Μέλος του ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΣΔΕΕ)

  • Δικαστήριο: Συμβούλιο Πλημμελειοδικών
  • Τόπος: Λάρισα
  • Αριθ. Απόφασης: 494
  • Έτος: 2021

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Ποινικό Δίκαιο - Έγκληση - Διαχρονικό δίκαιο - Τροπή αυτεπαγγέλτως διωκόμενου αδικήματος σε διωκόμενο κατ’ έγκληση - Κακουργηματική υπεξαίρεση - Άρθρο 464 νΠΚ - Στις μη εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες το τρίμηνο της έγκλησης άρχεται από τη θέση σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα

ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

                                            ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΛΑΡΙΣΑΣ

  Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Φωτεινή Καρανικόλα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ευαγγελία Αποστόλου, Πρωτόδικη και Ιωάννη Μπαντίδη, Πρωτοδίκη Εισηγητή.

  Συνήλθε στο δωμάτιο των διασκέψεών του, στις 15 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία της Γραμματέως Χριστίνας-Ερυσσούλας Κρήτα, για να διασκεφθεί και να αποφασίσει για την ποινική υπόθεση στην οποία η Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών Λάρισας Αικατερίνη Παπαϊωάννου έχει υποβάλει την εξής έγγραφη πρότασή της: «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΛΑΡΙΣΑΣ Α.Β.Μ.: Α2019/4478 ΕΓ8-20/158/36 ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΛΑΡΙΣΑΣ. Εισάγω ενώπιον του Συμβουλίου Σας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 30 παρ. 2,4, 138παρ.1 και 308παρ.1εδ.α,β ΚΠΔ, τη συνημμένη ανακριτική δικογραφία (Α.Β.Μ.Α2019/4478) κατά του …, νόμιμου εκπρόσωπου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στη Λάρισα, ο οποίος κατηγορείται για το αδίκημα της υπεξαίρεσης αντικειμένου η αξία του οποίου υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ από εντολοδόχο (άρθρα 14, 16, 17,18, 26παρ1εδ.α, 27, 51, 52, 57, 79, 375παρ.2,1 ΠΚ, ως τροπ. με Ν. 4619/2019) και εκθέτω τα ακόλουθα:

  Κατά του ως άνω κατηγορουμένου ασκήθηκε ποινική δίωξη για το ανωτέρω αδίκημα κατόπιν υποβολής σε βάρος του της από 27-09-2019 (και με ημερομηνία κατάθεσης 30-09-2019) έγκλησης της τεθείσας υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή αυτής, …, σύμφωνα με την οποία ο ως άνω κατηγορούμενος, νόμιμος εκπρόσωπος της αναφερόμενης στην αρχή της παρούσας, εταιρίας, είχε καταρτίσει με την εγκαλούσα εταιρία έγγραφη σύμβαση πρακτόρευσης, με αντικείμενο τη διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβολαίων σε όλους τους κλάδους ασφάλισης, με δικαίωμα είσπραξης των ασφαλίστρων για λογαριασμό της εγκαλούσας και υποχρέωσης απόδοσης αυτών στην τελευταία, έναντι συμφωνημένης προμήθειας επί των εισπραττόμενων ασφαλίστρων κατά κλάδο, πλην όμως αυτός καίτοι εισέπραξε ως εντολοδόχος το συνολικό ποσό των 360.000 ευρώ, σε εκτέλεση της παραπάνω σύμβασης και στο πλαίσιο σύναψης και λειτουργίας των συμβολαίων ασφάλισης με τρίτους, δεν το απέδωσε, ως όφειλε, μετά την αφαίρεση της νόμιμης προμήθειάς του, στην εγκαλούσα, αλλά παρακράτησε το ανωτέρω χρηματικό ποσό, το οποίο κατόπιν καταβολής μέρους του συνολικού ποσού, διαμορφώθηκε στο ύψος των 289.158,98 ευρώ, ιδιοποιούμενος αυτό παρανόμως.

  Παραγγέλθηκε αρχικώς η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και κατόπιν της νόμιμης περάτωσης αυτής παραγγέλθηκε η διενέργεια κύριας ανάκρισης με την από ΕΓ820/158α/02-12-2020 παραγγελία μας προς την Ανακρίτρια Β’ Τμήματος Πρωτοδικείου Λάρισας, η οποία περατώθηκε νόμιμα κατ’ άρθρο 270παρ.1 ΚΠΔ, ήτοι με την απολογία του κατηγορουμένου και την κατ’ άρθρο 308 παρ.4 ΚΠΔ νόμιμη γνωστοποίηση του πέρατος αυτής στην πληρεξούσιο και αντίκλητο δικηγόρο του κατηγορουμένου, Φαίδρα Γκάγκα, και ακολούθως η δικογραφία μας υποβλήθηκε με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 149/2021 έγγραφο της ως άνω Ανακρίτριας.

  Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 375 παρ.1 και 2 του Ποινικού Κώδικα «1. Όποιος ιδιοποιείται παράνομα ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή και αν το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν πρόκειται για αντικείμενο που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή. 2. Αν η αξία του αντικειμένου στην παράγραφο 1 υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της υπεξαίρεσης απαιτείται αντικειμενικώς: α) το υλικό αντικείμενο αυτής, που είναι κινητό πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, να είναι ολικά ή εν μέρει «ξένο», υπό την έννοια ότι ευρίσκεται σε ξένη, σε αναφορά προς τον δράστη, κυριότητα, όπως αυτή διαπλάθεται στο Αστικό Δίκαιο, β) το ξένο πράγμα να περιήλθε με οποιονδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη και να ήταν κατά τον χρόνο της πράξεως στην κατοχή του, γ) να έγινε παράνομη ιδιοποίηση αυτού από τον δράστη, δηλαδή χωρίς την συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο σχετικό δικαίωμα που του παρέχει το Δίκαιο. Ως ιδιοποίηση θεωρείται κάθε πράξη εκδηλωτική της εκ μέρους του κατέχοντος το πράγμα προθέσεως να το ενσωματώσει στην δική του περιουσία, χωρίς δηλαδή να αρκεί πρόθεση ιδιοποιήσεως, έστω και αν ανεκοινώθη σε τρίτο, αλλά απαιτείται έμπρακτη εκδήλωση εξωτερικής συμπεριφοράς, που μπορεί να αναγνωρισθεί αντικειμενικώς ως πραγμάτωση της θελήσεως για ιδιοποίηση. Για την θεμελίωση κακουργηματικής μορφής του αδικήματος απαιτείται η ιδιαίτερα μεγάλη αξία του αντικειμένου της υπεξαιρέσεως, ήτοι άνω των 120.000 ευρώ, ενώ υποκειμενικώς απαιτείται δολία προαίρεση του υπαιτίου που εμφανίζεται, ως προανεφέρθη, με την θέλησή του να ενσωματώσει το ξένο κινητό πράγμα στην περιουσία του, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο. Κατά ταύτα, υπαίτιος υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος καθίσταται και ο εντολοδόχος, ο οποίος, κατά το άρθ. 713 ΑΚ έχει την υποχρέωση να διεξάγει χωρίς αμοιβή την υπόθεση, νομικής ή αστικής φύσεως, η οποία του ανετέθη από τον εντολέα και αρνείται να αποδώσει στον τελευταίο το ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κινητό πράγμα που αυτός του ενεπιστεύθη, ως και ο διαχειριστής ξένης περιουσίας, ο οποίος, απ’ αυτόν έχοντας λάβει στην κατοχή του το παρανόμως ιδιοποιούμενο λόγω της ιδιότητάς του αυτής (ΑΠ 801/2014 Νόμος, ΑΠ 89/2005 ό.π., ΑΠ 1600/2004 ό.π., ΑΠ 975/2000, ΠοινΧρ ΝΑ’, 221), ενεργεί όχι απλώς υλικές αλλά και νομικές πράξεις, με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέως, δηλαδή για λογαριασμό του, την οποία εξουσία έχει είτε από το Νόμο είτε από σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται αυτή να προέρχεται από την δημιουργία απλώς μιας πραγματικής καταστάσεως, ως επίσης με δυνατότητα ανάπτυξης πρωτοβουλίας και λήψη απόφασης με κίνδυνο και ευθύνη αυτού (ΑΠ 719/2010, ΠοινΧρ ΞΑ’ 2011/211, ΑΠ 3628/2009, ΠοινΧρ ΞΑ’ 2011/226, ΑΠ 2267/2008, ΠοινΧρ ΝΘ’ 2009/834, ΑΠ 802/2008, ΠοινΧρ ΝΘ’ 2009/312, ΑΠ 256/2007, ΠοινΧρ ΝΗ’ 2008/43, Μπουρόπουλος, γ’, 8, Μανωλεδάκης, 1982, σελ. 172). Κακούργηματική υπεξαίρεση διαπράττει και ο Ασφαλιστικός Πράκτορας ο οποίος κατακρατεί και ιδιοποιείται τα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ασφάλιστρα, τα οποία εισπράττει για λογαριασμό της ασφαλιστικής εταιρίας με την οποία είχε καταρτίσει, σύμφωνα με τις διατάζεις του Ν. 1569/1985 και του ΠΔ 298/1986, σύμβαση πρακτορείας, δυνάμει της οποίας ανέλαβε έναντι προμήθειας να μεσολαβεί στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων μεταξύ τρίτων και της Εταιρίας και να εισπράττει για λογαριασμό της τα ασφάλιστρα, διότι με βάση την προαναφερθείσα σύμβαση και τις διατάξεις των άρθ. 90 επ. ΕμπΝ, 713 επ.ΑΚ και 3 ΕισΝΑΚ ο ασφαλιστικός πράκτορας καθίσταται εντολοδόχος της ασφαλιστικής εταιρίας και διαχειριστής της περιουσίας της, καθώς ενεργεί πράξεις διαχείρισης, ήτοι νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης. Βέβαια στο άρ. 3 παρ. 1 του ΠΔ 298/1986, που ρυθμίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ασφαλιστικών πρακτόρων και παραγωγών ασφαλίσεων, ορίζεται ότι τα ασφάλιστρα που εισπράττει ο πράκτορας θεωρούνται παρακαταθήκη και ευθύνεται ως θεματοφύλακας. Όμως, η σχέση που συνδέει τον ασφαλιστικό πράκτορα με την ασφαλιστική επιχείρηση φέρει τον χαρακτήρα μικτής σύμβασης, η δε σύμβαση παρακαταθήκης έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα, αφού η υποχρέωση για φύλαξη και απόδοση των ασφαλίστρων είναι αναγκαία συνέπεια της κύριας (πρακτορικής) σύμβασης (Εφ ΑΘ. 319/2017 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΣυμβΑΠ 1618/2008, ΠοινΔικ 4/2009, 514).

  Στην προκειμένη περίπτωση, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώθηκε στο στάδιο της κύρια ανάκρισης και της προηγηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης, αξιολογούμενου σύμφωνα με την αρχή της ηθικής αποδείξεως (άρθρο 177 ΚΠΔ) και ειδικότερα από τα έγγραφα της δικογραφίας και την απολογία, προανακριτική και ανακριτική, του κατηγορουμένου, προέκυψαν κατά τη γνώμη μας τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Μεταξύ της εγκαλούσας, και ήδη υπό ασφαλιστική εκκαθάριση τελούσα, ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…», με έδρα το … και της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…» με έδρα τη …, της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο κατηγορούμενος, συνήφθη κατά το έτος 2008 έγγραφη σύμβαση πρακτόρευσης σε συνέχιση της από 01-09-2006 όμοιας σύμβασης, σύμφωνα με την οποία, η εταιρία την οποία εκπροσωπούσε ο κατηγορούμενος ανέλαβε την υποχρέωση να μεσολαβεί, να ευρίσκει πελατεία, να παραλαμβάνει και να διαβιβάζει στην εγκαλούσα τις προτάσεις όσων επιθυμούσαν να ασφαλιστούν, με δικαίωμα συνυπογραφή των καταρτισθησομένων συμβάσεων ασφάλισης. Τα δικαιώματα δε και οι υποχρεώσεις των ασφαλιστικών πρακτόρων καθορίζονταν με έγγραφη σύμβαση ανάμεσα στον ασφαλιστικό πράκτορα και στην ασφαλιστική επιχείρηση που προτίθετο να πρακτορεύει, αντίγραφο της οποίας υποβάλλονταν από την ασφαλιστική επιχείρηση στο Υπουργείο Εμπορίου και στην κατά τόπο αρμόδια επιτροπή πρακτόρων.

  Η σύμβαση που υπεγράφη μεταξύ της εγκαλούσας εταιρείας και της εταιρίας του κατηγορουμένου, συμφωνήθηκε να έχει αόριστη διάρκεια. Επίσης, ο ασφαλιστικός πράκτορας, σύμφωνα με το άρθρο 7 της σύμβασης αναλάμβανε την υποχρέωση να τηρεί βιβλίο καταχώρησης ασφαλιστηρίων συμβολαίων, και κατά την εκτέλεση του έργου που αναλαμβάνει ο πράκτορας να τηρεί απαρέγκλιτα τις γενικές και ειδικές εντολές της εταιρίας, τους έντυπους όρους ασφαλίσεων και τους σχετικούς όρους και κανονισμούς της ένωσης ασφαλιστικών εταιριών, στην οποία μέλος ήταν η εγκαλούσα, αλλά και τις διατάξεις νόμων και υπουργικών αποφάσεων που διέπουν την ιδιωτική ασφάλιση, ενώ όφειλε να διαφυλάττει και να περιφρουρεί με κάθε τρόπο τα συμφέροντα της εταιρίας. Μάλιστα σε περίπτωση μη τήρησης των ανωτέρω υποχρεώσεων του, ο πράκτορας θα ευθύνονταν απέναντι στην εταιρία για κάθε ζημία. Περαιτέρω με το άρθρο 8 της σύμβασης ορίστηκε ότι ο ασφαλιστικός πράκτορας υποχρεούται να καταχωρεί στο ως άνω βιβλίο τις ασφαλιστικές συμβάσεις που συνάπτονται με τη μεσολάβησή του και να αναγράφει σε ιδιαίτερη στήλη την ημερομηνία είσπραξης των ασφαλίστρων καθώς και βιβλίο ζημιών για τις ίδιες συμβάσεις. Για την εκτέλεση του έργου του ασφαλιστικού πράκτορα συμφωνήθηκε να λαμβάνει από την ασφαλιστική εταιρεία προμήθεια επί των καθαρών ασφαλίστρων, που θα εισπράττονται πραγματικά ή που θα λογίζονταν εισπραγμένα. Η προμήθεια αυτή καθορίστηκε σε ποσοστό ανάλογο με τον ασφαλιζόμενο κίνδυνο, όπως προκύπτει από το κείμενο της σχετικής σύμβασης που υπέγραψε ο κατηγορούμενος. Περαιτέρω, με το άρθρο 10 ορίστηκε ότι ο πράκτορας οφείλει στις περιπτώσεις που δεν έχει εισπράξει ασφάλιστρα να επιστρέφει στην εταιρία τα ασφαλιστήρια έγγραφα, βεβαιώνοντας συγχρόνως τους λόγους μη είσπραξης των ασφαλίστρων, η δε εταιρία οφείλει να ακυρώσει τα ασφαλιστήρια έγγραφα και τις σχετικές αποδείξεις. Σε περίπτωση που παρέλθει άπρακτη η ως άνω προθεσμία, τα ασφάλιστρα θεωρούνται αμαχήτως ως εισπραχθέντα από τον πράκτορα, και οι απαιτήσεις της εταιρίας καθίστανται ληξιπρόθεσμες και απαιτητές, ενώ στο άρθρο 11 της παραπάνω σύμβασης, συμφωνήθηκε ότι ο πράκτορας οφείλει να αποδίδει τα εισπραχθέντα ασφάλιστρα άμεσα και τοις μετρητοίς. Σε εκτέλεση της ως άνω σύμβασης ασφαλιστικού πράκτορα, ο κατηγορούμενος, νόμιμος εκπρόσωπος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία « …» μεσολάβησε στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων για λογαριασμό της εγκαλούσας με τρίτους ασφαλισμένους και προέβη στην είσπραξη των αντίστοιχων ασφαλίστρων. Πλην όμως, και κατά το χρονικό διάστημα από 08-07-2008 έως 30-05-2010 υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της ανωτέρω εταιρείας, αν και εισέπραξε καθαρά ασφάλιστρα ύψους 360.000 ευρώ, δεν απέδωσε στην εγκαλούσα εταιρεία το, σύνολο των εισπραχθέντων μεικτών ασφαλίστρων, μετά την αφαίρεση των προμηθειών που του αναλογούσαν, αλλά αντιθέτως τα ιδιοποιήθηκε και τα ενσωμάτωσε στην περιουσία του, γεγονός το οποίο και διαπίστωσε ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής από τη μελέτη των τηρούμενων μηχανογραφημένων καταστάσεων στο αρχείο της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση εγκαλούσας εταιρίας. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος για τις συμβάσεις, στις οποίες μεσολάβησε, εισέπραξε ασφάλιστρα, όπως προκύπτει από τις αναλυτικές καταστάσεις αποδείξεων και τα αναλυτικά καθολικά, ύψους 360.000 ευρώ. Χάριν καταβολής για τα ανωτέρω ποσά που όφειλε να αποδώσει εξέδωσε τις εξής μεταχρονολογημένες επιταγές της τράπεζας … ποσού 60.000 € εκάστη, ήτοι: α) την υπ’ αριθμ. 00100484-1 επιταγή με ημερομηνία έκδοσης την            31-10-2009,  β)        την υπ’ αριθμ.           00100485-9  επιταγή με ημερομηνία έκδοσης την 01-12-2009, γ) την υπ’ αριθμ.        00100486-7  επιταγή με ημερομηνία έκδοσης την  31-01-2010, δ) την υπ’ αριθμ.           00100487-5  επιταγή με ημερομηνία έκδοσης την 26-02-2010, ε) την υπ’ αριθμ.            00100488-3 επιταγή με ημερομηνία έκδοσης την 03-03-2010 στ) την υπ’ αριθμ.  00100489-1          επιταγή με ημερομηνία έκδοσής την 06.04.2010. Οι επιταγές αυτές αν και εμφανίστηκαν εμπρόθεσμα προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα από την εγκαλούσα εταιρία δεν πληρώθηκαν λόγω ελλείψεως διαθέσιμου υπολοίπου στον λογαριασμό της εκδότριας, όπως βεβαιώνεται στα σώματα των επιταγών. Ακολούθως η εγκαλούσα εταιρία αιτήθηκε και πέτυχε την έκδοση της με αριθμό 494/30-4-2010 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, ποσού 60.000 ευρώ, η οποία επιδόθηκε στη μηνυόμενη εταιρία στις 30-4-2010 και της με αριθμό 628/1-6-2010 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, ποσού 300.000 ευρώ, η οποία επιδόθηκε στη μηνυόμενη εταιρία, νομίμως εκπροσωπούμενη από τον κατηγορούμενο, την 1η-6-2010, οπότε και εκδηλώθηκε και η πρόθεση του τελευταίου για παράνομη ιδιοποίηση του παραπάνω ποσού. Στη συνέχεια όμως ο κατηγορούμενος κατέβαλε στην εγκαλούσα εταιρία το συνολικό ποσό των 70.841,02 ευρώ με αποτέλεσμα η συνολική οφειλή να ανέρχεται πλέον στο ποσό των 289.158,98€ (360.000 € – 70.841,02 €).

  Ο κατηγορούμενος απολογούμενος αποδέχθηκε ουσιαστικά την κατηγορία και ισχυρίστηκε ότι προτίθεται να εξοφλήσει την οφειλή, την οποία προσδιορίζει στις 250.000 ευρώ περίπου, ότι προέβη στην έκδοση των επιταγών συνολικού ύψους 360.000 ευρώ διότι πίστευε ότι μέχρι τη λήξη αυτών (επιταγών) θα είχε εισπράξει χρήματα, που τρίτοι του οφείλουν, -προσκομίζει προς τούτο ιδιωτικά συμφωνητικά αναγνώρισης χρέους με συμβαλλόμενο τον ίδιο και τρίτους οφειλέτες-, ότι απέστειλε εξώδικο στην εγκαλούσα, στο οποίο αναγνώριζε την οφειλή του και ζητούσε τη ρύθμιση της σε δόσεις, το οποίο δεν αποδέχθηκε η τελευταία, ότι ουδέποτε είχε σκοπό να παρακρατήσει χρήματα και να μην τα αποδώσει στην εγκαλούσα και ότι τα ασφάλιστρα δεν είχαν περιέλθει στην κατοχή του, ώστε να λάβει χώρα η παράνομη ιδιοποίηση τους και ότι η όποια αξίωση έχει η εγκαλούσα σε βάρος του είναι μόνο ενοχικής φύσης και δεν συνιστά ποινικό αδίκημα και ότι σε καμία περίπτωση δεν εκδήλωσε πρόθεση να ιδιοποιηθεί παράνομα τα ποσά των ασφαλίστρων και να τα ενσωματώσει στην περιουσία του. Ωστόσο αφενός από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι το εν λόγο συνολικό ποσό δεν έχει περιέλθει στην κατοχή του, ούτε ότι έχει επιστρέφει ασφαλιστήρια συμβόλαια ως όφειλε δυνάμει της μεταξύ τους σύμβασης, οπότε και θεωρείται ότι αυτά εισπράχθηκαν από αυτόν (κατηγορούμενο), αντίθετα από τις μηχανογραφημένες καταστάσεις προκύπτει το ύφος των καθαρών ασφαλίστρων που έλαβε και υπεξαίρεσε ο κατηγορούμενος, αφετέρου τα εισπραττόμενα από αυτόν χρηματικά ποσά που προέρχονταν από την είσπραξη των ασφαλίστρων, ήταν ξένα πράγματα για αυτόν και εντεύθεν θα μπορούσαν να γίνουν αντικείμενο υπεξαίρεσης όπως και πράγματι έγιναν. Εκτός δε από αυτό ο κατηγορούμενος σύμφωνα με την συναφθείσα με την εγκαλούσα σύμβαση, είχε την ιδιότητα του εντολοδόχου της προαναφερόμενης εταιρείας στον οποίο είχε ανατεθεί η είσπραξη και απόδοση στη συνέχεια των ποσών των ασφαλιστικών συμβολαίων, μετά την αφαίρεση της προμήθειας του κατά τα ανωτέρω συμφωνηθέντα. Συνεπώς τα εισπραχθέντα από τον κατηγορούμενο ως νόμιμο εκπρόσωπο της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…», χρηματικά ποσά, μετά την αφαίρεση της προμήθειας του, συνεπάγονταν ότι τα κατείχε για λογαριασμό της εγκαλούσας εταιρείας και ως εκ τούτου αποτελούσε ξένα πράγματα γι’ αυτόν. Σε κάθε περίπτωση ουδέποτε ο κατηγορούμενος αρνήθηκε την ύπαρξη της οφειλής, γι7 αυτό άλλωστε προέβη και στην έκδοση των μεταχρονολογημένων επιταγών, οι οποίες ωστόσο σφραγίστηκαν ως ακάλυπτες, λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων του ιδίου στην πληρώτρια τράπεζα.

  Συνεπώς και σύμφωνα με όλα τα προαναφερόμενα, ο κατηγορούμενος παρά την απαίτηση της εγκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας να καταβάλει σε αυτή το παραπάνω ποσό των ασφαλίστρων, αυτός όντας νόμιμος εκπρόσωπος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…», κατακράτησε το ποσό των 289.158,98 ευρώ, το οποίο προέκυψε κατόπιν καταβολής από τον ίδιο μέρος του συνολικού ποσού, ενσωματώνοντάς το στην προσωπική του περιουσία, χωρίς να έχει προς τούτο σχετικό δικαίωμα, αφού υποχρέωσή του ήταν η απόδοση στην εγκαλούσα εταιρεία των εισπραττομένων ασφαλίστρων, μετά την παρακράτηση του ποσού της προμήθειας, κατά τους όρους της γενομένης μεταξύ της εγκαλούσας εταιρείας και του κατηγορουμένου συμφωνίας. Επομένως, η συμπεριφορά του πραγματώνει το έγκλημα της υπεξαίρεσης, καθώς ο κατηγορούμενος παραβιάζοντας τους όρους της δοθείσας εκ μέρους της ανωτέρω εγκαλούσας εταιρείας εντολής ιδιοποιήθηκε το προαναφερόμενο χρηματικό ποσό, το οποίο υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ. Από τα ανωτέρω περιγραφόμενα πραγματικά και νομικά περιστατικά συνάγεται σαφέστατα ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις που στηρίζουν δημόσια επ’ ακροατηρίω κατηγορία και δικαιολογούν την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου η αξία του οποίου υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ από εντολοδόχο, που προβλέπεται και τιμωρείται από τη διάταξη του άρθρου 375παρ.2,1 ΠΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 14, 26παρ1εδ.α, 27, 51, 52, 79 ΠΚ. Συνεπώς, πρέπει το Συμβούλιό Σας, κατ’ άρθρο 310παρ.1ε και 313 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, να αποφασίσει την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας, το οποίο είναι αρμόδιο κατά τόπο και ύλη, σύμφωνα με τα άρθρα ΙΙΙπαρ.1 και 122παρ.1 ΚΠΔ, για να δικαστεί για το ανωτέρω αδίκημα, που φέρεται ότι τέλεσε στη Λάρισα 01-06-2010.

  Περαιτέρω, μετά την απολογία του κατηγορουμένου επιβλήθηκε σε βάρος του ο περιοριστικός όρος της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 30/2021 διάταξης της Ανακρίτριας του Β’ Τμήματος Πρωτοδικείου Λάρισας. Επειδή συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την επιβολή περιοριστικών όρων κατ’ άρθρο 282 ΚΠΔ, πρέπει το Συμβούλιό Σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 315 παρ.1 ΚΠΔ, να διατάξει τη διατήρηση της ισχύος της εν λόγω διάταξης, καθότι δεν εξέλιπαν οι που την επέβαλαν, μέχρι την εκδίκαση της προκείμενης κατά του κατηγορουμένου κατηγορίας, για να αποτραπεί ο κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων και να εξασφαλιστεί ότι οι ως άνω κατηγορούμενος θα παραστεί στο Δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης που θα εκδοθεί (άρθρο 282.παρ.2 ΚΠΔ).

                                                              ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ – ΠΡΟΤΕΙΝΩ

  Α. ΝΑ ΠΑΡΑΠΕΜΦΘΕΙ ο κατηγορούμενος …, κάτοικος Λάρισας (…) στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας, για να δικαστεί ως υπαίτιος του ότι στη Λάρισα, στις 10-6- 2010, ιδιοποιήθηκε παρανόμως ξένα κινητά πράγματα, τα οποία περιήλθαν στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο και η αξία τους υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ, τα οποία του τα είχαν εμπιστευθεί ως εντολοδόχου. Ειδικότερα, δυνάμει της από 5-2-2008 έγγραφης σύμβασης πρακτόρευσης, σε συνέχεια της από 1- 9-2006 συναφθείσας σύμβασης πρακτόρευσης, με συμβαλλόμενες την εδρεύουσα στην Αθήνα Ασφαλιστική Εταιρία με την επωνυμία «…», η οποία δραστηριοποιείτο στον τομέα των ασφαλίσεων, ήδη τεθείσα σε ασφαλιστική εκκαθάριση και την εδρεύουσα στη Λάρισα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…», της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο κατηγορούμενος, συμφωνήθηκε η εκ μέρους του τελευταίου, διαμεσολάβηση μεταξύ της εγκαλούσας και των πελατών της, προς σύναψη ασφαλιστικών συμβολαίων, σε όλους τους κλάδους των ασφαλίσεων με ταυτόχρονο δικαίωμα είσπραξης των ασφαλίστρων για λογαριασμό της εγκαλούσας εταιρείας και. υποχρέωση απόδοσης αυτών εντός δύο μηνών, από το τέλος του μηνός εντός του οποίου εκδόθηκε το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, έναντι συμφωνημένης κατά κλάδο προμήθειας επί των εισπραττόμενων ασφαλίστρων κατά κλάδο. Ο κατηγορούμενος, ως νόμιμος εκπρόσωπος της άνω ανώνυμης εταιρείας, αν και εισέπραξε κατά το χρονικό διάστημα από 8-7-2008 έως 30-5-2010, το συνολικό ποσό των τριακοσίων εξήντα χιλιάδων ευρώ (360.000) το οποίο υπερβαίνει το ύψος των 120.000 ευρώ, ως εντολοδόχος, σε εκτέλεση των άνω συμβάσεων και στο πλαίσιο σύναψης και λειτουργίας των συμβολαίων ασφάλισης με τρίτους, δεν το απέδωσε στην εγκαλούσα εταιρία, όπως είχε υποχρέωση βάσει των όρων της άνω σύμβασης πρακτόρευσης, αλλά χάριν καταβολής της άνω οφειλής, προέβη στην έκδοση των ακόλουθων μεταχρονολογημένων επιταγών της «…», ποσού 60.000 ευρώ, εκάστη, ήτοι: α) την υπ’ αριθμ. 00100484-1 επιταγή με ημερομηνία έκδοσης την 31-10-2009, β) την υπ’ αριθμ. 00100485-9 επιταγή με ημερομηνία έκδοσης την 1- 12-2009, γ) την υπ’ αριθμ. 00100486-7 επιταγή με ημερομηνία έκδοσης την 31-1- 2010, δ) την υπ’ αριθμ.1 00100487-5 επιταγή με ημερομηνία έκδοσης την 26-2-2010, ε) την υπ’ αριθμ. 00100488-3 επιταγή με ημερομηνία έκδοσης την 3-3-2010 και στ) την υπ’ αριθμ. 00100489-1 επιταγή με ημερομηνία έκδοσης την 6-4-2010. Πλην όμως, οι εν λόγω επιταγές αν και εμφανίσθηκαν εμπρόθεσμα προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα από την εγκαλούσα εταιρία δεν πληρώθηκαν λόγω ελλείψεως διαθέσιμου υπολοίπου στον λογαριασμό της εκδότριας, όπως βεβαιώνεται στα σώματα αυτών. Έτσι, η εγκαλούσα εταιρία αιτήθηκε και πέτυχε την έκδοση της με αριθμό 494/30-4-2010 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, ποσού 60.000 ευρώ, η οποία επιδόθηκε στη μηνυόμενη εταιρία στις 30-4-2010 και της με αριθμό 628/1-6-2010 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, ποσού 300.000 ευρώ, η οποία επιδόθηκε στη μηνυόμενη εταιρία, νομίμως εκπροσωπούμενη από τον κατηγορούμενο, την 1η-6-2010, ημερομηνία κατά την οποία εκδηλώθηκε και η πρόθεση παράνομης ιδιοποίησης εκ μέρους του κατηγορουμένου, του οφειλόμενου ποσού, το οποίο κατόπιν εν τω μεταξύ καταβολής μέρους μόνο του συνολικού ποσού, διαμορφώθηκε στο ύψος των 289.158,98 ευρώ, που υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ και το οποίο ο κατηγορούμενος εισέπραξε ως εντολοδόχος της εγκαλούσας εταιρίας, παρακράτησε, ιδιοποιήθηκε παρανόμως και ενσωμάτωσε στην περιουσία της ανώνυμης εταιρίας την οποία εκπροσωπούσε («…»).

  Β. ΝΑ ΔΙΑΤΑΧΘΕΙ η διατήρηση της ισχύος της υπ’ αριθμ. 30/2021 διάταξης της Ανακρίτριας του Β’ Τμήματος Πρωτοδικείου Λάρισας, με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος του κατηγορουμένου ο περιοριστικός όρος της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα. Λάρισα 05-09-2021 Η Εισαγγελέας Αικατερίνη Αρ. Παπαϊωάννου Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών»

                                                                      ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

                                                                       ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

  Κατά του κατηγορούμενου …, κατοίκου …, οδός …, αρ. … και νόμιμου εκπρόσωπου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία  «…» , που εδρεύει στη …, ασκήθηκε, κατόπιν της από 27-9-2019 (και με ημερομηνία κατάθεσης 30-09-2019) έγκλησης της τεθείσας υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή αυτής, …, ποινική δίωξη για το αδίκημα της υπεξαίρεσης αντικειμένου, η αξία του οποίου υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ από εντολοδόχο (άρθρα 14, 16, 17, 18, 26παρ1εδ.α, 27, 51, 52, 57, 79, 375παρ.2,1 ΠΚ, ως τροπ. με Ν. 4619/2019), που φέρεται να τέλεσε στη Λάρισα, στις 1-6-2010. Παραγγέλθηκε αρχικώς η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και κατόπιν της νόμιμης περάτωσης αυτής παραγγέλθηκε η διενέργεια κύριας ανάκρισης με την από ΕΓ820/158α/02-12-2020 παραγγελία της Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λάρισας προς την Ανακρίτρια Β’ Τμήματος Πρωτοδικείου Λάρισας, η οποία περατώθηκε νόμιμα κατ’ άρθρο 270 παρ.1εδ.α’ ΚΠΔ, ήτοι με την απολογία του κατηγορουμένου και την κατ’ άρθρο 308 παρ.4 ΚΠΔ νόμιμη γνωστοποίηση του πέρατος αυτής στην πληρεξούσιο και αντίκλητο δικηγόρο του κατηγορουμένου, Φαίδρα Γκάγκα, ενώ δεν έγινε γνωστοποίηση του πέρατος στην εγκαλούσα και παριστάμενη προς υποστήριξη κατηγορίας, διότι εδρεύει πέραν της έδρας της ως άνω ανακρίτριας και δεν διόρισε αντίκλητο. Ακολούθως, η δικογραφία υποβλήθηκε προς τον Εισαγγελέα Πλημ/κων Λάρισας με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 149/2021 έγγραφο της ως άνω Ανακρίτριας και κατόπιν τούτων, νόμιμα εισάγεται η σχηματισθείσα δικογραφία ενώπιον του Συμβουλίου τούτου κατ’ άρθρο 30παρ2,4, αρ.138παρ.1 και 308 παρ.1εδ.α,β Κ.Π.Δ., μετά την υποβολή της ανωτέρω υπ’αρ. ΕΓ8-20/158/36/5-9- 2021 πρότασης της αρμόδιας Εισαγγελέα Πλημ/κων Λάρισας. Επισημαίνεται ότι επί της ως άνω πρότασης ενημερώθηκαν οι διάδικοι στις 7-9-2021 σύμφωνα με το άρθρο 308παρ.2 του ΚΠΔ (βλ. την με αρ. πρωτ. Α2019/4478Ε/20-9-2021 βεβαίωση της γραμματέα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Λάρισας).

  Στην προκειμένη περίπτωση, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώθηκε στο στάδιο της κύρια ανάκρισης και της προηγηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης, αξιολογούμενου σύμφωνα με την αρχή της ηθικής αποδείξεως (άρθρο 177 ΚΠΔ) και ειδικότερα από τα έγγραφα της δικογραφίας και την απολογία, προανακριτική και ανακριτική, του κατηγορουμένου, προέκυψαν, κατά την κρίση του Συμβουλίου αυτού, τα πραγματικά περιστατικά που ορθά και εμπεριστατωμένα αναλύονται κατά το νομικό και πραγματικό τους μέρος στην εισαγγελική πρόταση, στην οποία το Συμβούλιο προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων παραδεκτά εξ ολοκλήρου αναφέρεται (βλ. Ολ Α.Π 1227/1979 ΠοινΧρ 253, Α.Π 1199/1990 ΠοινΧρ ΜΑ’,509). Από τα περιστατικά αυτά προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ικανές να στηρίξουν δημόσια στο ακροατήριο κατηγορία κατά του κατηγορούμενου, … του…, κατοίκου …, οδός … αρ. …, για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου, η αξία του οποίου υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ από εντολοδόχο, που φέρεται να τέλεσε στη Λάρισα, στις 1-6-2010. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 310 παρ.1εδ. ε’ και 313 του ΚΠΔ, πρέπει να παραπεμφθεί αυτός ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων ΙΙΙπαρ.1, 122παρ.1 ΚΠΔ, προκειμένου να δικαστεί για την πιο πάνω πράξη, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος από τις διατάξεις των άρθρων (άρθρα 14,16,17,18, 26παρ1εδ.α, 27, 51, 52, 57, 79, 375παρ.2,1 ΠΚ, ως τροπ. με Ν. 4619/2019). Περαιτέρω, μετά την απολογία του κατηγορουμένου επιβλήθηκε σε βάρος του ο περιοριστικός όρος της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 30/2021 διάταξης της Ανακρίτριας του Β’ Τμήματος Πρωτοδικείου -Λάρισας. Επειδή συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την επιβολή περιοριστικών όρων κατ’ άρθρο 282 ΚΠΔ, πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 315 παρ.1 ΚΠΔ, να διατηρηθεί η ισχύς της εν λόγω διάταξης, καθότι δεν εξέλιπαν οι λόγοι που την επέβαλαν, μέχρι την εκδίκαση της προκείμενης κατά του κατηγορουμένου κατηγορίας, για να αποτραπεί ο κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων και να εξασφαλιστεί ότι ο ως άνω κατηγορούμενος θα παραστεί στο Δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης που θα εκδοθεί (άρθρο 282 παρ.2 ΚΠΔ).

                                                                         ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

  Α) ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας, τον κατηγορούμενο …, για να δικαστεί ως υπαίτιος του ότι: Στη Λάρισα, στις 1-6-2010, ιδιοποιήθηκε παρανόμως ξένα κινητά πράγματα, τα οποία περιήλθαν στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο και η αξία τους υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ, τα οποία του τα είχαν εμπιστευθεί ως εντολοδόχου. Ειδικότερα, δυνάμει της από 5-2-2008 έγγραφης σύμβασης πρακτόρευσης, σε συνέχεια της από 1-9-2006 συναφθείσας σύμβασης πρακτόρευσης, με συμβαλλόμενες την εδρεύουσα στην Αθήνα Ασφαλιστική Εταιρία με την επωνυμία «…», η οποία δραστηριοποιείτο στον τομέα των ασφαλίσεων, ήδη τεθείσα σε ασφαλιστική εκκαθάριση και την εδρεύουσα στη Λάρισα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…», της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο κατηγορούμενος, συμφωνήθηκε η εκ μέρους του τελευταίου, διαμεσολάβηση μεταξύ της εγκαλούσας και των πελατών της, προς σύναψη ασφαλιστικών συμβολαίων, σε όλους τους κλάδους των ασφαλίσεων με ταυτόχρονο δικαίωμα είσπραξης των ασφαλίστρων για λογαριασμό της εγκαλούσας εταιρείας και υποχρέωση απόδοσης αυτών εντός δύο μηνών, από το τέλος του μηνός, εντός του οποίου εκδόθηκε το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, έναντι συμφωνημένης κατά κλάδο προμήθειας επί των εισπραττόμενων ασφαλίστρων κατά κλάδο. Ο κατηγορούμενος, ως νόμιμος εκπρόσωπος της άνω ανώνυμης εταιρείας, αν και εισέπραξε κατά το χρονικό διάστημα από 8-7-2008 έως 30-5-2010, το συνολικό ποσό των τριακοσίων εξήντα χιλιάδων ευρώ (360.000) το οποίο υπερβαίνει το ύψος των 120.000 ευρώ, ως εντολοδόχος, σε εκτέλεση των άνω συμβάσεων και στο πλαίσιο σύναψης και λειτουργίας των συμβολαίων ασφάλισης με τρίτους, δεν το απέδωσε στην εγκαλούσα εταιρία, όπως είχε υποχρέωση βάσει των όρων της άνω σύμβασης πρακτόρευσης, αλλά χάριν καταβολής της άνω οφειλής, προέβη στην έκδοση των ακόλουθων μεταχρονολογημένων επιταγών της «…», ποσού 60.000 ευρώ, εκάστη, ήτοι: α) την υπ’ αριθμ. 00100484-1 επιταγή με ημερομηνία έκδοσης την 31-10-2009, β) την υπ’ αριθμ. 00100485-9 επιταγή με ημερομηνία έκδοσης την 1-12-2009, γ) την υπ’ αριθμ. 00100486-7 επιταγή με ημερομηνία έκδοσης την 31-12-2009, δ) την υπ’ αριθμ. 00100487-5 επιταγή με ημερομηνία έκδοσης την 31-1-2010, ε) την υπ’ αριθμ. 00100488-3 επιταγή με ημερομηνία έκδοσης την 28-2-2010 και στ) την υπ’ αριθμ. 00100489-1 επιταγή με ημερομηνία έκδοσης την 31-3-2010. Πλην, όμως, οι εν λόγω επιταγές αν και εμφανίσθηκαν εμπρόθεσμα προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα από την εγκαλούσα εταιρία δεν πληρώθηκαν λόγω ελλείψεως διαθέσιμου υπολοίπου στον λογαριασμό της εκδότριας, όπως βεβαιώνεται στα σώματα αυτών. Έτσι, η εγκαλούσα εταιρία αιτήθηκε και πέτυχε την έκδοση της με αριθμό 494/30-4-2010 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, ποσού 60.000 ευρώ, η οποία επιδόθηκε στη μηνυόμενη εταιρία στις 30-4-2010 και της με αριθμό 628/1-6-2010 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, ποσού 300.000 ευρώ, η οποία επιδόθηκε στη μηνυόμενη εταιρία, νομίμως εκπροσωπούμενη από τον κατηγορούμενο, την 1η-6-2010, ημερομηνία κατά την οποία εκδηλώθηκε και η πρόθεση παράνομης ιδιοποίησης εκ μέρους του κατηγορουμένου, του οφειλόμενου ποσού, το οποίο κατόπιν εν τω μεταξύ καταβολής μέρους μόνο του συνολικού ποσού, διαμορφώθηκε στο ύψος των 589.158,98 ευρώ, που υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ και το οποίο ο κατηγορούμενος εισέπραξε ως εντολοδόχος της εγκαλούσας εταιρίας, παρακράτησε, ιδιοποιήθηκε παρανόμως και ενσωμάτωσε στην περιουσία της ανώνυμης εταιρίας την οποία εκπροσωπούσε («…»).

  Β) ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την διατήρηση της ισχύος της υπ’ αριθμ. 30/2021 διάταξης της Ανακρίτριας του Β’ Τμήματος Πρωτοδικείου Λάρισας, με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος του κατηγορουμένου ο περιοριστικός όρος της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα, μέχρι την εκδίκαση της προκείμενης κατά του κατηγορουμένου κατηγορίας.

  ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στη Λάρισα, στις 15 Νοεμβρίου 2021 και εκδόθηκε στον ίδιο τόπο στις 26 Νοεμβρίου 2021.

                                           Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ