ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Αριθμός 1568/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παρασκευή Τσούμαρη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Γεώργιο Αυγέρη, Ασπασία Μεσσηνιάτη – Γρυπάρη, Παναγιώτη Βενιζελέα και Σωκράτη Πλαστήρα – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1π Σεπτεμβρίου 2022, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση και του Γραμματέα… , για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων: 1. … του … , κατοίκου … , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Στρίμπερη και 2. … του… , κατοίκου … , ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως με την ιδιότητα του δικηγόρου, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 1024/2021 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Με υποστηρίζοντα την κατηγορία τον … του … , κάτοικο …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Γουβέτα.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και α) ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αναιρεσείοντος … , ανέπτυξε και προφορικά τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 9.5.2022 αίτηση αναιρέσεως και β) ο αναιρεσείων …, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως με την ιδιότητα του δικηγόρου, ανέπτυξε και προφορικά τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 6.5.2022 αίτηση αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 480/2022.
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι υπό κρίση, από 9-5-2022 και 6-5-2022, αιτήσεις των: 1… του … , κατοίκου … και 2. … του …. κατοίκου … , αντίστοιχα, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 1024/2021 καταδικαστικής σε βάρος τους απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, έχουν ασκηθεί νομότυπα, με δήλωση του πρώτου αιτούντος που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (άρθρα 466 παρ. 1 και 474 παρ. 2Α, 4 ΚΠΔ) και με δήλωση στη γραμματέα του Εφετείου Αθηνών … του δεύτερου αιτούντος και εμπρόθεσμα, διότι ασκήθηκαν στις 9- 5-2022 και 6-5-2022, αντίστοιχα, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση, καταχωρήθηκε στο Ειδικό Βιβλίο στις 19-4-2022, ί ασκήθηκαν δε από δικαιούμενα και έχοντα προς τούτο έννομο συμφέρον πρόσωπα, στρέφονται κατά υποκείμενης στο ένδικο αυτό μέσο απόφασης και περιέχουν σαφή και ορισμένο λόγο αναίρεσης (άρθρα 462, 464, 466, 474 παρ.1, 2, 4, 501 παρ. 1, 504 παρ.1). Επομένως, είναι παραδεκτές και πρέπει, αφού συνεκδικαστούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας, να εξεταστούν περαιτέρω κατ’ουσίαν.
Στη διάταξη του άρθρου 404 παρ. 1, 2 και 3 του προϊσχύσαντος Π Κ, περί τοκογλυφίας, με βάση την οποία διώχθηκε ο αναιρεσείων, ορίζεται “1. Όποιος σε δικαιοπραξία για την παροχή οποιοσδήποτε πίστωσης, ανανέωσή της ή παράταση της προθεσμίας πληρωμής εκμεταλλεύεται την οικονομική ανάγκη, την πνευματική αδυναμία, την κουφότητα ή την απειρία ή την ψυχική έξαψη εκείνου που παίρνει την πίστωση, συνομολογώντας ή παίρνοντας για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα, που ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις είναι προφανώς δυσανάλογα προς την παροχή του υπαιτίου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και με χρηματική ποινή. 2. Με τις ίδιες ποινές τιμωρείται και: α) όποιος, ανεξάρτητα από τους πιο πάνω όρους κατά την παροχή ή την παράταση της προθεσμίας, πληρωμής συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου…3. Αν ο υπαίτιος επιχειρεί κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια τοκογλυφικές πράξεις του είδους των παρ. 1 και 2 τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή”, ενώ η αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 404 του νέου Ποινικού Κώδικα ορίζει, “1. Όποιος σε δικαιοπραξία για την παροχή οποιοσδήποτε πίστωσης, ανανέωσής της η παράταση της προθεσμίας πληρωμής εκμεταλλεύεται την οικονομική ανάγκη, την πνευματική αδυναμία, την κουφότητα ή την απειρία εκείνου που παίρνει την πίστωση, συνομολογώντας ή παίρνοντας για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα, που με βάση τις ειδικές περιστάσεις είναι προφανώς δυσανάλογα προς την παροχή του υπαιτίου ή συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά τον νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή. Αν . η πράξη έχει τελεστεί με περισσότερους τρόπους αφορά όμως τα ίδια περιουσιακά ωφελήματα, στον υπαίτιο επιβάλλεται μία μόνο ποινή, κατά την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνεται υπόψη η συνολική εγκληματική δράση του. 2. Αν ο υπαίτιος επιχειρεί κατ’ επάγγελμα τις τοκογλυφικές πράξεις της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή”. Και στη συνέχεια το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 και η παρ. 2 του άρθρου 404 του ΠΚ τροποποιούνται ως προς την ποινή, και δη <<.. με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών ..>>, και <<..τιμωρείται με κάθειρξη έως οκτώ έτη..>>, με το άρθρο 98 του ν. 4855/12.11.2021. Από τη σύγκριση των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, ότι με την παρ. 2 του άρθρου 404 του νέου ΠΚ η κατ’ επάγγελμα τέλεση της τοκογλυφίας τιμωρούνταν σε βαθμό πλημμελήματος έως 12-11-2021, ήτοι με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή, αντί της ποινής κάθειρξης μέχρι δέκα ετών και χρηματικής ποινής που προέβλεπε η προϊσχύσασα διάταξη και στη συνέχεια, με κάθειρξη έως οκτώ έτη, με το άρθρο 98 του ν. 4855/12.11.2021, ενώ καταργήθηκε και η επιβαρυντική περίσταση της κατά συνήθεια τέλεσης (ΑΠ 787/2020, ΑΠ 783/2020,ΑΠ 640/2020). Το έγκλημα αυτό -κατά το προισχύσαν δίκαιο – μπορούσε να τελεστεί με δύο τρόπους, οι οποίοι ήταν αυτοτελείς και ανεξάρτητοι μεταξύ τους, τελούσαν δε σε αληθινή πραγματική συρροή, και ειδικότερα, αφ’ ενός μεν με τη συνομολόγηση και λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων, αφ’ ετέρου δε με την επιδίωξη εκπλήρωσης των τοκογλυφικών ωφελημάτων που έχουν συνομολογηθεί (ΑΠ 226/2018), ενώ με την ισχύουσα ρύθμιση, αν η πράξη έχει τελεστεί με περισσότερους τρόπους αφορά όμως τα ίδια περιουσιακά ωφελήματα, στον υπαίτιο επιβάλλεται μία μόνο ποινή, κατά την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνεται υπόψη η συνολική εγκληματική δράση του.(άρθρο 404 παρ.1 εδ.β του ΝΠΚ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 216 του ΠΚ, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται αντικειμενικώς μεν η απαρχής κατάρτιση εγγράφου (κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ’ του ΠΚ) από τον υπαίτιο, είτε με απομίμηση του γραφικού χαρακτήρα είτε με τη θέση της υπογραφής του φερομένου ως συντάκτη είτε με την κατάχρηση της υπογραφής (συμπλήρωση κατά το δοκούν εγγράφου, που φέρει μόνο την υπογραφή τρίτου), που να το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον, ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, με μεταβολή του τελευταίου, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση (έστω και με την έννοια της αμφιβολίας) και θέληση των πραγματικών περιστατικών, που απαρτίζουν την πράξη και περαιτέρω σκοπός του υπαιτίου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης δημόσιας ή ιδιωτικής φύσεως, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση(ΑΠ 1/2021). Ακόμη ο Ν. 5960/1933 δεν αναγνωρίζει ρητώς την λευκή επιταγή, πλην όμως, από το άρθρο 13 αυτού, συνάγεται, ότι είναι δυνατόν να υπάρξει ηθελημένη έλλειψη ενός ή περισσοτέρων τυπικών στοιχείων της επιταγής, όπως συνήθως το ποσό αυτής ή η χρονολογία έκδοσής της, προκειμένου αυτά να συμπληρωθούν μεταγενεστέρως από τον λήπτη, δυνάμει συμφωνίας μεταξύ αυτού και του εκδότη, με την οποία παρέχεται εξουσιοδότηση στον πρώτο να συμπληρωθούν τα εν λόγω στοιχεία, κατά τα συμφωνημένα. Η μη τήρηση της συμφωνίας, που μπορεί να είναι και σιωπηρή, τεκμαιρόμενη μάλιστα, σε περίπτωση, που αφέθηκε σε αυτήν συγκεκριμένο κενό για να συμπληρωθεί αργότερα, και η, αντίθετα με το περιεχόμενό της, συμπλήρωση της ατελούς κατά την έκδοση ως προς κάποιο τυπικό στοιχείο της επιταγής (άρθρο 13 ν. 5960/1933) συνιστά πλαστογραφία με τη μορφή της νόθευσης εγγράφου (ΑΠ 228/2013, ΑΠ 1686/2010, ΑΠ 1491/2006, ΑΠ 1802/2001, πρβλ και ΑΠ 1117/2017, ΑΠ 672/2020). Έτι περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 386 του ΠΚ, προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται:
- Παραπλανητική συμπεριφορά του δράστη, η οποία συνίσταται είτε στην παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών είτε στην αθέμιτη απόκρυψη είτε στην παρασιώπηση αληθινών γεγονότων,
- πρόκληση στον παθόντα, από την παραπλανητική συμπεριφορά του δράστη, πλάνης, δηλαδή ανεπίγνωτης διάστασης μεταξύ της βούλησης και της δήλωσης βούλησης, ή διατήρηση ή ενίσχυση της υπάρχουσας (πλάνης), 3) ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παραπλανητικής συμπεριφοράς του δράστη και της πλάνης που προκλήθηκε από αυτή στον παθόντα, 4) πράξη, παράλειψη ή ανοχή, εξαιτίας της πλάνης, από τον παθόντα, η οποία (πράξη κλπ) ενέχει περιουσιακή διάθεση, 5) ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πλάνης του παθόντος και της περιουσιακής διάθεσης, 6) επέλευση, εξαιτίας της περιουσιακής διάθεσης που έγινε από εκείνον που παραπλανήθηκε, βλάβης στην περιουσία αυτού ή άλλου, η οποία συνίσταται είτε στη μείωση είτε στη χειροτέρευση της περιουσίας του παθόντος και 7) δόλος του δράστη, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των στοιχείων του εγκλήματος, καθώς και σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι όμως και πραγματοποίηση του οφέλους αυτού (ΑΠ 1/2021). Τέλος κρίθηκε, ότι καταφάσκονται τα εγκλήματα της πλαστογραφίας υπό τη μορφή της νόθευσης εγγράφου, και δη της χρήσης πλαστού εγγράφου και της απάτης επί δικαστηρίου, όποιος συμπλήρωσε επιταγή λευκή ως προς την ημερομηνία έκδοσης κατά παράβαση των συμφωνηθέντων και την εμφάνισε στο δικαστήριο επιτυγχάνοντας την έκδοση διαταγής πληρωμής (ΑΠ 280/2002, ΑΠ 314/2020). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους τα πραγματικά αυτά περιστατικά υπήχθησαν στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόστηκαν. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο κατ’ αρχάς να αιτιολογείται ιδιαιτέρως στην καταδικαστική απόφαση, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του και έτσι διαλαμβάνεται περί του δόλου αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή του κατηγορουμένου εκτός εάν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί να αναφέρονται αυτά γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται: α) τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά, β) η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, γ) ποιο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνο μερικά απ’ αυτά κατ’ επιλογή, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του Κ.Π.Δ., κατά την προϊσχύσασα διατύπωσή τους, αφού η αιτιολογία της δικαστικής απόφασης δεν μπορεί να είναι επιλεκτική, δηλαδή να στηρίζεται σε ορισμένα δεδομένα της αποδεικτικής διαδικασίας χωρίς να συνεκτιμά άλλα που εισφέρθηκαν κατ’ αυτήν διότι τότε δημιουργούνται λογικά κενά, η αιτιολογία πάσχει και δεν θεωρείται εμπεριστατωμένη. Όμως, δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών αποδείξεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, με τη διάταξη της ΕΣΔΑ που ορίζει ότι “παν πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικαστεί δικαίως, δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξάρτητου και αμερόληπτου Δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίο θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως”, προκύπτει, ότι η πολιτεία μέσω των οργάνων της οφείλει να απαντά σε όλα τα επιχειρήματα του κατηγορουμένου και να εξετάζονται αυτά κατά τρόπο πραγματικό από το δικαστήριο, δηλαδή το δικαστήριο να προβαίνει σε αποτελεσματική εξέταση των παρατηρήσεων, επιχειρημάτων και αποδείξεων που επικαλούνται οι διάδικοι (ΑΠ 748/2020). Παραβίαση της ως άνω αρχής πέραν της αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ’ του Κ.Π.Δ. και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του ίδιου Κώδικα λόγος αναίρεσης (ΑΠ 1821/2016). Λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικές ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠοινΔ, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. (ΑΠ 33/2021, ΑΠ 653/2020). Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του Κ.Ποιν.Δ., υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το Δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από το νόμο ή έχει μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι, οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση ή, όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από το νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι’ αυτό κατά το νόμο όροι. Στην πρώτη περίπτωση, που το δικαστήριο αποφασίζει κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, υπάρχει θετική υπέρβαση εξουσίας, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, που παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, υπάρχει αρνητική υπέρβαση εξουσίας (Ολ. ΑΠ. 1/2008, 3/2005). Η ως άνω διάταξη του άρθρου 510 παρ. στοιχ. Θ’ του Κ.Ποιν.Δ. ενδεικτικά αναφέρει μόνο μερικές περιπτώσεις υπέρβασης εξουσίας, όπως, όταν α) το δικαστήριο αποφάσισε για υπόθεση που δεν υπάγεται στην δικαιοδοσία του, β) έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που υπάγεται σύμφωνα με ρητή διάταξη του νόμου στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, και γ) καταδίκασε για έγκλημα για το οποίο δεν υποβλήθηκε η απαιτούμενη αίτηση ή έγκληση ή για το οποίο δεν δόθηκε η άδεια δίωξης ή για το οποίο δεν έχει ρητά επιτραπεί η έκδοση (ΑΠ 784/2020). Επομένως, υπέρβαση εξουσίας υφίσταται και όταν το δικαστήριο καταδίκασε τον κατηγορούμενο για αξιόποινη πράξη της οποίας το αξιόποινο είχε εξαλειφθεί λόγω παραγραφής, καθώς και όταν επί κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος μερικότερη πράξη αυτού, η οποία διατηρεί την αυτοτέλεια της, υπέπεσε σε παραγραφή και το δικαστήριο καταδίκασε τον κατηγορούμενο και για αυτήν (ΑΠ 810/2020, ΑΠ 784/2020, ΑΠ 877/2015). Τέλος, κατά το άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ κατά το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, “παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του”, σύμφωνα δε με το άρθρο 14 παρ.2 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Δ.Σ.Α.Π.Δ.), που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 2462/1997, “κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο”. Με τις ως άνω διατάξεις, στα πλαίσια της έννοιας της “δίκαιης δίκης” επί ποινικών υποθέσεων, καθιερώνεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου καθ’ όλα τα διαδικαστικά στάδια μέχρι να εκδοθεί καταδικαστική απόφαση επί της δίωξης που ασκήθηκε σε βάρος του, κατοχυρώνεται, δηλαδή, το δικαίωμα κάθε κατηγορουμένου να θεωρείται (τεκμαίρεται) αθώος, εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί νομίμως. Κατ’ αυτό, η Πολιτεία, μέσω των οργάνων της, οφείλει να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου και όχι ο κατηγορούμενος την αθωότητά του. Απόρροια του τεκμηρίου αθωότητας είναι η αρχή της επιείκειας προς τον κατηγορούμενο, η οποία επιβάλλει το δικαστήριο, εν αμφιβολία, να αποφανθεί υπέρ του κατηγορουμένου (in dubio pro reo). Η παραβίαση του τεκμηρίου αυτού επάγεται, εκτός από την αναίρεση της απόφασης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, οπότε ιδρύεται και ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ λόγος αναίρεσης, σε συνδυασμό με το προπαρατεθέν άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ ΚΠοινΔ [ΑΠ 13/2022].
Στην προκείμενη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη με αριθμ. 1024/2021 απόφασή του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του και μνημονεύει κατ’ είδος, αποδείχθηκαν τα εξής: « ο εγκαλών και ήδη παριστάμενος προς υποστήριξη της κατηγορίας, … του …., διατηρεί επιχείρηση εμπορίας και τοποθέτησης ελαστικών και ζαντών, με καταστήματα στην… , επί της … , στη θέση «… », στον …., επί της οδού …, αρ. …, και στην …., επί της οδού …, αρ. …. Ο πρώτος των κατηγορουμένων, … του …, εργαζόμενος στην εταιρία «….», εκμεταλλευόμενος την πρόσκαιρη ταμειακή δυσχέρεια του ανωτέρω εγκαλούντος προς κάλυψη επειγουσών οικονομικών υποχρεώσεών του, που δημιουργήθηκε εξαιτίας της ενσκύψασας γενικότερης οικονομικής κρίσης που έπληξε και τον κλάδο στον οποίο ο εγκαλών δραστηριοποιείται επιχειρηματικά, με κύριο χαρακτηριστικό την έλλειψη ρευστότητας, περί τα μέσα του μηνός Μαΐου 2013 συμφώνησε με τον εγκαλούντα να του δανείζει σταδιακά χρηματικά ποσά, με επιτόκιο 2,5% μηνιαίως. Στο πλαίσιο της εν λόγω συμφωνίας, ο εγκαλών δανείστηκε από τον πρώτο των κατηγορουμένων τα κάτωθι χρηματικά ποσά: 1. Την 31-5-2013 το ποσό των 8.000 ευρώ (κατάθεση ποσού στον τραπεζικό λογαριασμό Τράπεζας …., με ΙΒΑΝ … στην κίνηση λογαριασμού). 2. Την 30-6-2013 το ποσό των 22.000 ευρώ (κατάθεση στις 28-6-2013 ποσού 16.000 ευρώ στον τραπεζικό του λογαριασμό της Τράπεζας … με ΙΒΑΝ … στην κίνηση λογαριασμού, μετρητοίς 2.320 ευρώ που παρέδωσε στην υπάλληλο του …, και μετρητοίς 3.680 ευρώ στον εγκαλούντα). 3. Την 30-7-2013 το ποσό των 20.000 ευρώ (κατάθεση ποσού 8.000 ευρώ στον τραπεζικό του λογαριασμό της Τράπεζας …. με ΙΒΑΝ … στην κίνηση λογαριασμού και μετρητοίς 12.000 ευρώ στον εγκαλούντα). 4. Την 12-9- 2013 το ποσό των 20.000 ευρώ (μετρητοίς στον εγκαλούντα). 5. Την 17-9-2013 το ποσό των 10.000 ευρώ (μετρητοίς στον εγκαλούντα). 6. Την 1-10-201 ποσό των 10.000 ευρώ (κατάθεση ποσού 5.500 ευρώ, στις 30-9-2013 στον τραπεζικό λογαριασμό του στην Τράπεζα … με ΙΒΑΝ … στην κίνηση λογαριασμού, και 4.500 ευρώ μετρητοίς στον εγκαλούντα). 7. Την 1-11-2013 το ποσό των 15.000 ευρώ (μετρητοίς στον εγκαλούντα). 8. Την 23- 12-2013 το ποσό των 15.000 (μετρητοίς στον εγκαλούντα). 9. Την 5-2-2014 το ποσό των 15.000 ευρώ (μετρητοίς στον εγκαλούντα). 10. Την 13-2-2014 το ποσό των 7.000 ευρώ (κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό της Τράπεζας … με ΙΒΑΝ … στην κίνηση λογαριασμού). 11. Την 20-2-2014 το ποσό των 7.000 ευρώ (μετρητοίς στον εγκαλούντα). 12. Την 1-3-2014 το ποσό των 9.000 ευρώ (μετρητοίς στον εγκαλούντα). 13. Την 4-3-2014 το ποσό των 5.000 ευρώ (μετρητοίς στην του εγκαλούντος, … ). 14. Την 14-3-2014 το ποσό των 5.000 ευρώ (μετρητοίς στον εγκαλούντα). 15. Την 1-4-2014 το ποσό των 7.000 ευρώ (μετρητοίς στον εγκαλούντα). 16. Την 9-4-2014 το ποσό των 15.000 ευρώ (κατάθεση ποσού 5.000 ευρώ την 4-4- 2014 στον τραπεζικό λογαριασμό του εγκαλούντος στην Τράπεζα … με ΙΒΑΝ … 14 στην κίνηση λογαριασμού και κατάθεση ποσού 7.000 ευρώ την 7- 4-2014 στον τραπεζικό λογαριασμό της Τράπεζας … με ΙΒΑΝ …. 15 στην κίνηση λογαριασμού και μετρητοίς 3.000 ευρώ στον εγκαλούντα). 17. Την 15-4-2014 το ποσό των 5.000 ευρώ (μετρητοίς στον εγκαλούντα). 18. Την 30-4-2014 το ποσό των 10.000 ευρώ (μετρητοίς στον εγκαλούντα). 19. Την 12-5-2014 το ποσό των 8.000 ευρώ (κατάθεση ποσού 4.000 ευρώ την 2-5-2014 στον τραπεζικό λογαριασμό του εγκαλούντος στην Τράπεζα … με ΙΒΑΝ… 8 στην κίνηση λογαριασμού, και μετρητοίς 4.000 ευρώ στον εγκαλούντα). 20. Την 27-5-2014 το ποσό των 11.100 ευρώ (κατάθεση ποσού 5.000 ευρώ στον τραπεζικό λογαριασμό του εγκαλούντος στην Τράπεζα … με ΙΒΑΝ … 5 στην κίνηση λογαριασμού, και μετρητοίς 6.100 ευρώ στον εγκαλούντα). 21. Την 11-6-2014 το ποσό των 10.000 ευρώ (κατάθεση ποσού 2.350 ευρώ στον τραπεζικό λογαριασμό του εγκαλούντος στην Τράπεζα …. με ΙΒΑΝ … 7 στην κίνηση λογαριασμού κατάθεση ποσού 1.650 ευρώ για εξόφληση τιμολογίου εταιρίας Ο.Μ.Κ. – α/α 6 στη. κίνηση λογαριασμού, και μετρητοίς 6.000 ευρώ στον εγκαλούντα). 22. Την 1-7-2014 το ποσό των 10.000 ευρώ (μετρητοίς στον εγκαλούντα). 23. Την 9-7-2014 το ποσό των 5.000 ευρώ (μετρητοίς στον εγκαλούντα). 24. Την 15-7-2014 το ποσό των 5.000 ευρώ (μετρητοίς στον εγκαλούντα). 25. Την 20-7-2014 το ποσό των 5.000 ευρώ (μετρητοίς στον εγκαλούντα). 26. Την 11-8-2014 το ποσό των 10.000 ευρώ (κατάθεση ποσού 7.420 ευρώ στον τραπεζικό λογαριασμό του εγκαλούντος στην Τράπεζα …. με ΙΒΑΝ …. 7 στην κίνηση λογαριασμού με αιτιολογία …. αλλά η κατάθεση έγινε στο Κατάστημα … που είναι …, και μετρητοίς ευρώ 2.580 στον εγκαλούντα). 27. Την 2-9-2014 το ποσό των 6.000 ευρώ (κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό του εγκαλούντος στην Τράπεζα … με ΙΒΑΝ … 6 στην κίνηση λογαριασμού, χωρίς αιτιολογία κατάθεσης από το Κατάστημα … που εδρεύει στη … . 28. Την 23-9-2014 το ποσό των 7.000 ευρώ (κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό του εγκαλούντος στην Τράπεζα … με ΙΒΑΝ … 4 στην κίνηση λογαριασμού με αιτιολογία κατάθεσης … αλλά η κατάθεση έγινε στο κατάστημα …. που εδρεύει στην… . 29. Την 30-9-2014 σε τρεις καταβολές το ποσό των 3.000 ευρώ (μετρητοίς στον εγκαλούντα), 5.765 ευρώ (κατάθεση ποσού 1.800 ευρώ στον τραπεζικό λογαριασμό του εγκαλούντος στην Τράπεζα … με ΙΒΑΝ … 6 στην κίνηση λογαριασμού και μετρητοίς 3.965 ευρώ στον εγκαλούντα) και 6.000 ευρώ (μετρητοίς στον εγκαλούντα). 30. Την 16-10-2014 το ποσό των 7.000 ευρώ (μετρητοίς στον εγκαλούντα). 31. Την 20-10-2014 το ποσό των 8.000 ευρώ (μετρητοίς στον εγκαλούντα). 32. Την 27-10-2014 το ποσό των 8.000 ευρώ (μετρητοίς στον εγκαλούντα).
- Την 5-11-2014 το ποσό των 6.000 ευρώ (μετρητοίς στον εγκαλούντα). 34. Την 7-11-2014 το ποσό των 2.100 ευρώ (μετρητοίς στον εγκαλούντα). 35. Την 10-11-2014 το ποσό των 10.000 ευρώ (παρέδωσε μετρητοίς 3.000 ευρώ στην υπάλληλο του εγκαλούντος ….και 7.000 ευρώ στον εγκαλούντα). 36. Την 12-11-2014 το ποσό των 10.000 ευρώ (μετρητοίς στον εγκαλούντα). 37. Την 12-11 -2014 το ποσό των 7.000 ευρώ (μετρητοίς στον εγκαλούντα). 38. Την 13-11-2014 το ποσό των 5.000 ευρώ (κατάθεση ποσού ευρώ στον τραπεζικό λογαριασμό του εγκαλούντος στην Τράπεζα … με ΙΒΑΝ … 7 στην κίνηση λογαριασμού, χωρίς αιτιολογία κατάθεσης, στο Κατάστημα … στην… ). 39. Την 17-11-2014 το ποσό των 3.000 ευρώ (μετρητοίς στον εγκαλούντα). 40. Την 19-10- 2014 το ποσό των 6.000 ευρώ (μετρητοίς στον εγκαλούντα). 41. Την 5-12-2014 το ποσό των 8.000 ευρώ (μετρητοίς στον εγκαλούντα). 42. Την 5-12-2014 το ποσό των 8.000 ευρώ (μετρητοίς στον εγκαλούντα). 43. Την 9-12-2014 το ποσό των 8.500 ευρώ (μετρητοίς στον εγκαλούντα). 43. Την 12-12-2014 το ποσό των 20.000 ευρώ (κατάθεση ποσού 12.850 ευρώ) στον τραπεζικό λογαριασμό του εγκαλούντος στην Τράπεζα … με ΙΒΑΝ … 5 στην κίνηση λογαριασμού από το Κατάστημα… , που βρίσκεται στην… , κατάθεση επιταγής με αριθμό … , ποσού 1.230 ευρώ – α/α 6 στην κίνηση λογαριασμού από το ως άνω Κατάστημα…, και 5.920 ευρώ μετρητοίς στον εγκαλούντα). 44. Την 30-12-2014 το ποσό των 1.172 ευρώ (μετρητοίς στον εγκαλούντα). 45. Την 19-1-2015 το ποσό των 12.000 ευρώ (δεν αφορά νέα καταβολή αλλά πρόσθεση ποσού από επιταγή πελατείας του εγκαλούντος αρ…, με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης («λήξης») 19-1-2015, ποσού 12.000 ευρώ, την οποία του είχε παραδώσει και του την επέστρεψε διότι δεν είχε υπόλοιπο κατά την ημερομηνία είσπραξής της). Δηλαδή, κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Μάϊο του έτους 2013 έως το μήνα Ιανουάριο του έτους 2015 ο εγκαλών – παριστάμενος προς υποστήριξη της κατηγορίας δανείστηκε από τον πρώτο των κατηγορουμένων το συνολικό χρηματικό ποσό των τετρακοσίων δεκαοκτώ χιλιάδων εξακοσίων τριάντα επτά (418.637) ευρώ. Για την ως άνω αιτία, κατά το διάστημα από 23-8-2013 έως και 18-12-2015, ο εγκαλών – παριστάμενος προς υποστήριξη της κατηγορίας κατέβαλε στον πρώτο των κατηγορουμένων συνολικά το χρηματικό ποσό των τριακοσίων ογδόντα τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων ογδόντα εννέα ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών (384.889,97 ευρώ). Οι καταβολές δε αυτές έγιναν ως εξής: Με παράδοση στον πρώτο κατηγορούμενο των παρακάτω τραπεζικών επιταγών συνολικού ποσού 338.418,87 ευρώ, οι οποίες πληρώθηκαν, όπως ο παρακάτω πίνακας:
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον πρώτο κατηγορούμενο για τις πράξεις της 1. τοκογλυφίας κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα, 2. πλαστογραφίας με χρήση κατ’ εξακολούθηση και 3. ηθικής αυτουργίας σε απάτη στο Δικαστήριο και του επέβαλε συνολική ποινή φυλάκισης 21 μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία και ειδικότερα του ότι: Α] « Στον .. κατά το χρονικό διάστημα από 17-10-2014 έως και 19-1-2015, ο πρώτος κατηγορούμενος … του.. , κατά την κατάρτιση συμβάσεων δανείου με τον εγκαλούντα, .. υπό την ιδιότητά του ως επιχειρηματία, ο οποίος διατηρεί επιχείρηση εμπορίας και τοποθέτησης ελαστικών και ζαντών οχημάτων εκμεταλλευόμενος την πρόσκαιρη ταμειακή του δυσχέρεια προς κάλυψη επειγουσών οικονομικών υποχρεώσεων του και μην έχοντας αυτός ευχέρεια με διαφορετικό τρόπο καλύψεως τους, Συμφώνησε και έλαβε ποσοστό τόκου για τα επιμέρους παρακάτω αναλυτικώς αναφερόμενα χρονικά διαστήματα, ήτοι περιουσιακά ωφελήματα, που υπερέβαιναν το κατά τον νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου των δανείων. Ειδικότερα, κατά τον ως άνω τόπο και από 31-5-2013 έως και 19-1-2015 δάνεισε σταδιακά τον εγκαλούντα το χρηματικό ποσό των τετρακοσίων δέκα οκτώ χιλιάδων πεντακοσίων τριάντα επτά (418.537) ευρώ εκμεταλλευόμενος την πρόσκαιρη οικονομική ανάγκη του, απαίτησε την καταβολή τόκων επί του ποσού του κεφαλαίου και δη απαίτησε την καταβολή τόκων για το χρονικό διάστημα επί του ποσού ως άνω αναφερθέντος κεφαλαίου ύψους ογδόντα εννέα χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα εννέα ευρώ και εβδομήντα λεπτών (89.689,70), ήτοι με επιτόκιο 2,5% μηνιαίως και 30% ετησίως για το χρονικό διάστημα μέχρι τον Δεκέμβριο του 2015, το οποίο υπερέβαινε το ποσοστό του νόμιμου συμβατικού επιτοκίου βάσει του οποίου είχε αξίωση για νόμιμους τόκους ύψους δώδεκα χιλιάδων ογδόντα τεσσάρων ευρώ και σαράντα δύο λεπτών (12.084,42) ευρώ, με αποτέλεσμα το ποσό των εβδομήντα επτά χιλιάδων εξακοσίων πέντε ευρώ και είκοσι επτά λεπτών (77.605,27) να αποτελεί τοκογλυφικούς τόκους. Συγκεκριμένα, στον κάτωθι παρατιθέμενο πίνακα στην στήλη με τον τίτλο χορηγηθέντα δανειζόμενα κεφάλαια «…» αναφέρονται τα επιμέρους χρηματικά ποσά, τα οποία δάνεισε στον εκκαλούντα καθ’ όλο το χρονικό διάστημα, από 31-5-2013 έως 19-1-2015, στη στήλη με τον τίτλο Εξοφλήσεις (Επιταγές & Μετρητά) .. αναφέρονται τα επιμέρους χρηματικά ποσά, τα οποία του κατέβαλε ο εγκαλών καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 31-5-2013 έως 18-12-2015 προς εξόφληση των ποσών του δανείου, που ο κατηγορούμενος του χορήγησε, στην στήλη με τον τίτλο < υπόλοιπο κεφάλαιο> αναφέρονται τα ποσά της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώνεται μετά τις επιμέρους χορηγήσεις πιστώσεως εκ μέρους του κατηγορουμένου αλλά και τις επιμέρους καταβολές εκ μέρους του εγκαλούντος, στην στήλη με τον τίτλο Rate «τοκογλυφικού τόκου» αναφέρεται το μηνιαίο επιτόκιο δανεισμού ήτοι 2,5%, στην στήλη με τον τίτλο «Τοκογλυφικός τόκος/ανά μήνα 2.5%», αναφέρεται το απαιτούμενο από τον κατηγορούμενο μηνιαίως πόσο τόκου βάσει του προαναφερθέντος μηνιαίου επιτοκίου, στη στήλη με τον τίτλο Rate δικαιοπρακτικού τόκου ή αναφέρεται το νόμιμο μηνιαίο επιτόκιο του δικαιοπρακτικού τόκου, ήτοι 0,5 %, στη στήλη με τον τίτλο <δικαιοπρακτικός τόκος/ μήνα 0,5%> αναφέρονται τα ποσά των νομίμων τόκων, που αναλογούν στο εκάστοτε ύψος του δανείου, στη στήλη με τίλτο < Προοδευτικό Υπόλοιπο 0,5 % > αναφέρονται τα ποσά, όπως προκύπτουν από την άθροιση των ποσών του κεφαλαίου του δανείου και των ποσών των νόμιμων δικαιοπρακτικών τόκων, που αναλογούν στο εκάστοτε ύψος του δανείου, στη στήλη με τίτλο προοδευτικό υπόλοιπο 0,5%, αναφέρονται τα ποσά, όπως προκύπτουν από την άθροιση των ποσών του κεφαλαίου του δανείου και των ποσών των νόμιμων δικαιοπρακτικών τόκων, και στο τέλος στη στήλη με τον τίτλο < Διαφορά υπολογισθέντων τόκων> αναφέρονται τα ποσά της διαφοράς μεταξύ των τόκων, που την καταβολή τους αξίωνε ο κατηγορούμενος, και των νόμιμων δικαιοπρακτικών τόκων, ήτοι τα ποσά, τα οποία αποτελούν τοκογλυφικούς τόκους.
Τέτοιες δε πράξεις, διαπράττει κατ’ επάγγελμα, καθόσον από την επανειλημμένη (εξακολουθητική) τέλεση της πράξης, δοθέντος ότι πρόκειται για κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, καθώς και από την υποδομή, που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, δοθέντος ότι δεν ενεργούσε ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου και με οργανωμένη ετοιμότητα με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος.
Β) Στην Αθήνα, στους παρακάτω χρόνους ο πρώτος κατηγορούμενος … του .. με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος νόθευσε γνήσια έγγραφα, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλους σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και ειδικότερα: I) Στις 29-1-2016, επί της .. επιταγής της … Τράπεζας ποσού εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, εις διαταγήν του εκδότη, την οποία ο εκδότης … εξέδωσε ως ατελή (λευκή) ως προς το χρόνο έκδοσης, έθεσε στη θέση της ημερομηνίας έκδοσης την ημερομηνία 28-1-2016 καίτοι είχε ρητώς συμφωνηθεί μεταξύ τους, αφενός ότι παρεχόταν σαν εγγυοδοσία προς εξασφάλιση των τοκογλυφικών δανείων, τα οποία χορήγησε στον εγκαλούντα, και αφετέρου ότι δεν είχε το δικαίωμα να την συμπληρώσει και είτε να την εμφανίσει προς πληρωμή είτε να την οπισθογράφηση περαιτέρω. Εν συνεχεία, αφού συμπλήρωσε αντισυμβατικά την εν λόγω επιταγή, την οπισθογράφησε στον … ο οποίος την εμφάνισε προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα στις 29-1-2016, πλην όμως δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης επαρκών διαθέσιμων κεφαλαίων στον χρεοθέντα λογαριασμό του εκδότη- εγκαλούντα προκαλώντας στον τελευταίο περιουσιακή βλάβη ποσού 60.000 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στους ενσωματωμένους τοκογλυφικούς τόκους. Τούτο έπραξε μ σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση της τους τρίτους ως προς την ύπαρξη των ενσωματωμένων σε αυτή απαιτήσεών του κατά του εκδότη εγκαλούντος. II) Στις 29-1-2016, επί της 34342325-1 επιταγής της … ποσού 30.000 ευρώ, εις διαταγήν του εκδότη, την οποία ο εκδότης … εξέδωσε ως ατελή (λευκή) ως προς τον χρόνο έκδοσης, έθεσε στη θέση της ημερομηνίας έκδοσης την ημερομηνία 28-1-2016 καίτοι είχε ρητώς συμφωνηθεί μεταξύ τους, αφενός ότι παρεχόταν σαν εγγυοδοσία προς εξασφάλιση των τοκογλυφικών δανείων, τα οποία χορήγησε στον εγκαλούντα, και αφετέρου ότι δεν είχε το δικαίωμα να την συμπληρώσει και ήταν να την εμφανίσει προς πληρωμή, είτε να την οπισθογράφηση περαιτέρω. Εν συνεχεία, αφού συμπλήρωσε αντισυμβατικά την εν λόγω επιταγή, την οπισθογράφησε στον … ο οποίος την εμφάνισε προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα στις 29-1-2016, πλην όμως δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης επαρκών διαθέσιμων κεφαλαίων στον χρεωθέντα λογαριασμό του εκδότη- εγκαλούντα προκαλώντας στον τελευταίο περιουσιακή βλάβη ποσού 17.605,27 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στους ενσωματωμένους τοκογλυφικούς τόκους. Τούτο έπραξε με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση της τους τρίτους ως προς την ύπαρξη των ενσωματωμένων σε αυτή απαιτήσεών του κατά του εκδότη εγκαλούντος.
Γ) Στην Αθήνα, στις 4-7-2016, ο πρώτος κατηγορούμενος … του … , με πειθώ και φορτικότητα προκάλεσε την απόφαση του φυσικού αυτουργού να τελέσει το αδίκημα της απάτης, ο οποίος (φυσικός αυτουργός) με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή τρίτος παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ή την αθέμιτη απόκρυψη η παρασιώπηση αληθινών γεγονότων. Ειδικότερα: Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, με πειθώ και φορτικότητα έπεισε τον συγκατηγορούμενό του … να καταθέσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την με ίδια ημερομηνία αίτηση εκδόσεως διαταγής πληρωμής κατά του εγκαλούντος, … και κατά του κατηγορουμένου (… ), με την οποία ισχυρίστηκε, ότι ήταν ο τελευταίος κομιστής αφενός της υπ’ αριθμόν … επιταγής της …, ποσού εκατό χιλιάδων (ΙΟΟ.ΟΟΟ) ευρώ, εκδόσεως του εγκαλούντος, …, εις διαταγήν του ίδιου (εγκαλούντος), και αφετέρου της υπ’ αριθμόν … επιταγής της … ποσού τριάντα χιλιάδων (30.000), ευρώ, εκδόσεως του εγκαλούντος, … , εις διαταγήν του (…), τις οποίες εμφάνισε νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή στις πληρώτριες τράπεζες, πλην όμως, δεν πληρώθηκαν λόγω έλλειψης επαρκών διαθέσιμων κεφαλαίων στον χρεωθέντα λογαριασμό, του εκδότη.
Εντούτοις, ο συγκατηγορούμενός του … παρασιώπησε αθέμιτα ότι οι αναφερόμενες στην αίτηση επιταγές που είχαν παραδοθεί από τον εγκαλούντα στον πρώτο κατηγορούμενο … προς εξασφάλιση των τοκογλυφικών δανείων και ενσωμάτωναν τοκογλυφικούς τόκους ύψους 77.605,27 ευρώ, είχαν αποτελέσει αντικείμενο πλαστογραφίας ως προς την ημερομηνία εκδόσεώς τους καθώς ο εγκαλών …. τις παρέδωσε στον … ατελείς (λευκές) ως προς το εν λόγω στοιχείο κατόπιν ρητής συμφωνίας τους ότι αυτές παρέχονταν ως εγγυοδοσία προς εξασφάλιση των τοκογλυφικών δανείων, τα οποία ο τελευταίος χορήγησε στον εγκαλούντα και αφετέρου ότι ο τελευταίος δεν είχε δικαίωμα να τις συμπληρώσει και να τις εμφανίσει προς πληρωμή είτε να τις οπισθογραφίσει περαιτέρω. Επίσης, προς ενίσχυση της αιτήσεώς του ο συγκατηγορούμενός του … επικαλέσθηκε και προσκόμισε φωτοαντίγραφα των σωμάτων των δύο αυτών επιταγών. Με αυτόν τον τρόπο παραπλάνησε το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως προς το βάσιμο και υποστατό της απαιτήσεώς του, με αποτέλεσμα να γίνει δεκτή η αίτηση του και να εκδοθεί η υπ’ αριθμόν 2136/2016 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αποκτώντας εκτελεστό τίτλο για αξίωση ύψους εκατόν τριάντα χιλιάδων (130.000) ευρώ, στο οποίο και περιλαμβάνεται το ποσό των 77.605,27 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στους τοκογλυφικούς τόκους, αποκομίζοντας ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος και προκαλώντας αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη στον εγκαλούντα».
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον δεύτερο κατηγορούμενο …, για τις πράξεις της: 1. χρήσης πλαστού εγγράφου κατ’ εξακολούθηση και 2. απάτης στο Δικαστήριο και του επέβαλε συνολική ποινή φυλάκισης 11 μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία και ειδικότερα του: Α] «Στην Αθήνα, στις 4-7-2016, έκανε χρήση νοθευμένων εγγράφων με σκοπό να παραπλανήσει άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Ειδικότερα, ο δεύτερος κατηγορούμενος … του .., κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την με ίδια ημερομηνία αίτηση εκδόσεως διαταγής πληρωμής κατά του εγκαλούντος … και του… , με την οποία ισχυρίσθηκε ότι ήταν ο τελευταίος κομιστής αφενός της υπ’ αριθμόν … επιταγής της… , ποσού εκατό χιλιάδων (ΙΟΟ.ΟΟΟ) ευρώ, εκδόσεως του εγκαλούντος, … , εις διαταγήν του ίδιου, και αφετέρου της υπ’ αριθμόν … επιταγής της … ποσού τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, εκδόσεως του εγκαλούντος, …, εις διαταγήν του (…), ζητώντας να διαταχθούν οι καθών η αίτηση να του καταβάλουν το χρηματικό ποσό των 130.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη ημέρα της εμφανίσεως εκάστης επιταγής μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης. Επικαλέσθηκε δε και προσκόμισε αντίγραφα των εν λόγω επιταγών στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών εν γνώσει του ότι ο οπισθογράφος … είχε λάβει αυτές ως εγγυοδοσία και είχε συμπληρώσει αντισυμβατικά ως ημερομηνία έκδοσης αυτών την 28-1-2016, μολονότι είχε συμφωνηθεί μεταξύ εγκαλούντος και … ότι οι επιταγές αυτές παρέχονταν ως εγγυοδοσία για εξασφάλιση τοκογλυφικών δανείων και ότι ο τελευταίος δεν είχε δικαίωμα να τις συμπληρώσει και να τις εμφανίσει προς πληρωμή είτε να τις οπισθογραφίσει περαιτέρω. Με την παραπάνω χρήση τους σκόπευε να παραπλανήσει το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως προς το βάσιμο και υποστατό της απαίτησης από τις επιταγές και πέτυχε την έκδοση της 2136/2016 διαταγής πληρωμής με την οποία οι καθών διατάχθηκαν να του καταβάλουν το χρηματικό ποσό των 130.000 ευρώ νομιμοτόκως από την επόμενη μέρα της εμφανίσεως εκάστης επιταγής μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης, πλέον εξόδων, στο οποίο περιλαμβάνεται και το ποσό των 77.605,27 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στους τοκογλυφικούς τόκους, αποκομίζοντας ο κατηγορούμενος ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος και προκαλώντας αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη στον εγκαλούντα.
Β) στην Αθήνα, στις 4-7-2016, ο δεύτερος κατηγορούμενος … του … , με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή τρίτος παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων. Ειδικότερα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την με ίδια ημερομηνία αίτηση έκδοσης διαταγής πληρωμής κατά του εγκαλούντος … και κατά του συγκατηγορουμένου του …, με την οποία ισχυρίστηκε, ότι ήταν κομιστής αφενός της υπ’ αριθμόν … επιταγής της… , ποσού εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, εκδόσεως του εγκαλούντος, …, εις διαταγήν του ίδιου (εγκαλούντος), και αφετέρου της υπ’ αριθμόν … επιταγής της … ποσού τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, εκδόσεως του εγκαλούντος, … , εις διαταγήν του συγκατηγορούμενού του (….), τις οποίες εμφάνισε νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή στις πληρώτριες τράπεζες, πλην όμως, δεν πληρώθηκαν λόγω ελλείψεως επαρκών διαθέσιμων κεφαλαίων στον χρεωθέντα λογαριασμό του εκδότη. Εντούτοις, ο κατηγορούμενος παρασιώπησε αθέμιτα, ότι οι αναφερόμενες στην αίτηση επιταγές που είχαν παραδοθεί από τον εγκαλούντα στον πρώτο κατηγορούμενο … , προς εξασφάλιση των τοκογλυφικών δανείων και ενσωμάτωναν τοκογλυφικούς τόκους ύψους 77.605,27 ευρώ, είχαν αποτελέσει αντικείμενο πλαστογραφίας ως προς την ημερομηνία εκδόσεως τους καθώς ο εγκαλών … της παρέδωσε στον … ατελείς (λευκές) ως προς το εν λόγω στοιχείο κατόπιν ρητής συμφωνίας τους ότι αυτές παρέχονταν σαν εγγυοδοσία προς εξασφάλιση των τοκογλυφικών δανείων, τα οποία ο τελευταίος χορήγησε στον εγκαλούντα και αφετέρου ότι ο τελευταίος δεν είχε δικαίωμα να τις συμπληρώσει και να της εμφάνιση προς πληρωμή είτε να τις οπισθογραφήσει περαιτέρω. Επίσης, προς ενίσχυση της αιτήσεως του ο κατηγορούμενος … επικαλέσθηκε και προσκόμισε φωτοαντίγραφα των σωμάτων των δύο επιταγών. Με αυτόν τον τρόπο παραπλάνησε το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως προς το βάσιμο και υποστατό της απαιτήσεώς του, με αποτέλεσμα να γίνει δεκτή η αίτησή του και να εκδοθεί η υπ’ αριθμόν 2136/2016 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αποκτώντας εκτελεστό τίτλο για αξίωση ύφους εκατόν τριάντα χιλιάδων ευρώ (130.000), τα οποία και περιλαμβάνεται το ποσό των 77.605,27 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στους τοκογλυφικούς τόκους, αποκομίζοντας ο κατηγορούμενος ισόποσο περιουσιακό όφελος και προκαλώντας αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη στον εγκαλούντα ».
Με τις παραδοχές αυτές οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά
αλληλοσυμπληρώνονται, το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην εν λόγω απόφασή του την επιβαλλόμενη, κατά τα άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ ‘αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω εγκλημάτων για το οποίο καταδικάστηκε ο πρώτος κατηγορούμενος-αναιρεσείων, με παράθεση όλων των στοιχείων, που απαρτίζουν τη νομοτυπική μορφή των εγκλημάτων αυτών, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των αποδειχθέντων περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ. ε’, 26 παρ.1α’, 27 παρ.1, 46, 79, 94 παρ. 1, 98, 216 παρ. 1 και 2, 386 παρ.1 εδ. α’, 404 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς, ελλείπεις ή αντιφατικές αιτιολογίες, οπότε δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρονται με επάρκεια τα αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες κατηγορίας, πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και η απολογία του εν λόγω κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που προεκτέθηκαν και κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση, χωρίς να παρίσταται αναγκαία, κατά νόμο, η αναλυτική παράθεσή τους, η αναφορά του τι προκύπτει από το καθένα ξεχωριστά, όπως και η συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου τους και η ανάλογη δικαιοδοτική εκτίμησή τους, αφού εκ τούτου δεν συνάγεται ότι το Δικαστήριο για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης περιορίστηκε επιλεκτικά σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα και αγνόησε τα υπόλοιπα. Έτσι όσον αφορά τις ως άνω αξιόποινες πράξεις, με σαφήνεια εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ο τρόπος πού τελέστηκαν και ειδικότερα: α) Ότι, ο πρώτος των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων, … του …, εργαζόμενος στην εταιρία «…», εκμεταλλευόμενος την οικονομική ανάγκη του εγκαλούντος, περί τα μέσα του μηνός Μάϊου 2013, συμφώνησε με τον τελευταίο (εγκαλούντα) να του δανείζει σταδιακά χρηματικά ποσά, με επιτόκιο 2,5% μηνιαίως και στο πλαίσιο της εν λόγω συμφωνίας, ο εγκαλών δανείστηκε, κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Μάϊο του έτους 2013 έως το μήνα Ιανουάριο του έτους 2015 το συνολικό χρηματικό ποσό των τετρακοσίων δεκαοκτώ χιλιάδων εξακοσίων τριάντα επτά (418.637) ευρώ, β) Ότι, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα απαίτησε την καταβολή τόκων επί του ποσού του κεφαλαίου ύψους ογδόντα εννέα χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα εννέα ευρώ και εβδομήντα λεπτών (89.689,70 ευρώ), ήτοι με επιτόκιο 2,5% μηνιαίως και 30% ετησίως για το χρονικό διάστημα μέχρι τον Δεκέμβριο του 2015, το οποίο υπερέβαινε το ποσοστό του νόμιμου συμβατικού επιτοκίου βάσει του οποίου είχε αξίωση για νόμιμους τόκους ύψους δώδεκα χιλιάδων ογδόντα τεσσάρων ευρώ και σαράντα δύο λεπτών (12.084,42 ευρώ), με αποτέλεσμα το ποσό των εβδομήντα επτά χιλιάδων εξακοσίων πέντε ευρώ και είκοσι επτά λεπτών (77.605,27 ευρώ) να αποτελεί τοκογλυφικούς τόκους, γ) αναφέρονται, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, αναλυτικά τα επιμέρους χρηματικά ποσά, τα οποία δάνεισε στον εγκαλούντα καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 31-5- 2013 έως 19-1-2015, τα επιμέρους χρηματικά ποσά, τα οποία του κατέβαλε ο εγκαλών το χρονικό ως άνω διάστημα, τα ποσά της οφειλής μετά τις επιμέρους καταβολές εκ μέρους του εγκαλούντος, αναφέρεται επίσης το μηνιαίο επιτόκιο δανεισμού, που ήταν αυτό του 2,5%, το νόμιμο μηνιαίο επιτόκιο του δικαιοπρακτικού τόκου, που ήταν αυτό του 0,5%, αναφέρονται ακόμη τα ποσά των νομίμων τόκων και τέλος τα ποσά, τα οποία αποτελούν τοκογλυφικούς τόκους, παραπέμποντας στις αντίστοιχες στήλες στον παρατιθέμενο πίνακα, δ) αναφέρεται επίσης, ότι πρόκειται για κατ’ εξακολούθηση έγκλημα και ότι από την επανειλημμένη (εξακολουθητική) τέλεση της πράξης, καθώς και από την υποδομή, που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προέκυψε ότι δεν ενεργούσε ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου και με οργανωμένη ετοιμότητα προς πορισμό εισοδήματος, ε) Ότι, για τους ως άνω τοκογλυφικούς τόκους (77.605,27 ευρώ), ο εγκαλών, … , εξέδωσε δύο (2) επιταγές, συνολικού ύψους εκατόν τριάντα χιλιάδων (130.000) ευρώ, και ειδικότερα: α) την υπ’ αριθ. 35123053, ποσού εκατόν χιλιάδων (100.000) ευρώ, και β) την υπ’ αριθ. 34342325, ποσού τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, οι οποίες ήταν ατελείς (λευκές) ως προς το χρόνο έκδοσης και τις οποίες παρέδωσε στον αναιρεσείοντα, …, ως εγγυοδοσία, προς εξασφάλιση τοκογλυφικών δανείων, χωρίς περαιτέρω να κάνει χρήση αυτών, στ) Ότι, στις 29-1-2016, έθεσε επί των ως άνω επιταγών, χωρίς προς τούτο δικαίωμα, στη θέση της ημερομηνίας έκδοσης αυτών, ημερομηνία 28-1-2016 και στη συνεχεία τις οπισθογράφησε στον …, ο οποίος τις εμφάνισε προς πληρωμή στην πληρώτρια Τράπεζα στις 29-1-2016 πλην, όμως, αυτές δεν πληρώθηκαν, λόγω έλλειψης επαρκών διαθεσίμων κεφαλαίων στον χρεωθέντα λογαριασμό του εκδότη – εγκαλούντος και ζ) Ότι στη νόθευση αυτή προέβη προκειμένου να παραπλανήσει με τη χρήση των επιταγών τους τρίτους ως προς την ύπαρξη των ενσωματούμενων σ’ αυτές απαιτήσεων. Επομένως οι σχετικές αιτιάσεις του πρώτου αναιρεσείοντος, με την υπό κρίση αίτησή του, ότι υπάρχουν ασάφειες και αντιφάσεις σχετικά με το αν πρόκειται, για κατ’ εξακολούθηση έγκλημα η ενιαίο έγκλημα τοκογλυφίας ή ότι δεν αναφέρονται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά για την κατ’ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος, η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συνομολόγησης των τοκογλυφικών ωφελημάτων και της εκμετάλλευσης της ανάγκης του θύματος είναι αβάσιμες. Επίσης αβάσιμη είναι και η αιτίασή του για υπέρβαση εξουσίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ ΚΠΔ) από το Δικαστήριο της ουσίας καθόσον τον καταδίκασε για πράξεις για τις οποίες το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έχει παύσει οριστικά την εναντίον του ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, αφού: Η παράθεση στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως όλων των επιμέρους πράξεων της τοκογλυφίας έγινε ιστορικά και διηγηματικά στην απόφαση προκειμένου να συνδεθεί η προηγούμενη συμπεριφορά του αναιρεσείοντος και να αιτιολογηθεί η κατ’ επάγγελμα τέλεση, ότι δηλ. από την επανειλημμένη (εξακολουθητική) τέλεση της πράξης, καθώς και από την υποδομή, που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προέκυψε ότι δεν ενεργούσε ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου και με οργανωμένη ετοιμότητα προς πορισμό εισοδήματος. Εξάλλου, είναι σαφής η αναφορά της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι ο ως άνω αναιρεσείων καταδικάστηκε για τις επιμέρους πράξεις τοκογλυφίας που αφορούν το χρονικό διάστημα από 7-10-2014 έως 19-1-2015 και από τον επισυναπτόμενο στο σκεπτικό πίνακα προκύπτουν τα επιμέρους ποσά που δάνεισε αυτός στον εγκαλούντα με το ίδιο επιτόκιο δανεισμού το διάστημα αυτό. Περαιτέρω, οι προπαρατεθείσες παραδοχές του Δικαστηρίου της ουσίας δεν συνιστούν αντιστροφή της υποχρέωσης του Δικαστηρίου προς απόδειξη της ενοχής, ούτε μετακύλυση στον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα του βάρους απόδειξης της αθωότητάς του και ουδόλως αποτελούν παραβίαση του κατοχυρωμένου, τεκμηρίου αθωότητας αυτού, όπως ο ίδιος αβάσιμα διατείνεται, αφού από το σύνολο των παραδοχών του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως αυτό συμπληρώνεται από το διατακτικό, προκύπτει, ότι το Δικαστήριο, αξιολογώντας και συνεκτιμώντας ανέλεγκτα το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, κατέληξε στην κρίση περί της ενοχής του με την προεκτεθείσα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Άλλωστε, σαφώς προκύπτει από το αιτιολογικό της άνω απόφασης, ότι ο αναιρεσείων καταδικάστηκε, διότι αποδείχθηκε η ενοχή του και όχι, διότι αυτός δεν κατόρθωσε να αποδείξει την αθωότητά του, ενώ από τις ανωτέρω παραδοχές της απόφασης αυτής ουδόλως προκύπτει, ότι παρέμεινε στο Δικαστήριο οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς την ενοχή του αναιρεσείοντος, που θα έπρεπε να ερμηνευθεί υπέρ αυτού, κατ’ εφαρμογή της αρχής “in dubio pro reo”. Όσον αφορά στο αδίκημα της ηθικής αυτουργίας στην απάτη στο Δικαστήριο, με την απαιτούμενη αιτιολογική πληρότητα προσδιορίζονται ο τρόπος και τα μέσα και δη αυτά της πειθούς, της φορτικότητας και των συνεχών προτροπών και παραινέσεων, που συνοδεύονταν από υπόσχεση οικονομικών ανταλλαγμάτων, με τα οποία ο αναιρεσείων προκάλεσε στον ως αυτουργό της απάτης… , την απόφαση να τελέσει την εν λόγω αξιόποινη πράξη, δεν ήταν δε αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας να αναφέρεται εξειδικευμένα στην απόφαση περαιτέρω σε τι συνίσταντο οι προτροπές, η πειθώ, η φορτικότητα και η υπόσχεση οικονομικών ανταλλαγμάτων, που έγινε δεκτό ότι αποτέλεσαν τον τρόπο και τα μέσα που χρησιμοποίησε ο εν λόγω αναιρεσείων ως ηθικός αυτουργός για να προκαλέσει στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να τελέσει των ως άνω πράξη, αλλ’ αρκεί ότι επρόκειτο για συμπεριφορά πρόσφορη (με την έννοια της πειστικότητας) να αποτελέσει ηθική αυτουργία και ότι συνδεόταν, ως εκ του ότι συνέβαλε στη λήψη της απόφασης, αιτιωδώς με την ανωτέρω άδικη πράξη που τέλεσε ο φυσικός αυτουργός, απορριπτομένης, ως αβάσιμης, της σχετικής αιτίασης. Κατά συνέπεια όσων προεκτέθηκαν, οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, του αναιρεσείοντος … με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της: α) έλλειψης από την απόφαση της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα, β) εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, γ) υπέρβασης εξουσίας και δ) απόλυτης ακυρότητας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α, Δ’, Ε’ και Θ’ του ΚΠΔ,), είναι αβάσιμοι.
Περαιτέρω και αναφορικά με τον δεύτερο αναιρεσείοντα …, με την προσβαλλόμενη απόφαση, κρίθηκε ένοχος για τις πράξεις της Χρήσης πλαστού εγγράφου κατ’ εξακολούθηση και Απάτης στο Δικαστήριο. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αίτησής του περί εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 404 ΠΚ περί τοκογλυφίας είναι πρωτίστως απαράδεκτος ελλείψη εννόμου συμφέροντος για την προβολή του δεδομένου ότι γι’ αυτόν δεν υπάρχει καταδικαστική κρίση για το αδίκημα της τοκογλυφίας. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τις προαναφερόμενες παραδοχές της, διέλαβε την, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάστηκε ο δεύτερος αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά, αλλά και τις νομικές σκέψεις με βάση τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στις διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Ειδικότερα, διαλαμβάνεται στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, με πληρότητα και σαφήνεια, ο τρόπος τελέσεως από τον αναιρεσείοντα των ανωτέρω πράξεων (χρήση πλαστού εγγράφου κατ’ εξακολούθηση και απάτη στο Δικαστήριο), κατά χρόνους, τόπο και λοιπές περιστάσεις και δη: α) Ότι αυτός, στις 4-7-2016, έκανε χρήση νοθευμένων εγγράφων και κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αίτηση εκδόσεως διαταγής πληρωμής και κατά του εγκαλούντος των επίδικων επιταγών εκδόσεως του εγκαλούντος, συνολικού ποσού 130.000 ευρώ, ενώ παράλληλα επικαλέσθηκε και προσκόμισε αντίγραφα των εν λόγω επιταγών στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών εν γνώσει του ότι ο οπισθογράφος πρώτος αναιρεσείων, είχε λάβει αυτές ως εγγυοδοσία και είχε συμπληρώσει αντισυμβατικά ως ημερομηνία έκδοσης αυτών την 28-1-2016, μολονότι είχε συμφωνηθεί μεταξύ εγκαλούντος και … ότι οι επιταγές αυτές παρέχονταν ως εγγυοδοσία για εξασφάλιση τοκογλυφικών δανείων και ότι ο τελευταίος δεν είχε δικαίωμα να τις συμπληρώσει και να τις εμφανίσει προς πληρωμή είτε να τις οπισθογραφίσει περαιτέρω, β) Ότι, με αυτόν τον τρόπο παραπλάνησε το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως προς το βάσιμο και υποστατό της απαιτήσεώς του, με αποτέλεσμα να γίνει δεκτή η αίτησή του και να εκδοθεί η υπ’ αριθμ. 2136/2016 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αποκτώντας εκτελεστό τίτλο για αξίωση ύψους εκατόν τριάντα χιλιάδων ευρώ (130.000), τα οποία και περιλαμβάνεται το ποσό των 77.605,27 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στους τοκογλυφικούς τόκους, αποκομίζοντας ο κατηγορούμενος ισόποσο περιουσιακό όφελος και προκαλώντας αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη στον εγκαλούντα. Ακόμη, με αιτιολογημένη επάρκεια, απάντησε στα υποστηριζόμενα από τον δεύτερο αναιρεσείοντα αιτήματα που αποτελούν και άρνηση κατηγορίας και δη ότι δεν υφίσταται μεταξύ του πρώτου και δευτέρου κατηγορουμένου υποκειμένη σχέση, που να δικαιολογεί την μεταβίβαση και παράδοση στο δεύτερο των επίδικων επιταγών ή ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος κατέβαλε τμηματικά στον πρώτο το ποσό των 130.000 ευρώ προκειμένου τα χρήματά του να μην εκτεθούν στον κίνδυνο τυχόν περικοπών ή απώλειας τραπεζικών καταθέσεων και να τα επενδύσει ο συγκατηγορούμενός του κατά τον τρόπο που ο ίδιος επιθυμούσε ή ότι για πρώτη φορά έλαβε γνώση των ισχυρισμών του εγκαλούντος περί τοκογλυφικού δανείου όταν ο τελευταίος άσκησε τα ένδικα βοηθήματά του κατά της εκδοθείσας ως άνω διαταγής πληρωμής, και κρίθηκαν ως αβάσιμα, αφού κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης κατά το χρόνο που χρησιμοποίησε τις επιταγές αυτές επικαλούμενος και προσκομίζοντας αυτές ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για την έκδοση της διαταγής πληρωμής γνώριζε ότι είχαν νοθευτεί ως προς την ημερομηνία έκδοσης, αφού είχε ενημερωθεί σχετικά από τον πρώτο αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο, ο οποίος με πειθώ, προτροπές και φορτικότητα τον έπεισε να τις χρησιμοποιήσει, και τελικά επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση μόνο σε ακίνητο του εγκαλούντος και όχι και του πρώτου αναιρεσείοντος, που – εκτός του εγκαλούντος – και σε βάρος του εκδόθηκε η ως άνω Διαταγή Πληρωμής. Οι εμπεριεχόμενες στους ως άνω αναιρετικούς λόγους λοιπές αιτιάσεις, που αναφέρονται σε διαφορετική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης, πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, είναι απαράδεκτες, αφού συνιστούν αμφισβήτηση την εις βάρος του εν λόγω αναιρεσείοντος ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης και της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματος της και πλέον συγκεκριμένα, οι προβαλλόμενες από τον ως άνω αναιρεσείοντα αντιθέσεις, κατ’ αυτόν, των παραδοχών της απόφασης προς τις επισημαινόμενες μαρτυρικές καταθέσεις και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα δεν αποτελούν αναιρετικές πλημμέλειες με την έννοια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αλλά πλήττουν ανεπιτρέπτως την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Σε ακολουθία των παραπάνω, ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ, δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα πρέπει να απορριφθούν οι αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας(άρθρο 578 του ΚΠΔ) και την δικαστική δαπάνη του νομίμως παρασταθέντος προς υποστήριξη της κατηγορία … (άρθρα 176, 183 του Κ.Πολ.Δ.) κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις, από 9-5-2022 και 6-5-2022, αιτήσεις αναιρέσεως των: 1. … του … , κατοίκου … και 2. … του … , κατοίκου … , κατά της υπ’ αριθ 1024/2021 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Επιβάλλει σε βάρος καθενός των αναιρεσειόντων τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας τα οποία ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του υποστηρίζοντα την κατηγορία … , κατοίκου …, εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Οκτωβρίου 2022.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Νοεμβρίου 2022.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ