ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 2070/2021
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ: 16ο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αικατερίνη Ρέτσα, Πρόεδρο Εφετών, Χρήστο Παπακώστα, Αναστασία Λόλα – Εισηγήτρια, Εφέτες, και από το Γραμματέα Μαρίνο Κλουβάτο.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 22 Οκτωβρίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία … που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Ευθυμία Κινινή.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:1)…, 2) …, 3) …, κατοίκων Λαμίας και 4) …, κατοίκου Κηφισιάς Αττικής, από τους οποίους εφεσιβλήτους, οι πρώτος και τέταρτη εφεσίβλητοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο μαζί με τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, Κλεάνθη Βουλκίδη και Δημήτριο Γουβέτα, ενώ οι υπόλοιποι εφεσίβλητοι, εκπροσωπήθηκαν από τους ως άνω πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι, με την από 15 Απριλίου 2013 αγωγή τους, προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό 2309/2013, ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ’ αυτή.
Το Δικαστήριο εκείνο, εξέδωσε την 3746/2019 οριστική του απόφαση, με την οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή
Την απόφαση αυτή, προσέβαλε η εκκαλούσα, με την από 18 Νοεμβρίου 2019 έφεσή της προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό 8011/2019.
Ήδη η υπόθεση, εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 18.11.2019 (αρ. κατ. 101093/8011/2019) έφεση της ηττηθείσας εναγόμενης κατά της με αριθμό 3746/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και έκανε εν μέρει δεκτή ως ουσία βάσιμη την από 15.04.2013 (αρ. κατ. 80906/2309/2013) αγωγή των εναγόντων και ήδη εφεσίβλητων κατά αυτής και ήδη εκκαλούσας, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης, ούτε παρήλθε διετία από τη δημοσίευση της (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού. Η εκκαλούσα, εξάλλου, κατέβαλε το νόμιμο παράβολο σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει. Επομένως, η έφεση είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (αρ 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την τακτική διαδικασία.
Με την αγωγή ο πρώτος ενάγων ισχυρίζεται ότι διαθέτει περιορισμένες γνώσεις στη δομή και στη λειτουργία των χρηματοοικονομικών προϊόντων και ότι συνήθιζε να τοποθετεί το κεφάλαιο που διέθετε σε προθεσμιακές καταθέσεις, σύμφωνα με τις συμβουλές που του παρείχαν οι εκάστοτε υπάλληλοι η σύμβουλοι των τραπεζικών εταιριών, επιδιώκοντας την ασφαλέστερη επένδυση του κεφαλαίου του σε συνδυασμό με την ικανοποιητικότερη απόδοσή του έναντι των απλών τραπεζικών καταθέσεων. Ότι στα τέλη Οκτωβρίου του έτους 2004, ο διευθυντής του υποκαταστήματος της εναγομένης τραπεζικής εταιρίας στη Λαμία τον ενημέρωσε ότι η εναγομένη προέβαινε στη διάθεση προς το επενδυτικό κοινό ενός ομολόγου δεκαετούς διάρκειας, εκδόσεως της τραπεζικής εταιρίας … που παρείχε υψηλό κυμαινόμενο επιτόκιο ανά τρίμηνο. Και ότι τις ως άνω διαβεβαιώσεις τις επανέλαβε σε αυτόν και ο διευθυντής του υποκαταστήματος της εναγομένης τραπεζικής εταιρίας στο Βόλο. Ότι κατόπιν τούτου, στις 4.11.2004, αυτός (πρώτος ενάγων) πεισθείς στις παραπάνω διαβεβαιώσεις των εν λόγω υπαλλήλων, για τους οποίους μάλιστα δεν γνωρίζει εάν κατείχαν ειδική νόμιμη άδεια παροχής επενδυτικών υπηρεσιών-συμβουλών, προέβη στην τοποθέτηση του συνόλου των αποταμιεύσεών του, στο Ομόλογο που τού υπέδειξαν, αξίας 496.000 €, καταβάλλοντας επιπρόσθετα το ποσό των 3.584,08 €, έκτου οποίου ποσό 608,08 € αφορούσε σε δεδουλευμένους τόκους, όρισε δε ως συνδικαιούχους της επένδυσης τη σύζυγό του και τα τέκνα του λοιπούς ενάγοντες. Ωστόσο, όπως ανακάλυψε μεταγενέστερα, οι διαβεβαιώσεις των προστηθέντων της εναγόμενης ότι το επενδυθέν κεφάλαιο ήταν εγγυημένο στο σύνολο του (100%) και ότι θα του αποδιδόταν με την λήξη του Ομολόγου μετά την πάροδο της δεκαετίας ήταν ψευδείς, καθώς επρόκειτο για τίτλους που δεν προσέφεραν εγγύηση του κεφαλαίου της επένδυσης ούτε είχαν ορισμένη (δεκαετή) χρονική διάρκεια και, ως εκ τούτου, δεν ανταποκρίνονταν στο συντηρητικό επενδυτικό του προφίλ, ενώ χαρακτηρίζονταν από τους μνημονευομένους στην αγωγή κινδύνους, τους οποίους ο πρώτος ενάγων αγνοούσε κατά το χρόνο αγοράς του, λόγω έλλειψης κατάλληλης ενημέρωσής του από τους ως άνω μη εξειδικευμένους υπαλλήλους της εναγόμενης, και εάν τους γνώριζε (κινδύνους) δεν θα προέβαινε στην αγορά των επίδικων τίτλων. Ότι στις 2.3.2012 η εναγόμενη γνωστοποίησε σε αυτούς την πρόταση της εγγυήτριας των επίδικων τίτλων για εξαγορά τους, αντί τιμήματος ίσου με ποσοστό 37% της ονομαστικής τους αξίας, ενώ τότε για πρώτη φορά τους ενημέρωσε ότι η 27η. 10.2014 δεν ήταν η ημερομηνία λήξης του εν λόγω επενδυτικού προϊόντος αλλά η πιθανή ημερομηνία, κατά την οποία η εκδότρια των τίτλων θα ασκούσε το δικαίωμα ανάκλησης τους. Με βάση τα περιστατικά αυτά και μετά τον παραδεκτό (άρθρο 223 ΚΙΙολΔ) περιορισμό του αιτήματος της αγωγής, που έλαβε χώρα ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με τις προτάσεις τους και με προφορική δήλωση των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, ζητούν να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, να τους καταβάλει το ποσό των 454.944,08 € για το κεφάλαιο της επένδυσης που απώλεσαν (καθόσον, όπως παραδεκτά είχαν συμπληρώσει με τις προτάσεις τους, έλαβαν το ποσό των 44.640 € λόγω ρευστοποίησης των ένδικων τίτλων) και το ποσό των 20.000 € ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη καθώς και να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να τους καταβάλει το ποσό των 80.000 € για την ηθική τους βλάβη, όλα δε τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, και τέλος να καταδικαστεί η εναγόμενη στα δικαστικά τους έξοδα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκανε εν μέρει δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της την αγωγή, υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στους ενάγοντες το ποσό των 454.944,08 € για αποζημίωσή τους για την απώλεια του κεφαλαίου και το ποσό των 10.000 € για ηθική τους βλάβη, κήρυξε την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή για το ποσό των 100.000 € καθώς και καταδίκασε την εναγομένη σε μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται ήδη η εναγομένη, με την υπό κρίση έφεση της, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί εκείνη, ώστε να απορριφθεί στο σύνολο της η κατ’ αυτής ένδικη αγωγή, άλλως να μειωθούν τα επιδικασθέντα ποσά κατά παραδοχή των ενστάσεών της, καταδικαζόμενών των εφεσίβλητων στη δικαστική δαπάνη της και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Εξάλλου, με τις πρώτη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (εφεξής Ε.Π.Ε.Υ.), που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της υπ’ αριθ. 12263/β.500/11-4-1997 απόφασης ταυ Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β/340/24-4-1997), η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθ. 7 παρ.1 του Ν. 2396/1996 (τα άρθρα 1-31 του οποίου καταργήθηκαν ήδη από 1-11-2007, με το άρθρο 85 Ν. 3606/2007) ορίσθηκαν τα ακόλουθα: Πρώτη αρχή: Οι εταιρείες και τα καλυπτόμενα πρόσωπα θα λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο και θα ενεργούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργίας της αγοράς.” Τρίτη αρχή: “Οι εταιρείες που κατά το νόμο παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να ενημερώνονται σχετικά με την οικονομική κατάσταση, τους στόχους και την εμπειρία των πελατών τους στον τομέα των επενδύσεων ούτως ώστε να παρέχουν τις κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές. “Τέταρτη αρχή: “Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα θα γνωστοποιούν στους πελάτες τους όλες τις απαραίτητες και χρήσιμες πληροφορίες στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων τους με αυτούς. “…Έβδομη αρχή: “Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να λειτουργούν μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας που ρυθμίζει την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της αγοράς”. Σύμφωνα με τις διατάξεις του καταργηθέντος σήμερα Κανονισμού αυτού Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ), ο οποίος τύγχανε εφαρμοστέος κατά τον χρόνο συνομολόγησης της επίδικης σύμβασης, κύρια υποχρέωση της τράπεζας, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, είναι, (εκτός των όσων προελέχθηκαν), κατ’ αρχήν, η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών. Η ενημέρωση του καταναλωτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο εύλογα κατανοητό και με τη μεγίστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι η τράπεζα οφείλει να λαμβάνει υπόψη την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή για το αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Επίσης, οι συμβουλές θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη όσο και στο αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6.1 ΚΔΕΠΕΥ). Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλόλητας η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδύνευσης (άρθρο 6.2 ΚΔΕΠΕΥ). Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο οφείλει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής είναι το αντικείμενο της επένδυσης. Εδώ εντάσσονται πληροφορίες που αφορούν γενικά την αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επένδυσης, για την οικονομική κατάσταση και τη φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινόμενων τίτλων. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα. Η τράπεζα και κάθε ΕΠΕΥ οφείλει να προμηθεύεται τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επενδύσεως. Ιδιαίτερα αυξημένο είναι το καθήκον της τράπεζας ή της ΕΠΕΥ για έρευνα ή ενημέρωση στις περιπτώσεις ιδιαίτερα επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η τράπεζα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μία επικίνδυνη επένδυση, αλλά οφείλει να καταστήσει σε αυτόν συνειδητό τον κίνδυνο στον οποίο εκτίθεται. Στόχος, των εν λόγω υποχρεώσεων που βαραίνουν τις τράπεζες ή τις ΕΠΕΥ δεν είναι η επιτυχία της επένδυσης, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης, έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής. Με βάση, επομένως, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται, ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Η παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ συνιστά παρανομία υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ. Εφόσον, επομένως, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση. Άλλωστε, συναφές περιεχόμενο έχει και ο μεταγενέστερα εκδοθείς Ν. 3606/2007, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως «ΜiFID», η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ (ΑΠ 536/2019, ΑΠ 1358/2018, ΑΠ 244/2016, ΕφΘεσ 1953/2019, όλες δημ Νόμος, ΕφΘεσ 30/2016 ΕλλΔνη 2016 1108). Περαιτέρω, κατά ευρέως διαδεδομένη αντίληψη, τα λεγόμενα “perpetual bonds “, δηλαδή “ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας”, άλλως, “διηνεκή” ή “αιώνια” ή “αόριστης διάρκειας”, ομόλογα, συνιστούν ομολογίες, οι οποίες εκδίδονται ως- ονομαστικά ή ανώνυμα αξιόγραφα (χρεόγραφα, τίτλοι παραστατικοί αξίας) στο πλαίσιο σύναψης ομολογιακού δανείου από μία ανώνυμη εταιρεία ή ένα κράτος, και παρέχουν στον κομιστή, ο οποίος καταβάλλει στον εκδότη κατά την απόκτηση των αξιογράφων την ονομαστική τους αξία, δικαίωμα απόληψης των συμφωνημένων, σε υψηλά συνήθως επίπεδα, τόκων. Οι τίτλοι αυτοί, παρέχουν μεν στον κομιστή, (ο οποίος καταβάλλει στον εκδότη κατά την κτήση τους την ονομαστική τους αξία), δικαίωμα απόληψης των ανωτέρω τόκων, όχι, όμως, και το βασικό δικαίωμα να ζητήσει από τον εκδότη την επιστροφή της καταβεβλημένης αξίας τους σε κάποιο απώτερο χρόνο λήξης τους. Ο κομιστής, δηλαδή, ενός τέτοιου ομολόγου δεν δικαιούται σε παράδοση (επιστροφή) του ομολόγου στον εκδότη του προς τον σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξίας μετά τη λήξη μιας συμφωνηθείσας διάρκειας ή οποτεδήποτε. Ο εκδότης, αντιθέτως, διατηρεί το δικαίωμα της μονομερούς ανάκλησης του ομολόγου, κατ’ ελεύθερη αυτού βούλησή του. Οι τίτλοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως υβριδικοί, καθώς παρουσιάζουν ομοιότητες τόσο με τα ομόλογα των ομολογιακών δανείων, όσο και με τις προνομιούχες μετοχές χωρίς δικαίωμα ψήφου, χωρίς, ωστόσο, να ταυτίζονται με κανένα εκ των δύο. Συνεπώς, είναι προφανές ότι τα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν είναι απλά στη σύλληψη και στη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα οι παρέχουσες επενδυτικές υπηρεσίες ανώνυμες εταιρείες να υπέχουν ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης του εκάστοτε πελάτη τους επενδυτή, δεδομένου ότι η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, αποδίδει μια ψευδή, εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο βαθύ γνώστη επενδυτή, ως προς τη νομική φύση και τη λειτουργία τους (ΑΠ 536/2019, ΕφΘεσ 1953/2019 ο.π.). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 2836/2000, που ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, πριν από την κατάργησή του με το άρθρο 85 παρ. 1 του ν. 3606/2007 από 1-11-2007: «1. 1. Υπάλληλοι και στελέχη Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.), Ανώνυμων Εταιριών Επενδυτικής Διαμεσολάβησης (Α.Ε.Ε.Δ.), Ανώνυμων Εταιριών Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων (Α.Ε.Δ.Α.Κ.) και Ανώνυμων Εταιριών Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου ‘ (Α.Ε.Ε.Χ.) που είναι αρμόδιοι κατά περίπτωση: (α) για τη λήψη και τη διαβίβαση εντολών, (β) την εκτέλεση εντολών, (γ) την παροχή επενδυτικών συμβουλών, (δ) τη διαχείριση χαρτοφυλακίων και (ε) την ανάλυση κινητών αξιών και αγορών χρήματος και κεφαλαίου οφείλουν να διαθέτουν σχετικό πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας που χορηγείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Εφόσον πρόκειται για υπαλλήλους και στελέχη πιστωτικών ιδρυμάτων, το πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας χορηγείται από την Τράπεζα της Ελλάδος. Οι εξετάσεις για τη χορήγηση πιστοποιητικού επαγγελματικής επάρκειας διενεργούνται με ευθύνη της επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή από κοινού της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Η χορήγηση του πιστοποιητικού επαγγελματικής επάρκειας δύναται να ανατίθεται και σε άλλους φορείς…»
II.Σύμφωνα με το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, κατά το άρθρο 522 ΚΠολΔ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία την οποία έχει και το πρωτοβάθμιο και μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή είναι νόμιμη, ορισμένη ή παραδεκτή και να την απορρίψει αν δεν στηρίζεται στο νόμο ή στερείται των απαραίτητων στοιχείων για τη θεμελίωση της. Ειδικότερα, επί εφέσεως του εναγομένου, αν η αγωγή είναι αβάσιμη κατά το νόμο, αόριστη ή απαράδεκτη και έγινε πρωτοδίκως δεκτή κατ’ ουσία, ολικά ή κατά ένα μέρος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τις άνω ελλείψεις και να την απορρίψει ως αόριστη ή νόμω αβάσιμη, αρκεί ο εκκαλών να ζητεί την απόρριψή της έστω και για άλλους λόγους, και να μην εκδοθεί επιβλαβέστερη απόφαση γι’ αυτόν χωρίς αντέφεση του ενάγοντος (ΑΠ 1004/2017, ΑΠ 40/2006, δη μ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 7/2001 ΕλΔνη 2001 925., ΕφΑΘ 99/2019 δημ. ΝΟΜΟΣ, Εφθεσ 371/2019 Αρμ 2019 994). Εν προκειμένω με την κρινόμενη αγωγή οι ενάγοντες ζητούν πέραν από την επιδίκαση της συμφωνηθείσας αποδοτέας αξίας του Ομολόγου και την επιδίκαση του ποσού των 3.584,08 €, που καταβλήθηκε επιπρόσθετα κατά την αγορά του. Πλην όμως η αγωγή είναι απορριπτέα κατά το ποσό αυτό ως νόμω αβάσιμη, καθόσον, κατά τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, η ζημία των εναγόντων συνίσταται στην αδυναμία τους να εισπράξουν την αποδοτέα αξία του Ομολόγου, κατά την οποία απωλέσθηκε το επενδυθέν κεφάλαιο (πρβλ. ΑΠ 1350/2018 δημ. ΝΟΜΟΣ), δεν αποτελεί όμως ζημία τους και το ποσό που καταβλήθηκε για την απόκτηση του Ομολόγου, το οποίο όμως δεν συμφωνήθηκε αποδοτέο κατά το χρόνο λήξης του. Κατά συνέπεια, πρέπει κατόπιν παραδοχής της έφεσης η εκκαλουμένη απόφαση να εξαφανιστεί κατά το μέρος που επιδίκασε στους ενάγοντες το ποσό των 3.584,08 € για την παραπάνω αιτία, και αφού κρατηθεί η υπόθεση κατ’ άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ από το παρόν Δικαστήριο, να απορριφθεί η αγωγή ως προς το κεφάλαιο αυτό ως νόμω αβάσιμη έστω και χωρίς ειδικό σχετικό παράπονο, εφόσον με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης της εναγομένης- εκκαλούσας ζητείται συνολικά η απόρριψη της αγωγής.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν με επιμέλεια των διαδίκων και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης της εκκαλουμένης απόφασης, της με αριθμό 19026/14.9.2016 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του συμβολαιογράφου Λαμίας …, που επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν οι εφεσίβλητοι, η οποία λήφθηκε με επιμέλειά τους κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου τους (βλ. τη με αριθμό 5.862/8.9.2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, Στέφανου Ξάφου, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να παραλείπεται κανένα έγγραφο για την εκτίμηση της υπόθεσης, έστω και εάν για κάποια από αυτά γίνεται ιδιαίτερη μνεία, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Περί τα τέλη Οκτωβρίου 2004, ο …, Διευθυντής του υποκαταστήματος πλατείας Πάρκου της εναγόμενης στη Λαμία, τόπο κατοικίας του πρώτου ενάγοντος, με δική του πρωτοβουλία επικοινώνησε με τον ενάγοντα και τού γνωστοποίησε ότι η εναγόμενη είχε αναλάβει τη διαμεσολάβηση προς διάθεση στο επενδυτικό κοινό ενός ομολόγου της … με πολύ συμφέροντες όρους. Ακολούθησε συνάντησή τους, στην οποία προσήλθε και ο …, που είχε την ιδιότητα του περιφερειακού Διευθυντή του υποκαταστήματος της εναγόμενης στο Βόλο, κατά την οποία τού παρέστησαν τον ένδικο τίτλο ως Ομόλογο της …, δεκαετούς διάρκειας, με επιτόκιο που θα συνίσταται σε ποσοστό 1,25% επαυξημένο κατά το τρίμηνο euribor περιοδικής απόδοσης τόκων ανά τρίμηνο και εγγυημένης επιστροφής του κεφαλαίου του, ήτοι ότι πρόκειται για αποδοτική επένδυση χωρίς οικονομικούς κινδύνους, καθώς σε κάθε περίπτωση θα λάμβανε ακέραιο το κεφάλαιο του στις 27.10.2014, οπότε θα έληγε η διάρκεια του. Ο πρώτος ενάγων, πεισθείς στις παραπάνω διαβεβαιώσεις, προέβη στις 4.11.2004 στην αγορά του Ομολόγου, καταρτιζόμενης έτσι σιωπηρώς μεταξύ τους σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και ειδικότερα παροχής επενδυτικών συμβουλών από την εναγομένη προς τον πρώτο ενάγοντα, προς το σκοπό της κατάρτισης συγκεκριμένης συναλλαγής, κατόπιν πρωτοβουλίας της εναγομένης δια των ως άνω προστηθέντων της. Μάλιστα μέχρι τότε ο πρώτος ενάγων δεν προέβαινε σε χρηματιστηριακές συναλλαγές αλλά διατηρούσε προθεσμιακές καταθέσεις και δη σε άλλες Τράπεζες, πλέον όμως ενεργώντας για δικό του λογαριασμό και ως πληρεξούσιος των λοιπών εναγόντων προέβη στο άνοιγμα κοινού τραπεζικού λογαριασμού συνδεδεμένου με το Ομόλογο, στον οποίο κατατίθεντο τα τοκομερίδια που συνιστούσαν την απόδοση του Ομολόγου. Για την αγορά δε του Ομολόγου αυτού συντάχθηκε το από 4.11.2004 έγγραφο «Αγοράς Ομολόγου», στο οποίο αναγράφεται «Αγορά Ομολόγου: Ομόλογο … Perpetual», «κουπόνι 3μηνο ΕEuribor +1,25 %» «ονομαστική αξία 496.000 ευρώ», «ποσό χρέωσης 499.584,08 ευρώ», «λήξη “Ρperpetual”» ενώ στο έγγραφο επιβεβαίωσης συναλλαγής αναγράφονται τα ακόλουθα: Είδος Τίτλου «Τραπεζικά Ομόλογα Εσωτερικού», Ημερομηνία Έκδοσης: «27.10.2004», Ημερομηνία Λήξης «27.10.2014». Ακόμη, στις τριμηνιαίες ενημερωτικές καταστάσεις που απέστελλε η εναγόμενη στον πρώτο ενάγοντα μέχρι και τις 30.6.2010 αναγραφόταν η 27η.10.2014 ως η ημερομηνία λήξης του Ομολόγου. Όπως όμως ομολογεί πλέον η εναγόμενη, πρόκειται για άληκτες ή αιώνιες ομολογίες με εκδότρια την εταιρεία ειδικού σκοπού … θυγατρική της … η οποία εγγυήθηκε την τήρηση των όρων τους, με δικαίωμα της εκδότριας να τις ανακαλέσει το πρώτον στις 27.10.2014.και, στη συνέχεια, σε κάθε ημερομηνία καταβολής του τοκομεριδίου τους, ήτοι στις 27.1,27.4, 27.7 και 27.10 εκάστου έτους. Πρόκειται, δηλαδή, για υβριδικούς τίτλους που αποτελούν μέσο χρηματοδότησης επιχειρήσεων, με την ιδιαιτερότητα ότι το αντλούμενο από τους κατόχους τους κεφάλαιο τίθεται στη διάθεση της επιχείρησης για αόριστο χρονικό διάστημα, χωρίς να θεμελιώνεται δικαίωμα τους να ζητήσουν την επιστροφή του, ενώ, ως αντιστάθμισμα τους παρέχουν δικαιώματα απόληψης των συμφωνημένων, σε υψηλά συνήθως επίπεδα, τόκων. Συνεπώς, δεν ήταν απλά στη σύλληψη και στη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα και για αυτό η παρέχουσα τις σχετικές επενδυτικές υπηρεσίες εναγόμενη υπείχε ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης του ενάγοντος ως επενδυτή δεδομένου ότι η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, αποδίδει μια ψευδή, εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο βαθύ γνώστη επενδυτή, ως προς την νομική φύση και την λειτουργία τους, τέτοιον δε επενδυτή σαφώς δεν αποτελούσε ο πρώτος ενάγων, που ήταν εργοδηγός στο επάγγελμα και ηλικίας (κατά το χρόνο εκείνο) 68 ετών, ο οποίος προσεγγίστηκε από τους προστηθέντες υπαλλήλους της εναγόμενης (για τους οποίους σημειωτέον δεν προέκυψε ότι διέθεταν πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας τον επίδικο χρόνο) όχι λόγω του επενδυτικού προφίλ του, καθώς μέχρι τότε δεν προέβαινε σε χρηματιστηριακές πράξεις (ήταν δηλαδή συντηρητικός στις επιλογές του), αλλά λόγω του ύψους του κεφαλαίου που διέθετε σε καταθέσεις (προθεσμιακές και απλές), τούτο δε δεν αναιρείται από το γεγονός ότι διατηρούσε μέρος των τραπεζικών καταθέσεων του στο ιαπωνικό νόμισμα (γιεν). Ούτε εξάλλου η εναγόμενη αμφισβητεί ότι ο πρώτος ενάγων ήταν συντηρητικός επενδυτής, και άρα ότι επρόκειτο για προϊόν καταρχάς ακατάλληλο για αυτόν σύμφωνα με το επενδυτικό προφίλ του. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι οι προστηθέντες υπάλληλοι της εναγόμενης ουδόλως ενημέρωσαν τον πρώτο ενάγοντα για τα παραπάνω ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τους κινδύνους του ένδικου επενδυτικού προϊόντος αλλά αντίθετα παρέστησαν σε αυτόν ότι επρόκειτο για «ευκαιρία», καθώς θα λάμβανε ακέραιο το επενδυθέν κεφάλαιο μετά την πάροδο δεκαετίας αποκομίζοντας τόκο υψηλότερο από αυτόν των προθεσμιακών καταθέσεων, αρκεί να παρέμενε το κεφάλαιο «δεσμευμένο» επί δεκαετία. Και τούτο αποδεικνύεται από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης και τις καταθέσεις που περιέχονται στην με αριθμό 19026/2016 ένορκη βεβαίωση αλλά και από το ότι στο έγγραφο επιβεβαίωσης συναλλαγής αναγράφεται ότι το ένδικο ομόλογο έχει ημερομηνία λήξης, που είναι η 27η.10.2014. Αποδεικτικό πόρισμα που δεν αναιρείται από την αναγραφή στο έγγραφο της «αγοράς ομολόγου» ότι είναι ομόλογο “Perpetual”, καθώς πρόκειται για έννοια που από μόνη της δεν είναι σαφής και κατανοητή στο μέσο επενδυτή, ο οποίος δεν διαθέτει εξειδικευμένες γνώσεις, αλλά ούτε και από την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, που δεν έχει γνώση για τις προφορικές ενημερώσεις που έγιναν στον ενάγοντα (δοθέντος ότι δεν συντάχθηκε κανένα σχετικό έγγραφο) ούτε καν από τους υπαλλήλους της εναγόμενης που είχαν έρθει σε επαφή μαζί του. Μάλιστα ο πρώτος ενάγων διατήρησε την παραπάνω σφαλερή εικόνα για το είδος του ένδικου προϊόντος θεωρώντας ότι η 27η.10.2014 ήταν η ημερομηνία λήξης του ομολόγου, από την τριμηνιαία κατάσταση για χρονικό διάστημα από 1.10.2010 έως 31.12.2010, στην οποία αναγραφόταν ως ημερομηνία λήξης η 27.10.2049, ημερομηνία που και πάλι δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα (αλλά όπως κατέθεσε ο μάρτυρας ανταπόδειξης τέθηκε για τεχνικούς λόγους) καθώς επρόκειτο για «άληκτη» ομολογία, καταδείκνυε ωστόσο ότι ο ενάγων δεν θα είχε τη δυνατότητα ανάληψης του κεφαλαίου του στις 27.10.2014, όπως πίστευε μέχρι τότε. Κατά τα ανωτέρω επομένως η συμπεριφορά της εναγόμενης τράπεζας, ως εκδηλώθηκε δια των ως άνω προστηθέντων υπαλλήλων της, για τις πράξεις και παραλείψεις των οποίων η ίδια ευθύνεται αντικειμενικά (άρθρο 922 ΑΚ), είναι υπαίτια και παράνομη (ως αντικείμενη στις διατάξεις των άρθρων 914, 281 και 288 ΑΚ σε συνδυασμό με τα όσα προ βλέπονται στις πρώτη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας των εφεξής Ε.Π.Ε.Υ και στις παρ. Α’, Β’ περ. Ιστ’ της ΠΔ/ΤΕ υπ’ αρ. 250/31.10.2002 για την «ενημέρωση των συναλλασσόμενων με τα πιστωτικά ιδρύματα για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους», που αποτελούν το νομικό θεμέλιο της κρινόμενης αγωγής ως προς την αγωγική βάση της αδικοπραξίας που έγινε δεκτή ως νόμω και ουσία βάσιμη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο), καθόσον οι υπάλληλοι της εναγόμενης, κατά παράβαση των κείμενων διατάξεων και της γενικής δικαιϊκής αρχής της καλόπιστης και σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεών της και της λήψης μέτρων πρόνοιας και ασφάλειας, δεν ενημέρωσαν ορθά και επαρκώς τον πρώτο ενάγοντα για το ένδικο επενδυτικό προϊόν αλλά αντίθετα τον προέτρεψαν να αγοράσει ένα προϊόν το οποίο δεν ήταν συμβατό με το επενδυτικό του προφίλ, παρουσιάζοντάς του αλλοιωμένη εικόνα του προϊόντος αυτού ώστε να πειστεί ο ενάγων να προβεί στην αγορά του Εξάλλου, η παράνομη και υπαίτια αυτή συμπεριφορά της εναγόμενης συνδέεται κατ’ άμεσο αιτιώδη σύνδεσμο με την επελθούσα ζημία των εναγόντων, που συνίσταται στην απώλεια του ποσού των 496.000 €, που κατά τις διαβεβαιώσεις των υπαλλήλων της Τράπεζας θα κατατίθετο στον κοινό τραπεζικό λογαριασμό τους στις 27.10.2014, αφαιρουμένου ωστόσο του ποσού των 44.640 €, κατά το οποίο οι ίδιοι περιόρισαν την απαίτηση τους κατόπιν εξαναγκαστικής εξαγοράς του Ομολόγου στο ως άνω ποσό, ήτοι ανέρχεται συνολικά στο ποσό των (496.000 €- 44.640 € =) ύψους 451.360 €. Το ποσό δε αυτό οι ενάγοντες δικαιούνται να το λάβουν ισομερώς ως συνδικαιούχοι του κοινού τραπεζικού λογαριασμού, καθώς πρόκειται περί χρηματικής και άρα διαιρετής παροχής και οι ενάγοντες δεν επικαλούνται κάτι διαφορετικό ως προς την εσωτερική σχέση τους από τον κοινό λογαριασμό. Ορθώς επομένως εφάρμοσε και ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι η ζημία των εναγόντων από την παραπάνω αιτία ισομερώς για κάθε ενάγοντα (κατά εκτίμηση του διατακτικού της απόφασης) ανέρχεται στο ποσό των (451.360 € : 4=) 112.840 €, και συνεπώς ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι ενημέρωσε τον πρώτο ενάγοντα κατά τρόπο ορθό, σαφή και κατανοητό ως προς τις ιδιότητες και τον τρόπο λειτουργίας του ένδικου επενδυτικού προϊόντος, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, η εκκαλούσα με το δεύτερο λόγο της έφεσης προβάλλει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό περί συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους, ισχυριζόμενη ότι από το ποσό της επικαλούμενης ζημίας των εναγόντων, πρέπει να αφαιρεθεί το συνολικό ποσό των 136.459,19 €, που εισέπραξαν αυτοί από τις αποδόσεις (τοκομερίδια) του επίδικου ομολόγου, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα ως προς το χρόνο και το ύψος κάθε επί μέρους καταβληθέντος ποσού. Ο ισχυρισμός αυτός ωστόσο είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, διότι ναι μεν τα αναφερόμενα ποσά αποτελούν κέρδος των εναγόντων από τους ένδικους τίτλους, πλην όμως το κέρδος αυτό δεν προέρχεται από τη ζημία που αυτοί υπέστησαν, εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου τους, αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην εναγόμενη τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύθηκε με όποιο πρόσφορο τρόπο μπορούσε, αποδίδοντας τους σύμφωνη μένους καρπούς του στους ενάγοντες και κατά συνέπεια δεν δύναται να συνυπολογιστεί στη ζημία των τελευταίων. Άλλωστε η απόδοση αυτών με τη μορφή συνυπολογισμού τους στη ζημία των εναγόντων, θα ερχόταν σε αντίθεση με τις αρχές της καλής πίστης, αφού οι τελευταίοι τους είχαν ήδη εισπράξει και με τον συνυπολογισμό τους θα μειωνόταν κατά πολύ η αποζημίωση, που θα επιδικαζόταν από την απώλεια του κεφαλαίου τους ή του μεγαλύτερου μέρους της, αν η εναγομένη είχε τη δυνατότητα να εξοφλήσει τα χρεόγραφα. Εξάλλου δεν είναι ανεκτό, κατά τις ως άνω αρχές το κέρδος (από το ζημιογόνο γεγονός) να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος (ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 244/2016, ΕφΑΘ 3255/2020, ΕφΑΘ 3747/2020, Εφθεσ 1953/2019 όλες δη μ ΝΟΜΟΣ). Ορθώς επομένως εφάρμοσε και ερμήνευσε το νόμο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε τον ισχυρισμό αυτόν, με την ίδια ως άνω αιτιολογία, και συνεπώς ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά το άρθρο 300 παρ.1 εδ. α ΑΚ, αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκταση της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Από την πιο πάνω διάταξη προκύπτει ότι προϋποθέσεις εφαρμογής της είναι: α) η ύπαρξη υποχρεώσεως προς αποζημίωση και β) ο ζημιωθείς να συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία του ή την έκταση της, δηλαδή η συμπεριφορά του να συνδέεται αιτιωδώς με την επέλευση ή την έκταση της ζημίας του. Η έννοια της συνυπαιτιότητας είναι νομική και γι’ αυτό η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την ύπαρξη ή μη συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος για την επέλευση της ζημίας του ή την έκταση της, δηλαδή ως προς το αν τα περιστατικά που το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ανέλεγκτα ως αποδειχθέντα συγκροτούν ή όχι την έννοια της συνυπαιτιότητας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά το άρθρο 559 αριθ., Ι και 19 ΚΠολΔ (ΑΠ 188/2015 δη μ. ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, από τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 262 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η ένσταση, ως καταλυτικό γεγονός της αγωγής, πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον εναγόμενο κατά του ενάγοντος, για την πληρότητα της ένστασης, όπως και της αντένστασης, που προβάλλεται προς κατάλυση της ένστασης, πρέπει να περιέχονται σ’ αυτήν όλα τα θεμελιωτικά γεγονότα, που επιφέρουν, ως έννομη συνέπεια, την παρακώλυση της γέννησης ή άσκησης ή κατάλυσης του ένδικου δικαιώματος σε μεταγενέστερο χρόνο, ταυτόχρονα δε πρέπει να διατυπώνεται και αίτημα απόρριψης της αγωγής ή της ένστασης για το συγκεκριμένο λόγο (ΟλΑΠ 472/1983). Ειδικότερα για να είναι ορισμένη η εκ του άρθρου 300 ΑΚ ένσταση, απαιτείται να παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά που είναι ικανά να θεμελιώσουν συντρέχον πταίσμα του παθόντος και να γίνεται σαφής μνεία ότι αυτό προτείνεται προς θεμελίωση ένστασης, προκειμένου με την παραδοχή της να αρθεί ή μειωθεί η οφειλομένη από τον υπαίτιο χρηματική ικανοποίηση με την συνεκτίμηση του οικείου πταίσματος και να υποβάλλεται ορισμένο αίτημα για την απόρριψη της σχετικής αξίωσης του παθόντος ή η μείωση του ζητουμένου ποσού λόγω της συνδρομής της περίστασης αυτής (ΑΠ 327/2017 δη μ. ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω, η εκκαλούσα με τον τρίτο λόγο της έφεσής της παραπονείται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απέρριψε την προταθείσα με τις προτάσεις της ένσταση περί συνυπαιτιότητας των εναγόντων – εφεσίβλητων στην επέλευση της ζημίας τους, ερειδόμενη επί του ισχυρισμού της ότι παρότι τους ενημέρωσε έγκαιρα για την από 2.3.2012 δημόσια πρόσκληση της Τράπεζας … να προβεί σε επαναγορά των άληκτων ομολογιών σε ποσοστό 37% της ονομαστικής αξίας τους και ακολούθως για την από 13.5.2013 δημόσια πρόσκληση της ιδίας Τράπεζας να προβεί σε επαναγορά των άληκτων ομολογιών σε ποσοστό 35% της ονομαστικής αξίας τους, πρόταση που τους συνέστησε να την αποδεχθούν αφενός διότι οι ομολογίες αυτές διαπραγματεύονταν σε -τιμές πολύ κατώτερες των προσφερθεισών από την παραπάνω Τράπεζα και αφετέρου λόγω του Υφιστάμενου κλίματος στην παγκόσμια αλλά και στην ελληνική αγορά, οι ενάγοντας απέρριψαν τη πρόταση αυτή, που θα είχε ως συνέπεια τον περιορισμό της ζημίας τους κατά ποσοστό 37% και 35% αντίστοιχα. Πράγματι, όπως προεκτέθηκε, οι ενάγοντες πληροφορήθηκαν ότι το ένδικο ομόλογο ήταν άληκτο όταν έλαβαν την τριμηνιαία κατάσταση για χρονικό διάστημα από 1.10.2010 έως 31.12.2010. Παρά ταύτα οι υπάλληλοι της εναγομένης Τράπεζας επιχείρησαν αρχικά να διαβεβαιώσουν τον πρώτο ενάγοντα ότι δεν τίθεται ζήτημα για την ασφάλεια του επενδυθέντος κεφαλαίου, στη συνέχεια όμως μετά από τις έντονες και συνεχείς πιέσεις του αποδέχτηκαν το γεγονός ότι το ομόλογο δεν είχε συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης αλλά ήταν άληκτο καθώς και ότι δεν είχε σταθερή απόδοση (βλ. ιδίως την κατάθεση του … στη με αριθμό 19026/2016 ένορκη βεβαίωση). Εν συνεχεία δε, το Μάρτιο του 2012 επικοινώνησαν με τον πρώτο ενάγοντα υπάλληλοι της εναγόμενης και τον ενημέρωσαν για την δημόσια πρόσκληση της εκδότριας Τράπεζας γνωστοποιώντας του ταυτόχρονα ότι σε περίπτωση που δεν αποδεχθεί θα χάσει ολοκληρωτικά το κεφάλαιο που είχε επενδύσει. Μάλιστα, όπως χαρακτηριστικά κατέθεσε ο … στη με αριθμό 19026/2016 ένορκη βεβαίωση, ο οποίος είχε αγοράσει το ίδιο προϊόν, η Τράπεζα ενημέρωσε τους επενδυτές να πάρουν το 37% των χρημάτων γιατί «αλλιώς τα χάνουν όλα, το ομόλογο σταματάει και μετά από αυτή την ημερομηνία δεν θα δίνει ούτε τόκους, ούτε κεφάλαιο ούτε τίποτα», όταν δε μετέβησαν αυτοί στο υποκατάστημα της Τράπεζας οι υπάλληλοι τους πίεζαν μετ’ επιτάσεως να αποδεχθούν το 37% διότι σε διαφορετική περίπτωση θα έχαναν τα σύνολο του κεφαλαίου τους. Πράγματι, κάποιοι από τους ζημιωθέντες αποδέχθηκαν την προσφορά αυτή ενώ κάποιοι άλλοι, μεταξύ των οποίων και οι ενάγοντες, αρνήθηκαν. Οι ενάγοντες, επιχειρώντας να αιτιολογήσουν την άρνηση τους να αποδεχθούν τη σχετική πρόταση ισχυρίστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι λόγω της προγενέστερης συμπεριφοράς των υπαλλήλων της εναγομένης είχαν απωλέσει την εμπιστοσύνη τους σε αυτήν ενώ πλέον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ισχυρίζονται ότι από την εναγόμενη είχε τεθεί ως προϋπόθεση για την αποδοχή της πρότασης αυτής η παραίτησή τους από κάθε άλλη αξίωση έναντι οιουδήποτε για την απώλεια του υπολοίπου του κεφαλαίου τους. Οι ισχυρισμοί αυτοί ωστόσο είναι απορριπτέοι για τους εξής λόγους: Οι ενάγοντες πριν ακόμη λάβει χώρα η σχετική πρόταση εξαγοράς είχαν αντιληφθεί ότι το κεφάλαιο τους αλλά και οι αποδόσεις δεν ήταν εγγυημένες, μάλιστα το γεγονός αυτό είχε πάρει διαστάσεις στην τοπική κοινωνία της πόλης της Λαμίας όπου διαμένουν οι τρεις πρώτοι ενάγοντες (βλ. σχετικά τις μαρτυρικές καταθέσεις στη με αριθμό 19026/2016 ένορκη βεβαίωση). Μετά δε από τη δημόσια πρόταση εξαγοράς κατέστη σαφής, με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο, ο κίνδυνος της απώλειας του συνόλου του κεφαλαίου που είχε επενδυθεί στο επίδικο ομόλογο, ως εκ τούτου ο μέσος συνετός επενδυτής διαπιστώνοντας την διολισθαίνουσα πορεία της επένδυσης του, ιδίως όταν πρόκειται για επένδυση που εξαντλεί το σύνολο των αποταμιεύσεών του, και μάλιστα όταν κρίνει ότι έχει εξαπατηθεί για να προβεί στη συγκεκριμένη επένδυση, στην οποία δεν θα προέβαινε εάν τού είχαν καταστεί εξ αρχής γνωστά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, δεν εμμένει στη διατήρησή της αλλά επιχειρεί να περισώσει τουλάχιστον ένα μέρος του κεφαλαίου του προ του κινδύνου συνολικής απώλειας αυτού, κινδύνου που τους επισημάνθηκε από τους υπαλλήλους της εναγομένης αλλά μπορούσε και ευχερώς να γίνει αντιληπτός ενόψει της παγκόσμιας καθώς και της ελληνικής οικονομικής κατάστασης την περίοδο εκείνη. Ενώ, όσον αφορά τις απαλλακτικές δηλώσεις ως προς την ευθύνη της εναγομένης, οι ενάγοντες θα μπορούσαν να μην χρησιμοποιήσουν το υπόδειγμα που περιέχει τις δηλώσεις αυτές αλλά να φτιάξουν δικό τους χωρίς τις δηλώσεις αυτές ή να επιφυλαχθούν επί του εντύπου της εναγομένης για την ικανοποίηση του υπολοίπου της απαίτησής τους, όπως έπραξαν και άλλοι πελάτες της εναγομένης (βλ. την από 20.5.2013 αντίστοιχη εξώδικη δήλωση – πρόσκληση άλλου πελάτη της εναγομένης και την από 24.05.2013 σχετική απάντηση της εναγομένης). Ακόμη θα μπορούσαν να μεταφέρουν το χαρτοφυλάκιό τους σε κάποια άλλη ΕΠΕΥ και να μετάσχουν μέσω αυτής στην πρόταση. Ενέργειες στις οποίες ωστόσο ουδόλως προκύπτει ότι προέβησαν ή ότι επιχείρησαν να προβούν οι ενάγοντες, οι οποίοι άλλωστε εν τέλει αποδέχθηκαν την καταβολή του ποσού των 44.640 €, που αντιστοιχεί στο 9% της αξίας του κεφαλαίου, περιορίζοντας έτσι αντίστοιχα τη ζημία τους, χωρίς ωστόσο να απεμπολήσουν την απαίτηση τους για την αποκατάσταση της υπόλοιπης ζημίας τους. Αρνούμενοι επομένως οι ενάγοντες – εφεσίβλητοι να αποδεχθούν την πρόταση για επαναγορά του Ομολόγου και να λάβουν το 37% της αξίας του επενδυθέντος κεφαλαίου, συνετέλεσαν οι ίδιοι, από δικό τους πταίσμα, στο ύψος της ζημίας τους, καθώς με την εξαγορά του Ομολόγου 6α είχαν αποτρέψει ισόποση ζημία τους και θα είχαν περισώσει το κεφάλαιο τους κατά ποσοστό 63%, ήτοι ο κάθε ενάγων κατά το ποσό των (112.840 € X 63%=) 71.089,20 €. Έσφαλε επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων που απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την παραπάνω ένσταση, που πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της, δεκτού γενομένου ως βάσιμου του τρίτου λόγου της έφεσης. Τέλος, με το άρθρο 522 ΚΠολΔ ορίζεται ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Σε περίπτωση δε που προσβάλλεται το κεφάλαιο της αποζημίωσης, συμπροσβάλλεται αναγκαίως και το κεφάλαιο της επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από απόψεως ποσοτικού προσδιορισμού. Η συμπροσβολή του κεφαλαίου αυτού είναι απολύτως αναγκαία, καθώς μεταξύ των στοιχείων που συνεκτιμώνται για τον προσδιορισμό του εύλογου και δίκαιου ποσού, στο οποίο πρέπει να αποτιμηθεί η ηθική βλάβη, είναι και η έκταση της ζημίας, διαφορετικά, θα προκύπτει το άτοπο να μη θίγεται το κεφάλαιο της ηθικής βλάβης παρότι μεταβάλλεται (ίσως και σε σημαντικό βαθμό) το ύψος της επιδικασθείσας αποζημίωσης (πρβλ. ΑΠ 632/2010). Επομένως, όταν κατά παραδοχή λόγου έφεσης επαναπροσδιορίζεται το κονδύλιο της θετικής ζημίας πρέπει να εξετασθεί εκ νέου και το κονδύλιο της ηθικής βλάβης (πρβλ. ΑΠ 1517/2013, ΕφΑΘ 662/2018, ΕφΠειρ 50/2015, όλες δη μ. ΝΟΜΟΣ). Και σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, λόγω της γενόμενης σε βάρος των εναγόντων – εφεσίβλητων αδικοπραξίας, αυτοί βίωσαν θλίψη και στενοχώρια και υπέστησαν συναφώς ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση. Λαμβάνοντας δε υπόψη τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τελέστηκε η ένδικη αδικοπραξία, την έκταση της ζημίας που αυτοί υπέστησαν, τον βαθμό του πταίσματος των προστηθέντων υπαλλήλων της αντιδίκου τους, καθώς και την ευθύνη των εναγόντων ως προς την έκταση της ζημίας τους, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση όλων των διαδίκων μερών, τηρούμενης και της αρχής της αναλογικότητας, πρέπει να επιδικαστεί σε καθέναν από αυτούς ως χρηματική τους ικανοποίηση το ποσό των 1.500 €, που κρίνεται εύλογο. Κατ’ ακολουθία επομένως των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν η κρινόμενη έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση. Ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ερευνηθεί αυτή κατ’ ουσία, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσία βάσιμη η αγωγή και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει σε κάθε ενάγοντα το ποσό των (71.089,20 € + 1.500 € =) 72.589,20 € νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Ακόμη πρέπει η εναγομένη λόγω της: εν μέρει ήττας της να. καταδικαστεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων κατά το αίτημα των τελευταίων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 178, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, αφού η έφεση γίνεται δεκτή πρέπει να επιστραφεί στην εκκαλούσα το παράβολο που κατέθεσε για την άσκησή της (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη με αριθμό 3746/2019 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτική διαδικασία).
Κρατεί και δικάζει κατ’ ουσίαν την από 15.4.2013 (αρ. κατ. 80906/2309/2013) αγωγή.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει σε κάθε ενάγοντα το ποσό των εβδομήντα δύο χιλιάδων πεντακοσίων ογδόντα εννέα ευρώ και είκοσι λεπτών (72.589,20 €) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως.
Καταδικάζει την εναγομένη σε μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ (15.000 €).
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στην εκκαλούσα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Φεβρουάριου 2021 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι, στις 16 Απριλίου 2021.