Μέλος του ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΣΔΕΕ)

  • Δικαστήριο: Τριμελές Εφετείο 
  • Τόπος: Ιωάννινα
  • Αριθ. Απόφασης: 273
  • Έτος: 2018

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Αστικό Δίκαιο - Τραπεζικό - Ευθύνη από αδικοπραξία – Υποχρεώσεις παρόχων επενδυτικών υπηρεσιών -  Προστασία καταναλωτών - Perpetual Bonds - Ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας - Υβριδικοί τίτλοι ως μέσο χρηματοδότησης επιχειρήσεων, το αντλούμενο από τους κατόχους τους κεφάλαιο τίθεται στη διάθεση της επιχείρησης για αόριστο χρονικό διάστημα, χωρίς να θεμελιώνεται δικαίωμα τους να ζητήσουν την επιστροφή του. Δεν είναι απλά στη σύλληψη και στη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα και για αυτό η παρέχουσα τις σχετικές επενδυτικές υπηρεσίες εναγόμενη υπείχε ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης του ενάγοντος ως επενδυτή δεδομένου ότι η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, αποδίδει μια ψευδή, εικόνα, ικανή να παραπλανήσει ως προς την νομική φύση και την λειτουργία τους

ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 

 

  Αριθμός απόφασης 273/2018 

  ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ IΩANNINΩN

  Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ιωάννη Παπαϊωαννίδη, Πρόεδρο Εφετών, Γεώργιο Καλαμαρίδη – Εισηγητή και Βασίλειο Γκόγκα, Εφέτες και τη Γραμματέα Ουρανία Τσικουρά.

  Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 18 Απριλίου 2018 για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ :

  ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ : 1) … και 2)…, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο τους Δημήτριο Γουβέτα, με βάση την από 16-4-2018 δήλωσή του, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

  ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1) Τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….», που εδρεύει στην …………….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια Δικηγόρο της Μαρία Φερφέλη με βάση σχετική δήλωσή της, σύμφωνα με το άρθρο 242 ΚΠολΔ και 2) ……… , πρώην προϊστάμενης υποκαταστήματος …..της ανωτέρω τραπεζικής εταιρείας, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου της Δικηγόρου Ιωάννη Ακρίβη.

  Οι εκκαλούντες με την από 7-5-2014 αγωγή τους (αριθμ. έκθ. κατάθ. ../7-5-2014) ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πρέβεζας, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ` αυτή. Το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή με την υπ` αριθμ. 2/2015 οριστική του απόφαση. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι εκκαλούντες με την από 16-11-2015 έφεσή τους ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (αριθμ. καταχ. ../2-6-2016), για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε δικάσιμος αρχικά η 17-5-2017 και μετ` αναβολή, η στην αρχή της παρούσας αναφερομένη.

  Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.

                                                                   ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

                                                          ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 

  Η κρινόμενη από 16-11-2015 έφεση κατά της με αριθμό 2/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πρέβεζας, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε αρμοδίως ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, νόμιμα και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας (ούτε οι διάδικοι επικαλούνται) επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ενώ δεν έχει παρέλθει τριετία από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης (άρθρ. 19, 495, 499, 611. 513 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Επίσης, για το παραδεκτό της άσκησής της και σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 εδ. α’ ΚΠολΔ, κατατέθηκαν από τους εκκαλούντες τα με αριθμούς ………..και ….σειράς Α παράβολα Δημοσίου, καθώς και τα με αριθμούς …. και ….σειράς Α παράβολα ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.. συνολικού ποσού 200 ευρώ, όπως προκύπτει από την ../18-11-2015 βεβαίωση της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πρέβεζας, που έχει επισυναφθεί στην έφεση. Είναι κατά συνέπεια τυπικά δεκτή η έφεση και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). 

  Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πρέβεζας την από 7-5-2014 αγωγή τους κατά των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων, με την οποία εξέθεταν ότι η δεύτερη των εναγομένων, υπάλληλος-προστηθείσα της πρώτης εξ αυτών τραπεζικής εταιρείας, εργαζόμενη στο υποκατάστημα αυτής στην Πρέβεζα ως προϊσταμένη και με την οποία δεύτερη εναγομένη είχαν αναπτύξει από ετών σχέσεις εμπιστοσύνης ως πελάτες της Τράπεζας, στις αρχές Μαΐου 2011, τους συνέστησε με πρωτοβουλία της πρώτης εναγομένης και με ελλιπή και συνοπτική ενημέρωση και σχετική επενδυτική συμβουλή, να καταθέσουν το συνολικό ποσό των 250.000 ευρώ σε τραπεζικό προϊόν της πρώτης εναγόμενης, με το όνομα… 3). που εξέδωσε η ίδια, ονομαστικής αξίας 1 ευρώ εκάστου. Ότι η δεύτερη εναγόμενη τους παρέστησε ψευδώς και δολίως ότι το τραπεζικό αυτό προϊόν είναι όμοιο με προθεσμιακή κατάθεση, διάρκειας πέντε ετών, σταθερού επιτοκίου 6,5%, με περιοδική απόδοση τόκων ανά εξάμηνο και εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου κατά τη λήξη της πενταετίας. Ότι με την απατηλή αυτή συμπεριφορά της δεύτερης εναγομένης και χωρίς προηγουμένως να τους χορηγηθεί οποιοδήποτε πληροφοριακό υλικό για τις ιδιότητες του συγκεκριμένου προϊόντος, πείσθηκαν για το ασφαλές και επικερδές της τοποθέτησης των χρημάτων τους και προέβησαν στις 6-5-2011 στην κατάρτιση σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με την πρώτη εναγομένη και αίτηση αγοράς …. 3. ονομαστικής αξίας ενός ευρώ εκάστου, κατά τα ειδικότερα στην αγωγή. Ότι. όμως, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, η πληροφόρηση την οποία τους παρείχε η δεύτερη εναγομένη ήταν όχι μόνο σχεδόν ανύπαρκτη, αλλά και στην περιορισμένη της έκταση απολύτως ανακριβής και παραπλανητική, καθώς η τοποθέτηση των χρημάτων τους, που υποτίθεται ότι ήταν ισοδύναμη με προθεσμιακή κατάθεση, όπως αυτή τους βεβαίωσε, ήταν στην πραγματικότητα ένα ομόλογο ιδιαίτερα υψηλής επικινδυνότητάς, ελάσσονος προτεραιότητας και μειωμένης εξασφάλισης, το οποίο, λόγω της αόριστης διάρκειάς του, δεν υποχρέωνε, αλλά απλώς έδινε τη δυνατότητα στην πρώτη εναγομένη Τράπεζα προς απόδοση του κεφαλαίου τους μετά το πέρας της πενταετίας, κατά τη διάρκεια της οποίας τα ομόλογα αυτά ήταν εκτεθειμένα σε τεράστιους κινδύνους, ενώ περαιτέρω η πρώτη εναγομένη διατηρούσε το δικαίωμα να ακυρώσει μονομερώς την υποχρέωσή της για καταβολή τόκων και επίσης να μετατρέψει τα ομόλογα σε μετοχές. Ότι στις 30-6-2011 έλαβαν μία επιστολή της πρώτης εναγομένης, με την οποία τους ενημέρωνε ότι το κεφάλαιό τους παρουσιαζόταν μειωμένο κατά 29.000 ευρώ περίπου, ενώ τον Ιούνιο του 2012 τους ανακοίνωσε ότι ανέστειλε την καταβολή του εξαμηνιαίου τόκου και ότι τέλος, τα ομόλογό τους μετατράπηκαν στη συνέχεια από την πρώτη εναγόμενη σε μετοχές μηδαμινής αξίας, με αποτέλεσμα να απολέσουν σχεδόν ολοκληρωτικά τα χρήματά τους και να υποστούν από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων ηθική βλάβη. Με βάση δε τα ανωτέρω και επικαλούμενοι το γεγονός ότι οι ίδιοι έχουν έναντι της πρώτης εναγόμενης την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικοί αποδέκτες των ανωτέρω υπηρεσιών της, οι οποίες δεν σχετίζονται με την επαγγελματική τους ιδιότητα, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, ζήτησαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να τους καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστη, το ποσό των 250.000 ευρώ, ως θετική τους ζημία και να υποχρεωθούν επίσης να τους καταβάλουν, εις ολόκληρον επίσης η κάθε μία, το ποσό των 50.000 ευρώ και ειδικότερα το ποσό των 25.000 ευρώ στον καθένα, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν, κατά τα ειδικότερα στην αγωγή, τα ποσά δε αυτά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη 2/2015 απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη και ειδικότερα ως αόριστη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες με την κρινόμενη έφεσή τους και για το μοναδικό λόγο που εκθέτουν σ` αυτήν, ο οποίος συνίσταται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Για το λόγο αυτό ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να γίνει δεκτή η αγωγή τους.

  Από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2. 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου. ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 224 ΚΠολΔ ορίζεται ότι «Είναι απαράδεκτο να μεταβληθεί η βάση της αγωγής. Με τις προτάσεις που κατατίθενται ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, μπορεί ο ενάγων να συμπληρώσει, να διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μη μεταβάλλεται η βάση της αγωγής». Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι ο ενάγων μπορεί να συμπληρώσει με τις προτάσεις του κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής την ατελή έκθεση των πραγματικών ισχυρισμών του, που αναφέρεται στην εξειδίκευση των θεμελιωτικών της αγωγής γεγονότων, θεραπεύοντας έτσι την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, δεν μπορεί όμως να αναπληρώσει τη νομική αοριστία της αγωγής, η οποία συνίσταται στη μη έκθεση αυτού τούτου του περιστατικού που απαιτείται κατά νόμο για την παραγωγή του αγωγικού δικαιώματος (ΑΠ 910/2017 – ΑΠ 167/2000 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγοντες, όπως προαναφέρθηκε, εξέθεταν με την αγωγή τους ότι τα ομόλογα που αγόρασαν από την πρώτη εναγόμενη και συγκεκριμένα τα 250.000 … , ονομαστικής αξίας ενός ευρώ εκάστου, μετατράπηκαν στη συνέχεια μονομερώς από την τελευταία σε μετοχές μηδαμινής αξίας, με αποτέλεσμα να απολέσουν σχεδόν ολοκληρωτικά τα χρήματά τους, ήτοι το ποσό των 250.000 ευρώ που κατέβαλαν για την αγορά των ομολόγων. Με τις προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι ενάγοντες εξέθεταν ότι η αξία κάθε μιας από τις μετοχές που κατέχουν ανέρχεται σε 0,01 ευρώ, συμπληρώνοντας έτσι παραδεκτά, σύμφωνα με τις προκτεθείσες νομικές σκέψεις, τους αγωγικούς τους ισχυρισμούς ως προς την έκταση της ζημίας τους. Το πρωτοβάθμιο, επομένως. Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε την αγωγή αόριστη, παρά την ανωτέρω παραδεκτή συμπλήρωση των αγωγικών ισχυρισμών, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, όπως βάσιμα υποστηρίζουν οι εκκαλούντες με το μοναδικό λόγο της έφεσής τους. Πρέπει, κατά συνέπεια να γίνει δεκτή η έφεση ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και το Δικαστήριο αυτό να κρατήσει και δικάσει κατ` ουσίαν την υπόθεση (άρθρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να διαταχθεί δε περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ζ ΚΠολΔ, η επιστροφή του κατατεθέντος παράβολου της έφεσης στον καταθέσαντα.

   Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β και 914 ΑΚ. προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας (ΑΠ 1901/2008 ΔΕΕ 2009. 714). Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικούς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Περαιτέρω, αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και πράγματι την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 535/2012 ΝοΒ 2012, 1969-ΑΠ 1382/2009 ΝοΒ 2010, 919). Η παράλειψη, εξάλλου, ως όρος της αδικοπραξίας είναι παράνομη όταν ο υπαίτιος παραλείπει να προβεί σε θετική ενέργεια, στην οποία υποχρεούται από το νόμο, τη δικαιοπραξία, την καλή πίστη και τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις από προηγούμενη συμπεριφορά του ή από το γενικό πνεύμα του δικαίου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 200, 281. 288 και 919 ΑΚ (ΑΠ 1901/2008 ό.π.). Περαιτέρω, ειδικότερη μορφή παραβίασης των κανόνων δικαίου αποτελεί η εκ μέρους της τράπεζας παράλειψη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων εκτίμησης των συμφερόντων του πελάτη, διαφωτίσεως, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης αυτού. Υπό την έννοια αυτή οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται μεταξύ άλλων και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στο συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί σε όλη της την έκταση τη μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθέτησης των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει σε βάθος όσους κινδύνους συνδέονται με τη ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε, έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, ακολούθως να αξιολογήσει ο ίδιος τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος επίσης να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας τη σχετική εντολή στην αντισυμβαλλόμενη αυτού τράπεζα. Οι ως άνω προϋποθέσεις, στις οποίες θεμελιώνεται αστική ευθύνη προς αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, δεν διαφέρουν από εκείνες, η συνδρομή των οποίων συνεπάγεται την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 Ν. 2251/1994, η οποία μεταξύ άλλων ρυθμίζει και τις περιπτώσεις ευθύνης λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 4 Ν. 2251/1994, όπως δεν αμφισβητείται ό.π. συμβαίνει, με το πρόσωπο που μετέχει στη συγκεκριμένη σχέση ως αποδέκτης των υπηρεσιών, χωρίς να διαθέτει οποιαδήποτε είδους εξειδίκευση, επιχειρώντας να καλύψει κυρίως ανάγκες ασφαλούς τοποθέτησης του κεφαλαίου του. Συγκεκριμένα, κατά ης διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1, 2, 3 και 4 Ν. 2251/1994: «1. Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνετσι για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών. 2. Δεν είναι υπηρεσία κατά την έννοια αυτού του άρθρου παροχή η οποία έχει ως άμεσο και αποκλειστικό αντικείμενο την κατασκευή προϊόντων ή τη μεταβίβαση εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας. 3. Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής και της ζημίας. 4. Ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας. Για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητάς της. β) η εξωτερική μορφή της υπηρεσίας, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η ελευθερία δράσης, που αφήνεται στο ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, ε) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και στ) το αν η υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος». Από τις ανωτέρω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 288 ΑΚ. κατά την οποία «Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή, όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη», συνάγεται ότι προϋποθέσεις θεμελίωσης ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες, η οποία μπορεί να είναι ενδοσυμβατική ή αδικοπρακτική, ανεξαρτήτως προϋφισταμένης ενοχικής σχέσης μεταξύ παρέχοντος υπηρεσίες και ζημιωθέντος. είναι α) η παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, β) η υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας, η οποία τεκμαίρεται και ο παρέχων τις υπηρεσίες έχει το βάρος της απόδειξης της έλλειψής της, λαμβάνονται δε σχετικά υπόψη ως κριτήρια η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και ειδικότερα οι συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, τις οποίες επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή της τέχνης του παρέχοντος τις υπηρεσίες και το σύνολο των ειδικών συνθηκών, γ) το παράνομο της συμπεριφοράς του παρέχοντος τις υπηρεσίες, εφόσον δεν ανταποκρίνονται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δ) η ζημία και ε) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας (ΑΠ 589/2001 ΕΕΝ 69, 613). Υφίσταται δε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και υπηρεσίας, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, το φερόμενο ως ζημιογόνο γεγονός, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, ήταν πρόσφορο να επιφέρει και πράγματι επέφερε το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΑΠ 394/2002 ΕλλΔνη2003. 419). Στην έννοια των παρεχόντων υπηρεσίες κατά την προαναφερθείσα διάταξη εμπίπτουν και οι τράπεζες, οι οποίες συνεπώς υπέχουν έναντι του καταναλωτικού κοινού συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, η παραβίαση των οποίων συνιστά, εκτός της αθέτησης της σύμβασης, και αδικοπραξία (ΑΠ 589/2001 ό.π. – ΕφΑΘ 2556/2010 ΕλλΔνη 2011, 251). Εξ άλλου, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 25 Ν. 3606/2007 (με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως … , η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ), κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών (ως τέτοιας δε νοουμένης της παροχής προσωπικών συμβουλών σε πελάτη, είτε μετά από αίτησή του είτε με πρωτοβουλία της ΑΕΠΕΥ σχετικά με μία η με περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα (άρθρ. 4 παρ. 1 εδ. ε Ν. 3606/2007) και παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες, οι ΑΕΠΕΥ, όπως και οι τράπεζες κατ` άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 3606/2007, οφείλουν να ενεργούν με εντιμότητα, αμεροληψία και επαγγελματισμό και να λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέσο έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους. Οι πληροφορίες που παρέχουν σε πελάτες ή σε δυνητικούς πελάτες, συμπεριλαμβανομένων και των διαφημιστικών ανακοινώσεων, πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. Περαιτέρω, πρέπει να τους παρέχουν κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή, ώστε αυτοί να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής υπηρεσίας ή παρεπόμενης υπηρεσίας και της συγκεκριμένης κατηγορίας του προτεινόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και ως εκ τούτου να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις επί της βάσει αντικειμενικής πληροφόρησης. Η πληροφόρηση αυτή περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων στοιχείων, και κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνουν σε διαχείριση χαρτοφυλακίου, οφείλουν να αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, καθώς και σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς στόχους του. ώστε να μπορούν να τους συστήσουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωσή τους (έλεγχος καταλληλότητας). Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 4. ζητούν από τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία του προσφερόμενου ή ζητούμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, ώστε να μπορούν οι ΑΕΠΕΥ να εκτιμήσουν, κατά πόσον η σχεδιαζόμενη επενδυτική υπηρεσία ή το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλο για τον πελάτη (έλεγχος συμβατότητας, άρθρ. 25 παρ. 5 Ν. 3606/2007 και 13 Απόφασης 1/452/2007 ΕΚ). Εφόσον οι ΑΕΠΕΥ κρίνουν με βάση τις πληροφορίες που έχουν λάβει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο ότι το χρηματοπιστωτικό μέσο ή η υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη, οφείλουν να τον προειδοποιήσουν σχετικά. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Εάν ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης δεν παράσχει τις κατά το πρώτο εδάφιο πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του ή αν παράσχει ανεπαρκείς πληροφορίες σχετικά με τα ζητήματα αυτά, οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να τον προειδοποιούν ότι η απόφασή αυτή δεν τους επιτρέπει να κρίνουν πόσον η προσφερόμενη ή ζητούμενη επενδυτική υπηρεσία ή το προσφερόμενο ή ζητούμενο χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλα γι` αυτόν. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Από τα ανωτέρω και σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας προκύπτει ότι η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών προσδιορίζονται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, έτσι ώστε θα πρέπει στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδύνευσης. Με βάση, λοιπόν, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται ενδεικτικά ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, αν δεν εφιστά την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς πς αποδόσεις των προτεινόμενων για επένδυση τίτλων. Η παράβαση των διατάξεων αυτών συνιστά παρανομία υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ. Εφόσον, επομένως, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιώδους ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση (ΑΠ 1738/2013 ΝΟΜΟΣ – ΕφΑΘ 4841/2014 ΝΟΜΟΣ – Ψυχομάνης, Η διάθεση «perpetual bonds» από τις ελληνικές τράπεζες. ΔΕΕ 2010, 867-868). Περαιτέρω, κατά ευρέως διαδομένη αντίληψη, τα λεγόμενο perpetual bonds, δηλαδή «ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας», άλλως «διηνεκή» ή «αιώνια» ή «αόριστης διάρκειας» ομόλογα, συνιστούν ομολογίες, οι οποίες εκδίδονται ως ονομαστικά ή ανώνυμα αξιόγραφα (χρεόγραφα, τίτλοι παραστατικοί αξίας) στο πλαίσιο σύναψης ομολογιακού δανείου από μία ανώνυμη εταιρεία ή ένα κράτος, παρέχονται στον κομιστή, ο οποίος καταβάλλει στον εκδότη κατά την απόκτηση των αξιόγραφων την ονομαστική τους αξία, δικαιώματα απόληψης των συμφωνηθέντων, σε υψηλά συνήθως επίπεδα τόκων, όχι όμως και το βασικό δικαίωμα να ζητήσει από τον εκδότη την επιστροφή του καταβεβλημένης αξίας τους σε κάποιο απώτερο χρόνο λήξης τους. Ο κομιστής, δηλαδή, ενός τέτοιου ομολόγου δεν δικαιούται σε παράδοση-επιστροφή του ομολόγου στον εκδότη του προς το σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξίας μετά τη λήξη μιας συμφωνημένης διάρκειας ή οποτεδήποτε. Αντίθετα, ο εκδότης διατηρεί το δικαίωμα της μονομερούς ανάκλησης του ομολόγου κατ’ ελεύθερη αυτού βούληση. Οι τίτλοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως υβριδικοί. καθώς παρουσιάζουν ομοιότητες τόσο με τα ομόλογα των ομολογιακών δανείων, όσο και με τις προνομιούχες μετοχές χωρίς δικαίωμα ψήφου, χωρίς ωστόσο να ταυτίζονται με κανένα εκ των δύο. Συνεπώς, είναι προφανές ότι τα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν είναι απλά στη σύλληψη και στην επενδυτική τους λειτουργία επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα οι παρέχουσες επενδυτικές υπηρεσίες ανώνυμες εταιρείες και ιδίως οι τράπεζες να υπέχουν ιδιαίτερα αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης του εκάστοτε πελάτη τους επενδυτή, όταν ιδίως αυτός ανήκει στην κατηγορία του ιδιώτη επενδυτή, δεδομένου ότι η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds ως ομολόγων ομολογιακού δανείου, αποδίδει μια ψευδή, εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο εξοικειωμένο επενδυτή ως προς τη νομική φύση και τη λειτουργία τους. Αυτή καθ’ εαυτή η ονομασία τους, υποδηλούσα αξιογραφική παράσταση δανειακής υποχρέωσης του εκδότη – ομολογία, αναγνώριση χρέους – δημιουργεί, κατά τα απολύτως κρατούντα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη, σταθερή πεποίθηση για τη σύναψη δανειακής σχέσης και ύπαρξης συνακόλουθα αδιαμφισβήτητης αξίωσης του δανειστή-κομιστή της ομολογίας κατά του εκδότη περί επιστροφής του δανείου σε συγκεκριμένο χρόνο ή οποτεδήποτε το ζητήσει ο ίδιος ο δανειστής και όχι αντίστροφα. Αυτό ακριβώς το φαινόμενο οφείλει πρωτίστως μία τράπεζα με δική της ευθύνη, πληροφορώντας κατάλληλα τον επενδυτή, να το απαλείψει. Παραλείποντας να το πράξει, παραβιάζει τις προεκτεθείσες διατάξεις, δημιουργώντας ασφαλείς βάσεις ευθύνης της προς αποζημίωση των πελατών της (ΑΠ 244/2016 ΝΟΜΟΣ – ΕφΑΘ 4841/2014 ΝΟΜΟΣ – Ψυχομάνης ό.π.).

   Από τις ένορκες στο ακροατήριο καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και τα οποία χρησιμεύουν είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων, που χρησιμοποιήθηκαν σε άλλες δίκες και από την …./23-9-2014 ένορκη βεβαίωση της ………..  ενώπιον της συμβολαιογράφου Πρέβεζας ……. ,. την οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι εναγόμενες-εφεσίβλητες και η οποία έχει ληφθεί μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόντων- εκκαλούντων (βλ. τις …./18-9-2014 και ….18-9-2014 εκθέσεις  επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη των εναγομένων τραπεζική εταιρεία, η οποία εδρεύει στη …., είχε εγκατασταθεί νομίμως στην Ελλάδα από το έτος 1990, όπου διατηρούσε υποκαταστήματα έως το έτος 2013. Μεταξύ των υποκαταστημάτων που διατηρούσε στην Ελλάδα, ήταν και αυτό της Πρέβεζας, όπου η δεύτερη εναγομένη εργαζόταν ως προϊστάμενη από το έτος 2004. Οι ενάγοντες- εκκαλούντες. οι οποίοι είναι σύζυγοι, ηλικίας κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής 79 ετών ο πρώτος και 64 ετών η δεύτερη, καταγόμενοι από την Πρέβεζα, ήταν εγκατεστημένοι από πολλών ετών στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό, όπου διατηρούσαν επιχείρηση αρτοποιείου, ενώ από το Δεκέμβριο του 2013 είναι πλέον μόνιμα εγκατεστημένοι στην Ελλάδα. Τα χρήματα που αποταμίευαν κατά τα χρόνια εργασίας τους στο εξωτερικό, τα κατέθεταν σε απλούς αποταμιευτικούς λογαριασμούς και σε προθεσμιακές καταθέσεις στην …. Τράπεζα. Η συνεργασία τους με την πρώτη εναγόμενη άρχισε το έτος 2005, όταν με την υπόδειξη και μεσολάβηση του τότε διευθυντή του υποκαταστήματος της τελευταίας στην Πρέβεζα, ο οποίος ήταν παιδικός φίλος του πρώτου εξ αυτών (εναγόντων), οι ενάγοντες έλαβαν στεγαστικό δάνειο, στο όνομα όμως των δύο παιδιών τους και συγκεκριμένα ποσού 75.000 ευρώ στο όνομα του γιου τους …. και ποσού 75.000 ευρώ στο όνομα του γιου τους ….  στα δάνεια δε αυτά, οι ίδιοι συμβλήθηκαν ως εγγυητές. Την ίδια περίοδο άρχισε και η σχέση τους με τη δεύτερη εναγομένη, προϊσταμένη. όπως προαναφέρθηκε. του υποκαταστήματος της πρώτης εναγομένης στην Πρέβεζα, με την οποία και με την πάροδο των ετών ανέπτυξαν προσωπικές σχέσεις και την οποία, λόγω των σχέσεων αυτών εμπιστεύονταν πλήρως. Από την κατά τα ανωτέρω έναρξη της συνεργασίας τους με την πρώτη εναγόμενη, οι ενάγοντες διατηρούσαν σ` αυτήν δύο λογαριασμούς συντάξεων και συγκεκριμένα της μητέρας και της θείας της δεύτερης των εναγόντων. Επίσης, άνοιξαν και ένα λογαριασμό με προθεσμιακή κατάθεση στο όνομα της δεύτερης εξ αυτών, όπως και ένα λογαριασμό ταμιευτηρίου στο όνομα της ίδιας, της μητέρας της και της θείας της. Από τα ανωτέρω συνάγεται, όσον αφορά τους ενάγοντες, ότι επρόκειτο για απλούς πελάτες της πρώτης εναγομένης, οι οποίοι επεδίωκαν την ασφαλή τοποθέτηση των χρημάτων τους και σίγουρο επιτόκιο, καθώς η σχέση τους με αυτήν υπήρξε καθαρά αποταμιευτική, με όρους απόλυτης εξασφάλισης του κεφαλαίου και των τόκων. Δεν είχαν δε, λόγω και του επαγγέλματός τους, της ηλικίας τους και της πολύχρονης απουσίας τους στο εξωτερικό, την κατάλληλη πείρα και γνώση, ώστε να είναι σε θέση να κατανοούν τους κινδύνους που εμπεριέχουν οι εν γένει επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι τον Απρίλιο του 2011. η πρώτη εναγομένη εξέδωσε ένα νέο επενδυτικό προϊόν με την ονομασία ……. . Τα εκδοθέντα ..αποτελούσαν άυλες ομολογίες της πρώτης εναγομένης τραπεζικής εταιρείας στο άρτιο, διαπραγματεύσιμες στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ) και στο Χρηματιστήριο Αθηνών (ΧΑ), ονομαστικής αξίας 1.00 ευρώ εκάστης, είχαν σταθερό επιτόκιο 6,5% ετησίως για τις πρώτες 10 περιόδους τόκων και μάλιστα μέχρι τις 30-6-2016, ήτοι για τα πέντε πρώτα χρόνια, το οποίο για τον μετέπειτα χρόνο μετατρεπόταν σε κυμαινόμενο, ίσο με το εκάστοτε euribor 6 μηνών, που θα ίσχυε στην αρχή κάθε περιόδου τόκου, πλέον 3%. Επίσης, το εν λόγω προϊόν, σύμφωνα με τους όρους έκδοσής του, όπως αυτοί διαλαμβάνονται από απo 5-4-2011 Ενημερωτικό Δελτίο που εξέδωσε σχετικά η πρώτη εναγομένη, αφορούσε σε αξίες αόριστης διάρκειας και μάλιστα χωρίς ημερομηνία λήξης, ελάσσονος προτεραιότητας σε σχέση με τις αξιώσεις πιστωτών της τράπεζας, μεταξύ των οποίων και των καταθετών και ίσης προτεραιότητας σε σχέση με τις αξιώσεις των κατόχων Αξιόγραφων Κεφαλαίου και Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου (ΜΑΚ), που προέρχονταν από προηγούμενες εκδόσεις ομολογιών, δυνάμενες κατ’ επιλογή του κατόχου τους να μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές της τράπεζας κατά τις περιόδους μετατροπής στην καθορισθείσα τιμή μετατροπής, ενώ μπορούσαν κατ` επιλογή της τράπεζας να εξαγοραστούν στο σύνολό τους στην ονομαστική τους αξία μαζί με τους δεδουλευμένους τόκους στις 30-6-2016 ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία πληρωμής τόκου που ακολουθούσε, μετά από έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας της ….. και υπό την προϋπόθεση ότι θα αντικατασταθούν με Πρωτοβάθμιο Κεφάλαιο ίσης ή ψηλότερης διαβάθμισης.

Προέβλεπαν, επίσης, την προαιρετική, κατά την κρίση της τράπεζας, επιλογή ακύρωσης πληρωμής τόκων, λαμβάνοντας υπόψη τη φερεγγυότητα και την οικονομική της κατάσταση και την υποχρεωτική ακύρωση πληρωμής τόκων σε περίπτωση που η τράπεζα δεν πληρούσε τις ελάχιστες απαιτήσεις φερεγγυότητας, όπως αυτές ορίζονται από την Κεντρική Τράπεζα …. . Ακόμη, προέβλεπαν όρους υποχρεωτικής μετατροπής του προϊόντος σε συνήθεις μετοχές, σε περίπτωση «γεγονότος έκτακτης ανάγκης κεφαλαίου» ή «γεγονότος βιωσιμότητας», όπως τα γεγονότα αυτά προβλέπονταν στο από 5- 4-2011 Ενημερωτικό Δελτίο (όπως, π.χ. ανάγκη παροχής έκτακτης κρατικής βοήθειας για τη διατήρηση της φερεγγυότητάς της ή την αποφυγή πτώχευσής της κλπ). Επομένως, σε περίπτωση προαιρετικής ή υποχρεωτικής ακύρωσης της πληρωμής τόκων, η πρώτη εναγόμενη δεν θα προέβαινε στην καταβολή μερίσματος ή σε οποιαδήποτε άλλη πληρωμή σχετικά με τις συνήθεις μετοχές ή άλλες αξίες της που θα λογίζονταν ως πρωτοβάθμιο κεφάλαιο. Τα ως άνω προϊόντα, τα οποία αποτελούσαν ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds), έχρηζαν ιδιαίτερης προσοχής ως προς τον τρόπο με τον οποία θα προωθούνταν από την πρώτη εναγομένη, ώστε να εξασφαλίζονταν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Εν όψει των ανωτέρω χαρακτηριστικών τους, τα συγκεκριμένα .. , έκδοσης της πρώτης εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας, αποτελούσαν πολύπλοκο χρηματοοικονομικό προϊόν, ως ασώματες κινητές αξίες, αόριστης διάρκειας, μειωμένης εξασφάλισης, μετατρέψιμες σε μετοχές διαπραγματευόμενες στο ΧΑ και εμπεριέχουσες τους ανωτέρω κινδύνους, οι οποίοι δεν ήσαν ευχερώς και πλήρως αντιληπτοί από τους ιδιώτες επενδυτές, ενώ η ρευστοποίησή τους με πρωτοβουλία των επενδυτών μπορούσε να γίνει αποκλειστικά με την πώλησή τους στη δευτερογενή (χρηματιστηριακή) αγορά. Η δε πρώτη εναγομένη μπορούσε κατ’ επιλογή της να εξαγοράσει τις αξίες αυτές ή να τις μετατρέψει σε μετοχές της μέχρι τις 31-5-2016, οπότε στη συνέχεια οι μετοχές αυτές μπορούσαν να πωληθούν στη δευτερογενή αγορά. Δεν συνιστούσαν, επομένως, προθεσμιακή κατάθεση, ούτε ασφαλές επενδυτικό προϊόν που να προσομοιάζει με τέτοια, αλλά αμιγές επενδυτικό προϊόν, αν ληφθεί υπόψη ότι η τοποθέτηση του κεφαλαίου του επενδυτή σε … δεν χαρακτηριζόταν στην πραγματικότητα, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, από ορισμένη διάρκεια, σταθερό επιτόκιο, παρά μόνο για τα πέντε πρώτο χρόνια της επένδυσης αυτής, περιοδική απόδοση τόκων, που και αυτή δεν ήταν εξασφαλισμένη, δεδομένης της προαναφερθείσας προαιρετικής ή υποχρεωτικής ακύρωσης της πληρωμής τόκων από την πρώτη εναγομένη, καθώς και εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου, αφού η απόδοση της εν λόγω επένδυσης είχε στην πραγματικότητα εξαρτηθεί από την οικονομική κατάσταση της πρώτης εναγόμενης και κατ` επέκταση από τις συνθήκες που επικρατούσαν την περίοδο εκείνη (της έκδοσή τους) στην ελληνική, στην κυπριακή και στη διεθνή οικονομία. Όπως δε περαιτέρω αποδείχθηκε, η οικονομική κατάσταση της πρώτης εναγομένης την περίοδο εκείνη ήταν πραγματικά δυσχερής, αν ληφθεί υπόψη ότι είχε συγκεντρώσει υψηλούς κινδύνους από την επένδυση σε Ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ), ύψους περί τα 2.3 δις ευρώ την 5-4-2001, τα οποία ήδη είχαν χαρακτηρισθεί από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης ως μηδενικής αξίας («σκουπίδια»). Επειδή δε την ίδια περίοδο και συγκεκριμένα στις 31-3-2011 τα ίδια κεφάλαιά της, τα στοιχεία δηλαδή του ενεργητικού της, ανέρχονταν στα 2,8 δις ευρώ, είχε δημιουργηθεί άμεση ανάγκη εισροής νέων κεφαλαίων, ώστε η τράπεζα να καταστεί φερέγγυο, διορθώνοντας τον κλονισμένο ήδη δείκτη κεφαλαιακής τη επάρκειας από τη συγκέντρωση κινδύνων σε ΟΕΔ και αποκτώντας ταυτόχρονα ένα πολυδύναμο εργαλείο – ένα «μαξιλάρι» με οικονομοτεχνικούς όρους – για να έχει τη δυνατότητα αντιμετώπισης της σχεδόν βέβαιης πραγματοποίησης των κινδύνων, με τον ενδεικνυόμενο κατά περίπτωση τρόπο. Για το λόγο αυτό δημιούργησε τα ΜΑΕΚ, που εντάσσονταν στα ίδια κεφάλαια της τράπεζας και τα οποία ήταν εξοπλισμένα με τέτοιους περαιτέρω εξαιρετικούς όρους λειτουργείας και μετατροπής τους σε μετοχές, όπως ήδη αναφέρθηκε, ώστε να εξυπηρετούν κάθε αναφυόμενη κεφαλαιακή ανάγκη της. Θα πρέπει δε να σημειωθεί εδώ ότι η πρώτη εναγόμενη δεν αναφέρει σε κανένα σημείο του από 5-4-2011 Ενημερωτικού της Δελτίου την οικονομική της κατάσταση, όπως αυτή προαναφέρθηκε, όπως και την τρέχουσα αναγκαιότητα έκδοσης των … . Έτσι, παραπλανώντας τους επενδυτές, μεταξύ των οποίων και τους ενάγοντες. όπως θα εκτεθεί στη συνέχεια, μέσω των υπαλλήλων των καταστημάτων της στην Ελλάδα ως προς τις προοπτικές της και την πραγματική οικονομική της κατάσταση και φερεγγυότητά της, προώθησε μέσω των ανωτέρω υπαλλήλων της τα …, τα οποία, πέραν των λοιπών δυσμενών όρων, περιείχαν ρήτρες υποχρεωτικής μετατροπής σε μετοχές και υποχρεωτικής αναστολής τόκων, που της παρείχαν ιδιαιτέρως αυξημένες εξουσίες, δηλαδή να καθορίζει μονομερώς τις συνθήκες εκείνες που θα οδηγούσαν είτε σε ακύρωση πληρωμής των συμφωνηθέντων τόκων είτε σε μετατροπή των προϊόντων σε μετοχές. Στη συνέχεια, προκειμένου να πετύχει την κάλυψη της έκδοσης των… στο σύνολό τους (συνολικού ποσού με βάση την ονομαστικής τους αξία 1.342.422.297 ευρώ) και εκμεταλλευόμενη την ισχυρή οργανωτική και λειτουργική της υποδομή, έπεισε τους ενάγοντες-επενδυτές με ελλιπή και παραπλανητική πληροφόρηση και σύσταση, να τοποθετήσουν τις αποταμιεύσεις τους σ’ αυτά, χωρίς μάλιστα να προβεί στον αναγκαίο έλεγχο συμβατότητας αυτών με τα συγκεκριμένα προϊόντα. Γνώριζε δε ως ενδεχόμενη και αποδέχθηκε την πρόκληση ζημίας σε βάρος των εναγόντων ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς της. Έτσι, για την υλοποίηση των στόχων της ξεκίνησε εκστρατεία πώλησης με στόχο την καλύτερη, αποδοτικότερη και γρήγορη προώθηση των προϊόντων της. ήτοι στοχοθέτηση του δικτύου των καταστημάτων της, όπως πειστικά κατέθεσαν οι ……………….και ……………… με τις ένορκες βεβαιώσεις τους …/16-11-2015 ενώπιον της συμβολαιογράφου Ορεστιάδας ………. …….. και …./16-11-2015 ενώπιον της συμβολαιογράφου Καλαμάτας …………, αντίστοιχα (οι οποίες λήφθηκαν στα πλαίσια άλλων δικών της πρώτης εναγομένης) οι οποίοι εργάζονταν ως υπάλληλοι στην πρώτη εναγομένη κατά το έτος 2011. Συγκεκριμένα, ενημερώθηκαν οι αρμόδιοι υπάλληλοι της πρώτης εναγομένης για το συγκεκριμένο προϊόν μέσω προγραμματισμένων συναντήσεων και επαφών με ανώτατα στελέχη της διοίκησής της. Στις ενημερώσεις αυτές δινόταν έμφαση στα πλεονεκτήματα του προϊόντος για τους πελάτες, καθώς και στο προφίλ των πελατών που θα έπρεπε να προσεγγίσουν, όπως επενδυτές και καταθέτες μεσαίου και υψηλού οικονομικού επιπέδου με μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο επενδυτικό ορίζοντα, οι οποίοι θα δέχονταν να δεσμεύσουν τα χρήματά τους για κάποια χρόνια, προκειμένου να έχουν μεγαλύτερες αποδόσεις από τις συνήθεις καταθέσεις, όπως για παράδειγμα επιτόκιο 6,5%. Οι επενδυτές αυτοί μπορούσαν να είναι μέτοχοι ή μη της τράπεζας και πελάτες της με προθεσμιακές καταθέσεις. Επί πλέον, συστήθηκε στους αρμοδίους υπαλλήλους της πρώτης εναγόμενης ότι θα έπρεπε να τονίζουν στους υποψήφιους αγοραστές εκείνα τα χαρακτηριστικά και τα πλεονεκτήματα του προϊόντος που θα τους οδηγούσαν στην αγορά του, όπως π.χ. το γεγονός ότι θα απολάμβαναν την ασφάλεια της προθεσμιακής κατάθεσης, με υψηλό επιτόκιο και την εξάμηνη απόληψη τόκων. Επίσης, δόθηκαν σαφείς οδηγίες να «σπάνε» οι προθεσμιακές καταθέσεις χωρίς καμία ποινή για όσους από τους πελάτες της τράπεζας ήθελαν να συμμετάσχουν στην αγορά του προϊόντος και δεν είχε λήξει η προθεσμιακή τους κατάθεση. Στα πλαίσια της ανωτέρω ακολουθούμενης πολιτικής, το Μάιο του 2011. οι ενάγοντες προσεγγίστηκαν από τη δεύτερη εναγομένη προκειμένου αυτοί να επενδύσουν τα χρήματά τους στο ανωτέρω προϊόν. Συγκεκριμένα, την 2-5-2011 έληγαν δύο προθεσμιακές καταθέσεις της δεύτερης των εναγόντων, που διατηρούσε στην πρώτη των εναγομένων και η δεύτερη των εναγομένων την ειδοποίησε τηλεφωνικά για το γεγονός αυτό και καθώς αυτή βρισκόταν τότε στην Πρέβεζα, την κάλεσε να προσέλθει στο υποκατάστημα της τράπεζας προκειμένου να συζητήσουν. Εκεί η δεύτερη των εναγομένων της παρουσίασε το νέο προϊόν της τράπεζας, δηλαδή τα …….ως ένα ιδιαίτερα επωφελές, αλλά και ασφαλές γι` αυτήν προϊόν, ενημερώνοντας την συνοπτικά ότι το νέο αυτό προϊόν της τράπεζας ήταν ισοδύναμο με προθεσμιακή κατάθεση, καθώς είχε πενταετή διάρκεια και σταθερό ετήσιο επιτόκιο για τα πέντε έτη 6.5%. με περιοδική απόληψη τόκων ανά εξάμηνο και εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου μετά τα πέντε έτη, Η δεύτερη των εναγόντων ενημέρωσε στη συνέχεια το σύζυγό της πρώτο των εναγόντων για το προϊόν αυτό της πρώτης εναγομένης τράπεζας, ο οποίος ενημερώθηκε στη συνέχεια και από τη δεύτερη των εναγομένων για τα … στον οποίον επίσης η δεύτερη των εναγόμενων επεσήμανε τα πλεονεκτήματα του συγκεκριμένου προϊόντος, σύμφωνα άλλωστε και με τις οδηγίες της τράπεζας προς τους αρμόδιους για την προώθηση του προϊόντος υπαλλήλους της, κατά τα προαναφερθέντα. Πρότεινε δε στους ενάγοντες να αγοράσουν άμεσα το προϊόν αυτό και μάλιστα τους επισήμανε ότι έπρεπε να βιαστούν, αφού η προθεσμία αγοράς για τους ενδιαφερομένους έληγε στις 17-5-2011, ενώ τους προέτρεψε συγχρόνως να μεταφέρουν από την … Τράπεζα, όπου αυτοί διατηρούσαν άλλες καταθέσεις, επί πλέον χρήματα για την αγορά του προϊόντος, γεγονός που αυτή γνώριζε λόγω της φιλικών σχέσεων και των σχέσεων εμπιστοσύνης που είχαν αναπτυχθεί μεταξύ τους από την πολυετή συνεργασίας τους, κατά την οποία η ίδια αποκλειστικά αναλάμβανε τις εξυπηρετήσεις τους στα πλαίσια των καθηκόντων της. Ο προβληματισμός των εναγόντων σε σχέση με το νέο αυτό προϊόν της τράπεζας επικεντρωνόταν στη μεγάλη διάρκεια της κατάθεσης, καθώς και στο γεγονός ότι τα .. ήταν διαπραγματεύσιμα στο Χρηματιστήριο, από το οποίο η δεύτερη εξ αυτών είχε αρνητική εμπειρία, καθώς στο παρελθόν είχε δραστηριοποιηθεί σ’ αυτό με μικρά ποσά, με αρνητικά όμως αποτελέσματα. Ωστόσο, οι επιφυλάξεις τους αυτές κάμφθηκαν γρήγορα, καθώς η δεύτερη των εναγόμενων τους επεσήμανε τις μεγάλες οικονομικές δυνατότητες και την εξέχουσα θέση στην ελληνική τραπεζική αγορά της πρώτης εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας, την οποία παρουσίασε ως μία κραταιά τράπεζα από την οποία δεν είχαν να φοβηθούν τίποτε ως προς το εγγυημένο της επιστροφής του κεφαλαίου τους. Οι ενάγοντες, λόγω και των σχέσεων εμπιστοσύνης που είχαν αναπτυχθεί μεταξύ τους και της θέσης της δεύτερης εναγομένης στο υποκατάστημα της πρώτης εξ αυτών στην Πρέβεζα, πείσθηκαν τελικά από τις διαβεβαιώσεις της για το ασφαλές και επικερδές του νέου αυτού προϊόντος σε σχέση με τις απλές προθεσμιακές καταθέσεις, στις οποίες μέχρι τότε τοποθετούσαν τα χρήματά τους και χωρίς να έχουν κατανοήσει τους κινδύνους του εν λόγω τραπεζικού προϊόντος, αφού οι κίνδυνοι αυτοί δεν τους επισημάνθηκαν από τη δεύτερη εναγόμενη, θεώρησαν ότι το νέο αυτό προϊόν αποτελεί μεν ένα είδος επένδυσης, ασφαλές όμως και ισοδύναμο με μία προθεσμιακή κατάθεση, ιδιαίτερα συμφέρον γι` αυτούς, επί πλέον δε, ότι το εν λόγω προϊόν ανταποκρίνεται στο συντηρητικό επενδυτικό τους προφίλ. Για το λόγο αυτό αποφάσισαν να επενδύσουν τα χρήματά τους στα … , αγοράζοντας τα. Έτσι, στις 5-5-2011 υπέγραψαν και οι δύο, χωριστές συμβάσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, όπως υπέγραψαν και έλαβαν έντυπο προσυμβατικής πληροφόρησης («ενημερωτικό πακέτο») για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών. Σημειωτέον ότι στις ανωτέρω συμβάσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών έχει καταχωρηθεί η χειρόγραφη και ενυπόγραφη σημείωση από τη δεύτερη εναγόμενη ότι «ο πελάτης έχει αποδεχθεί ….». ενώ στην πρώτη σελίδα των ίδιων συμβάσεων αναφέρεται ότι «Σημειώνεται ότι η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, και ως εκ τούτου και η παρούσα συμβατική σχέση μεταξύ πελάτη – Α.Ε.Π.Ε.Υ., ήδη διέπεται από το ν. 3606/2007, που ενσωμάτωσε στην ελληνική έννομη τάξη την Οδηγία (….) 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, καθώς και τη σχετική υπόλοιπη νομοθεσία». Πλην, όμως, όπως ομολογεί και η ίδια η δεύτερη εναγόμενη με τις προτάσεις της και όπως κατέθεσε για το θέμα αυτό και η μάρτυρας ………….. με την ένορκη βεβαίωσή της, οι οδηγίες της τράπεζας δεν προέβλεπαν ερωτήσεις στους πελάτες για να προκόψει το επενδυτικό τους προφίλ και να κριθεί έτσι, αν αυτοί είναι κατάλληλοι για τη συγκεκριμένη επένδυση και αν κατανοούν και γνωρίζουν τους κινδύνους που αναλαμβάνουν με τη σχετική σύμβαση. Επομένως, η ανωτέρω χειρόγραφη σημείωση της δεύτερης εναγομένης δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού τέτοιες ερωτήσεις δεν υποβλήθηκαν στους ενάγοντες. Την ίδια ως άνω ημέρα, επίσης, ο πρώτος των εναγόντων υπέγραψε και αίτηση προκειμένου να ανοίξει κωδικό στο Χρηματιστήριο και να αποκτήσει μερίδα επενδυτή στο Σύστημα Αυλών Τίτλων (ΣΑΤ). Σημειωτέον ότι τέτοια αίτηση δεν υπέγραψε η δεύτερη των εναγόντων, δεδομένου ότι. όπως προαναφέρθηκε, έχοντας δραστηριοποιηθεί στο παρελθόν με το Χρηματιστήριο, είχε στο παλαιότερα μερίδα επενδυτή και χρηματιστηριακό κωδικό. Στις 6-5-2011 οι ενάγοντες, καθώς επιθυμούσαν να είναι συνδικαιούχοι στην επένδυση, υπέγραψαν εκ νέου αίτηση δημιουργίας μερίδας, λογαριασμού αξιών και εξουσιοδότηση χρήσης, προκειμένου να αποκτήσουν κοινή μερίδα επενδυτή στο ΣΑΤ. Τελικά, στις 11-5-2011 οι ενάγοντες υπέγραψαν κοινή αίτηση-σύμβαση για αγορά 200.000 ., έναντι καταβληθέντος ποσού 200.000 ευρώ και στις 13-5-2011. και ενώ την προηγούμενη ημέρα η δεύτερη εξ αυτών κατέθεσε σε λογαριασμό της το ποσό των 140.000 ευρώ με επιταγή της …. Τράπεζας, κατέβαλαν 50.000 ευρώ για την αγορά επί πλέον 50.000 .., υπογράφοντας την από 13-5-2011 σχετική αίτηση-σύμβαση. Σε προδιατυπωμένο εκ μέρους της πρώτης εναγομένης όρο των συμβάσεων αυτών, όπου σημειωτέον δεν μνημονεύεται οποιοδήποτε ακριβές χαρακτηριστικό της φύσης των .., ώστε να δύνανται οι αντισυμβαλλόμενοι ενάγοντες να την αντιληφθούν, αναφέρεται εντούτοις ότι αυτοί βεβαιώνουν ότι διαθέτουν τη γνώση και τις ικανότητες να προβούν στην αξιολόγηση της επένδυσής τους σε .. και δηλώνουν ότι αφενός μεν αποδέχονται τους όρους έκδοσης και αναγνωρίζουν τους παράγοντες κινδύνου που περιέχονται στο Ενημερωτικό Δελτίο με ημερομηνία 5-4-2011 (που είχε εκδώσει η πρώτη εναγομένη), αφετέρου δε ότι δεν τους έχει παρασχεθεί οποιαδήποτε συμβουλή ή παρότρυνση από την πρώτη εναγομένη ή από οποιονδήποτε αξιωματούχο, υπάλληλο ή εκπρόσωπο αυτής αναφορικά με τα …της παρούσας έκδοσης και την απόφασή τους να υποβάλλουν αίτηση εγγραφής σ’ αυτά. Ωστόσο, στην πραγματικότητα ουδέποτε παραδόθηκε στους ενάγοντες το ως άνω Ενημερωτικό Δελτίο, το οποίος απλώς βρισκόταν στο κατάστημα της τράπεζας στη διάθεση κάθε ενδιαφερομένου. Επί πλέον, και αν ακόμα οι ενάγοντες είχαν διαβάσει το Δελτίο αυτό, δεν θα ήταν σε θέση να κατανοήσουν της λειτουργία και τη νομική φύση του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος. Και τούτο διότι, όπως προαναφέρθηκε, τα επίδικα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν ήταν απλά στη σύλληψη και στη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα η χρήση και κυκλοφορία τους ως ομολόγων ενός ομολογιακού δανείου να αποδίδει μία ψευδή εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε αδαή περί τα χρηματοπιστωτικά μέσα περιστασιακό επενδυτή και ενδεχομένως και έναν μη προσεκτικό έμπειρο επενδυτή. Για το λόγο αυτό άλλωστε, όπως αναφέρεται στη σελίδα 41 του στο 5-4-2001 Ενημερωτικού Δελτίου, τα εκδιδόμενα …., λόγω της ιδιαιτερότητάς τους, απευθύνονται στην επενδυτή που «κατέχει τη γνώση και την εμπειρία είτε από μόνος του είτε με έναν οικονομικό σύμβουλο να τα αξιολογήσει». Και όμως, η πρώτη εναγόμενη, κατά κατάχρηση των σχέσεων εμπιστοσύνης που είχε αναπτυχθεί με τους πελάτης της. απευθύνθηκε σε απλούς καταθέτες, κατά τεκμήριο άπειρους για τέτοιες συναλλαγές και όχι σε έμπειρους επενδυτές, όπως όφειλε να πράξει. σύμφωνα με την ήδη διακηρυγμένη στο Ενημερωτικό της Δελτίο θέση-εκτίμησή της. Τέτοιοι δε απλοί καταθέτες και άπειροι για τέτοιες συναλλαγές ήταν και οι ενάγοντες. οι οποίοι δεν είχαν ούτε τις κατάλληλες γνώσεις περί τα χρηματοπιστωτικά μέσα, αλλά ούτε και τις σχετικές ικανότητες να αξιολογήσουν από μόνοι τους την επένδυσή τους σε ΜΑΕΚ, όπως αναφέρεται στον ανωτέρω προδιατυπωμένο όρο των πιο πάνω συμβάσεων ότι αποδέχθηκαν ότι κατείχαν. Έτσι, οι ενάγοντες. χωρίς να αντιληφθούν σε όλη της την έκταση τη νέα επένδυση, εμπιστεύθηκαν την ελλιπή πληροφόρηση και τις συμβουλές και συστάσεις της δεύτερης εναγομένης γιο την αγορά των ΜΑΕΚ. οι οποίες πράγματι έλαβαν χώρα, παρά τα όσα περί του αντιθέτου καταθέτει η μάρτυρας … με την ένορκη βεβαίωσή της, η οποία κρίνεται υπερβολική και ως απέχουσα από την πραγματικότητα. Το γεγονός ότι όπως κατέθεσε η ίδιο μάρτυρας, αλλά και ο μάρτυρας της πρώτης εναγομένης ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, δεν υπήρχε bonus για τους υπαλλήλους από τη διάθεση των ΜΑΕΚ. δεν αναιρεί όσα προαναφέρθηκαν, αν ληφθεί υπόψη ότι υπήρχε πάντως στοχοθέτηση για κάθε κατάστημα της πρώτης εναγομένης αναφορικά με τη διάθεση των.. όπως κατέθεσε ο …….. με την ένορκη βεβαίωσή του (βλ. και το από 18-5-2009 έγγραφο της πρώτης εναγομένης προς τους υπαλλήλους της αναφορικά με τη στοχοθέτηση πάση θυσία στη διάθεση ομολόγων της, προηγούμενης των επιδίκων έκδοσης). Η διαλαμβανόμενη, κατά συνέπεια, στον ανωτέρω προδιατυπωμένο όρο των συμβάσεων δήλωση των εναγόντων ότι δεν τους παρασχέθηκε οπουδήποτε συμβουλή ή παρότρυνση από την τράπεζα ή υπάλληλό της, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Επομένως, η πρώτη εναγομένη τραπεζική εταιρεία, ως προμηθεύτρια επενδυτικών υπηρεσιών εντός του κύκλου της εμπορικής της δραστηριότητας, παρά τα όσα αντίθετα ρητώς διαλαμβάνονται στο Ενημερωτικό της Δελτίο προς αποφυγή συνεπειών σε βάρος της, σαφώς παρείχε μέσω της δεύτερης εναγομένης προστηθείσας υπαλλήλου της άτυπη επενδυτική συμβουλή και σύσταση στους ενάγοντες. οι οποίοι διέθεταν στην προκειμένη περίπτωση και την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικοί αποδέκτες της προαναφερθείσας επενδυτικής υπηρεσίας της πρώτης εναγομένης, που δεν υπερέβαιναν το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, δεν είχαν απασχοληθεί στο παρελθόν, έστω και περιστασιακά, με πολύπλοκες χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Τα ανωτέρω εξ άλλου, όσον αφορά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, ενισχύονται και από την ../25-2-2013 έγγραφη σύσταση της ανεξάρτητης αρχής «Συνήγορος του Καταναλωτή» προς την πρώτη εναγομένη, όπου, αφού αναφέρεται ότι η αρχή αυτή έγινε αποδέκτης πολλών καταγγελιών καταναλωτών-πελατών της τράπεζας σε σχέση με τα επίδικα … , καταλήγει στη διαπίστωση ότι «…η τράπεζα προχώρησε σε παροχή επενδυτικών συμβολών προς τους επενδυτές πελάτες της, χωρίς να λαμβάνει υπόψη της το επενδυτικό τους προφίλ και χωρίς να προσφέρει αντικειμενική και πλήρη ενημέρωση και γενικότερα, χωρίς τις προαπαιτούμενες οδηγίες του ν. 3606/2007 αναφορικά με τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων». Ενισχύονται. επίσης, τα ανωτέρω και από την έκθεση ειδικού ελέγχου της … σε βάρος της πρώτης εναγομένης, όπου διαπιστώνεται ως τελικό συμπέρασμα ότι υπήρξε παροχή επενδυτικής συμβουλής στους πελάτες-επενδυτές της τελευταίας αναφορικά με τη διάθεση των … Σημειωτέον ότι η έκθεση αυτή συντάχθηκε μετά από καταγγελίες πολιτών της .., κατόχων … προς την ΚΤΚ, την τακτική δε αυτή για την παροχή επενδυτικών συμβουλών σε πελάτες της, όπως είναι και οι ενάγοντες, ακολούθησε ασφαλώς η πρώτη εναγομένη και στα καταστήματά της που ήταν εγκατεστημένα στην ελληνική επικράτεια, όπως άλλωστε σαφώς αποδείχθηκε, κατά τα προαναφερθέντα. Λόγω δε της ανωτέρω συμπεριφοράς της, αλλά και του γεγονότος ότι οι πληροφορίες που απευθύνονταν σε πελάτες της πρώτης εναγόμενης σχετικά με την έκδοση των .., δεν ήταν σαφείς, ακριβείς και μη παραπλανητικές και δεν έγινε αξιολόγηση της καταλληλότητας των πελατών να επενδύσουν σε αξιόγραφα, επιβλήθηκε στην πρώτη εναγόμενη συμβολικό, όπως αναφέρεται. πρόστιμο 4.000 ευρώ σε βάρος της με την από 13-9-2013 απόφαση της ΚΤΚ. Πρόστιμο, επίσης, ποσού 10.000 ευρώ επιβλήθηκε και από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σε βάρος της πρώτης εναγόμενης, επειδή, όπως αναφέρεται στο από 10-12-2014 δελτίου τύπου της εν λόγω Επιτροπής, κατά την προώθηση των.. παρείχε επενδυτικές συμβουλές, χωρίς να προβεί στον έλεγχο καταλληλότητας επενδυτών και χωρίς να έχει συνάψει τις προβλεπόμενες προς τούτο συμβάσεις, κατά παράβαση του Ν. 3606/2007 και της υπ` αριθμ. 1/452/2007 απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Καθίσταται, επομένως, σαφές, ενόψει όσων προαναφέρθηκαν ότι οι ενάγοντες, οι οποίοι επιζητούσαν την ασφάλεια των χρημάτων τους και την απόληψη τόκων, δεν θα προέβαιναν στην αγορά των .., αν γνώριζαν την αλήθεια για το συγκεκριμένο προϊόν και αν είχαν επαρκώς ενημερωθεί από την έχουσα την προς τούτο υποχρέωση εναγομένη τράπεζα ότι τα επίδικα .. ήταν υψηλού ρίσκου, μειωμένης διασφάλισης, υποχρεωτικά μετατρέψιμα χρηματοοικονομικά προϊόντα, άμεσα συνυφασμένα με την οικονομική κατάσταση και τη φερεγγυότητα της τράπεζας και ως εκ τούτου τα χρήματά τους δεν ήταν διασφαλισμένα, ότι ήταν άληκτα (αόριστης διάρκειας) και υποχρεωτικά μετατρέψιμα σε μετοχές και ως εκ τούτου η πρώτη εναγομένη δεν είχε καμία υποχρέωση απόδοσης των χρημάτων (δεδομένου ότι ήταν προαιρετικό το δικαίωμά της για την εξαγορά εκ μέρους της των ..στην πενταετία, ενώ οι ίδιοι δεν διατηρούσαν κανένα δικαίωμα κατά της τράπεζας για επιστροφή του κεφαλαίου), ότι τα … δεν ανταποκρίνονταν στις ανάγκες, τις δυνατότητες και τους στόχους τους, ότι η πρώτη εναγομένη τράπεζα εκμεταλλεύτηκε κακόπιστα την πληροφοριακή συμμετρία μεταξύ τους για να προωθήσει πλήρως ακατάλληλα και ιδιαίτερα ριψοκίνδυνα επενδυτικά προϊόντα και ότι η πρώτη εναγομένη απολάμβανε υπέρμετρα εξουσιαστικά δικαιώματα, λόγω της μειωμένης διασφάλισης, της δυνατότητας ακύρωσης πληρωμής τόκων, της υποχρεωτικής ακύρωσης πληρωμής τόκων και της υποχρεωτικής μετατροπής σε μετοχές, κάτω αϊτό ορισμένες συνθήκες, δικαιώματα που είχε επιφυλάξει με εξουσιαστικές ουσιαστικά αιρέσεις υπέρ της. Όπως δε περαιτέρω αποδείχθηκε, οι ανωτέρω κίνδυνοι των .. τελικά πραγματώθηκαν. Συγκεκριμένα, στις 30- 6-2011 και ενώ, όπως προαναφέρθηκε, οι ενάγοντες θεωρούσαν ότι το κεφάλαιό τους ήταν απόλυτα εξασφαλισμένο, έλαβαν μία επιστολή από την πρώτη εναγομένη περί «συνοπτικής παρουσίασης θέσης», με βάση την οποία το κεφάλαιό τους παρουσιαζόταν μειωμένο κατά 28.290.00 ευρώ, ανερχόμενο στο ποσό των 221.710.00. Το κεφάλαιό τους δε, συνέχιζε να μειώνεται, καθώς, στις 30-12-2011 ανήλθε σε 165.369,50 ευρώ, στις 30-6-2012 ανήλθε σε 74.499,75 ευρώ και στις 31-12-2012 σε 65.108,50 ευρώ. Εν τω μεταξύ, τον Ιούνιο του 2012, η πρώτη εναγόμενη τους ανακοίνωσε ότι δεν θα καταβάλλονταν τόκοι για το τελευταίο εξάμηνο, ήτοι από Ιανουάριο έως Ιούνιο 2012. Στις 29-3-2013 η πρώτη εναγομένη τραπεζική εταιρεία τέθηκε, δυνάμει του εκδοθέντος. σύμφωνα με τον από το έτος 2013 Νόμο της Κυπριακής Δημοκρατίας περί εξυγιάνσεως πιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων, υπ` αριθμ. 103/2013 Διατάγματος της … ως προς τη διάσωσή της με ίδια μέσα, σε καθεστώς εξυγίανσης ένεκα της δεινής οικονομικής της κατάστασης, προκειμένου να αποκατασταθεί η κεφαλαιακή της επάρκεια. Δυνάμει των με αριθμ. 103/29-3-2013 και 278/30-7-2013 Διαταγμάτων της …, τα … μετατράπηκαν σε μετοχές Δ` τάξης με τιμή μετατροπής 1 ευρώ 9 (ήτοι στην ονομαστική τους αξία) και με ονομαστική αξία κάθε μετοχής στο 1 ευρώ για κάθε ένα ευρώ των παραπάνω χρεών της τράπεζας. Στη συνέχεια, επήλθε μείωση της ονομαστικής αξίας των μετοχών Δ’ τάξης από 1 ευρώ σε 0,01 ευρώ εκάστη για τη διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της πρώτης εναγόμενης. Κάθε μία μετοχή Δ` τάξης μετατράπηκε σε συνήθη μετοχή ονομαστικής αξίας 0,01 ευρώ. Στη συνέχεια, κάθε 100 μετατραπείσες σε συνήθεις μετοχές αξίας 0,01 ευρώ εκάστη που ήταν εγγεγραμμένες στον ίδιο μέτοχο ενώθηκαν σε μία συνήθη μετοχή ονομαστικής αξίας 1,00 ευρώ εκάστη. Κατά συνέπεια, οι ενάγοντες διαθέτουν πλέον 2.500 συνήθεις μετοχές της πρώτης εναγομένης τραπεζικής εταιρείας με συνολική ονομαστική αξία 2.500 ευρώ. Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, η ως άνω ζημία των εναγόντων οφείλεται στην υπαίτια συμπεριφορά της δεύτερης εναγόμενης, προστηθείσας υπαλλήλου της πρώτης εναγομένης. ως προς την εκπλήρωση της υποχρέωσής της για διαφώτιση και ενημέρωση των αντισυμβαλλομένων της εναγόντων, σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τα υποδεικνυόμενα από την ίδια επενδυτικά προϊόντα, η οποία απορρέει από την καλή πίστη, αλλά και την σιωπηρώς καταρτισθείσα μεταξύ των μερών σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών (άρθρ. 25 Ν. 3606/2007, 281, 288 ΑΚ), για την οποία ευθύνεται και η δεύτερη εναγόμενη τραπεζική εταιρεία (άρθρ. 922 ΑΚ). Αποδεικνύεται. επομένως, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις αποζημίωσης των εναγόντων, για την οποία ευθύνονται οι εναγόμενες, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 197, 198, 281, 288. 297. 298. 330, 914. 922 ΑΚ. 8 Ν. 2251/1994 και 25 Ν. 3606/2007, εφόσον οι ενάγοντες υπέστησαν ζημία από την πλημμελή εκπλήρωση των ανωτέρω καθηκόντων, η οποία συνίσταται στο ποσό που κατέβαλαν για την αγορά των .. και συγκεκριμένα στο ποσό των 250.000 ευρώ. Από το ποσό, όμως, αυτό πρέπει να αφαιρεθεί η αξία των 2.500 μετοχών που κατέχουν ήδη οι ενάγοντες μετά τη μετατροπή των .. σε συνήθεις μετοχές, ήτοι το ποσό των 2.500 ευρώ, οπότε η ζημία των εναγόντων ανέρχεται στο ποσό των 247.500 ευρώ. Εξ άλλου, η παραπάνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της δεύτερης εναγομένης, για την οποία ευθύνεται και η πρώτη εναγομένη κατά τα προαναφερθέντα, συνδέεται σε κάθε περίπτωση αιτιωδώς προς την προκληθείσα περιουσιακή ζημία των εναγόντων. η οποία δεν ανάγεται στον εγγενή στη λειτουργία της χρηματιστηριακής αγοράς κίνδυνο ή σε γεγονός ανώτερης βίας και μάλιστα στην προαναφερθείσα απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας … να θέσει με το υπ’ αριθμ. 103/2013 Διάταγμά της σε καθεστώς εξυγίανσης την πρώτη εναγομένη με σκοπό την ανακεφαλαιοποίησή της με ίδια μέσα, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η τελευταία. Ειδικότερα, η παράλειψη εκ μέρους της προστηθείσας υπαλλήλου δεύτερης εναγομένης να ενημερώσει επαρκώς τους ενάγοντες για τους κινδύνους της συγκεκριμένης επένδυσης στο χρηματοοικονομικό προϊόν των …. προκειμένου οι τελευταίοι να κατανοήσουν πλήρως τη μορφή και το περιεχόμενό της και να αποφασίσουν συνειδητά εάν θα επιλέξουν την προτεινόμενη τοποθέτηση του κεφαλαίου τους, αναλαμβάνοντας μέσω της επιλογής τους όσους κινδύνους συνδέονται με αυτή, ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τα διδάγματα της κοινής πείρας να προξενήσει και πράγματι προξένησε την προαναφερθείσα ζημία των εναγόντων, υπό την έννοια της ύπαρξης ανάμεσά τους πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας, δίχως να υφίσταται υπέρβαση της τελευταίας από την πιο πάνω αναφερόμενη απόφαση της ΚΤΚ, η οποία συνιστά. με βάση όσα προεκτέθηκαν, απλά ένα τμήμα της αιτιώδους διαδρομής, έστω και αν η μετατροπή των… σε μετοχές της πρώτης εναγόμενης ήταν μέτρο εξυγίανσής της και όχι μέτρο ιδιωτικής βούλησης, δεν έγινε δηλαδή κατά την ενάσκηση δικαιώματος της πρώτης εναγομένης ή εξ αιτίας παράβασης εκ μέρους της όρου έκδοσης των .. . Τούτο δε, αν επί πλέον ληφθεί υπόψη ότι ο κίνδυνος αφερεγγυότητας της πρώτης εναγομένης δεν συνιστούσε γεγονός απρόβλεπτο και αναπότρεπτο, καθώς η επέλευση του κινδύνου ήταν ενδεχόμενη, αν ληφθεί υπόψη ο λόγος για τον οποίο αυτή προέβη στην έκδοση του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος, η δυσχερής δηλαδή οικονομική της κατάσταση στην οποία ήδη βρισκόταν εξ αιτίας της συγκέντρωσης υψηλών κινδύνων από την επένδυση σε Ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία ήδη είχαν χαρακτηρισθεί ως μηδενικής αξίας, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν.

   Περαιτέρω, όπως ήδη προαναφέρθηκε, τα επίδικα … ήταν προϊόντα μειωμένης διασφάλισης, άληκτα και με όρους προαιρετικής ή αναγκαστικής ακύρωσης τόκων και μονομερώς υποχρεωτικά μετατρέψιμα σε μετοχές και επομένως δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν ασφαλή προϊόντα εγγυημένου κεφαλαίου και μηδενικού κινδύνου κατάλληλα για τη διαφύλαξη των αποταμιεύσεων των εναγόντων. Ο δε προορισμός των προϊόντων αυτών ήταν η ανακεφαλαίωση της πρώτης εναγομένης τράπεζας και η εξασφάλιση της βιωσιμότητας της. Περαιτέρω, είναι μεν αληθές ότι το εκδοθέν από την πρώτη εναγόμενη από 5-4-2011 Ενημερωτικό Δελτίο περιείχε κάποιες γενικές αναφορές στα … και στους κινδύνους της επένδυσης σ’ αυτά. Ωστόσο, πρέπει ιδιαιτέρως να ληφθεί υπόψη ότι το δελτίο αυτό καταλαμβάνει 147 πυκνογραμμένες σελίδες, με τεχνικούς και οικονομικούς όρους, μη κατανοητούς σε κάποιον που δεν είναι συστηματικός ή θεσμικός επενδυτής, με εξειδικευμένες μάλιστα γνώσεις. Πράγματι, οι όροι «μετατρέψιμα αξιόγραφα», «ενισχυμένο κεφάλαιο», «αόριστη διάρκεια», «ελάσσων προτεραιότητα» (subordinated), «ομόλογα μειωμένης εξασφάλισης», «ομόλογα αιώνια» και perpetual bonds, «πρωτοβάθμιο κεφάλαιο» κ.α , δεν γίνονται κατανοητοί από τον οποιονδήποτε απλό τραπεζικό πελάτη. Πολύ δε περισσότερο, δεν γίνονται κατανοητοί οι όροι αυτοί και το νομικό καθεστώς εν γένει των … και οι έννομες συνέπειες της έκδοσης και της πώλησής τους από έναν που δεν διαθέτει και επαρκείς και εξειδικευμένες νομικές γνώσεις. Για το λόγο αυτό άλλωστε, όπως προαναφέρθηκε, το ίδιο το Ενημερωτικό Δελτίο, στη σελίδα 41. θεωρεί ότι τα εκδιδόμενα … λόγω της ιδιαιτερότητάς τους, απευθύνονται στον επενδυτή που κατέχει τη γνώση και την εμπειρία, είτε από μόνος του είτε με έναν οικονομικό σύμβουλο (είτε και με ένα νομικό σύμβουλο ακόμα, όπως αναφέρεται σε άλλες σελίδες του δελτίου) για να τα αξιολογήσει. Όμως, η πρώτη εναγόμενη τράπεζα, καταχρώμενη όπως προεκτέθηκε, τις αναπτυχθείσες ήδη με πελάτες της σχέσεις εμπιστοσύνης, απευθύνθηκε σε απλούς καταθέτες, που κατά τεκμήριο ήταν άπειροι σε τέτοιες συναλλαγές, όπως ήταν οι ενάγοντες και όχι σε έμπειρους επενδυτές, όπως όφειλε να πράξει κατά την ήδη διακηρυγμένη στο ενημερωτικό της δελτίο αναγκαιότητα και την εξ αυτής απορρέουσα αυτοδέσμευσή της, ως καθήκον αυτής, επιβαλλόμενο και από την καλή πίστη. Επί πλέον, όπως επίσης προαναφέρθηκε, η τράπεζα δεν αναφέρει σε κανένα σημείο του ενημερωτικού της δελτίου την οικονομική της κατάσταση και την τρέχουσα αναγκαιότητα έκδοσης των … Απέκρυψε, δηλαδή, από τους υποψήφιους επενδυτές τη δυσχερή οικονομική της κατάσταση, στην οποία ήδη βρισκόταν, συνεπεία της συγκέντρωσης υψηλών κινδύνων από επένδυση σε Ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου ύψους περί τα 2.3 δις ευρώ την 5-4-2011, που ήδη είχαν χαρακτηρισθεί από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης ως μηδενικής αξίας, όταν τα ίδια κεφάλαιά της κατά την ίδια περίοδο ανέρχονταν σε 2.8 δις ευρώ, γεγονός που αποτέλεσε και την αναγκαιότητα έκδοσης των επιδίκων …, προκειμένου με την εισροή νέων κεφαλαίων να αποκατασταθεί η κλονισμένη κεφαλαιακή της επάρκεια.

   Επομένως, οι ενάγοντες, ως απλοί πελάτες της τράπεζας, ακόμα και αν διάβαζαν το ανωτέρω ενημερωτικό δελτίο, δεν θα ήταν σε θέση να αντιληφθούν τους κινδύνους της συγκεκριμένης επένδυσης που επέλεξαν με προτροπή και σύσταση της δεύτερης εναγομένης. Περαιτέρω, δεν μπορεί να καταλογισθεί ως συντρέχουσα αμέλεια των εναγόντων η μη πρόσληψη επαγγελματία οικονομικού συμβούλου που θα είχε τις γνώσεις ώστε να προβεί στην αξιολόγηση των επίδικων … και της επένδυσης σ’ αυτά, καθώς η τακτική αυτή δεν είναι συνήθης και ακολουθούμενη στις τραπεζικές συναλλαγές των ιδιωτών επενδυτών, ιδίως της λιανικής τραπεζικής. Επί πλέον, δεν πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός ότι οι ενάγοντες, λόγω των σχέσεων που είχαν αναπτύξει με τη δεύτερη εναγομένη από την πολυετή συνεργασία τους, είχαν πεισθεί πλήρως από τις διαβεβαιώσεις της ότι η συγκεκριμένη επένδυση ήταν επωφελής και ασφαλής γι’ αυτούς και ότι δεν υπήρχαν κίνδυνοι από την επένδυση αυτή λόγω της ισχυρής οικονομικής θέσης της τράπεζας, όπως τους είχε διαβεβαιώσει η τελευταία. Κατά συνέπεια δεν τους βαρύνει καμία υπαιτιότητα επειδή δεν ανέγνωσαν τα πληροφοριακά έντυπά που εξέδωσε η πρώτη εναγόμενη και δεν κατέφυγαν στις υπηρεσίες εξειδικευμένων προσώπων και συνακόλουθα η σχετική ένσταση των εναγομένων περί συνυπαιτιότητας των εναγόντων στην πρόκληση της ζημίας τους, που είναι νόμιμη (άρθρ. 300 ΑΚ), πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Οι εναγόμενες ισχυρίζονται περαιτέρω ότι οι ενάγοντες είναι συνυπαίτιοι της έκτασης της ζημίας τους, καθώς, ενώ είχαν ενημερωθεί ήδη από τις 30-6- 2011 από το Ενημερωτικό (statement) της Συνοπτικής Παρουσίασης Θέσης, που τους είχε αποσταλεί και παρέλαβαν, ότι το κεφάλαιό τους είχε ήδη απώλεια28.290.00 ευρώ, αποτιμούμενο σε 221.710.00 ευρώ, αυτοί (ενάγοντες) όφειλαν αμέσως την 1-7-2011 να πουλήσουν τα 250.000 ..στο Χρηματιστήριο στην τιμή των 221.710,00 και να περιορίσουν έτσι τη ζημία τους στο ποσό των 28.290.00 ευρώ. Ο ισχυρισμός αυτός είναι νόμιμος (άρθρ. 300 ΑΚ). πρέπει όμως να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος για τους εξής ειδικότερα λόγους: Κατ’ αρχάς θα πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως προαναφέρθηκε, επιδίωξη των εναγόντων ήταν η τοποθέτηση του κεφαλαίου τους σε εξίσου ασφαλές με την προθεσμιακή κατάθεση τραπεζικό προϊόν, πενταετούς διάρκειας και εξαμηνιαίας τοκοδοσίας και όχι η πώληση των τίτλων στο Χρηματιστήριο. Επί πλέον, η εμπιστοσύνη που είχε αναπτυχθεί με την πρώτη των εναγόμενων και την υπάλληλό της δεύτερη εξ αυτών, δημιούργησε στους ενάγοντες την πεποίθηση ότι θα λάβουν τα χρήματά τους στην πενταετία, χωρίς να παρακολουθούν τις χρηματιστηριακές αποτιμήσεις του κεφαλαίου τους και χωρίς να είναι αναγκαίο γι` αυτούς να εξετάσουν το ενδεχόμενο πώλησης των επιδίκων … στη δευτερογενή αγορά. Όπως, μάλιστα, αποδείχθηκε, οι ενάγοντες, όταν έλαβαν την ανωτέρω συνοπτική παρουσίαση θέσης του κεφαλαίου τους, απευθύνθηκαν στη δεύτερη εναγομένη εκδηλώνοντας τον προβληματισμό και την ανησυχία τους για το θέμα αυτό, για να λάβουν την απάντηση ότι τα έγγραφα αυτά είναι τυπικά, που δεν πρέπει να τους ανησυχούν και που δεν επηρεάζουν την ασφάλεια του κεφαλαίου τους και την επιστροφή του στο ακέραιο κατά τη λήξη της πενταετίας. Είναι δε προφανές ότι το άκρως συντηρητικό επενδυτικό τους προφίλ δεν συνάδει με άτομα που θα διακινδυνεύσουν το σύνολο των αποταμιεύσεων τους, αν γνώριζαν ότι μόνο με την πώληση στο Χρηματιστήριο θα μπορούσαν να περιορίσουν τη ζημία τους. Περαιτέρω, οι αποτιμήσεις του χαρτοφυλακίου, στις οποίες προέβαινε η τράπεζα σχετικά με το κεφάλαιο των εναγόντων, ουδόλως αποτελούν αποδεικτικό στοιχείο το οποίο προσδιορίζει τη συγκεκριμένη αξία των επιδίκων προϊόντων, αφού δεν συνεπάγεται και δεν εγγυάται και την πώληση τους στην αξία αυτή. Η αποτίμηση δηλαδή του χαρτοφυλακίου δεν σημαίνει ότι τα επίδικα προϊόντα θα είχαν πωληθεί στην αξία αυτή, αφού αυτό προϋποθέτει αντίστοιχο αγοραστικό ενδιαφέρον, που δεν μπορεί να προσδιοριστεί και που δεν αποδεικνύεται άλλωστε ότι υπήρχε. Τούτο δε αν επί πλέον ληφθεί υπόψη ότι, σύμφωνα με τους όρους του πιο πάνω από 5-4-2011 Ενημερωτικού Δελτίου, η τράπεζα ομολογεί την ανυπαρξία προηγούμενης δημόσιας αγοράς, καθώς το επίμαχα προϊόντα, άγνωστα στο επενδυτικό κοινό, ήταν η πρώτη φορά που θα διαπραγματεύονταν και μάλιστα στη δευτερογενή αγορά του Χρηματιστηρίου, που ιδίως τότε, λόγω της γενικότερης οικονομικής κατάστασης, ήταν μικρή, ενώ επί πλέον τα προϊόντα αυτά είχαν περιπέσει από την έκδοσή τους σε  ανυποληψία στους επενδυτικούς κύκλους και στους ειδικούς περί τα χρηματοοικονομικά (επαγγελματίες και θεσμικούς επενδυτές). Για το λόγο αυτό άλλωστε δεν δόθηκαν ποτέ για αξιολόγηση (rating), όπως συνηθίζεται. Επομένως, η εμπορευσιμότητα των επίδικων προϊόντων θα ήταν με βεβαιότητα μηδενική. Εξ άλλου, η επιλογή της ρευστοποίησης των τίτλων θα αποτελούσε ουσιαστικά επιλογή στην οικονομική ζημία και όχι επιλογή περιστολής της ζημίας, αφού κάτι τέτοιο ήταν εκτός του πεδίου ενδιαφέροντος των εναγόντων, δεδομένου ότι η επιδίωξή τους ήταν να διατηρήσουν ασφαλές και ακέραιο το κεφάλαιό τους έως τη λήξη της πενταετίας.

  Ισχυρίζονται, επίσης, οι εναγόμενες επικουρικά ότι σε οποιοδήποτε ποσό τυχόν επιδικαστεί στους ενάγοντες ως αποζημίωση, πρέπει να συνυπολογισθεί και να αφαιρεθεί ως ωφέλεια το συνολικό ποσό των 8.590,24 ευρώ, που αυτοί έλαβαν ως τόκους για το διάστημα από 30-6-2011 έως 31-12-2011. Η ένσταση, όμως, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη. Και τούτο διότι το επικαλούμενο από τις εναγόμενες κέρδος των εναγόντων δεν προέρχεται από τη ζημία που υπέστησαν αυτοί εξ αιτίας της απώλειας του κεφαλαίου τους, αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύτηκε, αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς του στους ενάγοντες και κατά συνέπεια δεν μπορεί να συνυπολογισθεί στη ζημία τους (βλ. και ΑΠ 244/2016 ΝΟΜΟΣ). Αποδείχθηκε, περαιτέρω ότι εξ αιτίας της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της δεύτερης εναγομένης, προστηθείσας υπαλλήλου της πρώτης εναγομένης, οι ενάγοντες υπέστησαν ηθική βλάβη ένεκα της στεναχώριας και της ψυχικής ταλαιπωρίας που υπέστησαν από την απώλεια του κεφαλαίου τους. Πρέπει, επομένως, να τους επιδικαστεί ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής τους βλάβης, κατ` άρθρο 932 ΑΚ, το ποσό των 3.000 ευρώ στον καθένα, το οποίο κρίνεται εύλογο, αν ληφθεί υπόψη η αδικοπρακτική συμπεριφορά της δεύτερης εναγομένης, το είδος και η έκταση της περιουσιακής ζημίας των εναγόντων και η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων μερών. Κατά συνέπεια και με βάση όλα τα παραπάνω, πρέπει να γίνει δεκτή η από 7-5-2014 αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη κατά ένα μέρος και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, η κάθε μία εις ολόκληρον, να καταβάλουν στους ενάγοντες κατ’ ισομοιρία (άρθρ. 480 και 926 ΑΚ), το ποσό των 247.000,00 ευρώ ως θετική τους ζημία και επί πλέον στον καθένα εξ αυτών το ποσό των 3.000.00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, τα ποσά δε αυτά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής (άρθρ. 346 ΑΚ). Επίσης και δεδομένου ότι η έφεση έγινε δεκτή, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε` ΚΠολΔ, να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου της έφεσης στον καταθέσαντα. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων-εκκαλούντων, και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν κατά ένα μέρος σε βάρος των εναγομένων – εφεσιβλήτων, κατά το λόγο της μερικής νίκης και ήπας των διαδίκων (άρθρ. 178 παρ. 1 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό.

                                                                     ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ` ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει τη με αριθμό 2/2015 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πρέβεζας.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει κατ` ουσίαν την από 7-5-2014 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή αυτή.

Υποχρεώνει τις εναγόμενες, την κάθε μία εις ολόκληρον, να καταβάλουν στους ενάγοντες κατ` ισομοιρία το ποσό των διακοσίων σαράντα επτά χιλιάδων πεντακοσίων (247.500,00) ευρώ, καθώς και το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000.00) στον καθένα, τα ποσά δε αυτά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον καταθέσαντα.

Καταδικάζει τις εναγόμενες στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, που ορίζει στο ποσό των δεκατριών χιλιάδων τετρακοσίων (13.400) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στα Ιωάννινα, στις 11 Σεπτεμβρίου 2018 και δημοσιεύθηκε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Οκτωβρίου 2018, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, από άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και τοποθετήσεως του εφέτη Εισηγητή Γεώργιου Καλαμαρίδη στο Εφετείο Αθηνών και δη από τους Ιωάννη Παπαϊωαννίδη, Πρόεδρο Εφετών, Βασίλειο Γκόγκα και Χριστίνα Αντωνίου Εφέτες.