συμφωνητικό που καταχωρήθηκε στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο, οι εταίροι αποφάσισαν τη λύση της εταιρείας και τη θέση της σε εκκαθάριση. Κατά τη διάρκεια λειτουργίας της εταιρείας, διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπός της ήταν ο κατηγορούμενος, …του … , μετά δε τη λύση της και τη θέση της σε εκκαθάριση, εκκαθαριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας ορίστηκε ο κατηγορούμενος. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι με την από 1-1-2006 σύμβαση και τους ασφαλιστικούς συμβούλους, ανάμεσα στις οποίες ήταν και η ανωτέρω σύμβαση μεταξύ της ετερόρρυθμης εταιρείας και της ασφαλιστικής εταιρείας, σύμφωνα δε με το άρθρο 7.7 της αρχικής σύμβασης, η ετερόρρυθμη εταιρεία, νόμιμα εκπροσωπούμενη από τον κατηγορούμενο, όφειλε εντός πέντε εργασίμων ημερών να αποδώσει στην ασφαλιστική εταιρεία τα εισπραχθέντα έως τη λύση της ασφάλιστρα. Από την από 3-3-2015 εκτύπωση κατάστασης οφειλομένων και μη αποδοθέντων ασφαλίστρων επί των ασφαλιστικών συμβάσεων που είχαν συναφθεί με τη μεσολάβηση της ετερόρρυθμης εταιρείας, που έχει εξαχθεί από τα εμπορικά βιβλία της ασφαλιστικής εταιρείας, προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος, με την ιδιότητά του ως διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της ετερόρρυθμης εταιρείας, δεν απέδωσε στην ασφαλιστική εταιρεία εισπραχθέντα ασφάλιστρα συνολικού ποσού εκατόν ογδόντα έξι χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών (186.459,98 ευρώ), αφαιρουμένης δε της αναλογούσας προμήθειας του ασφαλιστικού συμβούλου ποσού 29.350,54 ευρώ και προστιθέμενου του αναλογούντος φόρου επί της ανωτέρω προμήθειας ποσού 5.870,11 ευρώ, η ετερόρρυθμη εταιρεία όφειλε να καταβάλει στην ασφαλιστική εταιρεία για εισπραχθέντα και μη αποδοθέντα ασφάλιστρα, το ποσό των εκατόν εξήντα δύο χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών (162.979,556). Η εγκαλούσα με την από 17-12-2013 εξώδικη γνωστοποίηση – πρόσκληση – δήλωση που επιδόθηκε στην ετερόρρυθμη εταιρεία στις 10-1-2014 (βλ. τη με αρ. 11950/10-1-2014 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Κορίνθου,…), κάλεσε την ετερόρρυθμη εταιρεία να καταβάλει σε αυτήν το ανωτέρω ποσό. Παρά τη σχετική όχληση, ο κατηγορούμενος με την ιδιότητα, κατά το χρόνο επίδοσης της ανωτέρω εξώδικης πρόσκλησης, του εκκαθαριστή και νόμιμου εκπροσώπου της ετερόρρυθμης εταιρείας, η οποία ήταν εντολοδόχος της εγκαλούσας, καθώς είχε αναλάβει έναντι αμοιβής την υποχρέωση να διαμεσολαβεί στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων μεταξύ της εγκαλούσας και τρίτων και να εισπράττει για λογαριασμό της τα ασφάλιστρα και είχε υποχρέωση, σύμφωνα με το άρθρο 719 ΑΚ, να αποδώσει στην εγκαλούσα εταιρεία τα ασφάλιστρα που απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής, δεν απέδωσε σε αυτήν χωρίς σχετικό δικαίωμα, εντολή ή συναίνεσή της, το ανωτέρω ποσό των εκατόν εξήντα δύο χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών (162.979,556), του οποίου κυρία ήταν η εγκαλούσα εταιρεία και το οποίο περιήλθε στην κατοχή του κατηγορούμενου, ως νόμιμου εκπρόσωπου της ετερόρρυθμης εταιρείας, δια της είσπραξης των ασφαλίστρων από τους ασφαλισμένους, εκδηλώνοντας εμφανώς και εμπράκτως την πρόθεσή του να ενσωματώσει στην περιουσία του προαναφερθέν χρηματικό ποσό και να αποξενώσει οριστικά την εγκαλούσα εταιρεία από αυτό. Ακόμη, από την από 3-3-2015 εκτύπωση κατάστασης οφειλομένων και μη — αποδοθέντων προμηθειών επί μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων επί των ασφαλιστικών συμβάσεων που είχαν συναφθεί με τη μεσολάβηση της ετερόρρυθμης εταιρείας, που έχει εξαχθεί από τα εμπορικά βιβλία της ασφαλιστικής εταιρείας, προέκυψε ότι η ετερόρρυθμη εταιρεία εισέπραξε το ποσό των 1.312,23 ευρώ, ως προμήθεια επί μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων, δηλαδή επί ασφαλίστρων που αφορούσαν σε ακυρωθέντα από την ασφαλιστική εταιρεία ασφαλιστήρια συμβόλαια εξ αιτίας της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της, τα οποία όφειλε η εγκαλούσα να επιστρέψει στους ασφαλισμένους, σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ. 3 του π.δ. 237/1986. Το ανωτέρω ποσό, όμως, αποτελούσε αμοιβή της ετερόρρυθμης εταιρείας για τη διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστηρίων συμβολαίων, τα οποία εκ των υστέρων ακυρώθηκαν. Συνεπώς, κύριος του ποσού αυτού ήταν η ετερόρρυθμη εταιρεία, η οποία υπέχει ενοχική υποχρέωση απόδοσής του στην εγκαλούσα εταιρεία. Ο κατηγορούμενος, με το απολογητικό του υπόμνημα, αμφισβητεί τη ^ γνησιότητα της υπογραφής του στην από 1-1-2006 σύμβαση ανάμεσα στην ετερόρρυθμη ‘ εταιρεία και στην εγκαλούσα, δεν αμφισβητεί, όμως, την υπογραφή του στο από 13-9-2006 πρόσθετο σύμφωνο τροποποίησης σύμβασης ασφαλιστικού συμβούλου ανάμεσα στην ετερόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «…», νόμιμα εκπροσωπούμενη από τον κατηγορούμενο και την εγκαλούσα εταιρεία «…», με την οποία η ετερόρρυθμη εταιρεία αναγνώρισε το χρεωστικό υπόλοιπο της αρχικής σύμβασης και ανέλαβε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την αρχική από 1-1-2006 σύμβαση. Συνεπώς, από την από 13-9-2006 σύμβαση αποδεικνύεται η σύναψη σύμβασης ασφαλιστικού συμβούλου ανάμεσα στην ετερόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «….», νόμιμα εκπροσωπούμενη από τον κατηγορούμενο και την εγκαλούσα εταιρεία «…», με τους ίδιους όρους της από 1-1-2006 σύμβασης. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά συγκροτούν το έγκλημα της υπεξαίρεσης από εντολοδόχο αντικειμένου, η αξία του οποίου υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, το οποίο προβλέπεται και τιμωρείται από τα άρθρα 1, 2 παρ. 1, 14, 16, 17, 18 εδ. α’ και β’, 26 εδ. α’, 27, 50, 51, 52, 79 Π.Κ. όπως ισχύει μετά το ν. 4619/2019, 375 παρ. 1 εδ. β’ – α’ του ΠΚ, όπως ίσχυε πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4619/2019 και μετά την τροποποίησή του άρθρου με το άρθρο 25 παρ. 1 του ν.4055/2012. Το ανωτέρω έγκλημα διώκεται πλέον κατ’ έγκληση, σύμφωνα με το άρθρο 381 παρ. 1 εδ. α’ Π.Κ. που κυρώθηκε με το ν. 4619/2019 σε συνδυασμό με το άρθρο 2 ΠΚ. Περαιτέρω, η παθούσα ανώνυμη εταιρεία υπό ασφαλιστική εκκαθάριση «…» υπέβαλε νομότυπα έγκληση που κατατέθηκε από τη δικηγόρο Αθηνών, …, μετά την από 26-9-2019 εξουσιοδότηση του …του …, με θεώρηση του γνησίου της υπογραφής, ο οποίος είχε διοριστεί ως νόμιμος εκπρόσωπος της εγκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας δυνάμει του από 4-2-2018 πρακτικού συνεδρίασης του Δ.Σ. της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», σε συνδυασμό με το από 25-9-2019 πρακτικό του Δ.Σ. της ίδιας εταιρείας, με θεώρηση από αρμόδιο όργανο του γνησίου των υπογραφών των παρισταμένων στη συνεδρίαση μελών. Η τελευταία είχε διοριστεί ως ασφαλιστικός εκκαθαριστής της εγκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας με τη με αρ. 285/28-9-2018 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδας που δημοσιεύθηκε στο με αρ. 874/1-10-2018 ΦΕΚ (Τεύχος ΠΡΑΔΙΤ). Η ανωτέρω έγκληση υποβλήθηκε εμπρόθεσμα, εντός τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύος του ν. 4619/2019, δηλαδή από 1-7-2019, καθώς το αδίκημα της υπεξαίρεσης κατέστη κατ’ έγκληση διωκόμενο, μετά την έναρξη ισχύος του νέου ΠΚ την 1η-7-2019 και η εγκαλούσα έλαβε γνώση για την τέλεση της πράξης και το δράστη πριν από τη θέση σε ισχύ του νέου ΠΚ, οπότε η έναρξη της προθεσμίας της έγκλησης αρχίζει από την 1η-7-2019, σύμφωνα με τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας (X. Σεβαστίδης, Ποινικός Κώδικας (Ν. 4619/2019) & Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (Ν. 4620/2019), 3η έκδ., 2022, σελ. 252, Α. Χαραλαμπάκης, Ο νέος Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο του ν. 4619/2019, Νομική Βιβλιοθήκη, άρθρο 114, σελ. 931, Γ. Ναζίρη, Διαχρονικό Ποινικό Δίκαιο: Τα χρονικά όρια εφαρμογής των διατάξεων του νέου ΠΚ και του νέου ΚΠΔ, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020, σελ. 140 επ., σχόλιο I. Ναζίρη σε ΑΠ 772/2020, Αρμ. 1/2021, σελ. 114-117). Από τα ανωτέρω προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις σε βάρος του κατηγορούμενου για την παραπομπή του στο ακροατήριο, σύμφωνα με τα άρθρα 310 παρ. 1 στοιχ. ε’ και 313 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, για το έγκλημα της υπεξαίρεσης από εντολοδόχο αντικειμένου, η αξία του οποίου υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, το οποίο προβλέπεται και τιμωρείται από τα άρθρα 1, 2 παρ. 1, 14, 16, 17, 18 εδ. α’ και β’, 26 εδ. α’, 27, 50, 51, 52, 79 Π.Κ. όπως ισχύει μετά το ν. 4619/2019, 375 παρ. 1 εδ. β’ – α’ του ΠΚ, όπως ίσχυε πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4619/2019 και μετά την τροποποίησή του άρθρου με το άρθρο 25 παρ. 1 του ν.4055/2012 και πρέπει ο κατηγορούμενος να παραπεμφθεί να δικαστεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Ναυπλίου, το οποίο είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, σύμφωνα με τα άρθρα 1 εδ. δ, 7 παρ. 1 εδ. δ, 9, 111 παρ. Α περ. 1, 118 και 122 παρ.1 Κ.Π.Δ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ τον κατηγορούμενο … του … και της …, κάτοικο …., επί της οδού … αρ. …, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Ναυπλίου, για να δικασθεί ως υπαίτιος του ότι στο…, την 10Μ-2014, ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένο κινητό πράγμα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που του είχαν εμπιστευθεί λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου. Ειδικότερα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, ενώ κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του έτους 2009 έως τον Ιανουάριο του έτους 2010, είχε εισπράξει τμηματικά κατ’ εντολή και για λογαριασμό της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρείας υπό ασφαλιστική εκκαθάριση με την επωνυμία «….», που εκπροσωπείται από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή αυτής ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «….», ως ασφάλιστρα από συμβάσεις ασφάλισης που συνήφθησαν μεταξύ της εγκαλούσας ,ι τρίτων προσώπων με τη διαμεσολάβησή του, υπό την ιδιότητα του ως ομόρρυθμου εταίρου και διαχειριστή της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…», που ως εμπορικό σκοπό είχε την παροχή υπηρεσιών ασφαλιστικού συμβούλου, το συνολικό ποσό των εκατόν εξήντα δύο χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών (162.979,556), το οποίο υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ, το οποίο όφειλε βάσει εντολής που είχε να αποδώσει στο ταμείο της εγκαλούσας εταιρείας, ωστόσο ο κατηγορούμενος δεν απέδωσε αυτό στα ταμείο της εγκαλούσας στις 10-1-2014, οπότε έλαβε εξώδικη όχληση προς αυτό και ιδιοποιήθηκε παράνομα το ποσό, που του είχαν εμπιστευθεί λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, ενσωματώνοντας το ποσό αυτό στην περιουσία του.
ΚΡΙΘΗΚΕ και ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΗΚΕ στην Κόρινθο, την 2-11-2022, και εκδόθηκε στον ίδιο τόπο την 9-11-2022.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ